Novum Testamentum Graece: Unterschied zwischen den Versionen
Oswald (Diskussion | Beiträge) (Die Seite wurde neu angelegt: „<center> '''Novum Testamentum Graece (Nestle/Aland)'''</center> Die Einheitsübersetzung und die Vulgata s…“) |
Oswald (Diskussion | Beiträge) (-) |
||
(3 dazwischenliegende Versionen desselben Benutzers werden nicht angezeigt) | |||
Zeile 1: | Zeile 1: | ||
<center> '''[[Neues Testament|Novum Testamentum]] [[Griechische Sprache|Graece]] (Nestle/Aland)'''</center> | <center> '''[[Neues Testament|Novum Testamentum]] [[Griechische Sprache|Graece]] (Nestle/Aland)'''</center> | ||
− | + | {{Vorlage:Leiste biblos}} | |
− | |||
− | |||
− | |||
− | |||
− | {{Leiste | ||
== [[Evangelium nach Matthäus|Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion]] == | == [[Evangelium nach Matthäus|Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion]] == |
Aktuelle Version vom 3. Juli 2024, 09:43 Uhr
Durch folgende Links können die entsprechenden Bücher leicht aufgefunden werden. →
- Griechisch: Septuaginta: VTS Pars A - VTS Pars B - VTS Pars C - VTS Pars D - VTS Pars E; Novum Testamentum
Für wissenschaftliche Arbeiten sind die Texte durch eine gedruckte Quelle zu verifizieren.
Inhaltsverzeichnis
- 1 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion
- 1.1 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 1
- 1.2 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 2
- 1.3 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 3
- 1.4 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 4
- 1.5 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 5
- 1.6 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 6
- 1.7 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 7
- 1.8 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 8
- 1.9 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 9
- 1.10 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 10
- 1.11 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 11
- 1.12 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 12
- 1.13 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 13
- 1.14 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 14
- 1.15 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 15
- 1.16 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 16
- 1.17 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 17
- 1.18 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 18
- 1.19 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 19
- 1.20 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 20
- 1.21 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 21
- 1.22 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 22
- 1.23 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 23
- 1.24 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 24
- 1.25 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 25
- 1.26 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 26
- 1.27 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 28
- 1.28 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 27
- 2 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον
- 2.1 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 1
- 2.2 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 2
- 2.3 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 3
- 2.4 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 4
- 2.5 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 5
- 2.6 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 6
- 2.7 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 7
- 2.8 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 8
- 2.9 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 9
- 2.10 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 10
- 2.11 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 11
- 2.12 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 12
- 2.13 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 13
- 2.14 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 14
- 2.15 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 15
- 2.16 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 16
- 3 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν
- 3.1 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 1
- 3.2 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 2
- 3.3 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 3
- 3.4 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 4
- 3.5 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 5
- 3.6 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 6
- 3.7 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 7
- 3.8 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 8
- 3.9 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 9
- 3.10 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 10
- 3.11 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 11
- 3.12 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 12
- 3.13 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 13
- 3.14 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 14
- 3.15 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 15
- 3.16 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 16
- 3.17 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 17
- 3.18 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 18
- 3.19 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 19
- 3.20 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 20
- 3.21 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 21
- 3.22 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 22
- 3.23 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 23
- 3.24 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 24
- 4 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην
- 4.1 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 1
- 4.2 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 2
- 4.3 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 3
- 4.4 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 4
- 4.5 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 5
- 4.6 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 6
- 4.7 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 7
- 4.8 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 8
- 4.9 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 9
- 4.10 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 10
- 4.11 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 11
- 4.12 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 12
- 4.13 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 13
- 4.14 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 14
- 4.15 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 15
- 4.16 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 16
- 4.17 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 17
- 4.18 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 18
- 4.19 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 19
- 4.20 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 20
- 4.21 Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 21
- 5 Πραξεις Αποστολων
- 5.1 Πραξεις Αποστολων caput 1
- 5.2 Πραξεις Αποστολων caput 2
- 5.3 Πραξεις Αποστολων caput 3
- 5.4 Πραξεις Αποστολων caput 4
- 5.5 Πραξεις Αποστολων caput 5
- 5.6 Πραξεις Αποστολων caput 6
- 5.7 Πραξεις Αποστολων caput 7
- 5.8 Πραξεις Αποστολων caput 8
- 5.9 Πραξεις Αποστολων caput 9
- 5.10 Πραξεις Αποστολων caput 10
- 5.11 Πραξεις Αποστολων caput 11
- 5.12 Πραξεις Αποστολων caput 12
- 5.13 Πραξεις Αποστολων caput 13
- 5.14 Πραξεις Αποστολων caput 14
- 5.15 Πραξεις Αποστολων caput 15
- 5.16 Πραξεις Αποστολων caput 16
- 5.17 Πραξεις Αποστολων caput 17
- 5.18 Πραξεις Αποστολων caput 18
- 5.19 Πραξεις Αποστολων caput 19
- 5.20 Πραξεις Αποστολων caput 20
- 5.21 Πραξεις Αποστολων caput 21
- 5.22 Πραξεις Αποστολων caput 22
- 5.23 Πραξεις Αποστολων caput 23
- 5.24 Πραξεις Αποστολων caput 24
- 5.25 Πραξεις Αποστολων caput 25
- 5.26 Πραξεις Αποστολων caput 26
- 5.27 Πραξεις Αποστολων caput 27
- 5.28 Πραξεις Αποστολων caput 28
- 6 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους
- 6.1 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 1
- 6.2 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 2
- 6.3 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 3
- 6.4 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 4
- 6.5 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 5
- 6.6 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 6
- 6.7 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 7
- 6.8 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 8
- 6.9 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 9
- 6.10 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 10
- 6.11 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 11
- 6.12 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 12
- 6.13 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 13
- 6.14 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 14
- 6.15 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 15
- 6.16 επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 16
- 7 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ
- 7.1 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 1
- 7.2 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 2
- 7.3 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 3
- 7.4 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 4
- 7.5 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 5
- 7.6 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 6
- 7.7 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 7
- 7.8 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 7
- 7.9 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 9
- 7.10 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 10
- 7.11 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 11
- 7.12 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 12
- 7.13 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 13
- 7.14 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 14
- 7.15 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 15
- 7.16 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 16
- 8 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ
- 8.1 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 1
- 8.2 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 2
- 8.3 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 3
- 8.4 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 4
- 8.5 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 5
- 8.6 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 6
- 8.7 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 7
- 8.8 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 8
- 8.9 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 9
- 8.10 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 10
- 8.11 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 11
- 8.12 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 12
- 8.13 επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 13
- 9 επιστολα Πρὸς Γαλάτας
- 10 επιστολα προς Εϕεσιους
- 11 επιστολα προς Φιλιππησιους
- 12 επιστολα προς Κολοσσαεις
- 13 επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′
- 14 επιστολα προς Θεσσαλονικεις β′
- 15 επιστολα προς Τιμοϑεον α′
- 16 επιστολα προς Τιμοϑεον β′
- 17 επιστολα προς Προς Τιτον
- 18 επιστολα προς Φιλημονα
- 19 επιστολα προς Εβραιους
- 19.1 επιστολα προς Εβραιους caput 1
- 19.2 επιστολα προς Εβραιους caput 2
- 19.3 επιστολα προς Εβραιους caput 3
- 19.4 επιστολα προς Εβραιους caput 4
- 19.5 επιστολα προς Εβραιους caput 5
- 19.6 επιστολα προς Εβραιους caput 6
- 19.7 επιστολα προς Εβραιους caput 7
- 19.8 επιστολα προς Εβραιους caput 8
- 19.9 επιστολα προς Εβραιους caput 9
- 19.10 επιστολα προς Εβραιους caput 10
- 19.11 επιστολα προς Εβραιους caput 11
- 19.12 επιστολα προς Εβραιους caput 12
- 19.13 επιστολα προς Εβραιους caput 13
- 20 αποστολι Ιακωβου
- 21 επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα
- 22 επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα
- 23 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα
- 23.1 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 1
- 23.2 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 2
- 23.3 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 3
- 23.4 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 4
- 23.5 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 5
- 24 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι σεχυνδα
- 25 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι τερτια
- 26 επιστολα χατηολιχα βεατι ϑυδ
- 27 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι
- 27.1 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 1
- 27.2 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 2
- 27.3 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 3
- 27.4 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 4
- 27.5 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 5
- 27.6 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 6
- 27.7 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 7
- 27.8 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 8
- 27.9 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 9
- 27.10 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 10
- 27.11 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 11
- 27.12 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 12
- 27.13 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 13
- 27.14 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 14
- 27.15 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 15
- 27.16 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 16
- 27.17 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 17
- 27.18 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 18
- 27.19 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 19
- 27.20 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 20
- 27.21 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 21
- 27.22 Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 22
- 28 Weblinks
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 1
1 βιβλος γενεσεως ιησου χριστου υιου δαβιδ υιου αβρααμ 2 αβρααμ εγεννησεν τον ισαακ ισαακ δε εγεννησεν τον ιακωβ ιακωβ δε εγεννησεν τον ιουδαν και τους αδελϕους αυτου 3 ιουδας δε εγεννησεν τον ϕαρες και τον ζαρα εκ της ϑαμαρ ϕαρες δε εγεννησεν τον εσρωμ εσρωμ δε εγεννησεν τον αραμ 4 αραμ δε εγεννησεν τον αμιναδαβ αμιναδαβ δε εγεννησεν τον ναασσων ναασσων δε εγεννησεν τον σαλμων 5 σαλμων δε εγεννησεν τον βοοζ εκ της ραχαβ βοοζ δε εγεννησεν τον ωβηδ εκ της ρουϑ ωβηδ δε εγεννησεν τον ιεσσαι 6 ιεσσαι δε εγεννησεν τον δαβιδ τον βασιλεα δαβιδ δε ο βασιλευς εγεννησεν τον σολομωντα εκ της του ουριου 7 σολομων δε εγεννησεν τον ροβοαμ ροβοαμ δε εγεννησεν τον αβια αβια δε εγεννησεν τον ασαϕ 8 ασαϕ δε εγεννησεν τον ιωσαϕατ ιωσαϕατ δε εγεννησεν τον ιωραμ ιωραμ δε εγεννησεν τον οζιαν 9 οζιας δε εγεννησεν τον ιωαϑαμ ιωαϑαμ δε εγεννησεν τον αχαζ αχαζ δε εγεννησεν τον εζεκιαν 10 εζεκιας δε εγεννησεν τον μανασση μανασσης δε εγεννησεν τον αμων αμων δε εγεννησεν τον ιωσιαν 11 ιωσιας δε εγεννησεν τον ιεχονιαν και τους αδελϕους αυτου επι της μετοικεσιας βαβυλωνος 12 μετα δε την μετοικεσιαν βαβυλωνος ιεχονιας εγεννησεν τον σαλαϑιηλ σαλαϑιηλ δε εγεννησεν τον ζοροβαβελ 13 ζοροβαβελ δε εγεννησεν τον αβιουδ αβιουδ δε εγεννησεν τον ελιακειμ ελιακειμ δε εγεννησεν τον αζωρ 14 αζωρ δε εγεννησεν τον σαδωκ σαδωκ δε εγεννησεν τον αχειμ αχειμ δε εγεννησεν τον ελιουδ 15 ελιουδ δε εγεννησεν τον ελεαζαρ ελεαζαρ δε εγεννησεν τον ματϑαν ματϑαν δε εγεννησεν τον ιακωβ 16 ιακωβ δε εγεννησεν τον ιωσηϕ τον ανδρα μαριας εξ ης εγεννηϑη ιησους ο λεγομενος χριστος 17 πασαι ουν αι γενεαι απο αβρααμ εως δαβιδ γενεαι δεκατεσσαρες και απο δαβιδ εως της μετοικεσιας βαβυλωνος γενεαι δεκατεσσαρες και απο της μετοικεσιας βαβυλωνος εως του χριστου γενεαι δεκατεσσαρες 18 του δε ιησου χριστου η γεννησις ουτως ην μνηστευϑεισης γαρ της μητρος αυτου μαριας τω ιωσηϕ πριν η συνελϑειν αυτους ευρεϑη εν γαστρι εχουσα εκ πνευματος αγιου 19 ιωσηϕ δε ο ανηρ αυτης δικαιος ων και μη ϑελων αυτην παραδειγματισαι εβουληϑη λαϑρα απολυσαι αυτην 20 ταυτα δε αυτου ενϑυμηϑεντος ιδου αγγελος κυριου κατ οναρ εϕανη αυτω λεγων ιωσηϕ υιος δαβιδ μη ϕοβηϑης παραλαβειν μαριαμ την γυναικα σου το γαρ εν αυτη γεννηϑεν εκ πνευματος εστιν αγιου 21 τεξεται δε υιον και καλεσεις το ονομα αυτου ιησουν αυτος γαρ σωσει τον λαον αυτου απο των αμαρτιων αυτων 22 τουτο δε ολον γεγονεν ινα πληρωϑη το ρηϑεν υπο του κυριου δια του προϕητου λεγοντος 23 ιδου η παρϑενος εν γαστρι εξει και τεξεται υιον και καλεσουσιν το ονομα αυτου εμμανουηλ ο εστιν μεϑερμηνευομενον μεϑ ημων ο ϑεος 24 διεγερϑεις δε ο ιωσηϕ απο του υπνου εποιησεν ως προσεταξεν αυτω ο αγγελος κυριου και παρελαβεν την γυναικα αυτου 25 και ουκ εγινωσκεν αυτην εως ου ετεκεν τον υιον αυτης τον πρωτοτοκον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ιησουν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 2
1 του δε ιησου γεννηϑεντος εν βηϑλεεμ της ιουδαιας εν ημεραις ηρωδου του βασιλεως ιδου μαγοι απο ανατολων παρεγενοντο εις ιεροσολυμα 2 λεγοντες που εστιν ο τεχϑεις βασιλευς των ιουδαιων ειδομεν γαρ αυτου τον αστερα εν τη ανατολη και ηλϑομεν προσκυνησαι αυτω 3 ακουσας δε ηρωδης ο βασιλευς εταραχϑη και πασα ιεροσολυμα μετ αυτου 4 και συναγαγων παντας τους αρχιερεις και γραμματεις του λαου επυνϑανετο παρ αυτων που ο χριστος γενναται 5 οι δε ειπον αυτω εν βηϑλεεμ της ιουδαιας ουτως γαρ γεγραπται δια του προϕητου 6 και συ βηϑλεεμ γη ιουδα ουδαμως ελαχιστη ει εν τοις ηγεμοσιν ιουδα εκ σου γαρ εξελευσεται ηγουμενος οστις ποιμανει τον λαον μου τον ισραηλ 7 τοτε ηρωδης λαϑρα καλεσας τους μαγους ηκριβωσεν παρ αυτων τον χρονον του ϕαινομενου αστερος 8 και πεμψας αυτους εις βηϑλεεμ ειπεν πορευϑεντες ακριβως εξετασατε περι του παιδιου επαν δε ευρητε απαγγειλατε μοι οπως καγω ελϑων προσκυνησω αυτω 9 οι δε ακουσαντες του βασιλεως επορευϑησαν και ιδου ο αστηρ ον ειδον εν τη ανατολη προηγεν αυτους εως ελϑων εστη επανω ου ην το παιδιον 10 ιδοντες δε τον αστερα εχαρησαν χαραν μεγαλην σϕοδρα 11 και ελϑοντες εις την οικιαν ευρον το παιδιον μετα μαριας της μητρος αυτου και πεσοντες προσεκυνησαν αυτω και ανοιξαντες τους ϑησαυρους αυτων προσηνεγκαν αυτω δωρα χρυσον και λιβανον και σμυρναν 12 και χρηματισϑεντες κατ οναρ μη ανακαμψαι προς ηρωδην δι αλλης οδου ανεχωρησαν εις την χωραν αυτων 13 αναχωρησαντων δε αυτων ιδου αγγελος κυριου ϕαινεται κατ οναρ τω ιωσηϕ λεγων εγερϑεις παραλαβε το παιδιον και την μητερα αυτου και ϕευγε εις αιγυπτον και ισϑι εκει εως αν ειπω σοι μελλει γαρ ηρωδης ζητειν το παιδιον του απολεσαι αυτο 14 ο δε εγερϑεις παρελαβεν το παιδιον και την μητερα αυτου νυκτος και ανεχωρησεν εις αιγυπτον 15 και ην εκει εως της τελευτης ηρωδου ινα πληρωϑη το ρηϑεν υπο του κυριου δια του προϕητου λεγοντος εξ αιγυπτου εκαλεσα τον υιον μου 16 τοτε ηρωδης ιδων οτι ενεπαιχϑη υπο των μαγων εϑυμωϑη λιαν και αποστειλας ανειλεν παντας τους παιδας τους εν βηϑλεεμ και εν πασιν τοις οριοις αυτης απο διετους και κατωτερω κατα τον χρονον ον ηκριβωσεν παρα των μαγων 17 τοτε επληρωϑη το ρηϑεν υπο ιερεμιου του προϕητου λεγοντος 18 ϕωνη εν ραμα ηκουσϑη ϑρηνος και κλαυϑμος και οδυρμος πολυς ραχηλ κλαιουσα τα τεκνα αυτης και ουκ ηϑελεν παρακληϑηναι οτι ουκ εισιν 19 τελευτησαντος δε του ηρωδου ιδου αγγελος κυριου κατ οναρ ϕαινεται τω ιωσηϕ εν αιγυπτω 20 λεγων εγερϑεις παραλαβε το παιδιον και την μητερα αυτου και πορευου εις γην ισραηλ τεϑνηκασιν γαρ οι ζητουντες την ψυχην του παιδιου 21 ο δε εγερϑεις παρελαβεν το παιδιον και την μητερα αυτου και ηλϑεν εις γην ισραηλ 22 ακουσας δε οτι αρχελαος βασιλευει επι της ιουδαιας αντι ηρωδου του πατρος αυτου εϕοβηϑη εκει απελϑειν χρηματισϑεις δε κατ οναρ ανεχωρησεν εις τα μερη της γαλιλαιας 23 και ελϑων κατωκησεν εις πολιν λεγομενην ναζαρετ οπως πληρωϑη το ρηϑεν δια των προϕητων οτι ναζωραιος κληϑησεται
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 3
1 εν δε ταις ημεραις εκειναις παραγινεται ιωαννης ο βαπτιστης κηρυσσων εν τη ερημω της ιουδαιας 2 και λεγων μετανοειτε ηγγικεν γαρ η βασιλεια των ουρανων 3 ουτος γαρ εστιν ο ρηϑεις υπο ησαιου του προϕητου λεγοντος ϕωνη βοωντος εν τη ερημω ετοιμασατε την οδον κυριου ευϑειας ποιειτε τας τριβους αυτου 4 αυτος δε ο ιωαννης ειχεν το ενδυμα αυτου απο τριχων καμηλου και ζωνην δερματινην περι την οσϕυν αυτου η δε τροϕη αυτου ην ακριδες και μελι αγριον 5 τοτε εξεπορευετο προς αυτον ιεροσολυμα και πασα η ιουδαια και πασα η περιχωρος του ιορδανου 6 και εβαπτιζοντο εν τω ιορδανη υπ αυτου εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων 7 ιδων δε πολλους των ϕαρισαιων και σαδδουκαιων ερχομενους επι το βαπτισμα αυτου ειπεν αυτοις γεννηματα εχιδνων τις υπεδειξεν υμιν ϕυγειν απο της μελλουσης οργης 8 ποιησατε ουν καρπους αξιους της μετανοιας 9 και μη δοξητε λεγειν εν εαυτοις πατερα εχομεν τον αβρααμ λεγω γαρ υμιν οτι δυναται ο ϑεος εκ των λιϑων τουτων εγειραι τεκνα τω αβρααμ 10 ηδη δε και η αξινη προς την ριζαν των δενδρων κειται παν ουν δενδρον μη ποιουν καρπον καλον εκκοπτεται και εις πυρ βαλλεται 11 εγω μεν βαπτιζω υμας εν υδατι εις μετανοιαν ο δε οπισω μου ερχομενος ισχυροτερος μου εστιν ου ουκ ειμι ικανος τα υποδηματα βαστασαι αυτος υμας βαπτισει εν πνευματι αγιω και πυρι 12 ου το πτυον εν τη χειρι αυτου και διακαϑαριει την αλωνα αυτου και συναξει τον σιτον αυτου εις την αποϑηκην το δε αχυρον κατακαυσει πυρι ασβεστω 13 τοτε παραγινεται ο ιησους απο της γαλιλαιας επι τον ιορδανην προς τον ιωαννην του βαπτισϑηναι υπ αυτου 14 ο δε ιωαννης διεκωλυεν αυτον λεγων εγω χρειαν εχω υπο σου βαπτισϑηναι και συ ερχη προς με 15 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν προς αυτον αϕες αρτι ουτως γαρ πρεπον εστιν ημιν πληρωσαι πασαν δικαιοσυνην τοτε αϕιησιν αυτον 16 και βαπτισϑεις ο ιησους ανεβη ευϑυς απο του υδατος και ιδου ανεωχϑησαν αυτω οι ουρανοι και ειδεν το πνευμα του ϑεου καταβαινον ωσει περιστεραν και ερχομενον επ αυτον 17 και ιδου ϕωνη εκ των ουρανων λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος εν ω ευδοκησα
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 4
1 τοτε ο ιησους ανηχϑη εις την ερημον υπο του πνευματος πειρασϑηναι υπο του διαβολου 2 και νηστευσας ημερας τεσσαρακοντα και νυκτας τεσσαρακοντα υστερον επεινασεν 3 και προσελϑων αυτω ο πειραζων ειπεν ει υιος ει του ϑεου ειπε ινα οι λιϑοι ουτοι αρτοι γενωνται 4 ο δε αποκριϑεις ειπεν γεγραπται ουκ επ αρτω μονω ζησεται ανϑρωπος αλλ επι παντι ρηματι εκπορευομενω δια στοματος ϑεου 5 τοτε παραλαμβανει αυτον ο διαβολος εις την αγιαν πολιν και ιστησιν αυτον επι το πτερυγιον του ιερου 6 και λεγει αυτω ει υιος ει του ϑεου βαλε σεαυτον κατω γεγραπται γαρ οτι τοις αγγελοις αυτου εντελειται περι σου και επι χειρων αρουσιν σε μηποτε προσκοψης προς λιϑον τον ποδα σου 7 εϕη αυτω ο ιησους παλιν γεγραπται ουκ εκπειρασεις κυριον τον ϑεον σου 8 παλιν παραλαμβανει αυτον ο διαβολος εις ορος υψηλον λιαν και δεικνυσιν αυτω πασας τας βασιλειας του κοσμου και την δοξαν αυτων 9 και λεγει αυτω ταυτα παντα σοι δωσω εαν πεσων προσκυνησης μοι 10 τοτε λεγει αυτω ο ιησους υπαγε σατανα γεγραπται γαρ κυριον τον ϑεον σου προσκυνησεις και αυτω μονω λατρευσεις 11 τοτε αϕιησιν αυτον ο διαβολος και ιδου αγγελοι προσηλϑον και διηκονουν αυτω 12 ακουσας δε ο ιησους οτι ιωαννης παρεδοϑη ανεχωρησεν εις την γαλιλαιαν 13 και καταλιπων την ναζαρετ ελϑων κατωκησεν εις καπερναουμ την παραϑαλασσιαν εν οριοις ζαβουλων και νεϕϑαλειμ 14 ινα πληρωϑη το ρηϑεν δια ησαιου του προϕητου λεγοντος 15 γη ζαβουλων και γη νεϕϑαλειμ οδον ϑαλασσης περαν του ιορδανου γαλιλαια των εϑνων 16 ο λαος ο καϑημενος εν σκοτει ειδε ϕως μεγα και τοις καϑημενοις εν χωρα και σκια ϑανατου ϕως ανετειλεν αυτοις 17 απο τοτε ηρξατο ο ιησους κηρυσσειν και λεγειν μετανοειτε ηγγικεν γαρ η βασιλεια των ουρανων 18 περιπατων δε ο ιησους παρα την ϑαλασσαν της γαλιλαιας ειδεν δυο αδελϕους σιμωνα τον λεγομενον πετρον και ανδρεαν τον αδελϕον αυτου βαλλοντας αμϕιβληστρον εις την ϑαλασσαν ησαν γαρ αλιεις 19 και λεγει αυτοις δευτε οπισω μου και ποιησω υμας αλιεις ανϑρωπων 20 οι δε ευϑεως αϕεντες τα δικτυα ηκολουϑησαν αυτω 21 και προβας εκειϑεν ειδεν αλλους δυο αδελϕους ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελϕον αυτου εν τω πλοιω μετα ζεβεδαιου του πατρος αυτων καταρτιζοντας τα δικτυα αυτων και εκαλεσεν αυτους 22 οι δε ευϑεως αϕεντες το πλοιον και τον πατερα αυτων ηκολουϑησαν αυτω 23 και περιηγεν ολην την γαλιλαιαν ο ιησους διδασκων εν ταις συναγωγαις αυτων και κηρυσσων το ευαγγελιον της βασιλειας και ϑεραπευων πασαν νοσον και πασαν μαλακιαν εν τω λαω 24 και απηλϑεν η ακοη αυτου εις ολην την συριαν και προσηνεγκαν αυτω παντας τους κακως εχοντας ποικιλαις νοσοις και βασανοις συνεχομενους και δαιμονιζομενους και σεληνιαζομενους και παραλυτικους και εϑεραπευσεν αυτους 25 και ηκολουϑησαν αυτω οχλοι πολλοι απο της γαλιλαιας και δεκαπολεως και ιεροσολυμων και ιουδαιας και περαν του ιορδανου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 5
1 ιδων δε τους οχλους ανεβη εις το ορος και καϑισαντος αυτου προσηλϑον αυτω οι μαϑηται αυτου 2 και ανοιξας το στομα αυτου εδιδασκεν αυτους λεγων 3 μακαριοι οι πτωχοι τω πνευματι οτι αυτων εστιν η βασιλεια των ουρανων 4 μακαριοι οι πενϑουντες οτι αυτοι παρακληϑησονται 5 μακαριοι οι πραεις οτι αυτοι κληρονομησουσιν την γην 6 μακαριοι οι πεινωντες και διψωντες την δικαιοσυνην οτι αυτοι χορτασϑησονται 7 μακαριοι οι ελεημονες οτι αυτοι ελεηϑησονται 8 μακαριοι οι καϑαροι τη καρδια οτι αυτοι τον ϑεον οψονται 9 μακαριοι οι ειρηνοποιοι οτι αυτοι υιοι ϑεου κληϑησονται 10 μακαριοι οι δεδιωγμενοι ενεκεν δικαιοσυνης οτι αυτων εστιν η βασιλεια των ουρανων 11 μακαριοι εστε οταν ονειδισωσιν υμας και διωξωσιν και ειπωσιν παν πονηρον ρημα καϑ υμων ψευδομενοι ενεκεν εμου 12 χαιρετε και αγαλλιασϑε οτι ο μισϑος υμων πολυς εν τοις ουρανοις ουτως γαρ εδιωξαν τους προϕητας τους προ υμων 13 υμεις εστε το αλας της γης εαν δε το αλας μωρανϑη εν τινι αλισϑησεται εις ουδεν ισχυει ετι ει μη βληϑηναι εξω και καταπατεισϑαι υπο των ανϑρωπων 14 υμεις εστε το ϕως του κοσμου ου δυναται πολις κρυβηναι επανω ορους κειμενη 15 ουδε καιουσιν λυχνον και τιϑεασιν αυτον υπο τον μοδιον αλλ επι την λυχνιαν και λαμπει πασιν τοις εν τη οικια 16 ουτως λαμψατω το ϕως υμων εμπροσϑεν των ανϑρωπων οπως ιδωσιν υμων τα καλα εργα και δοξασωσιν τον πατερα υμων τον εν τοις ουρανοις 17 μη νομισητε οτι ηλϑον καταλυσαι τον νομον η τους προϕητας ουκ ηλϑον καταλυσαι αλλα πληρωσαι 18 αμην γαρ λεγω υμιν εως αν παρελϑη ο ουρανος και η γη ιωτα εν η μια κεραια ου μη παρελϑη απο του νομου εως αν παντα γενηται 19 ος εαν ουν λυση μιαν των εντολων τουτων των ελαχιστων και διδαξη ουτως τους ανϑρωπους ελαχιστος κληϑησεται εν τη βασιλεια των ουρανων ος δ αν ποιηση και διδαξη ουτος μεγας κληϑησεται εν τη βασιλεια των ουρανων 20 λεγω γαρ υμιν οτι εαν μη περισσευση η δικαιοσυνη υμων πλειον των γραμματεων και ϕαρισαιων ου μη εισελϑητε εις την βασιλειαν των ουρανων 21 ηκουσατε οτι ερρεϑη τοις αρχαιοις ου ϕονευσεις ος δ αν ϕονευση ενοχος εσται τη κρισει 22 εγω δε λεγω υμιν οτι πας ο οργιζομενος τω αδελϕω αυτου εικη ενοχος εσται τη κρισει ος δ αν ειπη τω αδελϕω αυτου ρακα ενοχος εσται τω συνεδριω ος δ αν ειπη μωρε ενοχος εσται εις την γεενναν του πυρος 23 εαν ουν προσϕερης το δωρον σου επι το ϑυσιαστηριον κακει μνησϑης οτι ο αδελϕος σου εχει τι κατα σου 24 αϕες εκει το δωρον σου εμπροσϑεν του ϑυσιαστηριου και υπαγε πρωτον διαλλαγηϑι τω αδελϕω σου και τοτε ελϑων προσϕερε το δωρον σου 25 ισϑι ευνοων τω αντιδικω σου ταχυ εως οτου ει εν τη οδω μετ αυτου μηποτε σε παραδω ο αντιδικος τω κριτη και ο κριτης σε παραδω τω υπηρετη και εις ϕυλακην βληϑηση 26 αμην λεγω σοι ου μη εξελϑης εκειϑεν εως αν αποδως τον εσχατον κοδραντην 27 ηκουσατε οτι ερρεϑη τοις αρχαιοις ου μοιχευσεις 28 εγω δε λεγω υμιν οτι πας ο βλεπων γυναικα προς το επιϑυμησαι αυτης ηδη εμοιχευσεν αυτην εν τη καρδια αυτου 29 ει δε ο οϕϑαλμος σου ο δεξιος σκανδαλιζει σε εξελε αυτον και βαλε απο σου συμϕερει γαρ σοι ινα αποληται εν των μελων σου και μη ολον το σωμα σου βληϑη εις γεενναν 30 και ει η δεξια σου χειρ σκανδαλιζει σε εκκοψον αυτην και βαλε απο σου συμϕερει γαρ σοι ινα αποληται εν των μελων σου και μη ολον το σωμα σου βληϑη εις γεενναν 31 ερρεϑη δε οτι ος αν απολυση την γυναικα αυτου δοτω αυτη αποστασιον 32 εγω δε λεγω υμιν οτι ος αν απολυση την γυναικα αυτου παρεκτος λογου πορνειας ποιει αυτην μοιχασϑαι και ος εαν απολελυμενην γαμηση μοιχαται 33 παλιν ηκουσατε οτι ερρεϑη τοις αρχαιοις ουκ επιορκησεις αποδωσεις δε τω κυριω τους ορκους σου 34 εγω δε λεγω υμιν μη ομοσαι ολως μητε εν τω ουρανω οτι ϑρονος εστιν του ϑεου 35 μητε εν τη γη οτι υποποδιον εστιν των ποδων αυτου μητε εις ιεροσολυμα οτι πολις εστιν του μεγαλου βασιλεως 36 μητε εν τη κεϕαλη σου ομοσης οτι ου δυνασαι μιαν τριχα λευκην η μελαιναν ποιησαι 37 εστω δε ο λογος υμων ναι ναι ου ου το δε περισσον τουτων εκ του πονηρου εστιν 38 ηκουσατε οτι ερρεϑη οϕϑαλμον αντι οϕϑαλμου και οδοντα αντι οδοντος 39 εγω δε λεγω υμιν μη αντιστηναι τω πονηρω αλλ οστις σε ραπισει επι την δεξιαν σου σιαγονα στρεψον αυτω και την αλλην 40 και τω ϑελοντι σοι κριϑηναι και τον χιτωνα σου λαβειν αϕες αυτω και το ιματιον 41 και οστις σε αγγαρευσει μιλιον εν υπαγε μετ αυτου δυο 42 τω αιτουντι σε διδου και τον ϑελοντα απο σου δανεισασϑαι μη αποστραϕης 43 ηκουσατε οτι ερρεϑη αγαπησεις τον πλησιον σου και μισησεις τον εχϑρον σου 44 εγω δε λεγω υμιν αγαπατε τους εχϑρους υμων ευλογειτε τους καταρωμενους υμας καλως ποιειτε τους μισουντας υμας και προσευχεσϑε υπερ των επηρεαζοντων υμας και διωκοντων υμας 45 οπως γενησϑε υιοι του πατρος υμων του εν ουρανοις οτι τον ηλιον αυτου ανατελλει επι πονηρους και αγαϑους και βρεχει επι δικαιους και αδικους 46 εαν γαρ αγαπησητε τους αγαπωντας υμας τινα μισϑον εχετε ουχι και οι τελωναι το αυτο ποιουσιν 47 και εαν ασπασησϑε τους αδελϕους υμων μονον τι περισσον ποιειτε ουχι και οι τελωναι ουτως ποιουσιν 48 εσεσϑε ουν υμεις τελειοι ωσπερ ο πατηρ υμων ο εν τοις ουρανοις τελειος εστιν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 6
1 προσεχετε την ελεημοσυνην υμων μη ποιειν εμπροσϑεν των ανϑρωπων προς το ϑεαϑηναι αυτοις ει δε μηγε μισϑον ουκ εχετε παρα τω πατρι υμων τω εν τοις ουρανοις 2 οταν ουν ποιης ελεημοσυνην μη σαλπισης εμπροσϑεν σου ωσπερ οι υποκριται ποιουσιν εν ταις συναγωγαις και εν ταις ρυμαις οπως δοξασϑωσιν υπο των ανϑρωπων αμην λεγω υμιν απεχουσιν τον μισϑον αυτων 3 σου δε ποιουντος ελεημοσυνην μη γνωτω η αριστερα σου τι ποιει η δεξια σου 4 οπως η σου η ελεημοσυνη εν τω κρυπτω και ο πατηρ σου ο βλεπων εν τω κρυπτω αυτος αποδωσει σοι εν τω ϕανερω 5 και οταν προσευχη ουκ εση ωσπερ οι υποκριται οτι ϕιλουσιν εν ταις συναγωγαις και εν ταις γωνιαις των πλατειων εστωτες προσευχεσϑαι οπως αν ϕανωσιν τοις ανϑρωποις αμην λεγω υμιν οτι απεχουσιν τον μισϑον αυτων 6 συ δε οταν προσευχη εισελϑε εις το ταμιειον σου και κλεισας την ϑυραν σου προσευξαι τω πατρι σου τω εν τω κρυπτω και ο πατηρ σου ο βλεπων εν τω κρυπτω αποδωσει σοι εν τω ϕανερω 7 προσευχομενοι δε μη βαττολογησητε ωσπερ οι εϑνικοι δοκουσιν γαρ οτι εν τη πολυλογια αυτων εισακουσϑησονται 8 μη ουν ομοιωϑητε αυτοις οιδεν γαρ ο πατηρ υμων ων χρειαν εχετε προ του υμας αιτησαι αυτον 9 ουτως ουν προσευχεσϑε υμεις πατερ ημων ο εν τοις ουρανοις αγιασϑητω το ονομα σου 10 ελϑετω η βασιλεια σου γενηϑητω το ϑελημα σου ως εν ουρανω και επι της γης 11 τον αρτον ημων τον επιουσιον δος ημιν σημερον 12 και αϕες ημιν τα οϕειληματα ημων ως και ημεις αϕιεμεν τοις οϕειλεταις ημων 13 και μη εισενεγκης ημας εις πειρασμον αλλα ρυσαι ημας απο του πονηρου οτι σου εστιν η βασιλεια και η δυναμις και η δοξα εις τους αιωνας αμην 14 εαν γαρ αϕητε τοις ανϑρωποις τα παραπτωματα αυτων αϕησει και υμιν ο πατηρ υμων ο ουρανιος 15 εαν δε μη αϕητε τοις ανϑρωποις τα παραπτωματα αυτων ουδε ο πατηρ υμων αϕησει τα παραπτωματα υμων 16 οταν δε νηστευητε μη γινεσϑε ωσπερ οι υποκριται σκυϑρωποι αϕανιζουσιν γαρ τα προσωπα αυτων οπως ϕανωσιν τοις ανϑρωποις νηστευοντες αμην λεγω υμιν οτι απεχουσιν τον μισϑον αυτων 17 συ δε νηστευων αλειψαι σου την κεϕαλην και το προσωπον σου νιψαι 18 οπως μη ϕανης τοις ανϑρωποις νηστευων αλλα τω πατρι σου τω εν τω κρυπτω και ο πατηρ σου ο βλεπων εν τω κρυπτω αποδωσει σοι εν τω ϕανερω 19 μη ϑησαυριζετε υμιν ϑησαυρους επι της γης οπου σης και βρωσις αϕανιζει και οπου κλεπται διορυσσουσιν και κλεπτουσιν 20 ϑησαυριζετε δε υμιν ϑησαυρους εν ουρανω οπου ουτε σης ουτε βρωσις αϕανιζει και οπου κλεπται ου διορυσσουσιν ουδε κλεπτουσιν 21 οπου γαρ εστιν ο ϑησαυρος υμων εκει εσται και η καρδια υμων 22 ο λυχνος του σωματος εστιν ο οϕϑαλμος εαν ουν ο οϕϑαλμος σου απλους η ολον το σωμα σου ϕωτεινον εσται 23 εαν δε ο οϕϑαλμος σου πονηρος η ολον το σωμα σου σκοτεινον εσται ει ουν το ϕως το εν σοι σκοτος εστιν το σκοτος ποσον 24 ουδεις δυναται δυσι κυριοις δουλευειν η γαρ τον ενα μισησει και τον ετερον αγαπησει η ενος ανϑεξεται και του ετερου καταϕρονησει ου δυνασϑε ϑεω δουλευειν και μαμμωνα 25 δια τουτο λεγω υμιν μη μεριμνατε τη ψυχη υμων τι ϕαγητε και τι πιητε μηδε τω σωματι υμων τι ενδυσησϑε ουχι η ψυχη πλειον εστιν της τροϕης και το σωμα του ενδυματος 26 εμβλεψατε εις τα πετεινα του ουρανου οτι ου σπειρουσιν ουδε ϑεριζουσιν ουδε συναγουσιν εις αποϑηκας και ο πατηρ υμων ο ουρανιος τρεϕει αυτα ουχ υμεις μαλλον διαϕερετε αυτων 27 τις δε εξ υμων μεριμνων δυναται προσϑειναι επι την ηλικιαν αυτου πηχυν ενα 28 και περι ενδυματος τι μεριμνατε καταμαϑετε τα κρινα του αγρου πως αυξανει ου κοπια ουδε νηϑει 29 λεγω δε υμιν οτι ουδε σολομων εν παση τη δοξη αυτου περιεβαλετο ως εν τουτων 30 ει δε τον χορτον του αγρου σημερον οντα και αυριον εις κλιβανον βαλλομενον ο ϑεος ουτως αμϕιεννυσιν ου πολλω μαλλον υμας ολιγοπιστοι 31 μη ουν μεριμνησητε λεγοντες τι ϕαγωμεν η τι πιωμεν η τι περιβαλωμεϑα 32 παντα γαρ ταυτα τα εϑνη επιζητει οιδεν γαρ ο πατηρ υμων ο ουρανιος οτι χρηζετε τουτων απαντων 33 ζητειτε δε πρωτον την βασιλειαν του ϑεου και την δικαιοσυνην αυτου και ταυτα παντα προστεϑησεται υμιν 34 μη ουν μεριμνησητε εις την αυριον η γαρ αυριον μεριμνησει τα εαυτης αρκετον τη ημερα η κακια αυτης
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 7
1 μη κρινετε ινα μη κριϑητε 2 εν ω γαρ κριματι κρινετε κριϑησεσϑε και εν ω μετρω μετρειτε αντιμετρηϑησεται υμιν 3 τι δε βλεπεις το καρϕος το εν τω οϕϑαλμω του αδελϕου σου την δε εν τω σω οϕϑαλμω δοκον ου κατανοεις 4 η πως ερεις τω αδελϕω σου αϕες εκβαλω το καρϕος απο του οϕϑαλμου σου και ιδου η δοκος εν τω οϕϑαλμω σου 5 υποκριτα εκβαλε πρωτον την δοκον εκ του οϕϑαλμου σου και τοτε διαβλεψεις εκβαλειν το καρϕος εκ του οϕϑαλμου του αδελϕου σου 6 μη δωτε το αγιον τοις κυσιν μηδε βαλητε τους μαργαριτας υμων εμπροσϑεν των χοιρων μηποτε καταπατησωσιν αυτους εν τοις ποσιν αυτων και στραϕεντες ρηξωσιν υμας 7 αιτειτε και δοϑησεται υμιν ζητειτε και ευρησετε κρουετε και ανοιγησεται υμιν 8 πας γαρ ο αιτων λαμβανει και ο ζητων ευρισκει και τω κρουοντι ανοιγησεται 9 η τις εστιν εξ υμων ανϑρωπος ον εαν αιτηση ο υιος αυτου αρτον μη λιϑον επιδωσει αυτω 10 και εαν ιχϑυν αιτηση μη οϕιν επιδωσει αυτω 11 ει ουν υμεις πονηροι οντες οιδατε δοματα αγαϑα διδοναι τοις τεκνοις υμων ποσω μαλλον ο πατηρ υμων ο εν τοις ουρανοις δωσει αγαϑα τοις αιτουσιν αυτον 12 παντα ουν οσα αν ϑελητε ινα ποιωσιν υμιν οι ανϑρωποι ουτως και υμεις ποιειτε αυτοις ουτος γαρ εστιν ο νομος και οι προϕηται 13 εισελϑετε δια της στενης πυλης οτι πλατεια η πυλη και ευρυχωρος η οδος η απαγουσα εις την απωλειαν και πολλοι εισιν οι εισερχομενοι δι αυτης 14 οτι στενη η πυλη και τεϑλιμμενη η οδος η απαγουσα εις την ζωην και ολιγοι εισιν οι ευρισκοντες αυτην 15 προσεχετε δε απο των ψευδοπροϕητων οιτινες ερχονται προς υμας εν ενδυμασιν προβατων εσωϑεν δε εισιν λυκοι αρπαγες 16 απο των καρπων αυτων επιγνωσεσϑε αυτους μητι συλλεγουσιν απο ακανϑων σταϕυλην η απο τριβολων συκα 17 ουτως παν δενδρον αγαϑον καρπους καλους ποιει το δε σαπρον δενδρον καρπους πονηρους ποιει 18 ου δυναται δενδρον αγαϑον καρπους πονηρους ποιειν ουδε δενδρον σαπρον καρπους καλους ποιειν 19 παν δενδρον μη ποιουν καρπον καλον εκκοπτεται και εις πυρ βαλλεται 20 αραγε απο των καρπων αυτων επιγνωσεσϑε αυτους 21 ου πας ο λεγων μοι κυριε κυριε εισελευσεται εις την βασιλειαν των ουρανων αλλ ο ποιων το ϑελημα του πατρος μου του εν ουρανοις 22 πολλοι ερουσιν μοι εν εκεινη τη ημερα κυριε κυριε ου τω σω ονοματι προεϕητευσαμεν και τω σω ονοματι δαιμονια εξεβαλομεν και τω σω ονοματι δυναμεις πολλας εποιησαμεν 23 και τοτε ομολογησω αυτοις οτι ουδεποτε εγνων υμας αποχωρειτε απ εμου οι εργαζομενοι την ανομιαν 24 πας ουν οστις ακουει μου τους λογους τουτους και ποιει αυτους ομοιωσω αυτον ανδρι ϕρονιμω οστις ωκοδομησεν την οικιαν αυτου επι την πετραν 25 και κατεβη η βροχη και ηλϑον οι ποταμοι και επνευσαν οι ανεμοι και προσεπεσον τη οικια εκεινη και ουκ επεσεν τεϑεμελιωτο γαρ επι την πετραν 26 και πας ο ακουων μου τους λογους τουτους και μη ποιων αυτους ομοιωϑησεται ανδρι μωρω οστις ωκοδομησεν την οικιαν αυτου επι την αμμον 27 και κατεβη η βροχη και ηλϑον οι ποταμοι και επνευσαν οι ανεμοι και προσεκοψαν τη οικια εκεινη και επεσεν και ην η πτωσις αυτης μεγαλη 28 και εγενετο οτε συνετελεσεν ο ιησους τους λογους τουτους εξεπλησσοντο οι οχλοι επι τη διδαχη αυτου 29 ην γαρ διδασκων αυτους ως εξουσιαν εχων και ουχ ως οι γραμματεις
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 8
1 καταβαντι δε αυτω απο του ορους ηκολουϑησαν αυτω οχλοι πολλοι 2 και ιδου λεπρος ελϑων προσεκυνει αυτω λεγων κυριε εαν ϑελης δυνασαι με καϑαρισαι 3 και εκτεινας την χειρα ηψατο αυτου ο ιησους λεγων ϑελω καϑαρισϑητι και ευϑεως εκαϑαρισϑη αυτου η λεπρα 4 και λεγει αυτω ο ιησους ορα μηδενι ειπης αλλ υπαγε σεαυτον δειξον τω ιερει και προσενεγκε το δωρον ο προσεταξεν μωσης εις μαρτυριον αυτοις 5 εισελϑοντι δε τω ιησου εις καπερναουμ προσηλϑεν αυτω εκατονταρχος παρακαλων αυτον 6 και λεγων κυριε ο παις μου βεβληται εν τη οικια παραλυτικος δεινως βασανιζομενος 7 και λεγει αυτω ο ιησους εγω ελϑων ϑεραπευσω αυτον 8 και αποκριϑεις ο εκατονταρχος εϕη κυριε ουκ ειμι ικανος ινα μου υπο την στεγην εισελϑης αλλα μονον ειπε λογον και ιαϑησεται ο παις μου 9 και γαρ εγω ανϑρωπος ειμι υπο εξουσιαν εχων υπ εμαυτον στρατιωτας και λεγω τουτω πορευϑητι και πορευεται και αλλω ερχου και ερχεται και τω δουλω μου ποιησον τουτο και ποιει 10 ακουσας δε ο ιησους εϑαυμασεν και ειπεν τοις ακολουϑουσιν αμην λεγω υμιν ουδε εν τω ισραηλ τοσαυτην πιστιν ευρον 11 λεγω δε υμιν οτι πολλοι απο ανατολων και δυσμων ηξουσιν και ανακλιϑησονται μετα αβρααμ και ισαακ και ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων 12 οι δε υιοι της βασιλειας εκβληϑησονται εις το σκοτος το εξωτερον εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων 13 και ειπεν ο ιησους τω εκατονταρχω υπαγε και ως επιστευσας γενηϑητω σοι και ιαϑη ο παις αυτου εν τη ωρα εκεινη 14 και ελϑων ο ιησους εις την οικιαν πετρου ειδεν την πενϑεραν αυτου βεβλημενην και πυρεσσουσαν 15 και ηψατο της χειρος αυτης και αϕηκεν αυτην ο πυρετος και ηγερϑη και διηκονει αυτοις 16 οψιας δε γενομενης προσηνεγκαν αυτω δαιμονιζομενους πολλους και εξεβαλεν τα πνευματα λογω και παντας τους κακως εχοντας εϑεραπευσεν 17 οπως πληρωϑη το ρηϑεν δια ησαιου του προϕητου λεγοντος αυτος τας ασϑενειας ημων ελαβεν και τας νοσους εβαστασεν 18 ιδων δε ο ιησους πολλους οχλους περι αυτον εκελευσεν απελϑειν εις το περαν 19 και προσελϑων εις γραμματευς ειπεν αυτω διδασκαλε ακολουϑησω σοι οπου εαν απερχη 20 και λεγει αυτω ο ιησους αι αλωπεκες ϕωλεους εχουσιν και τα πετεινα του ουρανου κατασκηνωσεις ο δε υιος του ανϑρωπου ουκ εχει που την κεϕαλην κλινη 21 ετερος δε των μαϑητων αυτου ειπεν αυτω κυριε επιτρεψον μοι πρωτον απελϑειν και ϑαψαι τον πατερα μου 22 ο δε ιησους ειπεν αυτω ακολουϑει μοι και αϕες τους νεκρους ϑαψαι τους εαυτων νεκρους 23 και εμβαντι αυτω εις το πλοιον ηκολουϑησαν αυτω οι μαϑηται αυτου 24 και ιδου σεισμος μεγας εγενετο εν τη ϑαλασση ωστε το πλοιον καλυπτεσϑαι υπο των κυματων αυτος δε εκαϑευδεν 25 και προσελϑοντες οι μαϑηται αυτου ηγειραν αυτον λεγοντες κυριε σωσον ημας απολλυμεϑα 26 και λεγει αυτοις τι δειλοι εστε ολιγοπιστοι τοτε εγερϑεις επετιμησεν τοις ανεμοις και τη ϑαλασση και εγενετο γαληνη μεγαλη 27 οι δε ανϑρωποι εϑαυμασαν λεγοντες ποταπος εστιν ουτος οτι και οι ανεμοι και η ϑαλασσα υπακουουσιν αυτω 28 και ελϑοντι αυτω εις το περαν εις την χωραν των γεργεσηνων υπηντησαν αυτω δυο δαιμονιζομενοι εκ των μνημειων εξερχομενοι χαλεποι λιαν ωστε μη ισχυειν τινα παρελϑειν δια της οδου εκεινης 29 και ιδου εκραξαν λεγοντες τι ημιν και σοι ιησου υιε του ϑεου ηλϑες ωδε προ καιρου βασανισαι ημας 30 ην δε μακραν απ αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη 31 οι δε δαιμονες παρεκαλουν αυτον λεγοντες ει εκβαλλεις ημας επιτρεψον ημιν απελϑειν εις την αγελην των χοιρων 32 και ειπεν αυτοις υπαγετε οι δε εξελϑοντες απηλϑον εις την αγελην των χοιρων και ιδου ωρμησεν πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την ϑαλασσαν και απεϑανον εν τοις υδασιν 33 οι δε βοσκοντες εϕυγον και απελϑοντες εις την πολιν απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων 34 και ιδου πασα η πολις εξηλϑεν εις συναντησιν τω ιησου και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν οπως μεταβη απο των οριων αυτων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 9
1 και εμβας εις το πλοιον διεπερασεν και ηλϑεν εις την ιδιαν πολιν 2 και ιδου προσεϕερον αυτω παραλυτικον επι κλινης βεβλημενον και ιδων ο ιησους την πιστιν αυτων ειπεν τω παραλυτικω ϑαρσει τεκνον αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι σου 3 και ιδου τινες των γραμματεων ειπον εν εαυτοις ουτος βλασϕημει 4 και ιδων ο ιησους τας ενϑυμησεις αυτων ειπεν ινα τι υμεις ενϑυμεισϑε πονηρα εν ταις καρδιαις υμων 5 τι γαρ εστιν ευκοπωτερον ειπειν αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι η ειπειν εγειραι και περιπατει 6 ινα δε ειδητε οτι εξουσιαν εχει ο υιος του ανϑρωπου επι της γης αϕιεναι αμαρτιας τοτε λεγει τω παραλυτικω εγερϑεις αρον σου την κλινην και υπαγε εις τον οικον σου 7 και εγερϑεις απηλϑεν εις τον οικον αυτου 8 ιδοντες δε οι οχλοι εϑαυμασαν και εδοξασαν τον ϑεον τον δοντα εξουσιαν τοιαυτην τοις ανϑρωποις 9 και παραγων ο ιησους εκειϑεν ειδεν ανϑρωπον καϑημενον επι το τελωνιον ματϑαιον λεγομενον και λεγει αυτω ακολουϑει μοι και αναστας ηκολουϑησεν αυτω 10 και εγενετο αυτου ανακειμενου εν τη οικια και ιδου πολλοι τελωναι και αμαρτωλοι ελϑοντες συνανεκειντο τω ιησου και τοις μαϑηταις αυτου 11 και ιδοντες οι ϕαρισαιοι ειπον τοις μαϑηταις αυτου διατι μετα των τελωνων και αμαρτωλων εσϑιει ο διδασκαλος υμων 12 ο δε ιησους ακουσας ειπεν αυτοις ου χρειαν εχουσιν οι ισχυοντες ιατρου αλλ οι κακως εχοντες 13 πορευϑεντες δε μαϑετε τι εστιν ελεον ϑελω και ου ϑυσιαν ου γαρ ηλϑον καλεσαι δικαιους αλλ αμαρτωλους εις μετανοιαν 14 τοτε προσερχονται αυτω οι μαϑηται ιωαννου λεγοντες διατι ημεις και οι ϕαρισαιοι νηστευομεν πολλα οι δε μαϑηται σου ου νηστευουσιν 15 και ειπεν αυτοις ο ιησους μη δυνανται οι υιοι του νυμϕωνος πενϑειν εϕ οσον μετ αυτων εστιν ο νυμϕιος ελευσονται δε ημεραι οταν απαρϑη απ αυτων ο νυμϕιος και τοτε νηστευσουσιν 16 ουδεις δε επιβαλλει επιβλημα ρακους αγναϕου επι ιματιω παλαιω αιρει γαρ το πληρωμα αυτου απο του ιματιου και χειρον σχισμα γινεται 17 ουδε βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μηγε ρηγνυνται οι ασκοι και ο οινος εκχειται και οι ασκοι απολουνται αλλα βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους καινους και αμϕοτερα συντηρουνται 18 ταυτα αυτου λαλουντος αυτοις ιδου αρχων ελϑων προσεκυνει αυτω λεγων οτι η ϑυγατηρ μου αρτι ετελευτησεν αλλα ελϑων επιϑες την χειρα σου επ αυτην και ζησεται 19 και εγερϑεις ο ιησους ηκολουϑησεν αυτω και οι μαϑηται αυτου 20 και ιδου γυνη αιμορροουσα δωδεκα ετη προσελϑουσα οπισϑεν ηψατο του κρασπεδου του ιματιου αυτου 21 ελεγεν γαρ εν εαυτη εαν μονον αψωμαι του ιματιου αυτου σωϑησομαι 22 ο δε ιησους επιστραϕεις και ιδων αυτην ειπεν ϑαρσει ϑυγατερ η πιστις σου σεσωκεν σε και εσωϑη η γυνη απο της ωρας εκεινης 23 και ελϑων ο ιησους εις την οικιαν του αρχοντος και ιδων τους αυλητας και τον οχλον ϑορυβουμενον 24 λεγει αυτοις αναχωρειτε ου γαρ απεϑανεν το κορασιον αλλα καϑευδει και κατεγελων αυτου 25 οτε δε εξεβληϑη ο οχλος εισελϑων εκρατησεν της χειρος αυτης και ηγερϑη το κορασιον 26 και εξηλϑεν η ϕημη αυτη εις ολην την γην εκεινην 27 και παραγοντι εκειϑεν τω ιησου ηκολουϑησαν αυτω δυο τυϕλοι κραζοντες και λεγοντες ελεησον ημας υιε δαβιδ 28 ελϑοντι δε εις την οικιαν προσηλϑον αυτω οι τυϕλοι και λεγει αυτοις ο ιησους πιστευετε οτι δυναμαι τουτο ποιησαι λεγουσιν αυτω ναι κυριε 29 τοτε ηψατο των οϕϑαλμων αυτων λεγων κατα την πιστιν υμων γενηϑητω υμιν 30 και ανεωχϑησαν αυτων οι οϕϑαλμοι και ενεβριμησατο αυτοις ο ιησους λεγων ορατε μηδεις γινωσκετω 31 οι δε εξελϑοντες διεϕημισαν αυτον εν ολη τη γη εκεινη 32 αυτων δε εξερχομενων ιδου προσηνεγκαν αυτω ανϑρωπον κωϕον δαιμονιζομενον 33 και εκβληϑεντος του δαιμονιου ελαλησεν ο κωϕος και εϑαυμασαν οι οχλοι λεγοντες οτι ουδεποτε εϕανη ουτως εν τω ισραηλ 34 οι δε ϕαρισαιοι ελεγον εν τω αρχοντι των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια 35 και περιηγεν ο ιησους τας πολεις πασας και τας κωμας διδασκων εν ταις συναγωγαις αυτων και κηρυσσων το ευαγγελιον της βασιλειας και ϑεραπευων πασαν νοσον και πασαν μαλακιαν εν τω λαω 36 ιδων δε τους οχλους εσπλαγχνισϑη περι αυτων οτι ησαν εκλελυμενοι και ερριμμενοι ωσει προβατα μη εχοντα ποιμενα 37 τοτε λεγει τοις μαϑηταις αυτου ο μεν ϑερισμος πολυς οι δε εργαται ολιγοι 38 δεηϑητε ουν του κυριου του ϑερισμου οπως εκβαλη εργατας εις τον ϑερισμον αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 10
1 και προσκαλεσαμενος τους δωδεκα μαϑητας αυτου εδωκεν αυτοις εξουσιαν πνευματων ακαϑαρτων ωστε εκβαλλειν αυτα και ϑεραπευειν πασαν νοσον και πασαν μαλακιαν 2 των δε δωδεκα αποστολων τα ονοματα εστιν ταυτα πρωτος σιμων ο λεγομενος πετρος και ανδρεας ο αδελϕος αυτου ιακωβος ο του ζεβεδαιου και ιωαννης ο αδελϕος αυτου 3 ϕιλιππος και βαρϑολομαιος ϑωμας και ματϑαιος ο τελωνης ιακωβος ο του αλϕαιου και λεββαιος ο επικληϑεις ϑαδδαιος 4 σιμων ο κανανιτης και ιουδας ισκαριωτης ο και παραδους αυτον 5 τουτους τους δωδεκα απεστειλεν ο ιησους παραγγειλας αυτοις λεγων εις οδον εϑνων μη απελϑητε και εις πολιν σαμαρειτων μη εισελϑητε 6 πορευεσϑε δε μαλλον προς τα προβατα τα απολωλοτα οικου ισραηλ 7 πορευομενοι δε κηρυσσετε λεγοντες οτι ηγγικεν η βασιλεια των ουρανων 8 ασϑενουντας ϑεραπευετε λεπρους καϑαριζετε νεκρους εγειρετε δαιμονια εκβαλλετε δωρεαν ελαβετε δωρεαν δοτε 9 μη κτησησϑε χρυσον μηδε αργυρον μηδε χαλκον εις τας ζωνας υμων 10 μη πηραν εις οδον μηδε δυο χιτωνας μηδε υποδηματα μηδε ραβδον αξιος γαρ ο εργατης της τροϕης αυτου εστιν 11 εις ην δ αν πολιν η κωμην εισελϑητε εξετασατε τις εν αυτη αξιος εστιν κακει μεινατε εως αν εξελϑητε 12 εισερχομενοι δε εις την οικιαν ασπασασϑε αυτην 13 και εαν μεν η η οικια αξια ελϑετω η ειρηνη υμων επ αυτην εαν δε μη η αξια η ειρηνη υμων προς υμας επιστραϕητω 14 και ος εαν μη δεξηται υμας μηδε ακουση τους λογους υμων εξερχομενοι της οικιας η της πολεως εκεινης εκτιναξατε τον κονιορτον των ποδων υμων 15 αμην λεγω υμιν ανεκτοτερον εσται γη σοδομων και γομορρων εν ημερα κρισεως η τη πολει εκεινη 16 ιδου εγω αποστελλω υμας ως προβατα εν μεσω λυκων γινεσϑε ουν ϕρονιμοι ως οι οϕεις και ακεραιοι ως αι περιστεραι 17 προσεχετε δε απο των ανϑρωπων παραδωσουσιν γαρ υμας εις συνεδρια και εν ταις συναγωγαις αυτων μαστιγωσουσιν υμας 18 και επι ηγεμονας δε και βασιλεις αχϑησεσϑε ενεκεν εμου εις μαρτυριον αυτοις και τοις εϑνεσιν 19 οταν δε παραδιδωσιν υμας μη μεριμνησητε πως η τι λαλησητε δοϑησεται γαρ υμιν εν εκεινη τη ωρα τι λαλησετε 20 ου γαρ υμεις εστε οι λαλουντες αλλα το πνευμα του πατρος υμων το λαλουν εν υμιν 21 παραδωσει δε αδελϕος αδελϕον εις ϑανατον και πατηρ τεκνον και επαναστησονται τεκνα επι γονεις και ϑανατωσουσιν αυτους 22 και εσεσϑε μισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου ο δε υπομεινας εις τελος ουτος σωϑησεται 23 οταν δε διωκωσιν υμας εν τη πολει ταυτη ϕευγετε εις την αλλην αμην γαρ λεγω υμιν ου μη τελεσητε τας πολεις του ισραηλ εως αν ελϑη ο υιος του ανϑρωπου 24 ουκ εστιν μαϑητης υπερ τον διδασκαλον ουδε δουλος υπερ τον κυριον αυτου 25 αρκετον τω μαϑητη ινα γενηται ως ο διδασκαλος αυτου και ο δουλος ως ο κυριος αυτου ει τον οικοδεσποτην βεελζεβουλ εκαλεσαν ποσω μαλλον τους οικιακους αυτου 26 μη ουν ϕοβηϑητε αυτους ουδεν γαρ εστιν κεκαλυμμενον ο ουκ αποκαλυϕϑησεται και κρυπτον ο ου γνωσϑησεται 27 ο λεγω υμιν εν τη σκοτια ειπατε εν τω ϕωτι και ο εις το ους ακουετε κηρυξατε επι των δωματων 28 και μη ϕοβηϑητε απο των αποκτεινοντων το σωμα την δε ψυχην μη δυναμενων αποκτειναι ϕοβηϑητε δε μαλλον τον δυναμενον και ψυχην και σωμα απολεσαι εν γεεννη 29 ουχι δυο στρουϑια ασσαριου πωλειται και εν εξ αυτων ου πεσειται επι την γην ανευ του πατρος υμων 30 υμων δε και αι τριχες της κεϕαλης πασαι ηριϑμημεναι εισιν 31 μη ουν ϕοβηϑητε πολλων στρουϑιων διαϕερετε υμεις 32 πας ουν οστις ομολογησει εν εμοι εμπροσϑεν των ανϑρωπων ομολογησω καγω εν αυτω εμπροσϑεν του πατρος μου του εν ουρανοις 33 οστις δ αν αρνησηται με εμπροσϑεν των ανϑρωπων αρνησομαι αυτον καγω εμπροσϑεν του πατρος μου του εν ουρανοις 34 μη νομισητε οτι ηλϑον βαλειν ειρηνην επι την γην ουκ ηλϑον βαλειν ειρηνην αλλα μαχαιραν 35 ηλϑον γαρ διχασαι ανϑρωπον κατα του πατρος αυτου και ϑυγατερα κατα της μητρος αυτης και νυμϕην κατα της πενϑερας αυτης 36 και εχϑροι του ανϑρωπου οι οικιακοι αυτου 37 ο ϕιλων πατερα η μητερα υπερ εμε ουκ εστιν μου αξιος και ο ϕιλων υιον η ϑυγατερα υπερ εμε ουκ εστιν μου αξιος 38 και ος ου λαμβανει τον σταυρον αυτου και ακολουϑει οπισω μου ουκ εστιν μου αξιος 39 ο ευρων την ψυχην αυτου απολεσει αυτην και ο απολεσας την ψυχην αυτου ενεκεν εμου ευρησει αυτην 40 ο δεχομενος υμας εμε δεχεται και ο εμε δεχομενος δεχεται τον αποστειλαντα με 41 ο δεχομενος προϕητην εις ονομα προϕητου μισϑον προϕητου ληψεται και ο δεχομενος δικαιον εις ονομα δικαιου μισϑον δικαιου ληψεται 42 και ος εαν ποτιση ενα των μικρων τουτων ποτηριον ψυχρου μονον εις ονομα μαϑητου αμην λεγω υμιν ου μη απολεση τον μισϑον αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 11
1 και εγενετο οτε ετελεσεν ο ιησους διατασσων τοις δωδεκα μαϑηταις αυτου μετεβη εκειϑεν του διδασκειν και κηρυσσειν εν ταις πολεσιν αυτων 2 ο δε ιωαννης ακουσας εν τω δεσμωτηριω τα εργα του χριστου πεμψας δυο των μαϑητων αυτου 3 ειπεν αυτω συ ει ο ερχομενος η ετερον προσδοκωμεν 4 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις πορευϑεντες απαγγειλατε ιωαννη α ακουετε και βλεπετε 5 τυϕλοι αναβλεπουσιν και χωλοι περιπατουσιν λεπροι καϑαριζονται και κωϕοι ακουουσιν νεκροι εγειρονται και πτωχοι ευαγγελιζονται 6 και μακαριος εστιν ος εαν μη σκανδαλισϑη εν εμοι 7 τουτων δε πορευομενων ηρξατο ο ιησους λεγειν τοις οχλοις περι ιωαννου τι εξηλϑετε εις την ερημον ϑεασασϑαι καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον 8 αλλα τι εξηλϑετε ιδειν ανϑρωπον εν μαλακοις ιματιοις ημϕιεσμενον ιδου οι τα μαλακα ϕορουντες εν τοις οικοις των βασιλεων εισιν 9 αλλα τι εξηλϑετε ιδειν προϕητην ναι λεγω υμιν και περισσοτερον προϕητου 10 ουτος γαρ εστιν περι ου γεγραπται ιδου εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου ος κατασκευασει την οδον σου εμπροσϑεν σου 11 αμην λεγω υμιν ουκ εγηγερται εν γεννητοις γυναικων μειζων ιωαννου του βαπτιστου ο δε μικροτερος εν τη βασιλεια των ουρανων μειζων αυτου εστιν 12 απο δε των ημερων ιωαννου του βαπτιστου εως αρτι η βασιλεια των ουρανων βιαζεται και βιασται αρπαζουσιν αυτην 13 παντες γαρ οι προϕηται και ο νομος εως ιωαννου προεϕητευσαν 14 και ει ϑελετε δεξασϑαι αυτος εστιν ηλιας ο μελλων ερχεσϑαι 15 ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 16 τινι δε ομοιωσω την γενεαν ταυτην ομοια εστιν παιδαριοις εν αγοραις καϑημενοις και προσϕωνουσιν τοις εταιροις αυτων 17 και λεγουσιν ηυλησαμεν υμιν και ουκ ωρχησασϑε εϑρηνησαμεν υμιν και ουκ εκοψασϑε 18 ηλϑεν γαρ ιωαννης μητε εσϑιων μητε πινων και λεγουσιν δαιμονιον εχει 19 ηλϑεν ο υιος του ανϑρωπου εσϑιων και πινων και λεγουσιν ιδου ανϑρωπος ϕαγος και οινοποτης τελωνων ϕιλος και αμαρτωλων και εδικαιωϑη η σοϕια απο των τεκνων αυτης 20 τοτε ηρξατο ονειδιζειν τας πολεις εν αις εγενοντο αι πλεισται δυναμεις αυτου οτι ου μετενοησαν 21 ουαι σοι χοραζιν ουαι σοι βηϑσαιδαν οτι ει εν τυρω και σιδωνι εγενοντο αι δυναμεις αι γενομεναι εν υμιν παλαι αν εν σακκω και σποδω μετενοησαν 22 πλην λεγω υμιν τυρω και σιδωνι ανεκτοτερον εσται εν ημερα κρισεως η υμιν 23 και συ καπερναουμ η εως του ουρανου υψωϑεισα εως αδου καταβιβασϑηση οτι ει εν σοδομοις εγενοντο αι δυναμεις αι γενομεναι εν σοι εμειναν αν μεχρι της σημερον 24 πλην λεγω υμιν οτι γη σοδομων ανεκτοτερον εσται εν ημερα κρισεως η σοι 25 εν εκεινω τω καιρω αποκριϑεις ο ιησους ειπεν εξομολογουμαι σοι πατερ κυριε του ουρανου και της γης οτι απεκρυψας ταυτα απο σοϕων και συνετων και απεκαλυψας αυτα νηπιοις 26 ναι ο πατηρ οτι ουτως εγενετο ευδοκια εμπροσϑεν σου 27 παντα μοι παρεδοϑη υπο του πατρος μου και ουδεις επιγινωσκει τον υιον ει μη ο πατηρ ουδε τον πατερα τις επιγινωσκει ει μη ο υιος και ω εαν βουληται ο υιος αποκαλυψαι 28 δευτε προς με παντες οι κοπιωντες και πεϕορτισμενοι καγω αναπαυσω υμας 29 αρατε τον ζυγον μου εϕ υμας και μαϑετε απ εμου οτι πραος ειμι και ταπεινος τη καρδια και ευρησετε αναπαυσιν ταις ψυχαις υμων 30 ο γαρ ζυγος μου χρηστος και το ϕορτιον μου ελαϕρον εστιν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 12
1 εν εκεινω τω καιρω επορευϑη ο ιησους τοις σαββασιν δια των σποριμων οι δε μαϑηται αυτου επεινασαν και ηρξαντο τιλλειν σταχυας και εσϑιειν 2 οι δε ϕαρισαιοι ιδοντες ειπον αυτω ιδου οι μαϑηται σου ποιουσιν ο ουκ εξεστιν ποιειν εν σαββατω 3 ο δε ειπεν αυτοις ουκ ανεγνωτε τι εποιησεν δαβιδ οτε επεινασεν αυτος και οι μετ αυτου 4 πως εισηλϑεν εις τον οικον του ϑεου και τους αρτους της προϑεσεως εϕαγεν ους ουκ εξον ην αυτω ϕαγειν ουδε τοις μετ αυτου ει μη τοις ιερευσιν μονοις 5 η ουκ ανεγνωτε εν τω νομω οτι τοις σαββασιν οι ιερεις εν τω ιερω το σαββατον βεβηλουσιν και αναιτιοι εισιν 6 λεγω δε υμιν οτι του ιερου μειζων εστιν ωδε 7 ει δε εγνωκειτε τι εστιν ελεον ϑελω και ου ϑυσιαν ουκ αν κατεδικασατε τους αναιτιους 8 κυριος γαρ εστιν και του σαββατου ο υιος του ανϑρωπου 9 και μεταβας εκειϑεν ηλϑεν εις την συναγωγην αυτων 10 και ιδου ανϑρωπος ην την χειρα εχων ξηραν και επηρωτησαν αυτον λεγοντες ει εξεστιν τοις σαββασιν ϑεραπευειν ινα κατηγορησωσιν αυτου 11 ο δε ειπεν αυτοις τις εσται εξ υμων ανϑρωπος ος εξει προβατον εν και εαν εμπεση τουτο τοις σαββασιν εις βοϑυνον ουχι κρατησει αυτο και εγερει 12 ποσω ουν διαϕερει ανϑρωπος προβατου ωστε εξεστιν τοις σαββασιν καλως ποιειν 13 τοτε λεγει τω ανϑρωπω εκτεινον την χειρα σου και εξετεινεν και αποκατεσταϑη υγιης ως η αλλη 14 οι δε ϕαρισαιοι συμβουλιον ελαβον κατ αυτου εξελϑοντες οπως αυτον απολεσωσιν 15 ο δε ιησους γνους ανεχωρησεν εκειϑεν και ηκολουϑησαν αυτω οχλοι πολλοι και εϑεραπευσεν αυτους παντας 16 και επετιμησεν αυτοις ινα μη ϕανερον αυτον ποιησωσιν 17 οπως πληρωϑη το ρηϑεν δια ησαιου του προϕητου λεγοντος 18 ιδου ο παις μου ον ηρετισα ο αγαπητος μου εις ον ευδοκησεν η ψυχη μου ϑησω το πνευμα μου επ αυτον και κρισιν τοις εϑνεσιν απαγγελει 19 ουκ ερισει ουδε κραυγασει ουδε ακουσει τις εν ταις πλατειαις την ϕωνην αυτου 20 καλαμον συντετριμμενον ου κατεαξει και λινον τυϕομενον ου σβεσει εως αν εκβαλη εις νικος την κρισιν 21 και εν τω ονοματι αυτου εϑνη ελπιουσιν 22 τοτε προσηνεχϑη αυτω δαιμονιζομενος τυϕλος και κωϕος και εϑεραπευσεν αυτον ωστε τον τυϕλον και κωϕον και λαλειν και βλεπειν 23 και εξισταντο παντες οι οχλοι και ελεγον μητι ουτος εστιν ο υιος δαβιδ 24 οι δε ϕαρισαιοι ακουσαντες ειπον ουτος ουκ εκβαλλει τα δαιμονια ει μη εν τω βεελζεβουλ αρχοντι των δαιμονιων 25 ειδως δε ο ιησους τας ενϑυμησεις αυτων ειπεν αυτοις πασα βασιλεια μερισϑεισα καϑ εαυτης ερημουται και πασα πολις η οικια μερισϑεισα καϑ εαυτης ου σταϑησεται 26 και ει ο σατανας τον σαταναν εκβαλλει εϕ εαυτον εμερισϑη πως ουν σταϑησεται η βασιλεια αυτου 27 και ει εγω εν βεελζεβουλ εκβαλλω τα δαιμονια οι υιοι υμων εν τινι εκβαλλουσιν δια τουτο αυτοι υμων εσονται κριται 28 ει δε εγω εν πνευματι ϑεου εκβαλλω τα δαιμονια αρα εϕϑασεν εϕ υμας η βασιλεια του ϑεου 29 η πως δυναται τις εισελϑειν εις την οικιαν του ισχυρου και τα σκευη αυτου διαρπασαι εαν μη πρωτον δηση τον ισχυρον και τοτε την οικιαν αυτου διαρπασει 30 ο μη ων μετ εμου κατ εμου εστιν και ο μη συναγων μετ εμου σκορπιζει 31 δια τουτο λεγω υμιν πασα αμαρτια και βλασϕημια αϕεϑησεται τοις ανϑρωποις η δε του πνευματος βλασϕημια ουκ αϕεϑησεται τοις ανϑρωποις 32 και ος αν ειπη λογον κατα του υιου του ανϑρωπου αϕεϑησεται αυτω ος δ αν ειπη κατα του πνευματος του αγιου ουκ αϕεϑησεται αυτω ουτε εν τουτω τω αιωνι ουτε εν τω μελλοντι 33 η ποιησατε το δενδρον καλον και τον καρπον αυτου καλον η ποιησατε το δενδρον σαπρον και τον καρπον αυτου σαπρον εκ γαρ του καρπου το δενδρον γινωσκεται 34 γεννηματα εχιδνων πως δυνασϑε αγαϑα λαλειν πονηροι οντες εκ γαρ του περισσευματος της καρδιας το στομα λαλει 35 ο αγαϑος ανϑρωπος εκ του αγαϑου ϑησαυρου της καρδιας εκβαλλει τα αγαϑα και ο πονηρος ανϑρωπος εκ του πονηρου ϑησαυρου εκβαλλει πονηρα 36 λεγω δε υμιν οτι παν ρημα αργον ο εαν λαλησωσιν οι ανϑρωποι αποδωσουσιν περι αυτου λογον εν ημερα κρισεως 37 εκ γαρ των λογων σου δικαιωϑηση και εκ των λογων σου καταδικασϑηση 38 τοτε απεκριϑησαν τινες των γραμματεων και ϕαρισαιων λεγοντες διδασκαλε ϑελομεν απο σου σημειον ιδειν 39 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις γενεα πονηρα και μοιχαλις σημειον επιζητει και σημειον ου δοϑησεται αυτη ει μη το σημειον ιωνα του προϕητου 40 ωσπερ γαρ ην ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας ουτως εσται ο υιος του ανϑρωπου εν τη καρδια της γης τρεις ημερας και τρεις νυκτας 41 ανδρες νινευιται αναστησονται εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και κατακρινουσιν αυτην οτι μετενοησαν εις το κηρυγμα ιωνα και ιδου πλειον ιωνα ωδε 42 βασιλισσα νοτου εγερϑησεται εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και κατακρινει αυτην οτι ηλϑεν εκ των περατων της γης ακουσαι την σοϕιαν σολομωντος και ιδου πλειον σολομωντος ωδε 43 οταν δε το ακαϑαρτον πνευμα εξελϑη απο του ανϑρωπου διερχεται δι ανυδρων τοπων ζητουν αναπαυσιν και ουχ ευρισκει 44 τοτε λεγει επιστρεψω εις τον οικον μου οϑεν εξηλϑον και ελϑον ευρισκει σχολαζοντα σεσαρωμενον και κεκοσμημενον 45 τοτε πορευεται και παραλαμβανει μεϑ εαυτου επτα ετερα πνευματα πονηροτερα εαυτου και εισελϑοντα κατοικει εκει και γινεται τα εσχατα του ανϑρωπου εκεινου χειρονα των πρωτων ουτως εσται και τη γενεα ταυτη τη πονηρα 46 ετι δε αυτου λαλουντος τοις οχλοις ιδου η μητηρ και οι αδελϕοι αυτου ειστηκεισαν εξω ζητουντες αυτω λαλησαι 47 ειπεν δε τις αυτω ιδου η μητηρ σου και οι αδελϕοι σου εξω εστηκασιν ζητουντες σοι λαλησαι 48 ο δε αποκριϑεις ειπεν τω ειποντι αυτω τις εστιν η μητηρ μου και τινες εισιν οι αδελϕοι μου 49 και εκτεινας την χειρα αυτου επι τους μαϑητας αυτου ειπεν ιδου η μητηρ μου και οι αδελϕοι μου 50 οστις γαρ αν ποιηση το ϑελημα του πατρος μου του εν ουρανοις αυτος μου αδελϕος και αδελϕη και μητηρ εστιν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 13
1 εν δε τη ημερα εκεινη εξελϑων ο ιησους απο της οικιας εκαϑητο παρα την ϑαλασσαν 2 και συνηχϑησαν προς αυτον οχλοι πολλοι ωστε αυτον εις το πλοιον εμβαντα καϑησϑαι και πας ο οχλος επι τον αιγιαλον ειστηκει 3 και ελαλησεν αυτοις πολλα εν παραβολαις λεγων ιδου εξηλϑεν ο σπειρων του σπειρειν 4 και εν τω σπειρειν αυτον α μεν επεσεν παρα την οδον και ηλϑεν τα πετεινα και κατεϕαγεν αυτα 5 αλλα δε επεσεν επι τα πετρωδη οπου ουκ ειχεν γην πολλην και ευϑεως εξανετειλεν δια το μη εχειν βαϑος γης 6 ηλιου δε ανατειλαντος εκαυματισϑη και δια το μη εχειν ριζαν εξηρανϑη 7 αλλα δε επεσεν επι τας ακανϑας και ανεβησαν αι ακανϑαι και απεπνιξαν αυτα 8 αλλα δε επεσεν επι την γην την καλην και εδιδου καρπον ο μεν εκατον ο δε εξηκοντα ο δε τριακοντα 9 ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 10 και προσελϑοντες οι μαϑηται ειπον αυτω διατι εν παραβολαις λαλεις αυτοις 11 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις οτι υμιν δεδοται γνωναι τα μυστηρια της βασιλειας των ουρανων εκεινοις δε ου δεδοται 12 οστις γαρ εχει δοϑησεται αυτω και περισσευϑησεται οστις δε ουκ εχει και ο εχει αρϑησεται απ αυτου 13 δια τουτο εν παραβολαις αυτοις λαλω οτι βλεποντες ου βλεπουσιν και ακουοντες ουκ ακουουσιν ουδε συνιουσιν 14 και αναπληρουται επ αυτοις η προϕητεια ησαιου η λεγουσα ακοη ακουσετε και ου μη συνητε και βλεποντες βλεψετε και ου μη ιδητε 15 επαχυνϑη γαρ η καρδια του λαου τουτου και τοις ωσιν βαρεως ηκουσαν και τους οϕϑαλμους αυτων εκαμμυσαν μηποτε ιδωσιν τοις οϕϑαλμοις και τοις ωσιν ακουσωσιν και τη καρδια συνωσιν και επιστρεψωσιν και ιασωμαι αυτους 16 υμων δε μακαριοι οι οϕϑαλμοι οτι βλεπουσιν και τα ωτα υμων οτι ακουει 17 αμην γαρ λεγω υμιν οτι πολλοι προϕηται και δικαιοι επεϑυμησαν ιδειν α βλεπετε και ουκ ειδον και ακουσαι α ακουετε και ουκ ηκουσαν 18 υμεις ουν ακουσατε την παραβολην του σπειροντος 19 παντος ακουοντος τον λογον της βασιλειας και μη συνιεντος ερχεται ο πονηρος και αρπαζει το εσπαρμενον εν τη καρδια αυτου ουτος εστιν ο παρα την οδον σπαρεις 20 ο δε επι τα πετρωδη σπαρεις ουτος εστιν ο τον λογον ακουων και ευϑυς μετα χαρας λαμβανων αυτον 21 ουκ εχει δε ριζαν εν εαυτω αλλα προσκαιρος εστιν γενομενης δε ϑλιψεως η διωγμου δια τον λογον ευϑυς σκανδαλιζεται 22 ο δε εις τας ακανϑας σπαρεις ουτος εστιν ο τον λογον ακουων και η μεριμνα του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου συμπνιγει τον λογον και ακαρπος γινεται 23 ο δε επι την γην την καλην σπαρεις ουτος εστιν ο τον λογον ακουων και συνιων ος δη καρποϕορει και ποιει ο μεν εκατον ο δε εξηκοντα ο δε τριακοντα 24 αλλην παραβολην παρεϑηκεν αυτοις λεγων ωμοιωϑη η βασιλεια των ουρανων ανϑρωπω σπειροντι καλον σπερμα εν τω αγρω αυτου 25 εν δε τω καϑευδειν τους ανϑρωπους ηλϑεν αυτου ο εχϑρος και εσπειρεν ζιζανια ανα μεσον του σιτου και απηλϑεν 26 οτε δε εβλαστησεν ο χορτος και καρπον εποιησεν τοτε εϕανη και τα ζιζανια 27 προσελϑοντες δε οι δουλοι του οικοδεσποτου ειπον αυτω κυριε ουχι καλον σπερμα εσπειρας εν τω σω αγρω ποϑεν ουν εχει τα ζιζανια 28 ο δε εϕη αυτοις εχϑρος ανϑρωπος τουτο εποιησεν οι δε δουλοι ειπον αυτω ϑελεις ουν απελϑοντες συλλεξωμεν αυτα 29 ο δε εϕη ου μηποτε συλλεγοντες τα ζιζανια εκριζωσητε αμα αυτοις τον σιτον 30 αϕετε συναυξανεσϑαι αμϕοτερα μεχρι του ϑερισμου και εν τω καιρω του ϑερισμου ερω τοις ϑερισταις συλλεξατε πρωτον τα ζιζανια και δησατε αυτα εις δεσμας προς το κατακαυσαι αυτα τον δε σιτον συναγαγετε εις την αποϑηκην μου 31 αλλην παραβολην παρεϑηκεν αυτοις λεγων ομοια εστιν η βασιλεια των ουρανων κοκκω σιναπεως ον λαβων ανϑρωπος εσπειρεν εν τω αγρω αυτου 32 ο μικροτερον μεν εστιν παντων των σπερματων οταν δε αυξηϑη μειζον των λαχανων εστιν και γινεται δενδρον ωστε ελϑειν τα πετεινα του ουρανου και κατασκηνουν εν τοις κλαδοις αυτου 33 αλλην παραβολην ελαλησεν αυτοις ομοια εστιν η βασιλεια των ουρανων ζυμη ην λαβουσα γυνη ενεκρυψεν εις αλευρου σατα τρια εως ου εζυμωϑη ολον 34 ταυτα παντα ελαλησεν ο ιησους εν παραβολαις τοις οχλοις και χωρις παραβολης ουκ ελαλει αυτοις 35 οπως πληρωϑη το ρηϑεν δια του προϕητου λεγοντος ανοιξω εν παραβολαις το στομα μου ερευξομαι κεκρυμμενα απο καταβολης κοσμου 36 τοτε αϕεις τους οχλους ηλϑεν εις την οικιαν ο ιησους και προσηλϑον αυτω οι μαϑηται αυτου λεγοντες ϕρασον ημιν την παραβολην των ζιζανιων του αγρου 37 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις ο σπειρων το καλον σπερμα εστιν ο υιος του ανϑρωπου 38 ο δε αγρος εστιν ο κοσμος το δε καλον σπερμα ουτοι εισιν οι υιοι της βασιλειας τα δε ζιζανια εισιν οι υιοι του πονηρου 39 ο δε εχϑρος ο σπειρας αυτα εστιν ο διαβολος ο δε ϑερισμος συντελεια του αιωνος εστιν οι δε ϑερισται αγγελοι εισιν 40 ωσπερ ουν συλλεγεται τα ζιζανια και πυρι κατακαιεται ουτως εσται εν τη συντελεια του αιωνος τουτου 41 αποστελει ο υιος του ανϑρωπου τους αγγελους αυτου και συλλεξουσιν εκ της βασιλειας αυτου παντα τα σκανδαλα και τους ποιουντας την ανομιαν 42 και βαλουσιν αυτους εις την καμινον του πυρος εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων 43 τοτε οι δικαιοι εκλαμψουσιν ως ο ηλιος εν τη βασιλεια του πατρος αυτων ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 44 παλιν ομοια εστιν η βασιλεια των ουρανων ϑησαυρω κεκρυμμενω εν τω αγρω ον ευρων ανϑρωπος εκρυψεν και απο της χαρας αυτου υπαγει και παντα οσα εχει πωλει και αγοραζει τον αγρον εκεινον 45 παλιν ομοια εστιν η βασιλεια των ουρανων ανϑρωπω εμπορω ζητουντι καλους μαργαριτας 46 ος ευρων ενα πολυτιμον μαργαριτην απελϑων πεπρακεν παντα οσα ειχεν και ηγορασεν αυτον 47 παλιν ομοια εστιν η βασιλεια των ουρανων σαγηνη βληϑειση εις την ϑαλασσαν και εκ παντος γενους συναγαγουση 48 ην οτε επληρωϑη αναβιβασαντες επι τον αιγιαλον και καϑισαντες συνελεξαν τα καλα εις αγγεια τα δε σαπρα εξω εβαλον 49 ουτως εσται εν τη συντελεια του αιωνος εξελευσονται οι αγγελοι και αϕοριουσιν τους πονηρους εκ μεσου των δικαιων 50 και βαλουσιν αυτους εις την καμινον του πυρος εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων 51 λεγει αυτοις ο ιησους συνηκατε ταυτα παντα λεγουσιν αυτω ναι κυριε 52 ο δε ειπεν αυτοις δια τουτο πας γραμματευς μαϑητευϑεις εις την βασιλειαν των ουρανων ομοιος εστιν ανϑρωπω οικοδεσποτη οστις εκβαλλει εκ του ϑησαυρου αυτου καινα και παλαια 53 και εγενετο οτε ετελεσεν ο ιησους τας παραβολας ταυτας μετηρεν εκειϑεν 54 και ελϑων εις την πατριδα αυτου εδιδασκεν αυτους εν τη συναγωγη αυτων ωστε εκπληττεσϑαι αυτους και λεγειν ποϑεν τουτω η σοϕια αυτη και αι δυναμεις 55 ουχ ουτος εστιν ο του τεκτονος υιος ουχι η μητηρ αυτου λεγεται μαριαμ και οι αδελϕοι αυτου ιακωβος και ιωσης και σιμων και ιουδας 56 και αι αδελϕαι αυτου ουχι πασαι προς ημας εισιν ποϑεν ουν τουτω ταυτα παντα 57 και εσκανδαλιζοντο εν αυτω ο δε ιησους ειπεν αυτοις ουκ εστιν προϕητης ατιμος ει μη εν τη πατριδι αυτου και εν τη οικια αυτου 58 και ουκ εποιησεν εκει δυναμεις πολλας δια την απιστιαν αυτων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 14
1 εν εκεινω τω καιρω ηκουσεν ηρωδης ο τετραρχης την ακοην ιησου 2 και ειπεν τοις παισιν αυτου ουτος εστιν ιωαννης ο βαπτιστης αυτος ηγερϑη απο των νεκρων και δια τουτο αι δυναμεις ενεργουσιν εν αυτω 3 ο γαρ ηρωδης κρατησας τον ιωαννην εδησεν αυτον και εϑετο εν ϕυλακη δια ηρωδιαδα την γυναικα ϕιλιππου του αδελϕου αυτου 4 ελεγεν γαρ αυτω ο ιωαννης ουκ εξεστιν σοι εχειν αυτην 5 και ϑελων αυτον αποκτειναι εϕοβηϑη τον οχλον οτι ως προϕητην αυτον ειχον 6 γενεσιων δε αγομενων του ηρωδου ωρχησατο η ϑυγατηρ της ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν τω ηρωδη 7 οϑεν μεϑ ορκου ωμολογησεν αυτη δουναι ο εαν αιτησηται 8 η δε προβιβασϑεισα υπο της μητρος αυτης δος μοι ϕησιν ωδε επι πινακι την κεϕαλην ιωαννου του βαπτιστου 9 και ελυπηϑη ο βασιλευς δια δε τους ορκους και τους συνανακειμενους εκελευσεν δοϑηναι 10 και πεμψας απεκεϕαλισεν τον ιωαννην εν τη ϕυλακη 11 και ηνεχϑη η κεϕαλη αυτου επι πινακι και εδοϑη τω κορασιω και ηνεγκεν τη μητρι αυτης 12 και προσελϑοντες οι μαϑηται αυτου ηραν το σωμα και εϑαψαν αυτο και ελϑοντες απηγγειλαν τω ιησου 13 και ακουσας ο ιησους ανεχωρησεν εκειϑεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ ιδιαν και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουϑησαν αυτω πεζη απο των πολεων 14 και εξελϑων ο ιησους ειδεν πολυν οχλον και εσπλαγχνισϑη επ αυτους και εϑεραπευσεν τους αρρωστους αυτων 15 οψιας δε γενομενης προσηλϑον αυτω οι μαϑηται αυτου λεγοντες ερημος εστιν ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλϑεν απολυσον τους οχλους ινα απελϑοντες εις τας κωμας αγορασωσιν εαυτοις βρωματα 16 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ου χρειαν εχουσιν απελϑειν δοτε αυτοις υμεις ϕαγειν 17 οι δε λεγουσιν αυτω ουκ εχομεν ωδε ει μη πεντε αρτους και δυο ιχϑυας 18 ο δε ειπεν ϕερετε μοι αυτους ωδε 19 και κελευσας τους οχλους ανακλιϑηναι επι τους χορτους και λαβων τους πεντε αρτους και τους δυο ιχϑυας αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησεν και κλασας εδωκεν τοις μαϑηταις τους αρτους οι δε μαϑηται τοις οχλοις 20 και εϕαγον παντες και εχορτασϑησαν και ηραν το περισσευον των κλασματων δωδεκα κοϕινους πληρεις 21 οι δε εσϑιοντες ησαν ανδρες ωσει πεντακισχιλιοι χωρις γυναικων και παιδιων 22 και ευϑεως ηναγκασεν ο ιησους τους μαϑητας αυτου εμβηναι εις το πλοιον και προαγειν αυτον εις το περαν εως ου απολυση τους οχλους 23 και απολυσας τους οχλους ανεβη εις το ορος κατ ιδιαν προσευξασϑαι οψιας δε γενομενης μονος ην εκει 24 το δε πλοιον ηδη μεσον της ϑαλασσης ην βασανιζομενον υπο των κυματων ην γαρ εναντιος ο ανεμος 25 τεταρτη δε ϕυλακη της νυκτος απηλϑεν προς αυτους ο ιησους περιπατων επι της ϑαλασσης 26 και ιδοντες αυτον οι μαϑηται επι την ϑαλασσαν περιπατουντα εταραχϑησαν λεγοντες οτι ϕαντασμα εστιν και απο του ϕοβου εκραξαν 27 ευϑεως δε ελαλησεν αυτοις ο ιησους λεγων ϑαρσειτε εγω ειμι μη ϕοβεισϑε 28 αποκριϑεις δε αυτω ο πετρος ειπεν κυριε ει συ ει κελευσον με προς σε ελϑειν επι τα υδατα 29 ο δε ειπεν ελϑε και καταβας απο του πλοιου ο πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα ελϑειν προς τον ιησουν 30 βλεπων δε τον ανεμον ισχυρον εϕοβηϑη και αρξαμενος καταποντιζεσϑαι εκραξεν λεγων κυριε σωσον με 31 ευϑεως δε ο ιησους εκτεινας την χειρα επελαβετο αυτου και λεγει αυτω ολιγοπιστε εις τι εδιστασας 32 και εμβαντων αυτων εις το πλοιον εκοπασεν ο ανεμος 33 οι δε εν τω πλοιω ελϑοντες προσεκυνησαν αυτω λεγοντες αληϑως ϑεου υιος ει 34 και διαπερασαντες ηλϑον εις την γην γεννησαρετ 35 και επιγνοντες αυτον οι ανδρες του τοπου εκεινου απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και προσηνεγκαν αυτω παντας τους κακως εχοντας 36 και παρεκαλουν αυτον ινα μονον αψωνται του κρασπεδου του ιματιου αυτου και οσοι ηψαντο διεσωϑησαν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 15
1 τοτε προσερχονται τω ιησου οι απο ιεροσολυμων γραμματεις και ϕαρισαιοι λεγοντες 2 διατι οι μαϑηται σου παραβαινουσιν την παραδοσιν των πρεσβυτερων ου γαρ νιπτονται τας χειρας αυτων οταν αρτον εσϑιωσιν 3 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις διατι και υμεις παραβαινετε την εντολην του ϑεου δια την παραδοσιν υμων 4 ο γαρ ϑεος ενετειλατο λεγων τιμα τον πατερα σου και την μητερα και ο κακολογων πατερα η μητερα ϑανατω τελευτατω 5 υμεις δε λεγετε ος αν ειπη τω πατρι η τη μητρι δωρον ο εαν εξ εμου ωϕεληϑης και ου μη τιμηση τον πατερα αυτου η την μητερα αυτου 6 και ηκυρωσατε την εντολην του ϑεου δια την παραδοσιν υμων 7 υποκριται καλως προεϕητευσεν περι υμων ησαιας λεγων 8 εγγιζει μοι ο λαος ουτος τω στοματι αυτων και τοις χειλεσιν με τιμα η δε καρδια αυτων πορρω απεχει απ εμου 9 ματην δε σεβονται με διδασκοντες διδασκαλιας ενταλματα ανϑρωπων 10 και προσκαλεσαμενος τον οχλον ειπεν αυτοις ακουετε και συνιετε 11 ου το εισερχομενον εις το στομα κοινοι τον ανϑρωπον αλλα το εκπορευομενον εκ του στοματος τουτο κοινοι τον ανϑρωπον 12 τοτε προσελϑοντες οι μαϑηται αυτου ειπον αυτω οιδας οτι οι ϕαρισαιοι ακουσαντες τον λογον εσκανδαλισϑησαν 13 ο δε αποκριϑεις ειπεν πασα ϕυτεια ην ουκ εϕυτευσεν ο πατηρ μου ο ουρανιος εκριζωϑησεται 14 αϕετε αυτους οδηγοι εισιν τυϕλοι τυϕλων τυϕλος δε τυϕλον εαν οδηγη αμϕοτεροι εις βοϑυνον πεσουνται 15 αποκριϑεις δε ο πετρος ειπεν αυτω ϕρασον ημιν την παραβολην ταυτην 16 ο δε ιησους ειπεν ακμην και υμεις ασυνετοι εστε 17 ουπω νοειτε οτι παν το εισπορευομενον εις το στομα εις την κοιλιαν χωρει και εις αϕεδρωνα εκβαλλεται 18 τα δε εκπορευομενα εκ του στοματος εκ της καρδιας εξερχεται κακεινα κοινοι τον ανϑρωπον 19 εκ γαρ της καρδιας εξερχονται διαλογισμοι πονηροι ϕονοι μοιχειαι πορνειαι κλοπαι ψευδομαρτυριαι βλασϕημιαι 20 ταυτα εστιν τα κοινουντα τον ανϑρωπον το δε ανιπτοις χερσιν ϕαγειν ου κοινοι τον ανϑρωπον 21 και εξελϑων εκειϑεν ο ιησους ανεχωρησεν εις τα μερη τυρου και σιδωνος 22 και ιδου γυνη χαναναια απο των οριων εκεινων εξελϑουσα εκραυγασεν αυτω λεγουσα ελεησον με κυριε υιε δαβιδ η ϑυγατηρ μου κακως δαιμονιζεται 23 ο δε ουκ απεκριϑη αυτη λογον και προσελϑοντες οι μαϑηται αυτου ηρωτων αυτον λεγοντες απολυσον αυτην οτι κραζει οπισϑεν ημων 24 ο δε αποκριϑεις ειπεν ουκ απεσταλην ει μη εις τα προβατα τα απολωλοτα οικου ισραηλ 25 η δε ελϑουσα προσεκυνει αυτω λεγουσα κυριε βοηϑει μοι 26 ο δε αποκριϑεις ειπεν ουκ εστιν καλον λαβειν τον αρτον των τεκνων και βαλειν τοις κυναριοις 27 η δε ειπεν ναι κυριε και γαρ τα κυναρια εσϑιει απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης των κυριων αυτων 28 τοτε αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτη ω γυναι μεγαλη σου η πιστις γενηϑητω σοι ως ϑελεις και ιαϑη η ϑυγατηρ αυτης απο της ωρας εκεινης 29 και μεταβας εκειϑεν ο ιησους ηλϑεν παρα την ϑαλασσαν της γαλιλαιας και αναβας εις το ορος εκαϑητο εκει 30 και προσηλϑον αυτω οχλοι πολλοι εχοντες μεϑ εαυτων χωλους τυϕλους κωϕους κυλλους και ετερους πολλους και ερριψαν αυτους παρα τους ποδας του ιησου και εϑεραπευσεν αυτους 31 ωστε τους οχλους ϑαυμασαι βλεποντας κωϕους λαλουντας κυλλους υγιεις χωλους περιπατουντας και τυϕλους βλεποντας και εδοξασαν τον ϑεον ισραηλ 32 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος τους μαϑητας αυτου ειπεν σπλαγχνιζομαι επι τον οχλον οτι ηδη ημερας τρεις προσμενουσιν μοι και ουκ εχουσιν τι ϕαγωσιν και απολυσαι αυτους νηστεις ου ϑελω μηποτε εκλυϑωσιν εν τη οδω 33 και λεγουσιν αυτω οι μαϑηται αυτου ποϑεν ημιν εν ερημια αρτοι τοσουτοι ωστε χορτασαι οχλον τοσουτον 34 και λεγει αυτοις ο ιησους ποσους αρτους εχετε οι δε ειπον επτα και ολιγα ιχϑυδια 35 και εκελευσεν τοις οχλοις αναπεσειν επι την γην 36 και λαβων τους επτα αρτους και τους ιχϑυας ευχαριστησας εκλασεν και εδωκεν τοις μαϑηταις αυτου οι δε μαϑηται τω οχλω 37 και εϕαγον παντες και εχορτασϑησαν και ηραν το περισσευον των κλασματων επτα σπυριδας πληρεις 38 οι δε εσϑιοντες ησαν τετρακισχιλιοι ανδρες χωρις γυναικων και παιδιων 39 και απολυσας τους οχλους ενεβη εις το πλοιον και ηλϑεν εις τα ορια μαγδαλα
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 16
1 και προσελϑοντες οι ϕαρισαιοι και σαδδουκαιοι πειραζοντες επηρωτησαν αυτον σημειον εκ του ουρανου επιδειξαι αυτοις 2 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις οψιας γενομενης λεγετε ευδια πυρραζει γαρ ο ουρανος 3 και πρωι σημερον χειμων πυρραζει γαρ στυγναζων ο ουρανος υποκριται το μεν προσωπον του ουρανου γινωσκετε διακρινειν τα δε σημεια των καιρων ου δυνασϑε 4 γενεα πονηρα και μοιχαλις σημειον επιζητει και σημειον ου δοϑησεται αυτη ει μη το σημειον ιωνα του προϕητου και καταλιπων αυτους απηλϑεν 5 και ελϑοντες οι μαϑηται αυτου εις το περαν επελαϑοντο αρτους λαβειν 6 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ορατε και προσεχετε απο της ζυμης των ϕαρισαιων και σαδδουκαιων 7 οι δε διελογιζοντο εν εαυτοις λεγοντες οτι αρτους ουκ ελαβομεν 8 γνους δε ο ιησους ειπεν αυτοις τι διαλογιζεσϑε εν εαυτοις ολιγοπιστοι οτι αρτους ουκ ελαβετε 9 ουπω νοειτε ουδε μνημονευετε τους πεντε αρτους των πεντακισχιλιων και ποσους κοϕινους ελαβετε 10 ουδε τους επτα αρτους των τετρακισχιλιων και ποσας σπυριδας ελαβετε 11 πως ου νοειτε οτι ου περι αρτου ειπον υμιν προσεχειν απο της ζυμης των ϕαρισαιων και σαδδουκαιων 12 τοτε συνηκαν οτι ουκ ειπεν προσεχειν απο της ζυμης του αρτου αλλ απο της διδαχης των ϕαρισαιων και σαδδουκαιων 13 ελϑων δε ο ιησους εις τα μερη καισαρειας της ϕιλιππου ηρωτα τους μαϑητας αυτου λεγων τινα με λεγουσιν οι ανϑρωποι ειναι τον υιον του ανϑρωπου 14 οι δε ειπον οι μεν ιωαννην τον βαπτιστην αλλοι δε ηλιαν ετεροι δε ιερεμιαν η ενα των προϕητων 15 λεγει αυτοις υμεις δε τινα με λεγετε ειναι 16 αποκριϑεις δε σιμων πετρος ειπεν συ ει ο χριστος ο υιος του ϑεου του ζωντος 17 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτω μακαριος ει σιμων βαρ ιωνα οτι σαρξ και αιμα ουκ απεκαλυψεν σοι αλλ ο πατηρ μου ο εν τοις ουρανοις 18 καγω δε σοι λεγω οτι συ ει πετρος και επι ταυτη τη πετρα οικοδομησω μου την εκκλησιαν και πυλαι αδου ου κατισχυσουσιν αυτης 19 και δωσω σοι τας κλεις της βασιλειας των ουρανων και ο εαν δησης επι της γης εσται δεδεμενον εν τοις ουρανοις και ο εαν λυσης επι της γης εσται λελυμενον εν τοις ουρανοις 20 τοτε διεστειλατο τοις μαϑηταις αυτου ινα μηδενι ειπωσιν οτι αυτος εστιν ιησους ο χριστος 21 απο τοτε ηρξατο ο ιησους δεικνυειν τοις μαϑηταις αυτου οτι δει αυτον απελϑειν εις ιεροσολυμα και πολλα παϑειν απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων και αποκτανϑηναι και τη τριτη ημερα εγερϑηναι 22 και προσλαβομενος αυτον ο πετρος ηρξατο επιτιμαν αυτω λεγων ιλεως σοι κυριε ου μη εσται σοι τουτο 23 ο δε στραϕεις ειπεν τω πετρω υπαγε οπισω μου σατανα σκανδαλον μου ει οτι ου ϕρονεις τα του ϑεου αλλα τα των ανϑρωπων 24 τοτε ο ιησους ειπεν τοις μαϑηταις αυτου ει τις ϑελει οπισω μου ελϑειν απαρνησασϑω εαυτον και αρατω τον σταυρον αυτου και ακολουϑειτω μοι 25 ος γαρ αν ϑελη την ψυχην αυτου σωσαι απολεσει αυτην ος δ αν απολεση την ψυχην αυτου ενεκεν εμου ευρησει αυτην 26 τι γαρ ωϕελειται ανϑρωπος εαν τον κοσμον ολον κερδηση την δε ψυχην αυτου ζημιωϑη η τι δωσει ανϑρωπος ανταλλαγμα της ψυχης αυτου 27 μελλει γαρ ο υιος του ανϑρωπου ερχεσϑαι εν τη δοξη του πατρος αυτου μετα των αγγελων αυτου και τοτε αποδωσει εκαστω κατα την πραξιν αυτου 28 αμην λεγω υμιν εισιν τινες των ωδε εστηκοτων οιτινες ου μη γευσωνται ϑανατου εως αν ιδωσιν τον υιον του ανϑρωπου ερχομενον εν τη βασιλεια αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 17
1 και μεϑ ημερας εξ παραλαμβανει ο ιησους τον πετρον και ιακωβον και ιωαννην τον αδελϕον αυτου και αναϕερει αυτους εις ορος υψηλον κατ ιδιαν 2 και μετεμορϕωϑη εμπροσϑεν αυτων και ελαμψεν το προσωπον αυτου ως ο ηλιος τα δε ιματια αυτου εγενετο λευκα ως το ϕως 3 και ιδου ωϕϑησαν αυτοις μωσης και ηλιας μετ αυτου συλλαλουντες 4 αποκριϑεις δε ο πετρος ειπεν τω ιησου κυριε καλον εστιν ημας ωδε ειναι ει ϑελεις ποιησωμεν ωδε τρεις σκηνας σοι μιαν και μωση μιαν και μιαν ηλια 5 ετι αυτου λαλουντος ιδου νεϕελη ϕωτεινη επεσκιασεν αυτους και ιδου ϕωνη εκ της νεϕελης λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος εν ω ευδοκησα αυτου ακουετε 6 και ακουσαντες οι μαϑηται επεσον επι προσωπον αυτων και εϕοβηϑησαν σϕοδρα 7 και προσελϑων ο ιησους ηψατο αυτων και ειπεν εγερϑητε και μη ϕοβεισϑε 8 επαραντες δε τους οϕϑαλμους αυτων ουδενα ειδον ει μη τον ιησουν μονον 9 και καταβαινοντων αυτων απο του ορους ενετειλατο αυτοις ο ιησους λεγων μηδενι ειπητε το οραμα εως ου ο υιος του ανϑρωπου εκ νεκρων αναστη 10 και επηρωτησαν αυτον οι μαϑηται αυτου λεγοντες τι ουν οι γραμματεις λεγουσιν οτι ηλιαν δει ελϑειν πρωτον 11 ο δε ιησους αποκριϑεις ειπεν αυτοις ηλιας μεν ερχεται πρωτον και αποκαταστησει παντα 12 λεγω δε υμιν οτι ηλιας ηδη ηλϑεν και ουκ επεγνωσαν αυτον αλλ εποιησαν εν αυτω οσα ηϑελησαν ουτως και ο υιος του ανϑρωπου μελλει πασχειν υπ αυτων 13 τοτε συνηκαν οι μαϑηται οτι περι ιωαννου του βαπτιστου ειπεν αυτοις 14 και ελϑοντων αυτων προς τον οχλον προσηλϑεν αυτω ανϑρωπος γονυπετων αυτω 15 και λεγων κυριε ελεησον μου τον υιον οτι σεληνιαζεται και κακως πασχει πολλακις γαρ πιπτει εις το πυρ και πολλακις εις το υδωρ 16 και προσηνεγκα αυτον τοις μαϑηταις σου και ουκ ηδυνηϑησαν αυτον ϑεραπευσαι 17 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν ω γενεα απιστος και διεστραμμενη εως ποτε εσομαι μεϑ υμων εως ποτε ανεξομαι υμων ϕερετε μοι αυτον ωδε 18 και επετιμησεν αυτω ο ιησους και εξηλϑεν απ αυτου το δαιμονιον και εϑεραπευϑη ο παις απο της ωρας εκεινης 19 τοτε προσελϑοντες οι μαϑηται τω ιησου κατ ιδιαν ειπον διατι ημεις ουκ ηδυνηϑημεν εκβαλειν αυτο 20 ο δε ιησους ειπεν αυτοις δια την απιστιαν υμων αμην γαρ λεγω υμιν εαν εχητε πιστιν ως κοκκον σιναπεως ερειτε τω ορει τουτω μεταβηϑι εντευϑεν εκει και μεταβησεται και ουδεν αδυνατησει υμιν 21 τουτο δε το γενος ουκ εκπορευεται ει μη εν προσευχη και νηστεια 22 αναστρεϕομενων δε αυτων εν τη γαλιλαια ειπεν αυτοις ο ιησους μελλει ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοσϑαι εις χειρας ανϑρωπων 23 και αποκτενουσιν αυτον και τη τριτη ημερα εγερϑησεται και ελυπηϑησαν σϕοδρα 24 ελϑοντων δε αυτων εις καπερναουμ προσηλϑον οι τα διδραχμα λαμβανοντες τω πετρω και ειπον ο διδασκαλος υμων ου τελει τα διδραχμα 25 λεγει ναι και οτε εισηλϑεν εις την οικιαν προεϕϑασεν αυτον ο ιησους λεγων τι σοι δοκει σιμων οι βασιλεις της γης απο τινων λαμβανουσιν τελη η κηνσον απο των υιων αυτων η απο των αλλοτριων 26 λεγει αυτω ο πετρος απο των αλλοτριων εϕη αυτω ο ιησους αραγε ελευϑεροι εισιν οι υιοι 27 ινα δε μη σκανδαλισωμεν αυτους πορευϑεις εις την ϑαλασσαν βαλε αγκιστρον και τον αναβαντα πρωτον ιχϑυν αρον και ανοιξας το στομα αυτου ευρησεις στατηρα εκεινον λαβων δος αυτοις αντι εμου και σου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 18
1 εν εκεινη τη ωρα προσηλϑον οι μαϑηται τω ιησου λεγοντες τις αρα μειζων εστιν εν τη βασιλεια των ουρανων 2 και προσκαλεσαμενος ο ιησους παιδιον εστησεν αυτο εν μεσω αυτων 3 και ειπεν αμην λεγω υμιν εαν μη στραϕητε και γενησϑε ως τα παιδια ου μη εισελϑητε εις την βασιλειαν των ουρανων 4 οστις ουν ταπεινωση εαυτον ως το παιδιον τουτο ουτος εστιν ο μειζων εν τη βασιλεια των ουρανων 5 και ος εαν δεξηται παιδιον τοιουτον εν επι τω ονοματι μου εμε δεχεται 6 ος δ αν σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων των πιστευοντων εις εμε συμϕερει αυτω ινα κρεμασϑη μυλος ονικος επι τον τραχηλον αυτου και καταποντισϑη εν τω πελαγει της ϑαλασσης 7 ουαι τω κοσμω απο των σκανδαλων αναγκη γαρ εστιν ελϑειν τα σκανδαλα πλην ουαι τω ανϑρωπω εκεινω δι ου το σκανδαλον ερχεται 8 ει δε η χειρ σου η ο πους σου σκανδαλιζει σε εκκοψον αυτα και βαλε απο σου καλον σοι εστιν εισελϑειν εις την ζωην χωλον η κυλλον η δυο χειρας η δυο ποδας εχοντα βληϑηναι εις το πυρ το αιωνιον 9 και ει ο οϕϑαλμος σου σκανδαλιζει σε εξελε αυτον και βαλε απο σου καλον σοι εστιν μονοϕϑαλμον εις την ζωην εισελϑειν η δυο οϕϑαλμους εχοντα βληϑηναι εις την γεενναν του πυρος 10 ορατε μη καταϕρονησητε ενος των μικρων τουτων λεγω γαρ υμιν οτι οι αγγελοι αυτων εν ουρανοις δια παντος βλεπουσιν το προσωπον του πατρος μου του εν ουρανοις 11 ηλϑεν γαρ ο υιος του ανϑρωπου σωσαι το απολωλος 12 τι υμιν δοκει εαν γενηται τινι ανϑρωπω εκατον προβατα και πλανηϑη εν εξ αυτων ουχι αϕεις τα εννενηκονταεννεα επι τα ορη πορευϑεις ζητει το πλανωμενον 13 και εαν γενηται ευρειν αυτο αμην λεγω υμιν οτι χαιρει επ αυτω μαλλον η επι τοις εννενηκονταεννεα τοις μη πεπλανημενοις 14 ουτως ουκ εστιν ϑελημα εμπροσϑεν του πατρος υμων του εν ουρανοις ινα αποληται εις των μικρων τουτων 15 εαν δε αμαρτηση εις σε ο αδελϕος σου υπαγε και ελεγξον αυτον μεταξυ σου και αυτου μονου εαν σου ακουση εκερδησας τον αδελϕον σου 16 εαν δε μη ακουση παραλαβε μετα σου ετι ενα η δυο ινα επι στοματος δυο μαρτυρων η τριων σταϑη παν ρημα 17 εαν δε παρακουση αυτων ειπε τη εκκλησια εαν δε και της εκκλησιας παρακουση εστω σοι ωσπερ ο εϑνικος και ο τελωνης 18 αμην λεγω υμιν οσα εαν δησητε επι της γης εσται δεδεμενα εν τω ουρανω και οσα εαν λυσητε επι της γης εσται λελυμενα εν τω ουρανω 19 παλιν λεγω υμιν οτι εαν δυο υμων συμϕωνησωσιν επι της γης περι παντος πραγματος ου εαν αιτησωνται γενησεται αυτοις παρα του πατρος μου του εν ουρανοις 20 ου γαρ εισιν δυο η τρεις συνηγμενοι εις το εμον ονομα εκει ειμι εν μεσω αυτων 21 τοτε προσελϑων αυτω ο πετρος ειπεν κυριε ποσακις αμαρτησει εις εμε ο αδελϕος μου και αϕησω αυτω εως επτακις 22 λεγει αυτω ο ιησους ου λεγω σοι εως επτακις αλλ εως εβδομηκοντακις επτα 23 δια τουτο ωμοιωϑη η βασιλεια των ουρανων ανϑρωπω βασιλει ος ηϑελησεν συναραι λογον μετα των δουλων αυτου 24 αρξαμενου δε αυτου συναιρειν προσηνεχϑη αυτω εις οϕειλετης μυριων ταλαντων 25 μη εχοντος δε αυτου αποδουναι εκελευσεν αυτον ο κυριος αυτου πραϑηναι και την γυναικα αυτου και τα τεκνα και παντα οσα ειχεν και αποδοϑηναι 26 πεσων ουν ο δουλος προσεκυνει αυτω λεγων κυριε μακροϑυμησον επ εμοι και παντα σοι αποδωσω 27 σπλαγχνισϑεις δε ο κυριος του δουλου εκεινου απελυσεν αυτον και το δανειον αϕηκεν αυτω 28 εξελϑων δε ο δουλος εκεινος ευρεν ενα των συνδουλων αυτου ος ωϕειλεν αυτω εκατον δηναρια και κρατησας αυτον επνιγεν λεγων αποδος μοι ο τι οϕειλεις 29 πεσων ουν ο συνδουλος αυτου εις τους ποδας αυτου παρεκαλει αυτον λεγων μακροϑυμησον επ εμοι και παντα αποδωσω σοι 30 ο δε ουκ ηϑελεν αλλα απελϑων εβαλεν αυτον εις ϕυλακην εως ου αποδω το οϕειλομενον 31 ιδοντες δε οι συνδουλοι αυτου τα γενομενα ελυπηϑησαν σϕοδρα και ελϑοντες διεσαϕησαν τω κυριω αυτων παντα τα γενομενα 32 τοτε προσκαλεσαμενος αυτον ο κυριος αυτου λεγει αυτω δουλε πονηρε πασαν την οϕειλην εκεινην αϕηκα σοι επει παρεκαλεσας με 33 ουκ εδει και σε ελεησαι τον συνδουλον σου ως και εγω σε ηλεησα 34 και οργισϑεις ο κυριος αυτου παρεδωκεν αυτον τοις βασανισταις εως ου αποδω παν το οϕειλομενον αυτω 35 ουτως και ο πατηρ μου ο επουρανιος ποιησει υμιν εαν μη αϕητε εκαστος τω αδελϕω αυτου απο των καρδιων υμων τα παραπτωματα αυτων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 19
1 και εγενετο οτε ετελεσεν ο ιησους τους λογους τουτους μετηρεν απο της γαλιλαιας και ηλϑεν εις τα ορια της ιουδαιας περαν του ιορδανου 2 και ηκολουϑησαν αυτω οχλοι πολλοι και εϑεραπευσεν αυτους εκει 3 και προσηλϑον αυτω οι ϕαρισαιοι πειραζοντες αυτον και λεγοντες αυτω ει εξεστιν ανϑρωπω απολυσαι την γυναικα αυτου κατα πασαν αιτιαν 4 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις ουκ ανεγνωτε οτι ο ποιησας απ αρχης αρσεν και ϑηλυ εποιησεν αυτους 5 και ειπεν ενεκεν τουτου καταλειψει ανϑρωπος τον πατερα και την μητερα και προσκολληϑησεται τη γυναικι αυτου και εσονται οι δυο εις σαρκα μιαν 6 ωστε ουκετι εισιν δυο αλλα σαρξ μια ο ουν ο ϑεος συνεζευξεν ανϑρωπος μη χωριζετω 7 λεγουσιν αυτω τι ουν μωσης ενετειλατο δουναι βιβλιον αποστασιου και απολυσαι αυτην 8 λεγει αυτοις οτι μωσης προς την σκληροκαρδιαν υμων επετρεψεν υμιν απολυσαι τας γυναικας υμων απ αρχης δε ου γεγονεν ουτως 9 λεγω δε υμιν οτι ος αν απολυση την γυναικα αυτου ει μη επι πορνεια και γαμηση αλλην μοιχαται και ο απολελυμενην γαμησας μοιχαται 10 λεγουσιν αυτω οι μαϑηται αυτου ει ουτως εστιν η αιτια του ανϑρωπου μετα της γυναικος ου συμϕερει γαμησαι 11 ο δε ειπεν αυτοις ου παντες χωρουσιν τον λογον τουτον αλλ οις δεδοται 12 εισιν γαρ ευνουχοι οιτινες εκ κοιλιας μητρος εγεννηϑησαν ουτως και εισιν ευνουχοι οιτινες ευνουχισϑησαν υπο των ανϑρωπων και εισιν ευνουχοι οιτινες ευνουχισαν εαυτους δια την βασιλειαν των ουρανων ο δυναμενος χωρειν χωρειτω 13 τοτε προσηνεχϑη αυτω παιδια ινα τας χειρας επιϑη αυτοις και προσευξηται οι δε μαϑηται επετιμησαν αυτοις 14 ο δε ιησους ειπεν αϕετε τα παιδια και μη κωλυετε αυτα ελϑειν προς με των γαρ τοιουτων εστιν η βασιλεια των ουρανων 15 και επιϑεις αυτοις τας χειρας επορευϑη εκειϑεν 16 και ιδου εις προσελϑων ειπεν αυτω διδασκαλε αγαϑε τι αγαϑον ποιησω ινα εχω ζωην αιωνιον 17 ο δε ειπεν αυτω τι με λεγεις αγαϑον ουδεις αγαϑος ει μη εις ο ϑεος ει δε ϑελεις εισελϑειν εις την ζωην τηρησον τας εντολας 18 λεγει αυτω ποιας ο δε ιησους ειπεν το ου ϕονευσεις ου μοιχευσεις ου κλεψεις ου ψευδομαρτυρησεις 19 τιμα τον πατερα σου και την μητερα και αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον 20 λεγει αυτω ο νεανισκος παντα ταυτα εϕυλαξαμην εκ νεοτητος μου τι ετι υστερω 21 εϕη αυτω ο ιησους ει ϑελεις τελειος ειναι υπαγε πωλησον σου τα υπαρχοντα και δος πτωχοις και εξεις ϑησαυρον εν ουρανω και δευρο ακολουϑει μοι 22 ακουσας δε ο νεανισκος τον λογον απηλϑεν λυπουμενος ην γαρ εχων κτηματα πολλα 23 ο δε ιησους ειπεν τοις μαϑηταις αυτου αμην λεγω υμιν οτι δυσκολως πλουσιος εισελευσεται εις την βασιλειαν των ουρανων 24 παλιν δε λεγω υμιν ευκοπωτερον εστιν καμηλον δια τρυπηματος ραϕιδος διελϑειν η πλουσιον εις την βασιλειαν του ϑεου εισελϑειν 25 ακουσαντες δε οι μαϑηται αυτου εξεπλησσοντο σϕοδρα λεγοντες τις αρα δυναται σωϑηναι 26 εμβλεψας δε ο ιησους ειπεν αυτοις παρα ανϑρωποις τουτο αδυνατον εστιν παρα δε ϑεω παντα δυνατα εστιν 27 τοτε αποκριϑεις ο πετρος ειπεν αυτω ιδου ημεις αϕηκαμεν παντα και ηκολουϑησαμεν σοι τι αρα εσται ημιν 28 ο δε ιησους ειπεν αυτοις αμην λεγω υμιν οτι υμεις οι ακολουϑησαντες μοι εν τη παλιγγενεσια οταν καϑιση ο υιος του ανϑρωπου επι ϑρονου δοξης αυτου καϑισεσϑε και υμεις επι δωδεκα ϑρονους κρινοντες τας δωδεκα ϕυλας του ισραηλ 29 και πας ος αϕηκεν οικιας η αδελϕους η αδελϕας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν του ονοματος μου εκατονταπλασιονα ληψεται και ζωην αιωνιον κληρονομησει 30 πολλοι δε εσονται πρωτοι εσχατοι και εσχατοι πρωτοι
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 20
1 ομοια γαρ εστιν η βασιλεια των ουρανων ανϑρωπω οικοδεσποτη οστις εξηλϑεν αμα πρωι μισϑωσασϑαι εργατας εις τον αμπελωνα αυτου 2 συμϕωνησας δε μετα των εργατων εκ δηναριου την ημεραν απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου 3 και εξελϑων περι την τριτην ωραν ειδεν αλλους εστωτας εν τη αγορα αργους 4 κακεινοις ειπεν υπαγετε και υμεις εις τον αμπελωνα και ο εαν η δικαιον δωσω υμιν 5 οι δε απηλϑον παλιν εξελϑων περι εκτην και εννατην ωραν εποιησεν ωσαυτως 6 περι δε την ενδεκατην ωραν εξελϑων ευρεν αλλους εστωτας αργους και λεγει αυτοις τι ωδε εστηκατε ολην την ημεραν αργοι 7 λεγουσιν αυτω οτι ουδεις ημας εμισϑωσατο λεγει αυτοις υπαγετε και υμεις εις τον αμπελωνα και ο εαν η δικαιον ληψεσϑε 8 οψιας δε γενομενης λεγει ο κυριος του αμπελωνος τω επιτροπω αυτου καλεσον τους εργατας και αποδος αυτοις τον μισϑον αρξαμενος απο των εσχατων εως των πρωτων 9 και ελϑοντες οι περι την ενδεκατην ωραν ελαβον ανα δηναριον 10 ελϑοντες δε οι πρωτοι ενομισαν οτι πλειονα ληψονται και ελαβον και αυτοι ανα δηναριον 11 λαβοντες δε εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου 12 λεγοντες οτι ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εποιησαν και ισους ημιν αυτους εποιησας τοις βαστασασιν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα 13 ο δε αποκριϑεις ειπεν ενι αυτων εταιρε ουκ αδικω σε ουχι δηναριου συνεϕωνησας μοι 14 αρον το σον και υπαγε ϑελω δε τουτω τω εσχατω δουναι ως και σοι 15 η ουκ εξεστιν μοι ποιησαι ο ϑελω εν τοις εμοις ει ο οϕϑαλμος σου πονηρος εστιν οτι εγω αγαϑος ειμι 16 ουτως εσονται οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι πολλοι γαρ εισιν κλητοι ολιγοι δε εκλεκτοι 17 και αναβαινων ο ιησους εις ιεροσολυμα παρελαβεν τους δωδεκα μαϑητας κατ ιδιαν εν τη οδω και ειπεν αυτοις 18 ιδου αναβαινομεν εις ιεροσολυμα και ο υιος του ανϑρωπου παραδοϑησεται τοις αρχιερευσιν και γραμματευσιν και κατακρινουσιν αυτον ϑανατω 19 και παραδωσουσιν αυτον τοις εϑνεσιν εις το εμπαιξαι και μαστιγωσαι και σταυρωσαι και τη τριτη ημερα αναστησεται 20 τοτε προσηλϑεν αυτω η μητηρ των υιων ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης προσκυνουσα και αιτουσα τι παρ αυτου 21 ο δε ειπεν αυτη τι ϑελεις λεγει αυτω ειπε ινα καϑισωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ ευωνυμων εν τη βασιλεια σου 22 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν ουκ οιδατε τι αιτεισϑε δυνασϑε πιειν το ποτηριον ο εγω μελλω πινειν και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισϑηναι λεγουσιν αυτω δυναμεϑα 23 και λεγει αυτοις το μεν ποτηριον μου πιεσϑε και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισϑησεσϑε το δε καϑισαι εκ δεξιων μου και εξ ευωνυμων μου ουκ εστιν εμον δουναι αλλ οις ητοιμασται υπο του πατρος μου 24 και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελϕων 25 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος αυτους ειπεν οιδατε οτι οι αρχοντες των εϑνων κατακυριευουσιν αυτων και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτων 26 ουχ ουτως δε εσται εν υμιν αλλ ος εαν ϑελη εν υμιν μεγας γενεσϑαι εστω υμων διακονος 27 και ος εαν ϑελη εν υμιν ειναι πρωτος εστω υμων δουλος 28 ωσπερ ο υιος του ανϑρωπου ουκ ηλϑεν διακονηϑηναι αλλα διακονησαι και δουναι την ψυχην αυτου λυτρον αντι πολλων 29 και εκπορευομενων αυτων απο ιεριχω ηκολουϑησεν αυτω οχλος πολυς 30 και ιδου δυο τυϕλοι καϑημενοι παρα την οδον ακουσαντες οτι ιησους παραγει εκραξαν λεγοντες ελεησον ημας κυριε υιος δαβιδ 31 ο δε οχλος επετιμησεν αυτοις ινα σιωπησωσιν οι δε μειζον εκραζον λεγοντες ελεησον ημας κυριε υιος δαβιδ 32 και στας ο ιησους εϕωνησεν αυτους και ειπεν τι ϑελετε ποιησω υμιν 33 λεγουσιν αυτω κυριε ινα ανοιχϑωσιν ημων οι οϕϑαλμοι 34 σπλαγχνισϑεις δε ο ιησους ηψατο των οϕϑαλμων αυτων και ευϑεως ανεβλεψαν αυτων οι οϕϑαλμοι και ηκολουϑησαν αυτω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 21
1 και οτε ηγγισαν εις ιεροσολυμα και ηλϑον εις βηϑϕαγη προς το ορος των ελαιων τοτε ο ιησους απεστειλεν δυο μαϑητας 2 λεγων αυτοις πορευϑητε εις την κωμην την απεναντι υμων και ευϑεως ευρησετε ονον δεδεμενην και πωλον μετ αυτης λυσαντες αγαγετε μοι 3 και εαν τις υμιν ειπη τι ερειτε οτι ο κυριος αυτων χρειαν εχει ευϑεως δε αποστελει αυτους 4 τουτο δε ολον γεγονεν ινα πληρωϑη το ρηϑεν δια του προϕητου λεγοντος 5 ειπατε τη ϑυγατρι σιων ιδου ο βασιλευς σου ερχεται σοι πραυς και επιβεβηκως επι ονον και πωλον υιον υποζυγιου 6 πορευϑεντες δε οι μαϑηται και ποιησαντες καϑως προσεταξεν αυτοις ο ιησους 7 ηγαγον την ονον και τον πωλον και επεϑηκαν επανω αυτων τα ιματια αυτων και επεκαϑισεν επανω αυτων 8 ο δε πλειστος οχλος εστρωσαν εαυτων τα ιματια εν τη οδω αλλοι δε εκοπτον κλαδους απο των δενδρων και εστρωννυον εν τη οδω 9 οι δε οχλοι οι προαγοντες και οι ακολουϑουντες εκραζον λεγοντες ωσαννα τω υιω δαβιδ ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι κυριου ωσαννα εν τοις υψιστοις 10 και εισελϑοντος αυτου εις ιεροσολυμα εσεισϑη πασα η πολις λεγουσα τις εστιν ουτος 11 οι δε οχλοι ελεγον ουτος εστιν ιησους ο προϕητης ο απο ναζαρετ της γαλιλαιας 12 και εισηλϑεν ο ιησους εις το ιερον του ϑεου και εξεβαλεν παντας τους πωλουντας και αγοραζοντας εν τω ιερω και τας τραπεζας των κολλυβιστων κατεστρεψεν και τας καϑεδρας των πωλουντων τας περιστερας 13 και λεγει αυτοις γεγραπται ο οικος μου οικος προσευχης κληϑησεται υμεις δε αυτον εποιησατε σπηλαιον ληστων 14 και προσηλϑον αυτω τυϕλοι και χωλοι εν τω ιερω και εϑεραπευσεν αυτους 15 ιδοντες δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις τα ϑαυμασια α εποιησεν και τους παιδας κραζοντας εν τω ιερω και λεγοντας ωσαννα τω υιω δαβιδ ηγανακτησαν 16 και ειπον αυτω ακουεις τι ουτοι λεγουσιν ο δε ιησους λεγει αυτοις ναι ουδεποτε ανεγνωτε οτι εκ στοματος νηπιων και ϑηλαζοντων κατηρτισω αινον 17 και καταλιπων αυτους εξηλϑεν εξω της πολεως εις βηϑανιαν και ηυλισϑη εκει 18 πρωιας δε επαναγων εις την πολιν επεινασεν 19 και ιδων συκην μιαν επι της οδου ηλϑεν επ αυτην και ουδεν ευρεν εν αυτη ει μη ϕυλλα μονον και λεγει αυτη μηκετι εκ σου καρπος γενηται εις τον αιωνα και εξηρανϑη παραχρημα η συκη 20 και ιδοντες οι μαϑηται εϑαυμασαν λεγοντες πως παραχρημα εξηρανϑη η συκη 21 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν αυτοις αμην λεγω υμιν εαν εχητε πιστιν και μη διακριϑητε ου μονον το της συκης ποιησετε αλλα καν τω ορει τουτω ειπητε αρϑητι και βληϑητι εις την ϑαλασσαν γενησεται 22 και παντα οσα αν αιτησητε εν τη προσευχη πιστευοντες ληψεσϑε 23 και ελϑοντι αυτω εις το ιερον προσηλϑον αυτω διδασκοντι οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι του λαου λεγοντες εν ποια εξουσια ταυτα ποιεις και τις σοι εδωκεν την εξουσιαν ταυτην 24 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν αυτοις ερωτησω υμας καγω λογον ενα ον εαν ειπητε μοι καγω υμιν ερω εν ποια εξουσια ταυτα ποιω 25 το βαπτισμα ιωαννου ποϑεν ην εξ ουρανου η εξ ανϑρωπων οι δε διελογιζοντο παρ εαυτοις λεγοντες εαν ειπωμεν εξ ουρανου ερει ημιν διατι ουν ουκ επιστευσατε αυτω 26 εαν δε ειπωμεν εξ ανϑρωπων ϕοβουμεϑα τον οχλον παντες γαρ εχουσιν τον ιωαννην ως προϕητην 27 και αποκριϑεντες τω ιησου ειπον ουκ οιδαμεν εϕη αυτοις και αυτος ουδε εγω λεγω υμιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιω 28 τι δε υμιν δοκει ανϑρωπος ειχεν τεκνα δυο και προσελϑων τω πρωτω ειπεν τεκνον υπαγε σημερον εργαζου εν τω αμπελωνι μου 29 ο δε αποκριϑεις ειπεν ου ϑελω υστερον δε μεταμεληϑεις απηλϑεν 30 και προσελϑων τω δευτερω ειπεν ωσαυτως ο δε αποκριϑεις ειπεν εγω κυριε και ουκ απηλϑεν 31 τις εκ των δυο εποιησεν το ϑελημα του πατρος λεγουσιν αυτω ο πρωτος λεγει αυτοις ο ιησους αμην λεγω υμιν οτι οι τελωναι και αι πορναι προαγουσιν υμας εις την βασιλειαν του ϑεου 32 ηλϑεν γαρ προς υμας ιωαννης εν οδω δικαιοσυνης και ουκ επιστευσατε αυτω οι δε τελωναι και αι πορναι επιστευσαν αυτω υμεις δε ιδοντες ου μετεμεληϑητε υστερον του πιστευσαι αυτω 33 αλλην παραβολην ακουσατε ανϑρωπος τις ην οικοδεσποτης οστις εϕυτευσεν αμπελωνα και ϕραγμον αυτω περιεϑηκεν και ωρυξεν εν αυτω ληνον και ωκοδομησεν πυργον και εξεδοτο αυτον γεωργοις και απεδημησεν 34 οτε δε ηγγισεν ο καιρος των καρπων απεστειλεν τους δουλους αυτου προς τους γεωργους λαβειν τους καρπους αυτου 35 και λαβοντες οι γεωργοι τους δουλους αυτου ον μεν εδειραν ον δε απεκτειναν ον δε ελιϑοβολησαν 36 παλιν απεστειλεν αλλους δουλους πλειονας των πρωτων και εποιησαν αυτοις ωσαυτως 37 υστερον δε απεστειλεν προς αυτους τον υιον αυτου λεγων εντραπησονται τον υιον μου 38 οι δε γεωργοι ιδοντες τον υιον ειπον εν εαυτοις ουτος εστιν ο κληρονομος δευτε αποκτεινωμεν αυτον και κατασχωμεν την κληρονομιαν αυτου 39 και λαβοντες αυτον εξεβαλον εξω του αμπελωνος και απεκτειναν 40 οταν ουν ελϑη ο κυριος του αμπελωνος τι ποιησει τοις γεωργοις εκεινοις 41 λεγουσιν αυτω κακους κακως απολεσει αυτους και τον αμπελωνα εκδοσεται αλλοις γεωργοις οιτινες αποδωσουσιν αυτω τους καρπους εν τοις καιροις αυτων 42 λεγει αυτοις ο ιησους ουδεποτε ανεγνωτε εν ταις γραϕαις λιϑον ον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες ουτος εγενηϑη εις κεϕαλην γωνιας παρα κυριου εγενετο αυτη και εστιν ϑαυμαστη εν οϕϑαλμοις ημων 43 δια τουτο λεγω υμιν οτι αρϑησεται αϕ υμων η βασιλεια του ϑεου και δοϑησεται εϑνει ποιουντι τους καρπους αυτης 44 και ο πεσων επι τον λιϑον τουτον συνϑλασϑησεται εϕ ον δ αν πεση λικμησει αυτον 45 και ακουσαντες οι αρχιερεις και οι ϕαρισαιοι τας παραβολας αυτου εγνωσαν οτι περι αυτων λεγει 46 και ζητουντες αυτον κρατησαι εϕοβηϑησαν τους οχλους επειδη ως προϕητην αυτον ειχον
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 22
1 και αποκριϑεις ο ιησους παλιν ειπεν αυτοις εν παραβολαις λεγων 2 ωμοιωϑη η βασιλεια των ουρανων ανϑρωπω βασιλει οστις εποιησεν γαμους τω υιω αυτου 3 και απεστειλεν τους δουλους αυτου καλεσαι τους κεκλημενους εις τους γαμους και ουκ ηϑελον ελϑειν 4 παλιν απεστειλεν αλλους δουλους λεγων ειπατε τοις κεκλημενοις ιδου το αριστον μου ητοιμασα οι ταυροι μου και τα σιτιστα τεϑυμενα και παντα ετοιμα δευτε εις τους γαμους 5 οι δε αμελησαντες απηλϑον ο μεν εις τον ιδιον αγρον ο δε εις την εμποριαν αυτου 6 οι δε λοιποι κρατησαντες τους δουλους αυτου υβρισαν και απεκτειναν 7 ακουσας δε ο βασιλευς ωργισϑη και πεμψας τα στρατευματα αυτου απωλεσεν τους ϕονεις εκεινους και την πολιν αυτων ενεπρησεν 8 τοτε λεγει τοις δουλοις αυτου ο μεν γαμος ετοιμος εστιν οι δε κεκλημενοι ουκ ησαν αξιοι 9 πορευεσϑε ουν επι τας διεξοδους των οδων και οσους αν ευρητε καλεσατε εις τους γαμους 10 και εξελϑοντες οι δουλοι εκεινοι εις τας οδους συνηγαγον παντας οσους ευρον πονηρους τε και αγαϑους και επλησϑη ο γαμος ανακειμενων 11 εισελϑων δε ο βασιλευς ϑεασασϑαι τους ανακειμενους ειδεν εκει ανϑρωπον ουκ ενδεδυμενον ενδυμα γαμου 12 και λεγει αυτω εταιρε πως εισηλϑες ωδε μη εχων ενδυμα γαμου ο δε εϕιμωϑη 13 τοτε ειπεν ο βασιλευς τοις διακονοις δησαντες αυτου ποδας και χειρας αρατε αυτον και εκβαλετε εις το σκοτος το εξωτερον εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων 14 πολλοι γαρ εισιν κλητοι ολιγοι δε εκλεκτοι 15 τοτε πορευϑεντες οι ϕαρισαιοι συμβουλιον ελαβον οπως αυτον παγιδευσωσιν εν λογω 16 και αποστελλουσιν αυτω τους μαϑητας αυτων μετα των ηρωδιανων λεγοντες διδασκαλε οιδαμεν οτι αληϑης ει και την οδον του ϑεου εν αληϑεια διδασκεις και ου μελει σοι περι ουδενος ου γαρ βλεπεις εις προσωπον ανϑρωπων 17 ειπε ουν ημιν τι σοι δοκει εξεστιν δουναι κηνσον καισαρι η ου 18 γνους δε ο ιησους την πονηριαν αυτων ειπεν τι με πειραζετε υποκριται 19 επιδειξατε μοι το νομισμα του κηνσου οι δε προσηνεγκαν αυτω δηναριον 20 και λεγει αυτοις τινος η εικων αυτη και η επιγραϕη 21 λεγουσιν αυτω καισαρος τοτε λεγει αυτοις αποδοτε ουν τα καισαρος καισαρι και τα του ϑεου τω ϑεω 22 και ακουσαντες εϑαυμασαν και αϕεντες αυτον απηλϑον 23 εν εκεινη τη ημερα προσηλϑον αυτω σαδδουκαιοι οι λεγοντες μη ειναι αναστασιν και επηρωτησαν αυτον 24 λεγοντες διδασκαλε μωσης ειπεν εαν τις αποϑανη μη εχων τεκνα επιγαμβρευσει ο αδελϕος αυτου την γυναικα αυτου και αναστησει σπερμα τω αδελϕω αυτου 25 ησαν δε παρ ημιν επτα αδελϕοι και ο πρωτος γαμησας ετελευτησεν και μη εχων σπερμα αϕηκεν την γυναικα αυτου τω αδελϕω αυτου 26 ομοιως και ο δευτερος και ο τριτος εως των επτα 27 υστερον δε παντων απεϑανεν και η γυνη 28 εν τη ουν αναστασει τινος των επτα εσται γυνη παντες γαρ εσχον αυτην 29 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν αυτοις πλανασϑε μη ειδοτες τας γραϕας μηδε την δυναμιν του ϑεου 30 εν γαρ τη αναστασει ουτε γαμουσιν ουτε εκγαμιζονται αλλ ως αγγελοι του ϑεου εν ουρανω εισιν 31 περι δε της αναστασεως των νεκρων ουκ ανεγνωτε το ρηϑεν υμιν υπο του ϑεου λεγοντος 32 εγω ειμι ο ϑεος αβρααμ και ο ϑεος ισαακ και ο ϑεος ιακωβ ουκ εστιν ο ϑεος ϑεος νεκρων αλλα ζωντων 33 και ακουσαντες οι οχλοι εξεπλησσοντο επι τη διδαχη αυτου 34 οι δε ϕαρισαιοι ακουσαντες οτι εϕιμωσεν τους σαδδουκαιους συνηχϑησαν επι το αυτο 35 και επηρωτησεν εις εξ αυτων νομικος πειραζων αυτον και λεγων 36 διδασκαλε ποια εντολη μεγαλη εν τω νομω 37 ο δε ιησους ειπεν αυτω αγαπησεις κυριον τον ϑεον σου εν ολη τη καρδια σου και εν ολη τη ψυχη σου και εν ολη τη διανοια σου 38 αυτη εστιν πρωτη και μεγαλη εντολη 39 δευτερα δε ομοια αυτη αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον 40 εν ταυταις ταις δυσιν εντολαις ολος ο νομος και οι προϕηται κρεμανται 41 συνηγμενων δε των ϕαρισαιων επηρωτησεν αυτους ο ιησους 42 λεγων τι υμιν δοκει περι του χριστου τινος υιος εστιν λεγουσιν αυτω του δαβιδ 43 λεγει αυτοις πως ουν δαβιδ εν πνευματι κυριον αυτον καλει λεγων 44 ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καϑου εκ δεξιων μου εως αν ϑω τους εχϑρους σου υποποδιον των ποδων σου 45 ει ουν δαβιδ καλει αυτον κυριον πως υιος αυτου εστιν 46 και ουδεις εδυνατο αυτω αποκριϑηναι λογον ουδε ετολμησεν τις απ εκεινης της ημερας επερωτησαι αυτον ουκετι
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 23
1 τοτε ο ιησους ελαλησεν τοις οχλοις και τοις μαϑηταις αυτου 2 λεγων επι της μωσεως καϑεδρας εκαϑισαν οι γραμματεις και οι ϕαρισαιοι 3 παντα ουν οσα αν ειπωσιν υμιν τηρειν τηρειτε και ποιειτε κατα δε τα εργα αυτων μη ποιειτε λεγουσιν γαρ και ου ποιουσιν 4 δεσμευουσιν γαρ ϕορτια βαρεα και δυσβαστακτα και επιτιϑεασιν επι τους ωμους των ανϑρωπων τω δε δακτυλω αυτων ου ϑελουσιν κινησαι αυτα 5 παντα δε τα εργα αυτων ποιουσιν προς το ϑεαϑηναι τοις ανϑρωποις πλατυνουσιν δε τα ϕυλακτηρια αυτων και μεγαλυνουσιν τα κρασπεδα των ιματιων αυτων 6 ϕιλουσιν τε την πρωτοκλισιαν εν τοις δειπνοις και τας πρωτοκαϑεδριας εν ταις συναγωγαις 7 και τους ασπασμους εν ταις αγοραις και καλεισϑαι υπο των ανϑρωπων ραββι ραββι 8 υμεις δε μη κληϑητε ραββι εις γαρ εστιν υμων ο καϑηγητης ο χριστος παντες δε υμεις αδελϕοι εστε 9 και πατερα μη καλεσητε υμων επι της γης εις γαρ εστιν ο πατηρ υμων ο εν τοις ουρανοις 10 μηδε κληϑητε καϑηγηται εις γαρ υμων εστιν ο καϑηγητης ο χριστος 11 ο δε μειζων υμων εσται υμων διακονος 12 οστις δε υψωσει εαυτον ταπεινωϑησεται και οστις ταπεινωσει εαυτον υψωϑησεται 13 ουαι δε υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι κατεσϑιετε τας οικιας των χηρων και προϕασει μακρα προσευχομενοι δια τουτο ληψεσϑε περισσοτερον κριμα 14 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι κλειετε την βασιλειαν των ουρανων εμπροσϑεν των ανϑρωπων υμεις γαρ ουκ εισερχεσϑε ουδε τους εισερχομενους αϕιετε εισελϑειν 15 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι περιαγετε την ϑαλασσαν και την ξηραν ποιησαι ενα προσηλυτον και οταν γενηται ποιειτε αυτον υιον γεεννης διπλοτερον υμων 16 ουαι υμιν οδηγοι τυϕλοι οι λεγοντες ος αν ομοση εν τω ναω ουδεν εστιν ος δ αν ομοση εν τω χρυσω του ναου οϕειλει 17 μωροι και τυϕλοι τις γαρ μειζων εστιν ο χρυσος η ο ναος ο αγιαζων τον χρυσον 18 και ος εαν ομοση εν τω ϑυσιαστηριω ουδεν εστιν ος δ αν ομοση εν τω δωρω τω επανω αυτου οϕειλει 19 μωροι και τυϕλοι τι γαρ μειζον το δωρον η το ϑυσιαστηριον το αγιαζον το δωρον 20 ο ουν ομοσας εν τω ϑυσιαστηριω ομνυει εν αυτω και εν πασιν τοις επανω αυτου 21 και ο ομοσας εν τω ναω ομνυει εν αυτω και εν τω κατοικουντι αυτον 22 και ο ομοσας εν τω ουρανω ομνυει εν τω ϑρονω του ϑεου και εν τω καϑημενω επανω αυτου 23 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι αποδεκατουτε το ηδυοσμον και το ανηϑον και το κυμινον και αϕηκατε τα βαρυτερα του νομου την κρισιν και τον ελεον και την πιστιν ταυτα εδει ποιησαι κακεινα μη αϕιεναι 24 οδηγοι τυϕλοι οι διυλιζοντες τον κωνωπα την δε καμηλον καταπινοντες 25 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι καϑαριζετε το εξωϑεν του ποτηριου και της παροψιδος εσωϑεν δε γεμουσιν εξ αρπαγης και ακρασιας 26 ϕαρισαιε τυϕλε καϑαρισον πρωτον το εντος του ποτηριου και της παροψιδος ινα γενηται και το εκτος αυτων καϑαρον 27 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι παρομοιαζετε ταϕοις κεκονιαμενοις οιτινες εξωϑεν μεν ϕαινονται ωραιοι εσωϑεν δε γεμουσιν οστεων νεκρων και πασης ακαϑαρσιας 28 ουτως και υμεις εξωϑεν μεν ϕαινεσϑε τοις ανϑρωποις δικαιοι εσωϑεν δε μεστοι εστε υποκρισεως και ανομιας 29 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι οικοδομειτε τους ταϕους των προϕητων και κοσμειτε τα μνημεια των δικαιων 30 και λεγετε ει ημεν εν ταις ημεραις των πατερων ημων ουκ αν ημεν κοινωνοι αυτων εν τω αιματι των προϕητων 31 ωστε μαρτυρειτε εαυτοις οτι υιοι εστε των ϕονευσαντων τους προϕητας 32 και υμεις πληρωσατε το μετρον των πατερων υμων 33 οϕεις γεννηματα εχιδνων πως ϕυγητε απο της κρισεως της γεεννης 34 δια τουτο ιδου εγω αποστελλω προς υμας προϕητας και σοϕους και γραμματεις και εξ αυτων αποκτενειτε και σταυρωσετε και εξ αυτων μαστιγωσετε εν ταις συναγωγαις υμων και διωξετε απο πολεως εις πολιν 35 οπως ελϑη εϕ υμας παν αιμα δικαιον εκχυνομενον επι της γης απο του αιματος αβελ του δικαιου εως του αιματος ζαχαριου υιου βαραχιου ον εϕονευσατε μεταξυ του ναου και του ϑυσιαστηριου 36 αμην λεγω υμιν ηξει ταυτα παντα επι την γενεαν ταυτην 37 ιερουσαλημ ιερουσαλημ η αποκτεινουσα τους προϕητας και λιϑοβολουσα τους απεσταλμενους προς αυτην ποσακις ηϑελησα επισυναγαγειν τα τεκνα σου ον τροπον επισυναγει ορνις τα νοσσια εαυτης υπο τας πτερυγας και ουκ ηϑελησατε 38 ιδου αϕιεται υμιν ο οικος υμων ερημος 39 λεγω γαρ υμιν ου μη με ιδητε απ αρτι εως αν ειπητε ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι κυριου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 24
1 και εξελϑων ο ιησους επορευετο απο του ιερου και προσηλϑον οι μαϑηται αυτου επιδειξαι αυτω τας οικοδομας του ιερου 2 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ου βλεπετε παντα ταυτα αμην λεγω υμιν ου μη αϕεϑη ωδε λιϑος επι λιϑον ος ου μη καταλυϑησεται 3 καϑημενου δε αυτου επι του ορους των ελαιων προσηλϑον αυτω οι μαϑηται κατ ιδιαν λεγοντες ειπε ημιν ποτε ταυτα εσται και τι το σημειον της σης παρουσιας και της συντελειας του αιωνος 4 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις βλεπετε μη τις υμας πλανηση 5 πολλοι γαρ ελευσονται επι τω ονοματι μου λεγοντες εγω ειμι ο χριστος και πολλους πλανησουσιν 6 μελλησετε δε ακουειν πολεμους και ακοας πολεμων ορατε μη ϑροεισϑε δει γαρ παντα γενεσϑαι αλλ ουπω εστιν το τελος 7 εγερϑησεται γαρ εϑνος επι εϑνος και βασιλεια επι βασιλειαν και εσονται λιμοι και λοιμοι και σεισμοι κατα τοπους 8 παντα δε ταυτα αρχη ωδινων 9 τοτε παραδωσουσιν υμας εις ϑλιψιν και αποκτενουσιν υμας και εσεσϑε μισουμενοι υπο παντων των εϑνων δια το ονομα μου 10 και τοτε σκανδαλισϑησονται πολλοι και αλληλους παραδωσουσιν και μισησουσιν αλληλους 11 και πολλοι ψευδοπροϕηται εγερϑησονται και πλανησουσιν πολλους 12 και δια το πληϑυνϑηναι την ανομιαν ψυγησεται η αγαπη των πολλων 13 ο δε υπομεινας εις τελος ουτος σωϑησεται 14 και κηρυχϑησεται τουτο το ευαγγελιον της βασιλειας εν ολη τη οικουμενη εις μαρτυριον πασιν τοις εϑνεσιν και τοτε ηξει το τελος 15 οταν ουν ιδητε το βδελυγμα της ερημωσεως το ρηϑεν δια δανιηλ του προϕητου εστος εν τοπω αγιω ο αναγινωσκων νοειτω 16 τοτε οι εν τη ιουδαια ϕευγετωσαν επι τα ορη 17 ο επι του δωματος μη καταβαινετω αραι τι εκ της οικιας αυτου 18 και ο εν τω αγρω μη επιστρεψατω οπισω αραι τα ιματια αυτου 19 ουαι δε ταις εν γαστρι εχουσαις και ταις ϑηλαζουσαις εν εκειναις ταις ημεραις 20 προσευχεσϑε δε ινα μη γενηται η ϕυγη υμων χειμωνος μηδε εν σαββατω 21 εσται γαρ τοτε ϑλιψις μεγαλη οια ου γεγονεν απ αρχης κοσμου εως του νυν ουδ ου μη γενηται 22 και ει μη εκολοβωϑησαν αι ημεραι εκειναι ουκ αν εσωϑη πασα σαρξ δια δε τους εκλεκτους κολοβωϑησονται αι ημεραι εκειναι 23 τοτε εαν τις υμιν ειπη ιδου ωδε ο χριστος η ωδε μη πιστευσητε 24 εγερϑησονται γαρ ψευδοχριστοι και ψευδοπροϕηται και δωσουσιν σημεια μεγαλα και τερατα ωστε πλανησαι ει δυνατον και τους εκλεκτους 25 ιδου προειρηκα υμιν 26 εαν ουν ειπωσιν υμιν ιδου εν τη ερημω εστιν μη εξελϑητε ιδου εν τοις ταμειοις μη πιστευσητε 27 ωσπερ γαρ η αστραπη εξερχεται απο ανατολων και ϕαινεται εως δυσμων ουτως εσται και η παρουσια του υιου του ανϑρωπου 28 οπου γαρ εαν η το πτωμα εκει συναχϑησονται οι αετοι 29 ευϑεως δε μετα την ϑλιψιν των ημερων εκεινων ο ηλιος σκοτισϑησεται και η σεληνη ου δωσει το ϕεγγος αυτης και οι αστερες πεσουνται απο του ουρανου και αι δυναμεις των ουρανων σαλευϑησονται 30 και τοτε ϕανησεται το σημειον του υιου του ανϑρωπου εν τω ουρανω και τοτε κοψονται πασαι αι ϕυλαι της γης και οψονται τον υιον του ανϑρωπου ερχομενον επι των νεϕελων του ουρανου μετα δυναμεως και δοξης πολλης 31 και αποστελει τους αγγελους αυτου μετα σαλπιγγος ϕωνης μεγαλης και επισυναξουσιν τους εκλεκτους αυτου εκ των τεσσαρων ανεμων απ ακρων ουρανων εως ακρων αυτων 32 απο δε της συκης μαϑετε την παραβολην οταν ηδη ο κλαδος αυτης γενηται απαλος και τα ϕυλλα εκϕυη γινωσκετε οτι εγγυς το ϑερος 33 ουτως και υμεις οταν ιδητε παντα ταυτα γινωσκετε οτι εγγυς εστιν επι ϑυραις 34 αμην λεγω υμιν ου μη παρελϑη η γενεα αυτη εως αν παντα ταυτα γενηται 35 ο ουρανος και η γη παρελευσονται οι δε λογοι μου ου μη παρελϑωσιν 36 περι δε της ημερας εκεινης και της ωρας ουδεις οιδεν ουδε οι αγγελοι των ουρανων ει μη ο πατηρ μου μονος 37 ωσπερ δε αι ημεραι του νωε ουτως εσται και η παρουσια του υιου του ανϑρωπου 38 ωσπερ γαρ ησαν εν ταις ημεραις ταις προ του κατακλυσμου τρωγοντες και πινοντες γαμουντες και εκγαμιζοντες αχρι ης ημερας εισηλϑεν νωε εις την κιβωτον 39 και ουκ εγνωσαν εως ηλϑεν ο κατακλυσμος και ηρεν απαντας ουτως εσται και η παρουσια του υιου του ανϑρωπου 40 τοτε δυο εσονται εν τω αγρω ο εις παραλαμβανεται και ο εις αϕιεται 41 δυο αληϑουσαι εν τω μυλωνι μια παραλαμβανεται και μια αϕιεται 42 γρηγορειτε ουν οτι ουκ οιδατε ποια ωρα ο κυριος υμων ερχεται 43 εκεινο δε γινωσκετε οτι ει ηδει ο οικοδεσποτης ποια ϕυλακη ο κλεπτης ερχεται εγρηγορησεν αν και ουκ αν ειασεν διορυγηναι την οικιαν αυτου 44 δια τουτο και υμεις γινεσϑε ετοιμοι οτι η ωρα ου δοκειτε ο υιος του ανϑρωπου ερχεται 45 τις αρα εστιν ο πιστος δουλος και ϕρονιμος ον κατεστησεν ο κυριος αυτου επι της ϑεραπειας αυτου του διδοναι αυτοις την τροϕην εν καιρω 46 μακαριος ο δουλος εκεινος ον ελϑων ο κυριος αυτου ευρησει ποιουντα ουτως 47 αμην λεγω υμιν οτι επι πασιν τοις υπαρχουσιν αυτου καταστησει αυτον 48 εαν δε ειπη ο κακος δουλος εκεινος εν τη καρδια αυτου χρονιζει ο κυριος μου ελϑειν 49 και αρξηται τυπτειν τους συνδουλους εσϑιειν δε και πινειν μετα των μεϑυοντων 50 ηξει ο κυριος του δουλου εκεινου εν ημερα η ου προσδοκα και εν ωρα η ου γινωσκει 51 και διχοτομησει αυτον και το μερος αυτου μετα των υποκριτων ϑησει εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 25
1 τοτε ομοιωϑησεται η βασιλεια των ουρανων δεκα παρϑενοις αιτινες λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων εξηλϑον εις απαντησιν του νυμϕιου 2 πεντε δε ησαν εξ αυτων ϕρονιμοι και αι πεντε μωραι 3 αιτινες μωραι λαβουσαι τας λαμπαδας εαυτων ουκ ελαβον μεϑ εαυτων ελαιον 4 αι δε ϕρονιμοι ελαβον ελαιον εν τοις αγγειοις αυτων μετα των λαμπαδων αυτων 5 χρονιζοντος δε του νυμϕιου ενυσταξαν πασαι και εκαϑευδον 6 μεσης δε νυκτος κραυγη γεγονεν ιδου ο νυμϕιος ερχεται εξερχεσϑε εις απαντησιν αυτου 7 τοτε ηγερϑησαν πασαι αι παρϑενοι εκειναι και εκοσμησαν τας λαμπαδας αυτων 8 αι δε μωραι ταις ϕρονιμοις ειπον δοτε ημιν εκ του ελαιου υμων οτι αι λαμπαδες ημων σβεννυνται 9 απεκριϑησαν δε αι ϕρονιμοι λεγουσαι μηποτε ουκ αρκεση ημιν και υμιν πορευεσϑε δε μαλλον προς τους πωλουντας και αγορασατε εαυταις 10 απερχομενων δε αυτων αγορασαι ηλϑεν ο νυμϕιος και αι ετοιμοι εισηλϑον μετ αυτου εις τους γαμους και εκλεισϑη η ϑυρα 11 υστερον δε ερχονται και αι λοιπαι παρϑενοι λεγουσαι κυριε κυριε ανοιξον ημιν 12 ο δε αποκριϑεις ειπεν αμην λεγω υμιν ουκ οιδα υμας 13 γρηγορειτε ουν οτι ουκ οιδατε την ημεραν ουδε την ωραν εν η ο υιος του ανϑρωπου ερχεται 14 ωσπερ γαρ ανϑρωπος αποδημων εκαλεσεν τους ιδιους δουλους και παρεδωκεν αυτοις τα υπαρχοντα αυτου 15 και ω μεν εδωκεν πεντε ταλαντα ω δε δυο ω δε εν εκαστω κατα την ιδιαν δυναμιν και απεδημησεν ευϑεως 16 πορευϑεις δε ο τα πεντε ταλαντα λαβων ειργασατο εν αυτοις και εποιησεν αλλα πεντε ταλαντα 17 ωσαυτως και ο τα δυο εκερδησεν και αυτος αλλα δυο 18 ο δε το εν λαβων απελϑων ωρυξεν εν τη γη και απεκρυψεν το αργυριον του κυριου αυτου 19 μετα δε χρονον πολυν ερχεται ο κυριος των δουλων εκεινων και συναιρει μετ αυτων λογον 20 και προσελϑων ο τα πεντε ταλαντα λαβων προσηνεγκεν αλλα πεντε ταλαντα λεγων κυριε πεντε ταλαντα μοι παρεδωκας ιδε αλλα πεντε ταλαντα εκερδησα επ αυτοις 21 εϕη δε αυτω ο κυριος αυτου ευ δουλε αγαϑε και πιστε επι ολιγα ης πιστος επι πολλων σε καταστησω εισελϑε εις την χαραν του κυριου σου 22 προσελϑων δε και ο τα δυο ταλαντα λαβων ειπεν κυριε δυο ταλαντα μοι παρεδωκας ιδε αλλα δυο ταλαντα εκερδησα επ αυτοις 23 εϕη αυτω ο κυριος αυτου ευ δουλε αγαϑε και πιστε επι ολιγα ης πιστος επι πολλων σε καταστησω εισελϑε εις την χαραν του κυριου σου 24 προσελϑων δε και ο το εν ταλαντον ειληϕως ειπεν κυριε εγνων σε οτι σκληρος ει ανϑρωπος ϑεριζων οπου ουκ εσπειρας και συναγων οϑεν ου διεσκορπισας 25 και ϕοβηϑεις απελϑων εκρυψα το ταλαντον σου εν τη γη ιδε εχεις το σον 26 αποκριϑεις δε ο κυριος αυτου ειπεν αυτω πονηρε δουλε και οκνηρε ηδεις οτι ϑεριζω οπου ουκ εσπειρα και συναγω οϑεν ου διεσκορπισα 27 εδει ουν σε βαλειν το αργυριον μου τοις τραπεζιταις και ελϑων εγω εκομισαμην αν το εμον συν τοκω 28 αρατε ουν απ αυτου το ταλαντον και δοτε τω εχοντι τα δεκα ταλαντα 29 τω γαρ εχοντι παντι δοϑησεται και περισσευϑησεται απο δε του μη εχοντος και ο εχει αρϑησεται απ αυτου 30 και τον αχρειον δουλον εκβαλλετε εις το σκοτος το εξωτερον εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων 31 οταν δε ελϑη ο υιος του ανϑρωπου εν τη δοξη αυτου και παντες οι αγιοι αγγελοι μετ αυτου τοτε καϑισει επι ϑρονου δοξης αυτου 32 και συναχϑησεται εμπροσϑεν αυτου παντα τα εϑνη και αϕοριει αυτους απ αλληλων ωσπερ ο ποιμην αϕοριζει τα προβατα απο των εριϕων 33 και στησει τα μεν προβατα εκ δεξιων αυτου τα δε εριϕια εξ ευωνυμων 34 τοτε ερει ο βασιλευς τοις εκ δεξιων αυτου δευτε οι ευλογημενοι του πατρος μου κληρονομησατε την ητοιμασμενην υμιν βασιλειαν απο καταβολης κοσμου 35 επεινασα γαρ και εδωκατε μοι ϕαγειν εδιψησα και εποτισατε με ξενος ημην και συνηγαγετε με 36 γυμνος και περιεβαλετε με ησϑενησα και επεσκεψασϑε με εν ϕυλακη ημην και ηλϑετε προς με 37 τοτε αποκριϑησονται αυτω οι δικαιοι λεγοντες κυριε ποτε σε ειδομεν πεινωντα και εϑρεψαμεν η διψωντα και εποτισαμεν 38 ποτε δε σε ειδομεν ξενον και συνηγαγομεν η γυμνον και περιεβαλομεν 39 ποτε δε σε ειδομεν ασϑενη η εν ϕυλακη και ηλϑομεν προς σε 40 και αποκριϑεις ο βασιλευς ερει αυτοις αμην λεγω υμιν εϕ οσον εποιησατε ενι τουτων των αδελϕων μου των ελαχιστων εμοι εποιησατε 41 τοτε ερει και τοις εξ ευωνυμων πορευεσϑε απ εμου οι κατηραμενοι εις το πυρ το αιωνιον το ητοιμασμενον τω διαβολω και τοις αγγελοις αυτου 42 επεινασα γαρ και ουκ εδωκατε μοι ϕαγειν εδιψησα και ουκ εποτισατε με 43 ξενος ημην και ου συνηγαγετε με γυμνος και ου περιεβαλετε με ασϑενης και εν ϕυλακη και ουκ επεσκεψασϑε με 44 τοτε αποκριϑησονται αυτω και αυτοι λεγοντες κυριε ποτε σε ειδομεν πεινωντα η διψωντα η ξενον η γυμνον η ασϑενη η εν ϕυλακη και ου διηκονησαμεν σοι 45 τοτε αποκριϑησεται αυτοις λεγων αμην λεγω υμιν εϕ οσον ουκ εποιησατε ενι τουτων των ελαχιστων ουδε εμοι εποιησατε 46 και απελευσονται ουτοι εις κολασιν αιωνιον οι δε δικαιοι εις ζωην αιωνιον
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 26
1 και εγενετο οτε ετελεσεν ο ιησους παντας τους λογους τουτους ειπεν τοις μαϑηταις αυτου 2 οιδατε οτι μετα δυο ημερας το πασχα γινεται και ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοται εις το σταυρωϑηναι 3 τοτε συνηχϑησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου καιαϕα 4 και συνεβουλευσαντο ινα τον ιησουν κρατησωσιν δολω και αποκτεινωσιν 5 ελεγον δε μη εν τη εορτη ινα μη ϑορυβος γενηται εν τω λαω 6 του δε ιησου γενομενου εν βηϑανια εν οικια σιμωνος του λεπρου 7 προσηλϑεν αυτω γυνη αλαβαστρον μυρου εχουσα βαρυτιμου και κατεχεεν επι την κεϕαλην αυτου ανακειμενου 8 ιδοντες δε οι μαϑηται αυτου ηγανακτησαν λεγοντες εις τι η απωλεια αυτη 9 ηδυνατο γαρ τουτο το μυρον πραϑηναι πολλου και δοϑηναι πτωχοις 10 γνους δε ο ιησους ειπεν αυτοις τι κοπους παρεχετε τη γυναικι εργον γαρ καλον ειργασατο εις εμε 11 παντοτε γαρ τους πτωχους εχετε μεϑ εαυτων εμε δε ου παντοτε εχετε 12 βαλουσα γαρ αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου προς το ενταϕιασαι με εποιησεν 13 αμην λεγω υμιν οπου εαν κηρυχϑη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω λαληϑησεται και ο εποιησεν αυτη εις μνημοσυνον αυτης 14 τοτε πορευϑεις εις των δωδεκα ο λεγομενος ιουδας ισκαριωτης προς τους αρχιερεις 15 ειπεν τι ϑελετε μοι δουναι καγω υμιν παραδωσω αυτον οι δε εστησαν αυτω τριακοντα αργυρια 16 και απο τοτε εζητει ευκαιριαν ινα αυτον παραδω 17 τη δε πρωτη των αζυμων προσηλϑον οι μαϑηται τω ιησου λεγοντες αυτω που ϑελεις ετοιμασωμεν σοι ϕαγειν το πασχα 18 ο δε ειπεν υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε αυτω ο διδασκαλος λεγει ο καιρος μου εγγυς εστιν προς σε ποιω το πασχα μετα των μαϑητων μου 19 και εποιησαν οι μαϑηται ως συνεταξεν αυτοις ο ιησους και ητοιμασαν το πασχα 20 οψιας δε γενομενης ανεκειτο μετα των δωδεκα 21 και εσϑιοντων αυτων ειπεν αμην λεγω υμιν οτι εις εξ υμων παραδωσει με 22 και λυπουμενοι σϕοδρα ηρξαντο λεγειν αυτω εκαστος αυτων μητι εγω ειμι κυριε 23 ο δε αποκριϑεις ειπεν ο εμβαψας μετ εμου εν τω τρυβλιω την χειρα ουτος με παραδωσει 24 ο μεν υιος του ανϑρωπου υπαγει καϑως γεγραπται περι αυτου ουαι δε τω ανϑρωπω εκεινω δι ου ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοται καλον ην αυτω ει ουκ εγεννηϑη ο ανϑρωπος εκεινος 25 αποκριϑεις δε ιουδας ο παραδιδους αυτον ειπεν μητι εγω ειμι ραββι λεγει αυτω συ ειπας 26 εσϑιοντων δε αυτων λαβων ο ιησους τον αρτον και ευλογησας εκλασεν και εδιδου τοις μαϑηταις και ειπεν λαβετε ϕαγετε τουτο εστιν το σωμα μου 27 και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας εδωκεν αυτοις λεγων πιετε εξ αυτου παντες 28 τουτο γαρ εστιν το αιμα μου το της καινης διαϑηκης το περι πολλων εκχυνομενον εις αϕεσιν αμαρτιων 29 λεγω δε υμιν οτι ου μη πιω απ αρτι εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης οταν αυτο πινω μεϑ υμων καινον εν τη βασιλεια του πατρος μου 30 και υμνησαντες εξηλϑον εις το ορος των ελαιων 31 τοτε λεγει αυτοις ο ιησους παντες υμεις σκανδαλισϑησεσϑε εν εμοι εν τη νυκτι ταυτη γεγραπται γαρ παταξω τον ποιμενα και διασκορπισϑησεται τα προβατα της ποιμνης 32 μετα δε το εγερϑηναι με προαξω υμας εις την γαλιλαιαν 33 αποκριϑεις δε ο πετρος ειπεν αυτω ει και παντες σκανδαλισϑησονται εν σοι εγω ουδεποτε σκανδαλισϑησομαι 34 εϕη αυτω ο ιησους αμην λεγω σοι οτι εν ταυτη τη νυκτι πριν αλεκτορα ϕωνησαι τρις απαρνηση με 35 λεγει αυτω ο πετρος καν δεη με συν σοι αποϑανειν ου μη σε απαρνησομαι ομοιως και παντες οι μαϑηται ειπον 36 τοτε ερχεται μετ αυτων ο ιησους εις χωριον λεγομενον γεϑσημανη και λεγει τοις μαϑηταις καϑισατε αυτου εως ου απελϑων προσευξωμαι εκει 37 και παραλαβων τον πετρον και τους δυο υιους ζεβεδαιου ηρξατο λυπεισϑαι και αδημονειν 38 τοτε λεγει αυτοις περιλυπος εστιν η ψυχη μου εως ϑανατου μεινατε ωδε και γρηγορειτε μετ εμου 39 και προελϑων μικρον επεσεν επι προσωπον αυτου προσευχομενος και λεγων πατερ μου ει δυνατον εστιν παρελϑετω απ εμου το ποτηριον τουτο πλην ουχ ως εγω ϑελω αλλ ως συ 40 και ερχεται προς τους μαϑητας και ευρισκει αυτους καϑευδοντας και λεγει τω πετρω ουτως ουκ ισχυσατε μιαν ωραν γρηγορησαι μετ εμου 41 γρηγορειτε και προσευχεσϑε ινα μη εισελϑητε εις πειρασμον το μεν πνευμα προϑυμον η δε σαρξ ασϑενης 42 παλιν εκ δευτερου απελϑων προσηυξατο λεγων πατερ μου ει ου δυναται τουτο το ποτηριον παρελϑειν απ εμου εαν μη αυτο πιω γενηϑητω το ϑελημα σου 43 και ελϑων ευρισκει αυτους παλιν καϑευδοντας ησαν γαρ αυτων οι οϕϑαλμοι βεβαρημενοι 44 και αϕεις αυτους απελϑων παλιν προσηυξατο εκ τριτου τον αυτον λογον ειπων 45 τοτε ερχεται προς τους μαϑητας αυτου και λεγει αυτοις καϑευδετε το λοιπον και αναπαυεσϑε ιδου ηγγικεν η ωρα και ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοται εις χειρας αμαρτωλων 46 εγειρεσϑε αγωμεν ιδου ηγγικεν ο παραδιδους με 47 και ετι αυτου λαλουντος ιδου ιουδας εις των δωδεκα ηλϑεν και μετ αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων απο των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου 48 ο δε παραδιδους αυτον εδωκεν αυτοις σημειον λεγων ον αν ϕιλησω αυτος εστιν κρατησατε αυτον 49 και ευϑεως προσελϑων τω ιησου ειπεν χαιρε ραββι και κατεϕιλησεν αυτον 50 ο δε ιησους ειπεν αυτω εταιρε εϕ ω παρει τοτε προσελϑοντες επεβαλον τας χειρας επι τον ιησουν και εκρατησαν αυτον 51 και ιδου εις των μετα ιησου εκτεινας την χειρα απεσπασεν την μαχαιραν αυτου και παταξας τον δουλον του αρχιερεως αϕειλεν αυτου το ωτιον 52 τοτε λεγει αυτω ο ιησους αποστρεψον σου την μαχαιραν εις τον τοπον αυτης παντες γαρ οι λαβοντες μαχαιραν εν μαχαιρα απολουνται 53 η δοκεις οτι ου δυναμαι αρτι παρακαλεσαι τον πατερα μου και παραστησει μοι πλειους η δωδεκα λεγεωνας αγγελων 54 πως ουν πληρωϑωσιν αι γραϕαι οτι ουτως δει γενεσϑαι 55 εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο ιησους τοις οχλοις ως επι ληστην εξηλϑετε μετα μαχαιρων και ξυλων συλλαβειν με καϑ ημεραν προς υμας εκαϑεζομην διδασκων εν τω ιερω και ουκ εκρατησατε με 56 τουτο δε ολον γεγονεν ινα πληρωϑωσιν αι γραϕαι των προϕητων τοτε οι μαϑηται παντες αϕεντες αυτον εϕυγον 57 οι δε κρατησαντες τον ιησουν απηγαγον προς καιαϕαν τον αρχιερεα οπου οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι συνηχϑησαν 58 ο δε πετρος ηκολουϑει αυτω απο μακροϑεν εως της αυλης του αρχιερεως και εισελϑων εσω εκαϑητο μετα των υπηρετων ιδειν το τελος 59 οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του ιησου οπως αυτον ϑανατωσωσιν 60 και ουχ ευρον και πολλων ψευδομαρτυρων προσελϑοντων ουχ ευρον 61 υστερον δε προσελϑοντες δυο ψευδομαρτυρες ειπον ουτος εϕη δυναμαι καταλυσαι τον ναον του ϑεου και δια τριων ημερων οικοδομησαι αυτον 62 και αναστας ο αρχιερευς ειπεν αυτω ουδεν αποκρινη τι ουτοι σου καταμαρτυρουσιν 63 ο δε ιησους εσιωπα και αποκριϑεις ο αρχιερευς ειπεν αυτω εξορκιζω σε κατα του ϑεου του ζωντος ινα ημιν ειπης ει συ ει ο χριστος ο υιος του ϑεου 64 λεγει αυτω ο ιησους συ ειπας πλην λεγω υμιν απ αρτι οψεσϑε τον υιον του ανϑρωπου καϑημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεϕελων του ουρανου 65 τοτε ο αρχιερευς διερρηξεν τα ιματια αυτου λεγων οτι εβλασϕημησεν τι ετι χρειαν εχομεν μαρτυρων ιδε νυν ηκουσατε την βλασϕημιαν αυτου 66 τι υμιν δοκει οι δε αποκριϑεντες ειπον ενοχος ϑανατου εστιν 67 τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εκολαϕισαν αυτον οι δε ερραπισαν 68 λεγοντες προϕητευσον ημιν χριστε τις εστιν ο παισας σε 69 ο δε πετρος εξω εκαϑητο εν τη αυλη και προσηλϑεν αυτω μια παιδισκη λεγουσα και συ ησϑα μετα ιησου του γαλιλαιου 70 ο δε ηρνησατο εμπροσϑεν παντων λεγων ουκ οιδα τι λεγεις 71 εξελϑοντα δε αυτον εις τον πυλωνα ειδεν αυτον αλλη και λεγει τοις εκει και ουτος ην μετα ιησου του ναζωραιου 72 και παλιν ηρνησατο μεϑ ορκου οτι ουκ οιδα τον ανϑρωπον 73 μετα μικρον δε προσελϑοντες οι εστωτες ειπον τω πετρω αληϑως και συ εξ αυτων ει και γαρ η λαλια σου δηλον σε ποιει 74 τοτε ηρξατο καταναϑεματιζειν και ομνυειν οτι ουκ οιδα τον ανϑρωπον και ευϑεως αλεκτωρ εϕωνησεν 75 και εμνησϑη ο πετρος του ρηματος του ιησου ειρηκοτος αυτω οτι πριν αλεκτορα ϕωνησαι τρις απαρνηση με και εξελϑων εξω εκλαυσεν πικρως
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 28
1 πρωιας δε γενομενης συμβουλιον ελαβον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι του λαου κατα του ιησου ωστε ϑανατωσαι αυτον 2 και δησαντες αυτον απηγαγον και παρεδωκαν αυτον ποντιω πιλατω τω ηγεμονι 3 τοτε ιδων ιουδας ο παραδιδους αυτον οτι κατεκριϑη μεταμεληϑεις απεστρεψεν τα τριακοντα αργυρια τοις αρχιερευσιν και τοις πρεσβυτεροις 4 λεγων ημαρτον παραδους αιμα αϑωον οι δε ειπον τι προς ημας συ οψει 5 και ριψας τα αργυρια εν τω ναω ανεχωρησεν και απελϑων απηγξατο 6 οι δε αρχιερεις λαβοντες τα αργυρια ειπον ουκ εξεστιν βαλειν αυτα εις τον κορβαναν επει τιμη αιματος εστιν 7 συμβουλιον δε λαβοντες ηγορασαν εξ αυτων τον αγρον του κεραμεως εις ταϕην τοις ξενοις 8 διο εκληϑη ο αγρος εκεινος αγρος αιματος εως της σημερον 9 τοτε επληρωϑη το ρηϑεν δια ιερεμιου του προϕητου λεγοντος και ελαβον τα τριακοντα αργυρια την τιμην του τετιμημενου ον ετιμησαντο απο υιων ισραηλ 10 και εδωκαν αυτα εις τον αγρον του κεραμεως καϑα συνεταξεν μοι κυριος 11 ο δε ιησους εστη εμπροσϑεν του ηγεμονος και επηρωτησεν αυτον ο ηγεμων λεγων συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων ο δε ιησους εϕη αυτω συ λεγεις 12 και εν τω κατηγορεισϑαι αυτον υπο των αρχιερεων και των πρεσβυτερων ουδεν απεκρινατο 13 τοτε λεγει αυτω ο πιλατος ουκ ακουεις ποσα σου καταμαρτυρουσιν 14 και ουκ απεκριϑη αυτω προς ουδε εν ρημα ωστε ϑαυμαζειν τον ηγεμονα λιαν 15 κατα δε εορτην ειωϑει ο ηγεμων απολυειν ενα τω οχλω δεσμιον ον ηϑελον 16 ειχον δε τοτε δεσμιον επισημον λεγομενον βαραββαν 17 συνηγμενων ουν αυτων ειπεν αυτοις ο πιλατος τινα ϑελετε απολυσω υμιν βαραββαν η ιησουν τον λεγομενον χριστον 18 ηδει γαρ οτι δια ϕϑονον παρεδωκαν αυτον 19 καϑημενου δε αυτου επι του βηματος απεστειλεν προς αυτον η γυνη αυτου λεγουσα μηδεν σοι και τω δικαιω εκεινω πολλα γαρ επαϑον σημερον κατ οναρ δι αυτον 20 οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι επεισαν τους οχλους ινα αιτησωνται τον βαραββαν τον δε ιησουν απολεσωσιν 21 αποκριϑεις δε ο ηγεμων ειπεν αυτοις τινα ϑελετε απο των δυο απολυσω υμιν οι δε ειπον βαραββαν 22 λεγει αυτοις ο πιλατος τι ουν ποιησω ιησουν τον λεγομενον χριστον λεγουσιν αυτω παντες σταυρωϑητω 23 ο δε ηγεμων εϕη τι γαρ κακον εποιησεν οι δε περισσως εκραζον λεγοντες σταυρωϑητω 24 ιδων δε ο πιλατος οτι ουδεν ωϕελει αλλα μαλλον ϑορυβος γινεται λαβων υδωρ απενιψατο τας χειρας απεναντι του οχλου λεγων αϑωος ειμι απο του αιματος του δικαιου τουτου υμεις οψεσϑε 25 και αποκριϑεις πας ο λαος ειπεν το αιμα αυτου εϕ ημας και επι τα τεκνα ημων 26 τοτε απελυσεν αυτοις τον βαραββαν τον δε ιησουν ϕραγελλωσας παρεδωκεν ινα σταυρωϑη 27 τοτε οι στρατιωται του ηγεμονος παραλαβοντες τον ιησουν εις το πραιτωριον συνηγαγον επ αυτον ολην την σπειραν 28 και εκδυσαντες αυτον περιεϑηκαν αυτω χλαμυδα κοκκινην 29 και πλεξαντες στεϕανον εξ ακανϑων επεϑηκαν επι την κεϕαλην αυτου και καλαμον επι την δεξιαν αυτου και γονυπετησαντες εμπροσϑεν αυτου ενεπαιζον αυτω λεγοντες χαιρε ο βασιλευς των ιουδαιων 30 και εμπτυσαντες εις αυτον ελαβον τον καλαμον και ετυπτον εις την κεϕαλην αυτου 31 και οτε ενεπαιξαν αυτω εξεδυσαν αυτον την χλαμυδα και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου και απηγαγον αυτον εις το σταυρωσαι 32 εξερχομενοι δε ευρον ανϑρωπον κυρηναιον ονοματι σιμωνα τουτον ηγγαρευσαν ινα αρη τον σταυρον αυτου 33 και ελϑοντες εις τοπον λεγομενον γολγοϑα ος εστιν λεγομενος κρανιου τοπος 34 εδωκαν αυτω πιειν οξος μετα χολης μεμιγμενον και γευσαμενος ουκ ηϑελεν πιειν 35 σταυρωσαντες δε αυτον διεμερισαντο τα ιματια αυτου βαλλοντες κληρον ινα πληρωϑη το ρηϑεν υπο του προϕητου διεμερισαντο τα ιματια μου εαυτοις και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον 36 και καϑημενοι ετηρουν αυτον εκει 37 και επεϑηκαν επανω της κεϕαλης αυτου την αιτιαν αυτου γεγραμμενην ουτος εστιν ιησους ο βασιλευς των ιουδαιων 38 τοτε σταυρουνται συν αυτω δυο λησται εις εκ δεξιων και εις εξ ευωνυμων 39 οι δε παραπορευομενοι εβλασϕημουν αυτον κινουντες τας κεϕαλας αυτων 40 και λεγοντες ο καταλυων τον ναον και εν τρισιν ημεραις οικοδομων σωσον σεαυτον ει υιος ει του ϑεου καταβηϑι απο του σταυρου 41 ομοιως δε και οι αρχιερεις εμπαιζοντες μετα των γραμματεων και πρεσβυτερων ελεγον 42 αλλους εσωσεν εαυτον ου δυναται σωσαι ει βασιλευς ισραηλ εστιν καταβατω νυν απο του σταυρου και πιστευσομεν αυτω 43 πεποιϑεν επι τον ϑεον ρυσασϑω νυν αυτον ει ϑελει αυτον ειπεν γαρ οτι ϑεου ειμι υιος 44 το δ αυτο και οι λησται οι συσταυρωϑεντες αυτω ωνειδιζον αυτω 45 απο δε εκτης ωρας σκοτος εγενετο επι πασαν την γην εως ωρας εννατης 46 περι δε την εννατην ωραν ανεβοησεν ο ιησους ϕωνη μεγαλη λεγων ηλι ηλι λαμα σαβαχϑανι τουτ εστιν ϑεε μου ϑεε μου ινατι με εγκατελιπες 47 τινες δε των εκει εστωτων ακουσαντες ελεγον οτι ηλιαν ϕωνει ουτος 48 και ευϑεως δραμων εις εξ αυτων και λαβων σπογγον πλησας τε οξους και περιϑεις καλαμω εποτιζεν αυτον 49 οι δε λοιποι ελεγον αϕες ιδωμεν ει ερχεται ηλιας σωσων αυτον 50 ο δε ιησους παλιν κραξας ϕωνη μεγαλη αϕηκεν το πνευμα 51 και ιδου το καταπετασμα του ναου εσχισϑη εις δυο απο ανωϑεν εως κατω και η γη εσεισϑη και αι πετραι εσχισϑησαν 52 και τα μνημεια ανεωχϑησαν και πολλα σωματα των κεκοιμημενων αγιων ηγερϑη 53 και εξελϑοντες εκ των μνημειων μετα την εγερσιν αυτου εισηλϑον εις την αγιαν πολιν και ενεϕανισϑησαν πολλοις 54 ο δε εκατονταρχος και οι μετ αυτου τηρουντες τον ιησουν ιδοντες τον σεισμον και τα γενομενα εϕοβηϑησαν σϕοδρα λεγοντες αληϑως ϑεου υιος ην ουτος 55 ησαν δε εκει γυναικες πολλαι απο μακροϑεν ϑεωρουσαι αιτινες ηκολουϑησαν τω ιησου απο της γαλιλαιας διακονουσαι αυτω 56 εν αις ην μαρια η μαγδαληνη και μαρια η του ιακωβου και ιωση μητηρ και η μητηρ των υιων ζεβεδαιου 57 οψιας δε γενομενης ηλϑεν ανϑρωπος πλουσιος απο αριμαϑαιας τουνομα ιωσηϕ ος και αυτος εμαϑητευσεν τω ιησου 58 ουτος προσελϑων τω πιλατω ητησατο το σωμα του ιησου τοτε ο πιλατος εκελευσεν αποδοϑηναι το σωμα 59 και λαβων το σωμα ο ιωσηϕ ενετυλιξεν αυτο σινδονι καϑαρα 60 και εϑηκεν αυτο εν τω καινω αυτου μνημειω ο ελατομησεν εν τη πετρα και προσκυλισας λιϑον μεγαν τη ϑυρα του μνημειου απηλϑεν 61 ην δε εκει μαρια η μαγδαληνη και η αλλη μαρια καϑημεναι απεναντι του ταϕου 62 τη δε επαυριον ητις εστιν μετα την παρασκευην συνηχϑησαν οι αρχιερεις και οι ϕαρισαιοι προς πιλατον 63 λεγοντες κυριε εμνησϑημεν οτι εκεινος ο πλανος ειπεν ετι ζων μετα τρεις ημερας εγειρομαι 64 κελευσον ουν ασϕαλισϑηναι τον ταϕον εως της τριτης ημερας μηποτε ελϑοντες οι μαϑηται αυτου νυκτος κλεψωσιν αυτον και ειπωσιν τω λαω ηγερϑη απο των νεκρων και εσται η εσχατη πλανη χειρων της πρωτης 65 εϕη δε αυτοις ο πιλατος εχετε κουστωδιαν υπαγετε ασϕαλισασϑε ως οιδατε 66 οι δε πορευϑεντες ησϕαλισαντο τον ταϕον σϕραγισαντες τον λιϑον μετα της κουστωδιας
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Maθθaion caput 27
1 οψε δε σαββατων τη επιϕωσκουση εις μιαν σαββατων ηλϑεν μαρια η μαγδαληνη και η αλλη μαρια ϑεωρησαι τον ταϕον 2 και ιδου σεισμος εγενετο μεγας αγγελος γαρ κυριου καταβας εξ ουρανου προσελϑων απεκυλισεν τον λιϑον απο της ϑυρας και εκαϑητο επανω αυτου 3 ην δε η ιδεα αυτου ως αστραπη και το ενδυμα αυτου λευκον ωσει χιων 4 απο δε του ϕοβου αυτου εσεισϑησαν οι τηρουντες και εγενοντο ωσει νεκροι 5 αποκριϑεις δε ο αγγελος ειπεν ταις γυναιξιν μη ϕοβεισϑε υμεις οιδα γαρ οτι ιησουν τον εσταυρωμενον ζητειτε 6 ουκ εστιν ωδε ηγερϑη γαρ καϑως ειπεν δευτε ιδετε τον τοπον οπου εκειτο ο κυριος 7 και ταχυ πορευϑεισαι ειπατε τοις μαϑηταις αυτου οτι ηγερϑη απο των νεκρων και ιδου προαγει υμας εις την γαλιλαιαν εκει αυτον οψεσϑε ιδου ειπον υμιν 8 και εξελϑουσαι ταχυ απο του μνημειου μετα ϕοβου και χαρας μεγαλης εδραμον απαγγειλαι τοις μαϑηταις αυτου 9 ως δε επορευοντο απαγγειλαι τοις μαϑηταις αυτου και ιδου ο ιησους απηντησεν αυταις λεγων χαιρετε αι δε προσελϑουσαι εκρατησαν αυτου τους ποδας και προσεκυνησαν αυτω 10 τοτε λεγει αυταις ο ιησους μη ϕοβεισϑε υπαγετε απαγγειλατε τοις αδελϕοις μου ινα απελϑωσιν εις την γαλιλαιαν κακει με οψονται 11 πορευομενων δε αυτων ιδου τινες της κουστωδιας ελϑοντες εις την πολιν απηγγειλαν τοις αρχιερευσιν απαντα τα γενομενα 12 και συναχϑεντες μετα των πρεσβυτερων συμβουλιον τε λαβοντες αργυρια ικανα εδωκαν τοις στρατιωταις 13 λεγοντες ειπατε οτι οι μαϑηται αυτου νυκτος ελϑοντες εκλεψαν αυτον ημων κοιμωμενων 14 και εαν ακουσϑη τουτο επι του ηγεμονος ημεις πεισομεν αυτον και υμας αμεριμνους ποιησομεν 15 οι δε λαβοντες τα αργυρια εποιησαν ως εδιδαχϑησαν και διεϕημισϑη ο λογος ουτος παρα ιουδαιοις μεχρι της σημερον 16 οι δε ενδεκα μαϑηται επορευϑησαν εις την γαλιλαιαν εις το ορος ου εταξατο αυτοις ο ιησους 17 και ιδοντες αυτον προσεκυνησαν αυτω οι δε εδιστασαν 18 και προσελϑων ο ιησους ελαλησεν αυτοις λεγων εδοϑη μοι πασα εξουσια εν ουρανω και επι γης 19 πορευϑεντες ουν μαϑητευσατε παντα τα εϑνη βαπτιζοντες αυτους εις το ονομα του πατρος και του υιου και του αγιου πνευματος 20 διδασκοντες αυτους τηρειν παντα οσα ενετειλαμην υμιν και ιδου εγω μεϑ υμων ειμι πασας τας ημερας εως της συντελειας του αιωνος αμην Εξπλιχιτ Εϖανγελιυμ σεχυνδυμ Ματτη⎛υμ
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 1
1 αρχη του ευαγγελιου ιησου χριστου υιου του ϑεου 2 ως γεγραπται εν τοις προϕηταις ιδου εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου ος κατασκευασει την οδον σου εμπροσϑεν σου 3 ϕωνη βοωντος εν τη ερημω ετοιμασατε την οδον κυριου ευϑειας ποιειτε τας τριβους αυτου 4 εγενετο ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυσσων βαπτισμα μετανοιας εις αϕεσιν αμαρτιων 5 και εξεπορευετο προς αυτον πασα η ιουδαια χωρα και οι ιεροσολυμιται και εβαπτιζοντο παντες εν τω ιορδανη ποταμω υπ αυτου εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων 6 ην δε ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και ζωνην δερματινην περι την οσϕυν αυτου και εσϑιων ακριδας και μελι αγριον 7 και εκηρυσσεν λεγων ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου ου ουκ ειμι ικανος κυψας λυσαι τον ιμαντα των υποδηματων αυτου 8 εγω μεν εβαπτισα υμας εν υδατι αυτος δε βαπτισει υμας εν πνευματι αγιω 9 και εγενετο εν εκειναις ταις ημεραις ηλϑεν ιησους απο ναζαρετ της γαλιλαιας και εβαπτισϑη υπο ιωαννου εις τον ιορδανην 10 και ευϑεως αναβαινων απο του υδατος ειδεν σχιζομενους τους ουρανους και το πνευμα ωσει περιστεραν καταβαινον επ αυτον 11 και ϕωνη εγενετο εκ των ουρανων συ ει ο υιος μου ο αγαπητος εν ω ευδοκησα 12 και ευϑυς το πνευμα αυτον εκβαλλει εις την ερημον 13 και ην εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του σατανα και ην μετα των ϑηριων και οι αγγελοι διηκονουν αυτω 14 μετα δε το παραδοϑηναι τον ιωαννην ηλϑεν ο ιησους εις την γαλιλαιαν κηρυσσων το ευαγγελιον της βασιλειας του ϑεου 15 και λεγων οτι πεπληρωται ο καιρος και ηγγικεν η βασιλεια του ϑεου μετανοειτε και πιστευετε εν τω ευαγγελιω 16 περιπατων δε παρα την ϑαλασσαν της γαλιλαιας ειδεν σιμωνα και ανδρεαν τον αδελϕον αυτου βαλλοντας αμϕιβληστρον εν τη ϑαλασση ησαν γαρ αλιεις 17 και ειπεν αυτοις ο ιησους δευτε οπισω μου και ποιησω υμας γενεσϑαι αλιεις ανϑρωπων 18 και ευϑεως αϕεντες τα δικτυα αυτων ηκολουϑησαν αυτω 19 και προβας εκειϑεν ολιγον ειδεν ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελϕον αυτου και αυτους εν τω πλοιω καταρτιζοντας τα δικτυα 20 και ευϑεως εκαλεσεν αυτους και αϕεντες τον πατερα αυτων ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισϑωτων απηλϑον οπισω αυτου 21 και εισπορευονται εις καπερναουμ και ευϑεως τοις σαββασιν εισελϑων εις την συναγωγην εδιδασκεν 22 και εξεπλησσοντο επι τη διδαχη αυτου ην γαρ διδασκων αυτους ως εξουσιαν εχων και ουχ ως οι γραμματεις 23 και ην εν τη συναγωγη αυτων ανϑρωπος εν πνευματι ακαϑαρτω και ανεκραξεν 24 λεγων εα τι ημιν και σοι ιησου ναζαρηνε ηλϑες απολεσαι ημας οιδα σε τις ει ο αγιος του ϑεου 25 και επετιμησεν αυτω ο ιησους λεγων ϕιμωϑητι και εξελϑε εξ αυτου 26 και σπαραξαν αυτον το πνευμα το ακαϑαρτον και κραξαν ϕωνη μεγαλη εξηλϑεν εξ αυτου 27 και εϑαμβηϑησαν παντες ωστε συζητειν προς αυτους λεγοντας τι εστιν τουτο τις η διδαχη η καινη αυτη οτι κατ εξουσιαν και τοις πνευμασιν τοις ακαϑαρτοις επιτασσει και υπακουουσιν αυτω 28 εξηλϑεν δε η ακοη αυτου ευϑυς εις ολην την περιχωρον της γαλιλαιας 29 και ευϑεως εκ της συναγωγης εξελϑοντες ηλϑον εις την οικιαν σιμωνος και ανδρεου μετα ιακωβου και ιωαννου 30 η δε πενϑερα σιμωνος κατεκειτο πυρεσσουσα και ευϑεως λεγουσιν αυτω περι αυτης 31 και προσελϑων ηγειρεν αυτην κρατησας της χειρος αυτης και αϕηκεν αυτην ο πυρετος ευϑεως και διηκονει αυτοις 32 οψιας δε γενομενης οτε εδυ ο ηλιος εϕερον προς αυτον παντας τους κακως εχοντας και τους δαιμονιζομενους 33 και η πολις ολη επισυνηγμενη ην προς την ϑυραν 34 και εϑεραπευσεν πολλους κακως εχοντας ποικιλαις νοσοις και δαιμονια πολλα εξεβαλεν και ουκ ηϕιεν λαλειν τα δαιμονια οτι ηδεισαν αυτον 35 και πρωι εννυχον λιαν αναστας εξηλϑεν και απηλϑεν εις ερημον τοπον κακει προσηυχετο 36 και κατεδιωξαν αυτον ο σιμων και οι μετ αυτου 37 και ευροντες αυτον λεγουσιν αυτω οτι παντες ζητουσιν σε 38 και λεγει αυτοις αγωμεν εις τας εχομενας κωμοπολεις ινα κακει κηρυξω εις τουτο γαρ εξεληλυϑα 39 και ην κηρυσσων εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την γαλιλαιαν και τα δαιμονια εκβαλλων 40 και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων αυτον και λεγων αυτω οτι εαν ϑελης δυνασαι με καϑαρισαι 41 ο δε ιησους σπλαγχνισϑεις εκτεινας την χειρα ηψατο αυτου και λεγει αυτω ϑελω καϑαρισϑητι 42 και ειποντος αυτου ευϑεως απηλϑεν απ αυτου η λεπρα και εκαϑαρισϑη 43 και εμβριμησαμενος αυτω ευϑεως εξεβαλεν αυτον 44 και λεγει αυτω ορα μηδενι μηδεν ειπης αλλ υπαγε σεαυτον δειξον τω ιερει και προσενεγκε περι του καϑαρισμου σου α προσεταξεν μωσης εις μαρτυριον αυτοις 45 ο δε εξελϑων ηρξατο κηρυσσειν πολλα και διαϕημιζειν τον λογον ωστε μηκετι αυτον δυνασϑαι ϕανερως εις πολιν εισελϑειν αλλ εξω εν ερημοις τοποις ην και ηρχοντο προς αυτον πανταχοϑεν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 2
1 και παλιν εισηλϑεν εις καπερναουμ δι ημερων και ηκουσϑη οτι εις οικον εστιν 2 και ευϑεως συνηχϑησαν πολλοι ωστε μηκετι χωρειν μηδε τα προς την ϑυραν και ελαλει αυτοις τον λογον 3 και ερχονται προς αυτον παραλυτικον ϕεροντες αιρομενον υπο τεσσαρων 4 και μη δυναμενοι προσεγγισαι αυτω δια τον οχλον απεστεγασαν την στεγην οπου ην και εξορυξαντες χαλωσιν τον κραββατον εϕ ω ο παραλυτικος κατεκειτο 5 ιδων δε ο ιησους την πιστιν αυτων λεγει τω παραλυτικω τεκνον αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι σου 6 ησαν δε τινες των γραμματεων εκει καϑημενοι και διαλογιζομενοι εν ταις καρδιαις αυτων 7 τι ουτος ουτως λαλει βλασϕημιας τις δυναται αϕιεναι αμαρτιας ει μη εις ο ϑεος 8 και ευϑεως επιγνους ο ιησους τω πνευματι αυτου οτι ουτως διαλογιζονται εν εαυτοις ειπεν αυτοις τι ταυτα διαλογιζεσϑε εν ταις καρδιαις υμων 9 τι εστιν ευκοπωτερον ειπειν τω παραλυτικω αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι η ειπειν εγειραι και αρον σου τον κραββατον και περιπατει 10 ινα δε ειδητε οτι εξουσιαν εχει ο υιος του ανϑρωπου αϕιεναι επι της γης αμαρτιας λεγει τω παραλυτικω 11 σοι λεγω εγειραι και αρον τον κραββατον σου και υπαγε εις τον οικον σου 12 και ηγερϑη ευϑεως και αρας τον κραββατον εξηλϑεν εναντιον παντων ωστε εξιστασϑαι παντας και δοξαζειν τον ϑεον λεγοντας οτι ουδεποτε ουτως ειδομεν 13 και εξηλϑεν παλιν παρα την ϑαλασσαν και πας ο οχλος ηρχετο προς αυτον και εδιδασκεν αυτους 14 και παραγων ειδεν λευιν τον του αλϕαιου καϑημενον επι το τελωνιον και λεγει αυτω ακολουϑει μοι και αναστας ηκολουϑησεν αυτω 15 και εγενετο εν τω κατακεισϑαι αυτον εν τη οικια αυτου και πολλοι τελωναι και αμαρτωλοι συνανεκειντο τω ιησου και τοις μαϑηταις αυτου ησαν γαρ πολλοι και ηκολουϑησαν αυτω 16 και οι γραμματεις και οι ϕαρισαιοι ιδοντες αυτον εσϑιοντα μετα των τελωνων και αμαρτωλων ελεγον τοις μαϑηταις αυτου τι οτι μετα των τελωνων και αμαρτωλων εσϑιει και πινει 17 και ακουσας ο ιησους λεγει αυτοις ου χρειαν εχουσιν οι ισχυοντες ιατρου αλλ οι κακως εχοντες ουκ ηλϑον καλεσαι δικαιους αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν 18 και ησαν οι μαϑηται ιωαννου και οι των ϕαρισαιων νηστευοντες και ερχονται και λεγουσιν αυτω διατι οι μαϑηται ιωαννου και οι των ϕαρισαιων νηστευουσιν οι δε σοι μαϑηται ου νηστευουσιν 19 και ειπεν αυτοις ο ιησους μη δυνανται οι υιοι του νυμϕωνος εν ω ο νυμϕιος μετ αυτων εστιν νηστευειν οσον χρονον μεϑ εαυτων εχουσιν τον νυμϕιον ου δυνανται νηστευειν 20 ελευσονται δε ημεραι οταν απαρϑη απ αυτων ο νυμϕιος και τοτε νηστευσουσιν εν εκειναις ταις ημεραις 21 και ουδεις επιβλημα ρακους αγναϕου επιρραπτει επι ιματιω παλαιω ει δε μη αιρει το πληρωμα αυτου το καινον του παλαιου και χειρον σχισμα γινεται 22 και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μη ρησσει ο οινος ο νεος τους ασκους και ο οινος εκχειται και οι ασκοι απολουνται αλλα οινον νεον εις ασκους καινους βλητεον 23 και εγενετο παραπορευεσϑαι αυτον εν τοις σαββασιν δια των σποριμων και ηρξαντο οι μαϑηται αυτου οδον ποιειν τιλλοντες τους σταχυας 24 και οι ϕαρισαιοι ελεγον αυτω ιδε τι ποιουσιν εν τοις σαββασιν ο ουκ εξεστιν 25 και αυτος ελεγεν αυτοις ουδεποτε ανεγνωτε τι εποιησεν δαβιδ οτε χρειαν εσχεν και επεινασεν αυτος και οι μετ αυτου 26 πως εισηλϑεν εις τον οικον του ϑεου επι αβιαϑαρ του αρχιερεως και τους αρτους της προϑεσεως εϕαγεν ους ουκ εξεστιν ϕαγειν ει μη τοις ιερευσιν και εδωκεν και τοις συν αυτω ουσιν 27 και ελεγεν αυτοις το σαββατον δια τον ανϑρωπον εγενετο ουχ ο ανϑρωπος δια το σαββατον 28 ωστε κυριος εστιν ο υιος του ανϑρωπου και του σαββατου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 3
1 και εισηλϑεν παλιν εις την συναγωγην και ην εκει ανϑρωπος εξηραμμενην εχων την χειρα 2 και παρετηρουν αυτον ει τοις σαββασιν ϑεραπευσει αυτον ινα κατηγορησωσιν αυτου 3 και λεγει τω ανϑρωπω τω εξηραμμενην εχοντι την χειρα εγειραι εις το μεσον 4 και λεγει αυτοις εξεστιν τοις σαββασιν αγαϑοποιησαι η κακοποιησαι ψυχην σωσαι η αποκτειναι οι δε εσιωπων 5 και περιβλεψαμενος αυτους μετ οργης συλλυπουμενος επι τη πωρωσει της καρδιας αυτων λεγει τω ανϑρωπω εκτεινον την χειρα σου και εξετεινεν και αποκατεσταϑη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη 6 και εξελϑοντες οι ϕαρισαιοι ευϑεως μετα των ηρωδιανων συμβουλιον εποιουν κατ αυτου οπως αυτον απολεσωσιν 7 και ο ιησους ανεχωρησεν μετα των μαϑητων αυτου προς την ϑαλασσαν και πολυ πληϑος απο της γαλιλαιας ηκολουϑησαν αυτω και απο της ιουδαιας 8 και απο ιεροσολυμων και απο της ιδουμαιας και περαν του ιορδανου και οι περι τυρον και σιδωνα πληϑος πολυ ακουσαντες οσα εποιει ηλϑον προς αυτον 9 και ειπεν τοις μαϑηταις αυτου ινα πλοιαριον προσκαρτερη αυτω δια τον οχλον ινα μη ϑλιβωσιν αυτον 10 πολλους γαρ εϑεραπευσεν ωστε επιπιπτειν αυτω ινα αυτου αψωνται οσοι ειχον μαστιγας 11 και τα πνευματα τα ακαϑαρτα οταν αυτον εϑεωρει προσεπιπτεν αυτω και εκραζεν λεγοντα οτι συ ει ο υιος του ϑεου 12 και πολλα επετιμα αυτοις ινα μη αυτον ϕανερον ποιησωσιν 13 και αναβαινει εις το ορος και προσκαλειται ους ηϑελεν αυτος και απηλϑον προς αυτον 14 και εποιησεν δωδεκα ινα ωσιν μετ αυτου και ινα αποστελλη αυτους κηρυσσειν 15 και εχειν εξουσιαν ϑεραπευειν τας νοσους και εκβαλλειν τα δαιμονια 16 και επεϑηκεν τω σιμωνι ονομα πετρον 17 και ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελϕον του ιακωβου και επεϑηκεν αυτοις ονοματα βοανεργες ο εστιν υιοι βροντης 18 και ανδρεαν και ϕιλιππον και βαρϑολομαιον και ματϑαιον και ϑωμαν και ιακωβον τον του αλϕαιου και ϑαδδαιον και σιμωνα τον κανανιτην 19 και ιουδαν ισκαριωτην ος και παρεδωκεν αυτον και ερχονται εις οικον 20 και συνερχεται παλιν οχλος ωστε μη δυνασϑαι αυτους μητε αρτον ϕαγειν 21 και ακουσαντες οι παρ αυτου εξηλϑον κρατησαι αυτον ελεγον γαρ οτι εξεστη 22 και οι γραμματεις οι απο ιεροσολυμων καταβαντες ελεγον οτι βεελζεβουλ εχει και οτι εν τω αρχοντι των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια 23 και προσκαλεσαμενος αυτους εν παραβολαις ελεγεν αυτοις πως δυναται σατανας σαταναν εκβαλλειν 24 και εαν βασιλεια εϕ εαυτην μερισϑη ου δυναται σταϑηναι η βασιλεια εκεινη 25 και εαν οικια εϕ εαυτην μερισϑη ου δυναται σταϑηναι η οικια εκεινη 26 και ει ο σατανας ανεστη εϕ εαυτον και μεμερισται ου δυναται σταϑηναι αλλα τελος εχει 27 ου δυναται ουδεις τα σκευη του ισχυρου εισελϑων εις την οικιαν αυτου διαρπασαι εαν μη πρωτον τον ισχυρον δηση και τοτε την οικιαν αυτου διαρπασει 28 αμην λεγω υμιν οτι παντα αϕεϑησεται τα αμαρτηματα τοις υιοις των ανϑρωπων και βλασϕημιαι οσας αν βλασϕημησωσιν 29 ος δ αν βλασϕημηση εις το πνευμα το αγιον ουκ εχει αϕεσιν εις τον αιωνα αλλ ενοχος εστιν αιωνιου κρισεως 30 οτι ελεγον πνευμα ακαϑαρτον εχει 31 ερχονται ουν οι αδελϕοι και η μητηρ αυτου και εξω εστωτες απεστειλαν προς αυτον ϕωνουντες αυτον 32 και εκαϑητο οχλος περι αυτον ειπον δε αυτω ιδου η μητηρ σου και οι αδελϕοι σου εξω ζητουσιν σε 33 και απεκριϑη αυτοις λεγων τις εστιν η μητηρ μου η οι αδελϕοι μου 34 και περιβλεψαμενος κυκλω τους περι αυτον καϑημενους λεγει ιδε η μητηρ μου και οι αδελϕοι μου 35 ος γαρ αν ποιηση το ϑελημα του ϑεου ουτος αδελϕος μου και αδελϕη μου και μητηρ εστιν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 4
1 και παλιν ηρξατο διδασκειν παρα την ϑαλασσαν και συνηχϑη προς αυτον οχλος πολυς ωστε αυτον εμβαντα εις το πλοιον καϑησϑαι εν τη ϑαλασση και πας ο οχλος προς την ϑαλασσαν επι της γης ην 2 και εδιδασκεν αυτους εν παραβολαις πολλα και ελεγεν αυτοις εν τη διδαχη αυτου 3 ακουετε ιδου εξηλϑεν ο σπειρων του σπειραι 4 και εγενετο εν τω σπειρειν ο μεν επεσεν παρα την οδον και ηλϑεν τα πετεινα του ουρανου και κατεϕαγεν αυτο 5 αλλο δε επεσεν επι το πετρωδες οπου ουκ ειχεν γην πολλην και ευϑεως εξανετειλεν δια το μη εχειν βαϑος γης 6 ηλιου δε ανατειλαντος εκαυματισϑη και δια το μη εχειν ριζαν εξηρανϑη 7 και αλλο επεσεν εις τας ακανϑας και ανεβησαν αι ακανϑαι και συνεπνιξαν αυτο και καρπον ουκ εδωκεν 8 και αλλο επεσεν εις την γην την καλην και εδιδου καρπον αναβαινοντα και αυξανοντα και εϕερεν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον 9 και ελεγεν αυτοις ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 10 οτε δε εγενετο καταμονας ηρωτησαν αυτον οι περι αυτον συν τοις δωδεκα την παραβολην 11 και ελεγεν αυτοις υμιν δεδοται γνωναι το μυστηριον της βασιλειας του ϑεου εκεινοις δε τοις εξω εν παραβολαις τα παντα γινεται 12 ινα βλεποντες βλεπωσιν και μη ιδωσιν και ακουοντες ακουωσιν και μη συνιωσιν μηποτε επιστρεψωσιν και αϕεϑη αυτοις τα αμαρτηματα 13 και λεγει αυτοις ουκ οιδατε την παραβολην ταυτην και πως πασας τας παραβολας γνωσεσϑε 14 ο σπειρων τον λογον σπειρει 15 ουτοι δε εισιν οι παρα την οδον οπου σπειρεται ο λογος και οταν ακουσωσιν ευϑεως ερχεται ο σατανας και αιρει τον λογον τον εσπαρμενον εν ταις καρδιαις αυτων 16 και ουτοι εισιν ομοιως οι επι τα πετρωδη σπειρομενοι οι οταν ακουσωσιν τον λογον ευϑεως μετα χαρας λαμβανουσιν αυτον 17 και ουκ εχουσιν ριζαν εν εαυτοις αλλα προσκαιροι εισιν ειτα γενομενης ϑλιψεως η διωγμου δια τον λογον ευϑεως σκανδαλιζονται 18 και ουτοι εισιν οι εις τας ακανϑας σπειρομενοι ουτοι εισιν οι τον λογον ακουοντες 19 και αι μεριμναι του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου και αι περι τα λοιπα επιϑυμιαι εισπορευομεναι συμπνιγουσιν τον λογον και ακαρπος γινεται 20 και ουτοι εισιν οι επι την γην την καλην σπαρεντες οιτινες ακουουσιν τον λογον και παραδεχονται και καρποϕορουσιν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον 21 και ελεγεν αυτοις μητι ο λυχνος ερχεται ινα υπο τον μοδιον τεϑη η υπο την κλινην ουχ ινα επι την λυχνιαν επιτεϑη 22 ου γαρ εστιν τι κρυπτον ο εαν μη ϕανερωϑη ουδε εγενετο αποκρυϕον αλλ ινα εις ϕανερον ελϑη 23 ει τις εχει ωτα ακουειν ακουετω 24 και ελεγεν αυτοις βλεπετε τι ακουετε εν ω μετρω μετρειτε μετρηϑησεται υμιν και προστεϑησεται υμιν τοις ακουουσιν 25 ος γαρ αν εχη δοϑησεται αυτω και ος ουκ εχει και ο εχει αρϑησεται απ αυτου 26 και ελεγεν ουτως εστιν η βασιλεια του ϑεου ως εαν ανϑρωπος βαλη τον σπορον επι της γης 27 και καϑευδη και εγειρηται νυκτα και ημεραν και ο σπορος βλαστανη και μηκυνηται ως ουκ οιδεν αυτος 28 αυτοματη γαρ η γη καρποϕορει πρωτον χορτον ειτα σταχυν ειτα πληρη σιτον εν τω σταχυι 29 οταν δε παραδω ο καρπος ευϑεως αποστελλει το δρεπανον οτι παρεστηκεν ο ϑερισμος 30 και ελεγεν τινι ομοιωσωμεν την βασιλειαν του ϑεου η εν ποια παραβολη παραβαλωμεν αυτην 31 ως κοκκω σιναπεως ος οταν σπαρη επι της γης μικροτερος παντων των σπερματων εστιν των επι της γης 32 και οταν σπαρη αναβαινει και γινεται παντων των λαχανων μειζων και ποιει κλαδους μεγαλους ωστε δυνασϑαι υπο την σκιαν αυτου τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουν 33 και τοιαυταις παραβολαις πολλαις ελαλει αυτοις τον λογον καϑως ηδυναντο ακουειν 34 χωρις δε παραβολης ουκ ελαλει αυτοις κατ ιδιαν δε τοις μαϑηταις αυτου επελυεν παντα 35 και λεγει αυτοις εν εκεινη τη ημερα οψιας γενομενης διελϑωμεν εις το περαν 36 και αϕεντες τον οχλον παραλαμβανουσιν αυτον ως ην εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ην μετ αυτου 37 και γινεται λαιλαψ ανεμου μεγαλη τα δε κυματα επεβαλλεν εις το πλοιον ωστε αυτο ηδη γεμιζεσϑαι 38 και ην αυτος επι τη πρυμνη επι το προσκεϕαλαιον καϑευδων και διεγειρουσιν αυτον και λεγουσιν αυτω διδασκαλε ου μελει σοι οτι απολλυμεϑα 39 και διεγερϑεις επετιμησεν τω ανεμω και ειπεν τη ϑαλασση σιωπα πεϕιμωσο και εκοπασεν ο ανεμος και εγενετο γαληνη μεγαλη 40 και ειπεν αυτοις τι δειλοι εστε ουτως πως ουκ εχετε πιστιν 41 και εϕοβηϑησαν ϕοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους τις αρα ουτος εστιν οτι και ο ανεμος και η ϑαλασσα υπακουουσιν αυτω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 5
1 και ηλϑον εις το περαν της ϑαλασσης εις την χωραν των γαδαρηνων 2 και εξελϑοντι αυτω εκ του πλοιου ευϑεως απηντησεν αυτω εκ των μνημειων ανϑρωπος εν πνευματι ακαϑαρτω 3 ος την κατοικησιν ειχεν εν τοις μνημειοις και ουτε αλυσεσιν ουδεις ηδυνατο αυτον δησαι 4 δια το αυτον πολλακις πεδαις και αλυσεσιν δεδεσϑαι και διεσπασϑαι υπ αυτου τας αλυσεις και τας πεδας συντετριϕϑαι και ουδεις αυτον ισχυεν δαμασαι 5 και διαπαντος νυκτος και ημερας εν τοις ορεσιν και εν τοις μνημασιν ην κραζων και κατακοπτων εαυτον λιϑοις 6 ιδων δε τον ιησουν απο μακροϑεν εδραμεν και προσεκυνησεν αυτω 7 και κραξας ϕωνη μεγαλη ειπεν τι εμοι και σοι ιησου υιε του ϑεου του υψιστου ορκιζω σε τον ϑεον μη με βασανισης 8 ελεγεν γαρ αυτω εξελϑε το πνευμα το ακαϑαρτον εκ του ανϑρωπου 9 και επηρωτα αυτον τι σοι ονομα και απεκριϑη λεγων λεγεων ονομα μοι οτι πολλοι εσμεν 10 και παρεκαλει αυτον πολλα ινα μη αυτους αποστειλη εξω της χωρας 11 ην δε εκει προς τα ορη αγελη χοιρων μεγαλη βοσκομενη 12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες λεγοντες πεμψον ημας εις τους χοιρους ινα εις αυτους εισελϑωμεν 13 και επετρεψεν αυτοις ευϑεως ο ιησους και εξελϑοντα τα πνευματα τα ακαϑαρτα εισηλϑον εις τους χοιρους και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την ϑαλασσαν ησαν δε ως δισχιλιοι και επνιγοντο εν τη ϑαλασση 14 οι δε βοσκοντες τους χοιρους εϕυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους και εξηλϑον ιδειν τι εστιν το γεγονος 15 και ερχονται προς τον ιησουν και ϑεωρουσιν τον δαιμονιζομενον καϑημενον και ιματισμενον και σωϕρονουντα τον εσχηκοτα τον λεγεωνα και εϕοβηϑησαν 16 και διηγησαντο αυτοις οι ιδοντες πως εγενετο τω δαιμονιζομενω και περι των χοιρων 17 και ηρξαντο παρακαλειν αυτον απελϑειν απο των οριων αυτων 18 και εμβαντος αυτου εις το πλοιον παρεκαλει αυτον ο δαιμονισϑεις ινα η μετ αυτου 19 ο δε ιησους ουκ αϕηκεν αυτον αλλα λεγει αυτω υπαγε εις τον οικον σου προς τους σους και αναγγειλον αυτοις οσα σοι ο κυριος εποιησεν και ηλεησεν σε 20 και απηλϑεν και ηρξατο κηρυσσειν εν τη δεκαπολει οσα εποιησεν αυτω ο ιησους και παντες εϑαυμαζον 21 και διαπερασαντος του ιησου εν τω πλοιω παλιν εις το περαν συνηχϑη οχλος πολυς επ αυτον και ην παρα την ϑαλασσαν 22 και ιδου ερχεται εις των αρχισυναγωγων ονοματι ιαειρος και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου 23 και παρεκαλει αυτον πολλα λεγων οτι το ϑυγατριον μου εσχατως εχει ινα ελϑων επιϑης αυτη τας χειρας οπως σωϑη και ζησεται 24 και απηλϑεν μετ αυτου και ηκολουϑει αυτω οχλος πολυς και συνεϑλιβον αυτον 25 και γυνη τις ουσα εν ρυσει αιματος ετη δωδεκα 26 και πολλα παϑουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα τα παρ εαυτης παντα και μηδεν ωϕεληϑεισα αλλα μαλλον εις το χειρον ελϑουσα 27 ακουσασα περι του ιησου ελϑουσα εν τω οχλω οπισϑεν ηψατο του ιματιου αυτου 28 ελεγεν γαρ οτι καν των ιματιων αυτου αψωμαι σωϑησομαι 29 και ευϑεως εξηρανϑη η πηγη του αιματος αυτης και εγνω τω σωματι οτι ιαται απο της μαστιγος 30 και ευϑεως ο ιησους επιγνους εν εαυτω την εξ αυτου δυναμιν εξελϑουσαν επιστραϕεις εν τω οχλω ελεγεν τις μου ηψατο των ιματιων 31 και ελεγον αυτω οι μαϑηται αυτου βλεπεις τον οχλον συνϑλιβοντα σε και λεγεις τις μου ηψατο 32 και περιεβλεπετο ιδειν την τουτο ποιησασαν 33 η δε γυνη ϕοβηϑεισα και τρεμουσα ειδυια ο γεγονεν επ αυτη ηλϑεν και προσεπεσεν αυτω και ειπεν αυτω πασαν την αληϑειαν 34 ο δε ειπεν αυτη ϑυγατερ η πιστις σου σεσωκεν σε υπαγε εις ειρηνην και ισϑι υγιης απο της μαστιγος σου 35 ετι αυτου λαλουντος ερχονται απο του αρχισυναγωγου λεγοντες οτι η ϑυγατηρ σου απεϑανεν τι ετι σκυλλεις τον διδασκαλον 36 ο δε ιησους ευϑεως ακουσας τον λογον λαλουμενον λεγει τω αρχισυναγωγω μη ϕοβου μονον πιστευε 37 και ουκ αϕηκεν ουδενα αυτω συνακολουϑησαι ει μη πετρον και ιακωβον και ιωαννην τον αδελϕον ιακωβου 38 και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και ϑεωρει ϑορυβον κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα 39 και εισελϑων λεγει αυτοις τι ϑορυβεισϑε και κλαιετε το παιδιον ουκ απεϑανεν αλλα καϑευδει 40 και κατεγελων αυτου ο δε εκβαλων απαντας παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μετ αυτου και εισπορευεται οπου ην το παιδιον ανακειμενον 41 και κρατησας της χειρος του παιδιου λεγει αυτη ταλιϑα κουμι ο εστιν μεϑερμηνευομενον το κορασιον σοι λεγω εγειραι 42 και ευϑεως ανεστη το κορασιον και περιεπατει ην γαρ ετων δωδεκα και εξεστησαν εκστασει μεγαλη 43 και διεστειλατο αυτοις πολλα ινα μηδεις γνω τουτο και ειπεν δοϑηναι αυτη ϕαγειν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 6
1 και εξηλϑεν εκειϑεν και ηλϑεν εις την πατριδα αυτου και ακολουϑουσιν αυτω οι μαϑηται αυτου 2 και γενομενου σαββατου ηρξατο εν τη συναγωγη διδασκειν και πολλοι ακουοντες εξεπλησσοντο λεγοντες ποϑεν τουτω ταυτα και τις η σοϕια η δοϑεισα αυτω οτι και δυναμεις τοιαυται δια των χειρων αυτου γινονται 3 ουκ ουτος εστιν ο τεκτων ο υιος μαριας αδελϕος δε ιακωβου και ιωση και ιουδα και σιμωνος και ουκ εισιν αι αδελϕαι αυτου ωδε προς ημας και εσκανδαλιζοντο εν αυτω 4 ελεγεν δε αυτοις ο ιησους οτι ουκ εστιν προϕητης ατιμος ει μη εν τη πατριδι αυτου και εν τοις συγγενεσιν και εν τη οικια αυτου 5 και ουκ ηδυνατο εκει ουδεμιαν δυναμιν ποιησαι ει μη ολιγοις αρρωστοις επιϑεις τας χειρας εϑεραπευσεν 6 και εϑαυμαζεν δια την απιστιαν αυτων και περιηγεν τας κωμας κυκλω διδασκων 7 και προσκαλειται τους δωδεκα και ηρξατο αυτους αποστελλειν δυο δυο και εδιδου αυτοις εξουσιαν των πνευματων των ακαϑαρτων 8 και παρηγγειλεν αυτοις ινα μηδεν αιρωσιν εις οδον ει μη ραβδον μονον μη πηραν μη αρτον μη εις την ζωνην χαλκον 9 αλλ υποδεδεμενους σανδαλια και μη ενδυσησϑε δυο χιτωνας 10 και ελεγεν αυτοις οπου εαν εισελϑητε εις οικιαν εκει μενετε εως αν εξελϑητε εκειϑεν 11 και οσοι αν μη δεξωνται υμας μηδε ακουσωσιν υμων εκπορευομενοι εκειϑεν εκτιναξατε τον χουν τον υποκατω των ποδων υμων εις μαρτυριον αυτοις αμην λεγω υμιν ανεκτοτερον εσται σοδομοις η γομορροις εν ημερα κρισεως η τη πολει εκεινη 12 και εξελϑοντες εκηρυσσον ινα μετανοησωσιν 13 και δαιμονια πολλα εξεβαλλον και ηλειϕον ελαιω πολλους αρρωστους και εϑεραπευον 14 και ηκουσεν ο βασιλευς ηρωδης ϕανερον γαρ εγενετο το ονομα αυτου και ελεγεν οτι ιωαννης ο βαπτιζων εκ νεκρων ηγερϑη και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω 15 αλλοι ελεγον οτι ηλιας εστιν αλλοι δε ελεγον οτι προϕητης εστιν η ως εις των προϕητων 16 ακουσας δε ο ηρωδης ειπεν οτι ον εγω απεκεϕαλισα ιωαννην ουτος εστιν αυτος ηγερϑη εκ νεκρων 17 αυτος γαρ ο ηρωδης αποστειλας εκρατησεν τον ιωαννην και εδησεν αυτον εν τη ϕυλακη δια ηρωδιαδα την γυναικα ϕιλιππου του αδελϕου αυτου οτι αυτην εγαμησεν 18 ελεγεν γαρ ο ιωαννης τω ηρωδη οτι ουκ εξεστιν σοι εχειν την γυναικα του αδελϕου σου 19 η δε ηρωδιας ενειχεν αυτω και ηϑελεν αυτον αποκτειναι και ουκ ηδυνατο 20 ο γαρ ηρωδης εϕοβειτο τον ιωαννην ειδως αυτον ανδρα δικαιον και αγιον και συνετηρει αυτον και ακουσας αυτου πολλα εποιει και ηδεως αυτου ηκουεν 21 και γενομενης ημερας ευκαιρου οτε ηρωδης τοις γενεσιοις αυτου δειπνον εποιει τοις μεγιστασιν αυτου και τοις χιλιαρχοις και τοις πρωτοις της γαλιλαιας 22 και εισελϑουσης της ϑυγατρος αυτης της ηρωδιαδος και ορχησαμενης και αρεσασης τω ηρωδη και τοις συνανακειμενοις ειπεν ο βασιλευς τω κορασιω αιτησον με ο εαν ϑελης και δωσω σοι 23 και ωμοσεν αυτη οτι ο εαν με αιτησης δωσω σοι εως ημισους της βασιλειας μου 24 η δε εξελϑουσα ειπεν τη μητρι αυτης τι αιτησομαι η δε ειπεν την κεϕαλην ιωαννου του βαπτιστου 25 και εισελϑουσα ευϑεως μετα σπουδης προς τον βασιλεα ητησατο λεγουσα ϑελω ινα μοι δως εξ αυτης επι πινακι την κεϕαλην ιωαννου του βαπτιστου 26 και περιλυπος γενομενος ο βασιλευς δια τους ορκους και τους συνανακειμενους ουκ ηϑελησεν αυτην αϑετησαι 27 και ευϑεως αποστειλας ο βασιλευς σπεκουλατωρα επεταξεν ενεχϑηναι την κεϕαλην αυτου 28 ο δε απελϑων απεκεϕαλισεν αυτον εν τη ϕυλακη και ηνεγκεν την κεϕαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην τω κορασιω και το κορασιον εδωκεν αυτην τη μητρι αυτης 29 και ακουσαντες οι μαϑηται αυτου ηλϑον και ηραν το πτωμα αυτου και εϑηκαν αυτο εν τω μνημειω 30 και συναγονται οι αποστολοι προς τον ιησουν και απηγγειλαν αυτω παντα και οσα εποιησαν και οσα εδιδαξαν 31 και ειπεν αυτοις δευτε υμεις αυτοι κατ ιδιαν εις ερημον τοπον και αναπαυεσϑε ολιγον ησαν γαρ οι ερχομενοι και οι υπαγοντες πολλοι και ουδε ϕαγειν ηυκαιρουν 32 και απηλϑον εις ερημον τοπον τω πλοιω κατ ιδιαν 33 και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι και επεγνωσαν αυτον πολλοι και πεζη απο πασων των πολεων συνεδραμον εκει και προηλϑον αυτους και συνηλϑον προς αυτον 34 και εξελϑων ειδεν ο ιησους πολυν οχλον και εσπλαγχνισϑη επ αυτοις οτι ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα και ηρξατο διδασκειν αυτους πολλα 35 και ηδη ωρας πολλης γενομενης προσελϑοντες αυτω οι μαϑηται αυτου λεγουσιν οτι ερημος εστιν ο τοπος και ηδη ωρα πολλη 36 απολυσον αυτους ινα απελϑοντες εις τους κυκλω αγρους και κωμας αγορασωσιν εαυτοις αρτους τι γαρ ϕαγωσιν ουκ εχουσιν 37 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις δοτε αυτοις υμεις ϕαγειν και λεγουσιν αυτω απελϑοντες αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και δωμεν αυτοις ϕαγειν 38 ο δε λεγει αυτοις ποσους αρτους εχετε υπαγετε και ιδετε και γνοντες λεγουσιν πεντε και δυο ιχϑυας 39 και επεταξεν αυτοις ανακλιναι παντας συμποσια συμποσια επι τω χλωρω χορτω 40 και ανεπεσον πρασιαι πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα 41 και λαβων τους πεντε αρτους και τους δυο ιχϑυας αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησεν και κατεκλασεν τους αρτους και εδιδου τοις μαϑηταις αυτου ινα παραϑωσιν αυτοις και τους δυο ιχϑυας εμερισεν πασιν 42 και εϕαγον παντες και εχορτασϑησαν 43 και ηραν κλασματων δωδεκα κοϕινους πληρεις και απο των ιχϑυων 44 και ησαν οι ϕαγοντες τους αρτους ωσει πεντακισχιλιοι ανδρες 45 και ευϑεως ηναγκασεν τους μαϑητας αυτου εμβηναι εις το πλοιον και προαγειν εις το περαν προς βηϑσαιδαν εως αυτος απολυση τον οχλον 46 και αποταξαμενος αυτοις απηλϑεν εις το ορος προσευξασϑαι 47 και οψιας γενομενης ην το πλοιον εν μεσω της ϑαλασσης και αυτος μονος επι της γης 48 και ειδεν αυτους βασανιζομενους εν τω ελαυνειν ην γαρ ο ανεμος εναντιος αυτοις και περι τεταρτην ϕυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της ϑαλασσης και ηϑελεν παρελϑειν αυτους 49 οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της ϑαλασσης εδοξαν ϕαντασμα ειναι και ανεκραξαν 50 παντες γαρ αυτον ειδον και εταραχϑησαν και ευϑεως ελαλησεν μετ αυτων και λεγει αυτοις ϑαρσειτε εγω ειμι μη ϕοβεισϑε 51 και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον και εκοπασεν ο ανεμος και λιαν εκ περισσου εν εαυτοις εξισταντο και εϑαυμαζον 52 ου γαρ συνηκαν επι τοις αρτοις ην γαρ η καρδια αυτων πεπωρωμενη 53 και διαπερασαντες ηλϑον επι την γην γενησαρετ και προσωρμισϑησαν 54 και εξελϑοντων αυτων εκ του πλοιου ευϑεως επιγνοντες αυτον 55 περιδραμοντες ολην την περιχωρον εκεινην ηρξαντο επι τοις κραββατοις τους κακως εχοντας περιϕερειν οπου ηκουον οτι εκει εστιν 56 και οπου αν εισεπορευετο εις κωμας η πολεις η αγρους εν ταις αγοραις ετιϑουν τους ασϑενουντας και παρεκαλουν αυτον ινα καν του κρασπεδου του ιματιου αυτου αψωνται και οσοι αν ηπτοντο αυτου εσωζοντο
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 7
1 και συναγονται προς αυτον οι ϕαρισαιοι και τινες των γραμματεων ελϑοντες απο ιεροσολυμων 2 και ιδοντες τινας των μαϑητων αυτου κοιναις χερσιν τουτ εστιν ανιπτοις εσϑιοντας αρτους εμεμψαντο 3 οι γαρ ϕαρισαιοι και παντες οι ιουδαιοι εαν μη πυγμη νιψωνται τας χειρας ουκ εσϑιουσιν κρατουντες την παραδοσιν των πρεσβυτερων 4 και απο αγορας εαν μη βαπτισωνται ουκ εσϑιουσιν και αλλα πολλα εστιν α παρελαβον κρατειν βαπτισμους ποτηριων και ξεστων και χαλκιων και κλινων 5 επειτα επερωτωσιν αυτον οι ϕαρισαιοι και οι γραμματεις διατι οι μαϑηται σου ου περιπατουσιν κατα την παραδοσιν των πρεσβυτερων αλλα ανιπτοις χερσιν εσϑιουσιν τον αρτον 6 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις οτι καλως προεϕητευσεν ησαιας περι υμων των υποκριτων ως γεγραπται ουτος ο λαος τοις χειλεσιν με τιμα η δε καρδια αυτων πορρω απεχει απ εμου 7 ματην δε σεβονται με διδασκοντες διδασκαλιας ενταλματα ανϑρωπων 8 αϕεντες γαρ την εντολην του ϑεου κρατειτε την παραδοσιν των ανϑρωπων βαπτισμους ξεστων και ποτηριων και αλλα παρομοια τοιαυτα πολλα ποιειτε 9 και ελεγεν αυτοις καλως αϑετειτε την εντολην του ϑεου ινα την παραδοσιν υμων τηρησητε 10 μωσης γαρ ειπεν τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου και ο κακολογων πατερα η μητερα ϑανατω τελευτατω 11 υμεις δε λεγετε εαν ειπη ανϑρωπος τω πατρι η τη μητρι κορβαν ο εστιν δωρον ο εαν εξ εμου ωϕεληϑης 12 και ουκετι αϕιετε αυτον ουδεν ποιησαι τω πατρι αυτου η τη μητρι αυτου 13 ακυρουντες τον λογον του ϑεου τη παραδοσει υμων η παρεδωκατε και παρομοια τοιαυτα πολλα ποιειτε 14 και προσκαλεσαμενος παντα τον οχλον ελεγεν αυτοις ακουετε μου παντες και συνιετε 15 ουδεν εστιν εξωϑεν του ανϑρωπου εισπορευομενον εις αυτον ο δυναται αυτον κοινωσαι αλλα τα εκπορευομενα απ αυτου εκεινα εστιν τα κοινουντα τον ανϑρωπον 16 ει τις εχει ωτα ακουειν ακουετω 17 και οτε εισηλϑεν εις οικον απο του οχλου επηρωτων αυτον οι μαϑηται αυτου περι της παραβολης 18 και λεγει αυτοις ουτως και υμεις ασυνετοι εστε ου νοειτε οτι παν το εξωϑεν εισπορευομενον εις τον ανϑρωπον ου δυναται αυτον κοινωσαι 19 οτι ουκ εισπορευεται αυτου εις την καρδιαν αλλ εις την κοιλιαν και εις τον αϕεδρωνα εκπορευεται καϑαριζον παντα τα βρωματα 20 ελεγεν δε οτι το εκ του ανϑρωπου εκπορευομενον εκεινο κοινοι τον ανϑρωπον 21 εσωϑεν γαρ εκ της καρδιας των ανϑρωπων οι διαλογισμοι οι κακοι εκπορευονται μοιχειαι πορνειαι ϕονοι 22 κλοπαι πλεονεξιαι πονηριαι δολος ασελγεια οϕϑαλμος πονηρος βλασϕημια υπερηϕανια αϕροσυνη 23 παντα ταυτα τα πονηρα εσωϑεν εκπορευεται και κοινοι τον ανϑρωπον 24 και εκειϑεν αναστας απηλϑεν εις τα μεϑορια τυρου και σιδωνος και εισελϑων εις την οικιαν ουδενα ηϑελεν γνωναι και ουκ ηδυνηϑη λαϑειν 25 ακουσασα γαρ γυνη περι αυτου ης ειχεν το ϑυγατριον αυτης πνευμα ακαϑαρτον ελϑουσα προσεπεσεν προς τους ποδας αυτου 26 ην δε η γυνη ελληνις συροϕοινισσα τω γενει και ηρωτα αυτον ινα το δαιμονιον εκβαλλη εκ της ϑυγατρος αυτης 27 ο δε ιησους ειπεν αυτη αϕες πρωτον χορτασϑηναι τα τεκνα ου γαρ καλον εστιν λαβειν τον αρτον των τεκνων και βαλειν τοις κυναριοις 28 η δε απεκριϑη και λεγει αυτω ναι κυριε και γαρ τα κυναρια υποκατω της τραπεζης εσϑιει απο των ψιχιων των παιδιων 29 και ειπεν αυτη δια τουτον τον λογον υπαγε εξεληλυϑεν το δαιμονιον εκ της ϑυγατρος σου 30 και απελϑουσα εις τον οικον αυτης ευρεν το δαιμονιον εξεληλυϑος και την ϑυγατερα βεβλημενην επι της κλινης 31 και παλιν εξελϑων εκ των οριων τυρου και σιδωνος ηλϑεν προς την ϑαλασσαν της γαλιλαιας ανα μεσον των οριων δεκαπολεως 32 και ϕερουσιν αυτω κωϕον μογιλαλον και παρακαλουσιν αυτον ινα επιϑη αυτω την χειρα 33 και απολαβομενος αυτον απο του οχλου κατ ιδιαν εβαλεν τους δακτυλους αυτου εις τα ωτα αυτου και πτυσας ηψατο της γλωσσης αυτου 34 και αναβλεψας εις τον ουρανον εστεναξεν και λεγει αυτω εϕϕαϑα ο εστιν διανοιχϑητι 35 και ευϑεως διηνοιχϑησαν αυτου αι ακοαι και ελυϑη ο δεσμος της γλωσσης αυτου και ελαλει ορϑως 36 και διεστειλατο αυτοις ινα μηδενι ειπωσιν οσον δε αυτος αυτοις διεστελλετο μαλλον περισσοτερον εκηρυσσον 37 και υπερπερισσως εξεπλησσοντο λεγοντες καλως παντα πεποιηκεν και τους κωϕους ποιει ακουειν και τους αλαλους λαλειν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 8
1 εν εκειναις ταις ημεραις παμπολλου οχλου οντος και μη εχοντων τι ϕαγωσιν προσκαλεσαμενος ο ιησους τους μαϑητας αυτου λεγει αυτοις 2 σπλαγχνιζομαι επι τον οχλον οτι ηδη ημερας τρεις προσμενουσιν μοι και ουκ εχουσιν τι ϕαγωσιν 3 και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις οικον αυτων εκλυϑησονται εν τη οδω τινες γαρ αυτων μακροϑεν ηκασιν 4 και απεκριϑησαν αυτω οι μαϑηται αυτου ποϑεν τουτους δυνησεται τις ωδε χορτασαι αρτων επ ερημιας 5 και επηρωτα αυτους ποσους εχετε αρτους οι δε ειπον επτα 6 και παρηγγειλεν τω οχλω αναπεσειν επι της γης και λαβων τους επτα αρτους ευχαριστησας εκλασεν και εδιδου τοις μαϑηταις αυτου ινα παραϑωσιν και παρεϑηκαν τω οχλω 7 και ειχον ιχϑυδια ολιγα και ευλογησας ειπεν παραϑειναι και αυτα 8 εϕαγον δε και εχορτασϑησαν και ηραν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας 9 ησαν δε οι ϕαγοντες ως τετρακισχιλιοι και απελυσεν αυτους 10 και ευϑεως εμβας εις το πλοιον μετα των μαϑητων αυτου ηλϑεν εις τα μερη δαλμανουϑα 11 και εξηλϑον οι ϕαρισαιοι και ηρξαντο συζητειν αυτω ζητουντες παρ αυτου σημειον απο του ουρανου πειραζοντες αυτον 12 και αναστεναξας τω πνευματι αυτου λεγει τι η γενεα αυτη σημειον επιζητει αμην λεγω υμιν ει δοϑησεται τη γενεα ταυτη σημειον 13 και αϕεις αυτους εμβας παλιν εις το πλοιον απηλϑεν εις το περαν 14 και επελαϑοντο λαβειν αρτους και ει μη ενα αρτον ουκ ειχον μεϑ εαυτων εν τω πλοιω 15 και διεστελλετο αυτοις λεγων ορατε βλεπετε απο της ζυμης των ϕαρισαιων και της ζυμης ηρωδου 16 και διελογιζοντο προς αλληλους λεγοντες οτι αρτους ουκ εχομεν 17 και γνους ο ιησους λεγει αυτοις τι διαλογιζεσϑε οτι αρτους ουκ εχετε ουπω νοειτε ουδε συνιετε ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν υμων 18 οϕϑαλμους εχοντες ου βλεπετε και ωτα εχοντες ουκ ακουετε και ου μνημονευετε 19 οτε τους πεντε αρτους εκλασα εις τους πεντακισχιλιους ποσους κοϕινους πληρεις κλασματων ηρατε λεγουσιν αυτω δωδεκα 20 οτε δε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους ποσων σπυριδων πληρωματα κλασματων ηρατε οι δε ειπον επτα 21 και ελεγεν αυτοις πως ου συνιετε 22 και ερχεται εις βηϑσαιδαν και ϕερουσιν αυτω τυϕλον και παρακαλουσιν αυτον ινα αυτου αψηται 23 και επιλαβομενος της χειρος του τυϕλου εξηγαγεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου επιϑεις τας χειρας αυτω επηρωτα αυτον ει τι βλεπει 24 και αναβλεψας ελεγεν βλεπω τους ανϑρωπους οτι ως δενδρα ορω περιπατουντας 25 ειτα παλιν επεϑηκεν τας χειρας επι τους οϕϑαλμους αυτου και εποιησεν αυτον αναβλεψαι και αποκατεσταϑη και ενεβλεψεν τηλαυγως απαντας 26 και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου λεγων μηδε εις την κωμην εισελϑης μηδε ειπης τινι εν τη κωμη 27 και εξηλϑεν ο ιησους και οι μαϑηται αυτου εις τας κωμας καισαρειας της ϕιλιππου και εν τη οδω επηρωτα τους μαϑητας αυτου λεγων αυτοις τινα με λεγουσιν οι ανϑρωποι ειναι 28 οι δε απεκριϑησαν ιωαννην τον βαπτιστην και αλλοι ηλιαν αλλοι δε ενα των προϕητων 29 και αυτος λεγει αυτοις υμεις δε τινα με λεγετε ειναι αποκριϑεις δε ο πετρος λεγει αυτω συ ει ο χριστος 30 και επετιμησεν αυτοις ινα μηδενι λεγωσιν περι αυτου 31 και ηρξατο διδασκειν αυτους οτι δει τον υιον του ανϑρωπου πολλα παϑειν και αποδοκιμασϑηναι απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων και αποκτανϑηναι και μετα τρεις ημερας αναστηναι 32 και παρρησια τον λογον ελαλει και προσλαβομενος αυτον ο πετρος ηρξατο επιτιμαν αυτω 33 ο δε επιστραϕεις και ιδων τους μαϑητας αυτου επετιμησεν τω πετρω λεγων υπαγε οπισω μου σατανα οτι ου ϕρονεις τα του ϑεου αλλα τα των ανϑρωπων 34 και προσκαλεσαμενος τον οχλον συν τοις μαϑηταις αυτου ειπεν αυτοις οστις ϑελει οπισω μου ελϑειν απαρνησασϑω εαυτον και αρατω τον σταυρον αυτου και ακολουϑειτω μοι 35 ος γαρ αν ϑελη την ψυχην αυτου σωσαι απολεσει αυτην ος δ αν απολεση την ψυχην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου ουτος σωσει αυτην 36 τι γαρ ωϕελησει ανϑρωπον εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωϑη την ψυχην αυτου 37 η τι δωσει ανϑρωπος ανταλλαγμα της ψυχης αυτου 38 ος γαρ αν επαισχυνϑη με και τους εμους λογους εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω και ο υιος του ανϑρωπου επαισχυνϑησεται αυτον οταν ελϑη εν τη δοξη του πατρος αυτου μετα των αγγελων των αγιων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 9
1 και ελεγεν αυτοις αμην λεγω υμιν οτι εισιν τινες των ωδε εστηκοτων οιτινες ου μη γευσωνται ϑανατου εως αν ιδωσιν την βασιλειαν του ϑεου εληλυϑυιαν εν δυναμει 2 και μεϑ ημερας εξ παραλαμβανει ο ιησους τον πετρον και τον ιακωβον και τον ιωαννην και αναϕερει αυτους εις ορος υψηλον κατ ιδιαν μονους και μετεμορϕωϑη εμπροσϑεν αυτων 3 και τα ιματια αυτου εγενετο στιλβοντα λευκα λιαν ως χιων οια γναϕευς επι της γης ου δυναται λευκαναι 4 και ωϕϑη αυτοις ηλιας συν μωσει και ησαν συλλαλουντες τω ιησου 5 και αποκριϑεις ο πετρος λεγει τω ιησου ραββι καλον εστιν ημας ωδε ειναι και ποιησωμεν σκηνας τρεις σοι μιαν και μωσει μιαν και ηλια μιαν 6 ου γαρ ηδει τι λαληση ησαν γαρ εκϕοβοι 7 και εγενετο νεϕελη επισκιαζουσα αυτοις και ηλϑεν ϕωνη εκ της νεϕελης λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος αυτου ακουετε 8 και εξαπινα περιβλεψαμενοι ουκετι ουδενα ειδον αλλα τον ιησουν μονον μεϑ εαυτων 9 καταβαινοντων δε αυτων απο του ορους διεστειλατο αυτοις ινα μηδενι διηγησωνται α ειδον ει μη οταν ο υιος του ανϑρωπου εκ νεκρων αναστη 10 και τον λογον εκρατησαν προς εαυτους συζητουντες τι εστιν το εκ νεκρων αναστηναι 11 και επηρωτων αυτον λεγοντες οτι λεγουσιν οι γραμματεις οτι ηλιαν δει ελϑειν πρωτον 12 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις ηλιας μεν ελϑων πρωτον αποκαϑιστα παντα και πως γεγραπται επι τον υιον του ανϑρωπου ινα πολλα παϑη και εξουδενωϑη 13 αλλα λεγω υμιν οτι και ηλιας εληλυϑεν και εποιησαν αυτω οσα ηϑελησαν καϑως γεγραπται επ αυτον 14 και ελϑων προς τους μαϑητας ειδεν οχλον πολυν περι αυτους και γραμματεις συζητουντας αυτοις 15 και ευϑεως πας ο οχλος ιδων αυτον εξεϑαμβηϑη και προστρεχοντες ησπαζοντο αυτον 16 και επηρωτησεν τους γραμματεις τι συζητειτε προς αυτους 17 και αποκριϑεις εις εκ του οχλου ειπεν διδασκαλε ηνεγκα τον υιον μου προς σε εχοντα πνευμα αλαλον 18 και οπου αν αυτον καταλαβη ρησσει αυτον και αϕριζει και τριζει τους οδοντας αυτου και ξηραινεται και ειπον τοις μαϑηταις σου ινα αυτο εκβαλωσιν και ουκ ισχυσαν 19 ο δε αποκριϑεις αυτω λεγει ω γενεα απιστος εως ποτε προς υμας εσομαι εως ποτε ανεξομαι υμων ϕερετε αυτον προς με 20 και ηνεγκαν αυτον προς αυτον και ιδων αυτον ευϑεως το πνευμα εσπαραξεν αυτον και πεσων επι της γης εκυλιετο αϕριζων 21 και επηρωτησεν τον πατερα αυτου ποσος χρονος εστιν ως τουτο γεγονεν αυτω ο δε ειπεν παιδιοϑεν 22 και πολλακις αυτον και εις πυρ εβαλεν και εις υδατα ινα απολεση αυτον αλλ ει τι δυνασαι βοηϑησον ημιν σπλαγχνισϑεις εϕ ημας 23 ο δε ιησους ειπεν αυτω το ει δυνασαι πιστευσαι παντα δυνατα τω πιστευοντι 24 και ευϑεως κραξας ο πατηρ του παιδιου μετα δακρυων ελεγεν πιστευω κυριε βοηϑει μου τη απιστια 25 ιδων δε ο ιησους οτι επισυντρεχει οχλος επετιμησεν τω πνευματι τω ακαϑαρτω λεγων αυτω το πνευμα το αλαλον και κωϕον εγω σοι επιτασσω εξελϑε εξ αυτου και μηκετι εισελϑης εις αυτον 26 και κραξαν και πολλα σπαραξαν αυτον εξηλϑεν και εγενετο ωσει νεκρος ωστε πολλους λεγειν οτι απεϑανεν 27 ο δε ιησους κρατησας αυτον της χειρος ηγειρεν αυτον και ανεστη 28 και εισελϑοντα αυτον εις οικον οι μαϑηται αυτου επηρωτων αυτον κατ ιδιαν οτι ημεις ουκ ηδυνηϑημεν εκβαλειν αυτο 29 και ειπεν αυτοις τουτο το γενος εν ουδενι δυναται εξελϑειν ει μη εν προσευχη και νηστεια 30 και εκειϑεν εξελϑοντες παρεπορευοντο δια της γαλιλαιας και ουκ ηϑελεν ινα τις γνω 31 εδιδασκεν γαρ τους μαϑητας αυτου και ελεγεν αυτοις οτι ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοται εις χειρας ανϑρωπων και αποκτενουσιν αυτον και αποκτανϑεις τη τριτη ημερα αναστησεται 32 οι δε ηγνοουν το ρημα και εϕοβουντο αυτον επερωτησαι 33 και ηλϑεν εις καπερναουμ και εν τη οικια γενομενος επηρωτα αυτους τι εν τη οδω προς εαυτους διελογιζεσϑε 34 οι δε εσιωπων προς αλληλους γαρ διελεχϑησαν εν τη οδω τις μειζων 35 και καϑισας εϕωνησεν τους δωδεκα και λεγει αυτοις ει τις ϑελει πρωτος ειναι εσται παντων εσχατος και παντων διακονος 36 και λαβων παιδιον εστησεν αυτο εν μεσω αυτων και εναγκαλισαμενος αυτο ειπεν αυτοις 37 ος εαν εν των τοιουτων παιδιων δεξηται επι τω ονοματι μου εμε δεχεται και ος εαν εμε δεξηται ουκ εμε δεχεται αλλα τον αποστειλαντα με 38 απεκριϑη δε αυτω ο ιωαννης λεγων διδασκαλε ειδομεν τινα τω ονοματι σου εκβαλλοντα δαιμονια ος ουκ ακολουϑει ημιν και εκωλυσαμεν αυτον οτι ουκ ακολουϑει ημιν 39 ο δε ιησους ειπεν μη κωλυετε αυτον ουδεις γαρ εστιν ος ποιησει δυναμιν επι τω ονοματι μου και δυνησεται ταχυ κακολογησαι με 40 ος γαρ ουκ εστιν καϑ υμων υπερ υμων εστιν 41 ος γαρ αν ποτιση υμας ποτηριον υδατος εν τω ονοματι μου οτι χριστου εστε αμην λεγω υμιν ου μη απολεση τον μισϑον αυτου 42 και ος αν σκανδαλιση ενα των μικρων των πιστευοντων εις εμε καλον εστιν αυτω μαλλον ει περικειται λιϑος μυλικος περι τον τραχηλον αυτου και βεβληται εις την ϑαλασσαν 43 και εαν σκανδαλιζη σε η χειρ σου αποκοψον αυτην καλον σοι εστιν κυλλον εις την ζωην εισελϑειν η τας δυο χειρας εχοντα απελϑειν εις την γεενναν εις το πυρ το ασβεστον 44 οπου ο σκωληξ αυτων ου τελευτα και το πυρ ου σβεννυται 45 και εαν ο πους σου σκανδαλιζη σε αποκοψον αυτον καλον εστιν σοι εισελϑειν εις την ζωην χωλον η τους δυο ποδας εχοντα βληϑηναι εις την γεενναν εις το πυρ το ασβεστον 46 οπου ο σκωληξ αυτων ου τελευτα και το πυρ ου σβεννυται 47 και εαν ο οϕϑαλμος σου σκανδαλιζη σε εκβαλε αυτον καλον σοι εστιν μονοϕϑαλμον εισελϑειν εις την βασιλειαν του ϑεου η δυο οϕϑαλμους εχοντα βληϑηναι εις την γεενναν του πυρος 48 οπου ο σκωληξ αυτων ου τελευτα και το πυρ ου σβεννυται 49 πας γαρ πυρι αλισϑησεται και πασα ϑυσια αλι αλισϑησεται 50 καλον το αλας εαν δε το αλας αναλον γενηται εν τινι αυτο αρτυσετε εχετε εν εαυτοις αλας και ειρηνευετε εν αλληλοις
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 10
1 κακειϑεν αναστας ερχεται εις τα ορια της ιουδαιας δια του περαν του ιορδανου και συμπορευονται παλιν οχλοι προς αυτον και ως ειωϑει παλιν εδιδασκεν αυτους 2 και προσελϑοντες οι ϕαρισαιοι επηρωτησαν αυτον ει εξεστιν ανδρι γυναικα απολυσαι πειραζοντες αυτον 3 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις τι υμιν ενετειλατο μωσης 4 οι δε ειπον μωσης επετρεψεν βιβλιον αποστασιου γραψαι και απολυσαι 5 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις προς την σκληροκαρδιαν υμων εγραψεν υμιν την εντολην ταυτην 6 απο δε αρχης κτισεως αρσεν και ϑηλυ εποιησεν αυτους ο ϑεος 7 ενεκεν τουτου καταλειψει ανϑρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα και προσκολληϑησεται προς την γυναικα αυτου 8 και εσονται οι δυο εις σαρκα μιαν ωστε ουκετι εισιν δυο αλλα μια σαρξ 9 ο ουν ο ϑεος συνεζευξεν ανϑρωπος μη χωριζετω 10 και εν τη οικια παλιν οι μαϑηται αυτου περι του αυτου επηρωτησαν αυτον 11 και λεγει αυτοις ος εαν απολυση την γυναικα αυτου και γαμηση αλλην μοιχαται επ αυτην 12 και εαν γυνη απολυση τον ανδρα αυτης και γαμηϑη αλλω μοιχαται 13 και προσεϕερον αυτω παιδια ινα αψηται αυτων οι δε μαϑηται επετιμων τοις προσϕερουσιν 14 ιδων δε ο ιησους ηγανακτησεν και ειπεν αυτοις αϕετε τα παιδια ερχεσϑαι προς με και μη κωλυετε αυτα των γαρ τοιουτων εστιν η βασιλεια του ϑεου 15 αμην λεγω υμιν ος εαν μη δεξηται την βασιλειαν του ϑεου ως παιδιον ου μη εισελϑη εις αυτην 16 και εναγκαλισαμενος αυτα τιϑεις τας χειρας επ αυτα ηυλογει αυτα 17 και εκπορευομενου αυτου εις οδον προσδραμων εις και γονυπετησας αυτον επηρωτα αυτον διδασκαλε αγαϑε τι ποιησω ινα ζωην αιωνιον κληρονομησω 18 ο δε ιησους ειπεν αυτω τι με λεγεις αγαϑον ουδεις αγαϑος ει μη εις ο ϑεος 19 τας εντολας οιδας μη μοιχευσης μη ϕονευσης μη κλεψης μη ψευδομαρτυρησης μη αποστερησης τιμα τον πατερα σου και την μητερα 20 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτω διδασκαλε ταυτα παντα εϕυλαξαμην εκ νεοτητος μου 21 ο δε ιησους εμβλεψας αυτω ηγαπησεν αυτον και ειπεν αυτω εν σοι υστερει υπαγε οσα εχεις πωλησον και δος τοις πτωχοις και εξεις ϑησαυρον εν ουρανω και δευρο ακολουϑει μοι αρας τον σταυρον 22 ο δε στυγνασας επι τω λογω απηλϑεν λυπουμενος ην γαρ εχων κτηματα πολλα 23 και περιβλεψαμενος ο ιησους λεγει τοις μαϑηταις αυτου πως δυσκολως οι τα χρηματα εχοντες εις την βασιλειαν του ϑεου εισελευσονται 24 οι δε μαϑηται εϑαμβουντο επι τοις λογοις αυτου ο δε ιησους παλιν αποκριϑεις λεγει αυτοις τεκνα πως δυσκολον εστιν τους πεποιϑοτας επι τοις χρημασιν εις την βασιλειαν του ϑεου εισελϑειν 25 ευκοπωτερον εστιν καμηλον δια της τρυμαλιας της ραϕιδος εισελϑειν η πλουσιον εις την βασιλειαν του ϑεου εισελϑειν 26 οι δε περισσως εξεπλησσοντο λεγοντες προς εαυτους και τις δυναται σωϑηναι 27 εμβλεψας δε αυτοις ο ιησους λεγει παρα ανϑρωποις αδυνατον αλλ ου παρα τω ϑεω παντα γαρ δυνατα εστιν παρα τω ϑεω 28 και ηρξατο ο πετρος λεγειν αυτω ιδου ημεις αϕηκαμεν παντα και ηκολουϑησαμεν σοι 29 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν αμην λεγω υμιν ουδεις εστιν ος αϕηκεν οικιαν η αδελϕους η αδελϕας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου 30 εαν μη λαβη εκατονταπλασιονα νυν εν τω καιρω τουτω οικιας και αδελϕους και αδελϕας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων και εν τω αιωνι τω ερχομενω ζωην αιωνιον 31 πολλοι δε εσονται πρωτοι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι 32 ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις ιεροσολυμα και ην προαγων αυτους ο ιησους και εϑαμβουντο και ακολουϑουντες εϕοβουντο και παραλαβων παλιν τους δωδεκα ηρξατο αυτοις λεγειν τα μελλοντα αυτω συμβαινειν 33 οτι ιδου αναβαινομεν εις ιεροσολυμα και ο υιος του ανϑρωπου παραδοϑησεται τοις αρχιερευσιν και τοις γραμματευσιν και κατακρινουσιν αυτον ϑανατω και παραδωσουσιν αυτον τοις εϑνεσιν 34 και εμπαιξουσιν αυτω και μαστιγωσουσιν αυτον και εμπτυσουσιν αυτω και αποκτενουσιν αυτον και τη τριτη ημερα αναστησεται 35 και προσπορευονται αυτω ιακωβος και ιωαννης οι υιοι ζεβεδαιου λεγοντες διδασκαλε ϑελομεν ινα ο εαν αιτησωμεν ποιησης ημιν 36 ο δε ειπεν αυτοις τι ϑελετε ποιησαι με υμιν 37 οι δε ειπον αυτω δος ημιν ινα εις εκ δεξιων σου και εις εξ ευωνυμων σου καϑισωμεν εν τη δοξη σου 38 ο δε ιησους ειπεν αυτοις ουκ οιδατε τι αιτεισϑε δυνασϑε πιειν το ποτηριον ο εγω πινω και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισϑηναι 39 οι δε ειπον αυτω δυναμεϑα ο δε ιησους ειπεν αυτοις το μεν ποτηριον ο εγω πινω πιεσϑε και το βαπτισμα ο εγω βαπτιζομαι βαπτισϑησεσϑε 40 το δε καϑισαι εκ δεξιων μου και εξ ευωνυμων μου ουκ εστιν εμον δουναι αλλ οις ητοιμασται 41 και ακουσαντες οι δεκα ηρξαντο αγανακτειν περι ιακωβου και ιωαννου 42 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος αυτους λεγει αυτοις οιδατε οτι οι δοκουντες αρχειν των εϑνων κατακυριευουσιν αυτων και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτων 43 ουχ ουτως δε εσται εν υμιν αλλ ος εαν ϑελη γενεσϑαι μεγας εν υμιν εσται διακονος υμων 44 και ος αν ϑελη υμων γενεσϑαι πρωτος εσται παντων δουλος 45 και γαρ ο υιος του ανϑρωπου ουκ ηλϑεν διακονηϑηναι αλλα διακονησαι και δουναι την ψυχην αυτου λυτρον αντι πολλων 46 και ερχονται εις ιεριχω και εκπορευομενου αυτου απο ιεριχω και των μαϑητων αυτου και οχλου ικανου υιος τιμαιου βαρτιμαιος ο τυϕλος εκαϑητο παρα την οδον προσαιτων 47 και ακουσας οτι ιησους ο ναζωραιος εστιν ηρξατο κραζειν και λεγειν ο υιος δαβιδ ιησου ελεησον με 48 και επετιμων αυτω πολλοι ινα σιωπηση ο δε πολλω μαλλον εκραζεν υιε δαβιδ ελεησον με 49 και στας ο ιησους ειπεν αυτον ϕωνηϑηναι και ϕωνουσιν τον τυϕλον λεγοντες αυτω ϑαρσει εγειραι ϕωνει σε 50 ο δε αποβαλων το ιματιον αυτου αναστας ηλϑεν προς τον ιησουν 51 και αποκριϑεις λεγει αυτω ο ιησους τι ϑελεις ποιησω σοι ο δε τυϕλος ειπεν αυτω ραββονι ινα αναβλεψω 52 ο δε ιησους ειπεν αυτω υπαγε η πιστις σου σεσωκεν σε και ευϑεως ανεβλεψεν και ηκολουϑει τω ιησου εν τη οδω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 11
1 και οτε εγγιζουσιν εις ιερουσαλημ εις βηϑϕαγη και βηϑανιαν προς το ορος των ελαιων αποστελλει δυο των μαϑητων αυτου 2 και λεγει αυτοις υπαγετε εις την κωμην την κατεναντι υμων και ευϑεως εισπορευομενοι εις αυτην ευρησετε πωλον δεδεμενον εϕ ον ουδεις ανϑρωπων κεκαϑικεν λυσαντες αυτον αγαγετε 3 και εαν τις υμιν ειπη τι ποιειτε τουτο ειπατε οτι ο κυριος αυτου χρειαν εχει και ευϑεως αυτον αποστελει ωδε 4 απηλϑον δε και ευρον τον πωλον δεδεμενον προς την ϑυραν εξω επι του αμϕοδου και λυουσιν αυτον 5 και τινες των εκει εστηκοτων ελεγον αυτοις τι ποιειτε λυοντες τον πωλον 6 οι δε ειπον αυτοις καϑως ενετειλατο ο ιησους και αϕηκαν αυτους 7 και ηγαγον τον πωλον προς τον ιησουν και επεβαλον αυτω τα ιματια αυτων και εκαϑισεν επ αυτω 8 πολλοι δε τα ιματια αυτων εστρωσαν εις την οδον αλλοι δε στοιβαδας εκοπτον εκ των δενδρων και εστρωννυον εις την οδον 9 και οι προαγοντες και οι ακολουϑουντες εκραζον λεγοντες ωσαννα ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι κυριου 10 ευλογημενη η ερχομενη βασιλεια εν ονοματι κυριου του πατρος ημων δαβιδ ωσαννα εν τοις υψιστοις 11 και εισηλϑεν εις ιεροσολυμα ο ιησους και εις το ιερον και περιβλεψαμενος παντα οψιας ηδη ουσης της ωρας εξηλϑεν εις βηϑανιαν μετα των δωδεκα 12 και τη επαυριον εξελϑοντων αυτων απο βηϑανιας επεινασεν 13 και ιδων συκην μακροϑεν εχουσαν ϕυλλα ηλϑεν ει αρα ευρησει τι εν αυτη και ελϑων επ αυτην ουδεν ευρεν ει μη ϕυλλα ου γαρ ην καιρος συκων 14 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτη μηκετι εκ σου εις τον αιωνα μηδεις καρπον ϕαγοι και ηκουον οι μαϑηται αυτου 15 και ερχονται εις ιεροσολυμα και εισελϑων ο ιησους εις το ιερον ηρξατο εκβαλλειν τους πωλουντας και αγοραζοντας εν τω ιερω και τας τραπεζας των κολλυβιστων και τας καϑεδρας των πωλουντων τας περιστερας κατεστρεψεν 16 και ουκ ηϕιεν ινα τις διενεγκη σκευος δια του ιερου 17 και εδιδασκεν λεγων αυτοις ου γεγραπται οτι ο οικος μου οικος προσευχης κληϑησεται πασιν τοις εϑνεσιν υμεις δε εποιησατε αυτον σπηλαιον ληστων 18 και ηκουσαν οι γραμματεις και οι αρχιερεις και εζητουν πως αυτον απολεσουσιν εϕοβουντο γαρ αυτον οτι πας ο οχλος εξεπλησσετο επι τη διδαχη αυτου 19 και οτε οψε εγενετο εξεπορευετο εξω της πολεως 20 και πρωι παραπορευομενοι ειδον την συκην εξηραμμενην εκ ριζων 21 και αναμνησϑεις ο πετρος λεγει αυτω ραββι ιδε η συκη ην κατηρασω εξηρανται 22 και αποκριϑεις ιησους λεγει αυτοις εχετε πιστιν ϑεου 23 αμην γαρ λεγω υμιν οτι ος αν ειπη τω ορει τουτω αρϑητι και βληϑητι εις την ϑαλασσαν και μη διακριϑη εν τη καρδια αυτου αλλα πιστευση οτι α λεγει γινεται εσται αυτω ο εαν ειπη 24 δια τουτο λεγω υμιν παντα οσα αν προσευχομενοι αιτεισϑε πιστευετε οτι λαμβανετε και εσται υμιν 25 και οταν στηκητε προσευχομενοι αϕιετε ει τι εχετε κατα τινος ινα και ο πατηρ υμων ο εν τοις ουρανοις αϕη υμιν τα παραπτωματα υμων 26 ει δε υμεις ουκ αϕιετε ουδε ο πατηρ υμων ο εν τοις ουρανοις αϕησει τα παραπτωματα υμων 27 και ερχονται παλιν εις ιεροσολυμα και εν τω ιερω περιπατουντος αυτου ερχονται προς αυτον οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι 28 και λεγουσιν αυτω εν ποια εξουσια ταυτα ποιεις και τις σοι την εξουσιαν ταυτην εδωκεν ινα ταυτα ποιης 29 ο δε ιησους αποκριϑεις ειπεν αυτοις επερωτησω υμας καγω ενα λογον και αποκριϑητε μοι και ερω υμιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιω 30 το βαπτισμα ιωαννου εξ ουρανου ην η εξ ανϑρωπων αποκριϑητε μοι 31 και ελογιζοντο προς εαυτους λεγοντες εαν ειπωμεν εξ ουρανου ερει διατι ουν ουκ επιστευσατε αυτω 32 αλλ εαν ειπωμεν εξ ανϑρωπων εϕοβουντο τον λαον απαντες γαρ ειχον τον ιωαννην οτι οντως προϕητης ην 33 και αποκριϑεντες λεγουσιν τω ιησου ουκ οιδαμεν και ο ιησους αποκριϑεις λεγει αυτοις ουδε εγω λεγω υμιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 12
1 και ηρξατο αυτοις εν παραβολαις λεγειν αμπελωνα εϕυτευσεν ανϑρωπος και περιεϑηκεν ϕραγμον και ωρυξεν υποληνιον και ωκοδομησεν πυργον και εξεδοτο αυτον γεωργοις και απεδημησεν 2 και απεστειλεν προς τους γεωργους τω καιρω δουλον ινα παρα των γεωργων λαβη απο του καρπου του αμπελωνος 3 οι δε λαβοντες αυτον εδειραν και απεστειλαν κενον 4 και παλιν απεστειλεν προς αυτους αλλον δουλον κακεινον λιϑοβολησαντες εκεϕαλαιωσαν και απεστειλαν ητιμωμενον 5 και παλιν αλλον απεστειλεν κακεινον απεκτειναν και πολλους αλλους τους μεν δεροντες τους δε αποκτεινοντες 6 ετι ουν ενα υιον εχων αγαπητον αυτου απεστειλεν και αυτον προς αυτους εσχατον λεγων οτι εντραπησονται τον υιον μου 7 εκεινοι δε οι γεωργοι ειπον προς εαυτους οτι ουτος εστιν ο κληρονομος δευτε αποκτεινωμεν αυτον και ημων εσται η κληρονομια 8 και λαβοντες αυτον απεκτειναν και εξεβαλον εξω του αμπελωνος 9 τι ουν ποιησει ο κυριος του αμπελωνος ελευσεται και απολεσει τους γεωργους και δωσει τον αμπελωνα αλλοις 10 ουδε την γραϕην ταυτην ανεγνωτε λιϑον ον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες ουτος εγενηϑη εις κεϕαλην γωνιας 11 παρα κυριου εγενετο αυτη και εστιν ϑαυμαστη εν οϕϑαλμοις ημων 12 και εζητουν αυτον κρατησαι και εϕοβηϑησαν τον οχλον εγνωσαν γαρ οτι προς αυτους την παραβολην ειπεν και αϕεντες αυτον απηλϑον 13 και αποστελλουσιν προς αυτον τινας των ϕαρισαιων και των ηρωδιανων ινα αυτον αγρευσωσιν λογω 14 οι δε ελϑοντες λεγουσιν αυτω διδασκαλε οιδαμεν οτι αληϑης ει και ου μελει σοι περι ουδενος ου γαρ βλεπεις εις προσωπον ανϑρωπων αλλ επ αληϑειας την οδον του ϑεου διδασκεις εξεστιν κηνσον καισαρι δουναι η ου 15 δωμεν η μη δωμεν ο δε ειδως αυτων την υποκρισιν ειπεν αυτοις τι με πειραζετε ϕερετε μοι δηναριον ινα ιδω 16 οι δε ηνεγκαν και λεγει αυτοις τινος η εικων αυτη και η επιγραϕη οι δε ειπον αυτω καισαρος 17 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις αποδοτε τα καισαρος καισαρι και τα του ϑεου τω ϑεω και εϑαυμασαν επ αυτω 18 και ερχονται σαδδουκαιοι προς αυτον οιτινες λεγουσιν αναστασιν μη ειναι και επηρωτησαν αυτον λεγοντες 19 διδασκαλε μωσης εγραψεν ημιν οτι εαν τινος αδελϕος αποϑανη και καταλιπη γυναικα και τεκνα μη αϕη ινα λαβη ο αδελϕος αυτου την γυναικα αυτου και εξαναστηση σπερμα τω αδελϕω αυτου 20 επτα αδελϕοι ησαν και ο πρωτος ελαβεν γυναικα και αποϑνησκων ουκ αϕηκεν σπερμα 21 και ο δευτερος ελαβεν αυτην και απεϑανεν και ουδε αυτος αϕηκεν σπερμα και ο τριτος ωσαυτως 22 και ελαβον αυτην οι επτα και ουκ αϕηκαν σπερμα εσχατη παντων απεϑανεν και η γυνη 23 εν τη ουν αναστασει οταν αναστωσιν τινος αυτων εσται γυνη οι γαρ επτα εσχον αυτην γυναικα 24 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις ου δια τουτο πλανασϑε μη ειδοτες τας γραϕας μηδε την δυναμιν του ϑεου 25 οταν γαρ εκ νεκρων αναστωσιν ουτε γαμουσιν ουτε γαμισκονται αλλ εισιν ως αγγελοι οι εν τοις ουρανοις 26 περι δε των νεκρων οτι εγειρονται ουκ ανεγνωτε εν τη βιβλω μωσεως επι της βατου ως ειπεν αυτω ο ϑεος λεγων εγω ο ϑεος αβρααμ και ο ϑεος ισαακ και ο ϑεος ιακωβ 27 ουκ εστιν ο ϑεος νεκρων αλλα ϑεος ζωντων υμεις ουν πολυ πλανασϑε 28 και προσελϑων εις των γραμματεων ακουσας αυτων συζητουντων ειδως οτι καλως αυτοις απεκριϑη επηρωτησεν αυτον ποια εστιν πρωτη πασων εντολη 29 ο δε ιησους απεκριϑη αυτω οτι πρωτη πασων των εντολων ακουε ισραηλ κυριος ο ϑεος ημων κυριος εις εστιν 30 και αγαπησεις κυριον τον ϑεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της διανοιας σου και εξ ολης της ισχυος σου αυτη πρωτη εντολη 31 και δευτερα ομοια αυτη αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον μειζων τουτων αλλη εντολη ουκ εστιν 32 και ειπεν αυτω ο γραμματευς καλως διδασκαλε επ αληϑειας ειπας οτι εις εστιν ϑεος και ουκ εστιν αλλος πλην αυτου 33 και το αγαπαν αυτον εξ ολης της καρδιας και εξ ολης της συνεσεως και εξ ολης της ψυχης και εξ ολης της ισχυος και το αγαπαν τον πλησιον ως εαυτον πλειον εστιν παντων των ολοκαυτωματων και των ϑυσιων 34 και ο ιησους ιδων αυτον οτι νουνεχως απεκριϑη ειπεν αυτω ου μακραν ει απο της βασιλειας του ϑεου και ουδεις ουκετι ετολμα αυτον επερωτησαι 35 και αποκριϑεις ο ιησους ελεγεν διδασκων εν τω ιερω πως λεγουσιν οι γραμματεις οτι ο χριστος υιος εστιν δαβιδ 36 αυτος γαρ δαβιδ ειπεν εν τω πνευματι τω αγιω ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καϑου εκ δεξιων μου εως αν ϑω τους εχϑρους σου υποποδιον των ποδων σου 37 αυτος ουν δαβιδ λεγει αυτον κυριον και ποϑεν υιος αυτου εστιν και ο πολυς οχλος ηκουεν αυτου ηδεως 38 και ελεγεν αυτοις εν τη διδαχη αυτου βλεπετε απο των γραμματεων των ϑελοντων εν στολαις περιπατειν και ασπασμους εν ταις αγοραις 39 και πρωτοκαϑεδριας εν ταις συναγωγαις και πρωτοκλισιας εν τοις δειπνοις 40 οι κατεσϑιοντες τας οικιας των χηρων και προϕασει μακρα προσευχομενοι ουτοι ληψονται περισσοτερον κριμα 41 και καϑισας ο ιησους κατεναντι του γαζοϕυλακιου εϑεωρει πως ο οχλος βαλλει χαλκον εις το γαζοϕυλακιον και πολλοι πλουσιοι εβαλλον πολλα 42 και ελϑουσα μια χηρα πτωχη εβαλεν λεπτα δυο ο εστιν κοδραντης 43 και προσκαλεσαμενος τους μαϑητας αυτου λεγει αυτοις αμην λεγω υμιν οτι η χηρα αυτη η πτωχη πλειον παντων βεβληκεν των βαλοντων εις το γαζοϕυλακιον 44 παντες γαρ εκ του περισσευοντος αυτοις εβαλον αυτη δε εκ της υστερησεως αυτης παντα οσα ειχεν εβαλεν ολον τον βιον αυτης
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 13
1 και εκπορευομενου αυτου εκ του ιερου λεγει αυτω εις των μαϑητων αυτου διδασκαλε ιδε ποταποι λιϑοι και ποταπαι οικοδομαι 2 και ο ιησους αποκριϑεις ειπεν αυτω βλεπεις ταυτας τας μεγαλας οικοδομας ου μη αϕεϑη λιϑος επι λιϑω ος ου μη καταλυϑη 3 και καϑημενου αυτου εις το ορος των ελαιων κατεναντι του ιερου επηρωτων αυτον κατ ιδιαν πετρος και ιακωβος και ιωαννης και ανδρεας 4 ειπε ημιν ποτε ταυτα εσται και τι το σημειον οταν μελλη παντα ταυτα συντελεισϑαι 5 ο δε ιησους αποκριϑεις αυτοις ηρξατο λεγειν βλεπετε μη τις υμας πλανηση 6 πολλοι γαρ ελευσονται επι τω ονοματι μου λεγοντες οτι εγω ειμι και πολλους πλανησουσιν 7 οταν δε ακουσητε πολεμους και ακοας πολεμων μη ϑροεισϑε δει γαρ γενεσϑαι αλλ ουπω το τελος 8 εγερϑησεται γαρ εϑνος επι εϑνος και βασιλεια επι βασιλειαν και εσονται σεισμοι κατα τοπους και εσονται λιμοι και ταραχαι αρχαι ωδινων ταυτα 9 βλεπετε δε υμεις εαυτους παραδωσουσιν γαρ υμας εις συνεδρια και εις συναγωγας δαρησεσϑε και επι ηγεμονων και βασιλεων σταϑησεσϑε ενεκεν εμου εις μαρτυριον αυτοις 10 και εις παντα τα εϑνη δει πρωτον κηρυχϑηναι το ευαγγελιον 11 οταν δε αγαγωσιν υμας παραδιδοντες μη προμεριμνατε τι λαλησητε μηδε μελετατε αλλ ο εαν δοϑη υμιν εν εκεινη τη ωρα τουτο λαλειτε ου γαρ εστε υμεις οι λαλουντες αλλα το πνευμα το αγιον 12 παραδωσει δε αδελϕος αδελϕον εις ϑανατον και πατηρ τεκνον και επαναστησονται τεκνα επι γονεις και ϑανατωσουσιν αυτους 13 και εσεσϑε μισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου ο δε υπομεινας εις τελος ουτος σωϑησεται 14 οταν δε ιδητε το βδελυγμα της ερημωσεως το ρηϑεν υπο δανιηλ του προϕητου εστος οπου ου δει ο αναγινωσκων νοειτω τοτε οι εν τη ιουδαια ϕευγετωσαν εις τα ορη 15 ο δε επι του δωματος μη καταβατω εις την οικιαν μηδε εισελϑετω αραι τι εκ της οικιας αυτου 16 και ο εις τον αγρον ων μη επιστρεψατω εις τα οπισω αραι το ιματιον αυτου 17 ουαι δε ταις εν γαστρι εχουσαις και ταις ϑηλαζουσαις εν εκειναις ταις ημεραις 18 προσευχεσϑε δε ινα μη γενηται η ϕυγη υμων χειμωνος 19 εσονται γαρ αι ημεραι εκειναι ϑλιψις οια ου γεγονεν τοιαυτη απ αρχης κτισεως ης εκτισεν ο ϑεος εως του νυν και ου μη γενηται 20 και ει μη κυριος εκολοβωσεν τας ημερας ουκ αν εσωϑη πασα σαρξ αλλα δια τους εκλεκτους ους εξελεξατο εκολοβωσεν τας ημερας 21 και τοτε εαν τις υμιν ειπη ιδου ωδε ο χριστος η ιδου εκει μη πιστευσητε 22 εγερϑησονται γαρ ψευδοχριστοι και ψευδοπροϕηται και δωσουσιν σημεια και τερατα προς το αποπλαναν ει δυνατον και τους εκλεκτους 23 υμεις δε βλεπετε ιδου προειρηκα υμιν παντα 24 αλλ εν εκειναις ταις ημεραις μετα την ϑλιψιν εκεινην ο ηλιος σκοτισϑησεται και η σεληνη ου δωσει το ϕεγγος αυτης 25 και οι αστερες του ουρανου εσονται εκπιπτοντες και αι δυναμεις αι εν τοις ουρανοις σαλευϑησονται 26 και τοτε οψονται τον υιον του ανϑρωπου ερχομενον εν νεϕελαις μετα δυναμεως πολλης και δοξης 27 και τοτε αποστελει τους αγγελους αυτου και επισυναξει τους εκλεκτους αυτου εκ των τεσσαρων ανεμων απ ακρου γης εως ακρου ουρανου 28 απο δε της συκης μαϑετε την παραβολην οταν αυτης ηδη ο κλαδος απαλος γενηται και εκϕυη τα ϕυλλα γινωσκετε οτι εγγυς το ϑερος εστιν 29 ουτως και υμεις οταν ταυτα ιδητε γινομενα γινωσκετε οτι εγγυς εστιν επι ϑυραις 30 αμην λεγω υμιν οτι ου μη παρελϑη η γενεα αυτη μεχρις ου παντα ταυτα γενηται 31 ο ουρανος και η γη παρελευσονται οι δε λογοι μου ου μη παρελϑωσιν 32 περι δε της ημερας εκεινης και της ωρας ουδεις οιδεν ουδε οι αγγελοι οι εν ουρανω ουδε ο υιος ει μη ο πατηρ 33 βλεπετε αγρυπνειτε και προσευχεσϑε ουκ οιδατε γαρ ποτε ο καιρος εστιν 34 ως ανϑρωπος αποδημος αϕεις την οικιαν αυτου και δους τοις δουλοις αυτου την εξουσιαν και εκαστω το εργον αυτου και τω ϑυρωρω ενετειλατο ινα γρηγορη 35 γρηγορειτε ουν ουκ οιδατε γαρ ποτε ο κυριος της οικιας ερχεται οψε η μεσονυκτιου η αλεκτοροϕωνιας η πρωι 36 μη ελϑων εξαιϕνης ευρη υμας καϑευδοντας 37 α δε υμιν λεγω πασιν λεγω γρηγορειτε
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 14
1 ην δε το πασχα και τα αζυμα μετα δυο ημερας και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως αυτον εν δολω κρατησαντες αποκτεινωσιν 2 ελεγον δε μη εν τη εορτη μηποτε ϑορυβος εσται του λαου 3 και οντος αυτου εν βηϑανια εν τη οικια σιμωνος του λεπρου κατακειμενου αυτου ηλϑεν γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου πιστικης πολυτελους και συντριψασα το αλαβαστρον κατεχεεν αυτου κατα της κεϕαλης 4 ησαν δε τινες αγανακτουντες προς εαυτους και λεγοντες εις τι η απωλεια αυτη του μυρου γεγονεν 5 ηδυνατο γαρ τουτο πραϑηναι επανω τριακοσιων δηναριων και δοϑηναι τοις πτωχοις και ενεβριμωντο αυτη 6 ο δε ιησους ειπεν αϕετε αυτην τι αυτη κοπους παρεχετε καλον εργον ειργασατο εις εμε 7 παντοτε γαρ τους πτωχους εχετε μεϑ εαυτων και οταν ϑελητε δυνασϑε αυτους ευ ποιησαι εμε δε ου παντοτε εχετε 8 ο ειχεν αυτη εποιησεν προελαβεν μυρισαι μου το σωμα εις τον ενταϕιασμον 9 αμην λεγω υμιν οπου αν κηρυχϑη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον και ο εποιησεν αυτη λαληϑησεται εις μνημοσυνον αυτης 10 και ο ιουδας ο ισκαριωτης εις των δωδεκα απηλϑεν προς τους αρχιερεις ινα παραδω αυτον αυτοις 11 οι δε ακουσαντες εχαρησαν και επηγγειλαντο αυτω αργυριον δουναι και εζητει πως ευκαιρως αυτον παραδω 12 και τη πρωτη ημερα των αζυμων οτε το πασχα εϑυον λεγουσιν αυτω οι μαϑηται αυτου που ϑελεις απελϑοντες ετοιμασωμεν ινα ϕαγης το πασχα 13 και αποστελλει δυο των μαϑητων αυτου και λεγει αυτοις υπαγετε εις την πολιν και απαντησει υμιν ανϑρωπος κεραμιον υδατος βασταζων ακολουϑησατε αυτω 14 και οπου εαν εισελϑη ειπατε τω οικοδεσποτη οτι ο διδασκαλος λεγει που εστιν το καταλυμα οπου το πασχα μετα των μαϑητων μου ϕαγω 15 και αυτος υμιν δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον εκει ετοιμασατε ημιν 16 και εξηλϑον οι μαϑηται αυτου και ηλϑον εις την πολιν και ευρον καϑως ειπεν αυτοις και ητοιμασαν το πασχα 17 και οψιας γενομενης ερχεται μετα των δωδεκα 18 και ανακειμενων αυτων και εσϑιοντων ειπεν ο ιησους αμην λεγω υμιν οτι εις εξ υμων παραδωσει με ο εσϑιων μετ εμου 19 οι δε ηρξαντο λυπεισϑαι και λεγειν αυτω εις καϑ εις μητι εγω και αλλος μητι εγω 20 ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτοις εις εκ των δωδεκα ο εμβαπτομενος μετ εμου εις το τρυβλιον 21 ο μεν υιος του ανϑρωπου υπαγει καϑως γεγραπται περι αυτου ουαι δε τω ανϑρωπω εκεινω δι ου ο υιος του ανϑρωπου παραδιδοται καλον ην αυτω ει ουκ εγεννηϑη ο ανϑρωπος εκεινος 22 και εσϑιοντων αυτων λαβων ο ιησους αρτον ευλογησας εκλασεν και εδωκεν αυτοις και ειπεν λαβετε ϕαγετε τουτο εστιν το σωμα μου 23 και λαβων το ποτηριον ευχαριστησας εδωκεν αυτοις και επιον εξ αυτου παντες 24 και ειπεν αυτοις τουτο εστιν το αιμα μου το της καινης διαϑηκης το περι πολλων εκχυνομενον 25 αμην λεγω υμιν οτι ουκετι ου μη πιω εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης οταν αυτο πινω καινον εν τη βασιλεια του ϑεου 26 και υμνησαντες εξηλϑον εις το ορος των ελαιων 27 και λεγει αυτοις ο ιησους οτι παντες σκανδαλισϑησεσϑε εν εμοι εν τη νυκτι ταυτη οτι γεγραπται παταξω τον ποιμενα και διασκορπισϑησεται τα προβατα 28 αλλα μετα το εγερϑηναι με προαξω υμας εις την γαλιλαιαν 29 ο δε πετρος εϕη αυτω και ει παντες σκανδαλισϑησονται αλλ ουκ εγω 30 και λεγει αυτω ο ιησους αμην λεγω σοι οτι σημερον εν τη νυκτι ταυτη πριν η δις αλεκτορα ϕωνησαι τρις απαρνηση με 31 ο δε εκ περισσου ελεγεν μαλλον εαν με δεη συναποϑανειν σοι ου μη σε απαρνησομαι ωσαυτως δε και παντες ελεγον 32 και ερχονται εις χωριον ου το ονομα γεϑσημανη και λεγει τοις μαϑηταις αυτου καϑισατε ωδε εως προσευξωμαι 33 και παραλαμβανει τον πετρον και τον ιακωβον και ιωαννην μεϑ εαυτου και ηρξατο εκϑαμβεισϑαι και αδημονειν 34 και λεγει αυτοις περιλυπος εστιν η ψυχη μου εως ϑανατου μεινατε ωδε και γρηγορειτε 35 και προελϑων μικρον επεσεν επι της γης και προσηυχετο ινα ει δυνατον εστιν παρελϑη απ αυτου η ωρα 36 και ελεγεν αββα ο πατηρ παντα δυνατα σοι παρενεγκε το ποτηριον απ εμου τουτο αλλ ου τι εγω ϑελω αλλα τι συ 37 και ερχεται και ευρισκει αυτους καϑευδοντας και λεγει τω πετρω σιμων καϑευδεις ουκ ισχυσας μιαν ωραν γρηγορησαι 38 γρηγορειτε και προσευχεσϑε ινα μη εισελϑητε εις πειρασμον το μεν πνευμα προϑυμον η δε σαρξ ασϑενης 39 και παλιν απελϑων προσηυξατο τον αυτον λογον ειπων 40 και υποστρεψας ευρεν αυτους παλιν καϑευδοντας ησαν γαρ οι οϕϑαλμοι αυτων βεβαρημενοι και ουκ ηδεισαν τι αυτω αποκριϑωσιν 41 και ερχεται το τριτον και λεγει αυτοις καϑευδετε το λοιπον και αναπαυεσϑε απεχει ηλϑεν η ωρα ιδου παραδιδοται ο υιος του ανϑρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων 42 εγειρεσϑε αγωμεν ιδου ο παραδιδους με ηγγικεν 43 και ευϑεως ετι αυτου λαλουντος παραγινεται ιουδας εις ων των δωδεκα και μετ αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων 44 δεδωκει δε ο παραδιδους αυτον συσσημον αυτοις λεγων ον αν ϕιλησω αυτος εστιν κρατησατε αυτον και απαγαγετε ασϕαλως 45 και ελϑων ευϑεως προσελϑων αυτω λεγει ραββι ραββι και κατεϕιλησεν αυτον 46 οι δε επεβαλον επ αυτον τας χειρας αυτων και εκρατησαν αυτον 47 εις δε τις των παρεστηκοτων σπασαμενος την μαχαιραν επαισεν τον δουλον του αρχιερεως και αϕειλεν αυτου το ωτιον 48 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις ως επι ληστην εξηλϑετε μετα μαχαιρων και ξυλων συλλαβειν με 49 καϑ ημεραν ημην προς υμας εν τω ιερω διδασκων και ουκ εκρατησατε με αλλ ινα πληρωϑωσιν αι γραϕαι 50 και αϕεντες αυτον παντες εϕυγον 51 και εις τις νεανισκος ηκολουϑει αυτω περιβεβλημενος σινδονα επι γυμνου και κρατουσιν αυτον οι νεανισκοι 52 ο δε καταλιπων την σινδονα γυμνος εϕυγεν απ αυτων 53 και απηγαγον τον ιησουν προς τον αρχιερεα και συνερχονται αυτω παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις 54 και ο πετρος απο μακροϑεν ηκολουϑησεν αυτω εως εσω εις την αυλην του αρχιερεως και ην συγκαϑημενος μετα των υπηρετων και ϑερμαινομενος προς το ϕως 55 οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του ιησου μαρτυριαν εις το ϑανατωσαι αυτον και ουχ ευρισκον 56 πολλοι γαρ εψευδομαρτυρουν κατ αυτου και ισαι αι μαρτυριαι ουκ ησαν 57 και τινες ανασταντες εψευδομαρτυρουν κατ αυτου λεγοντες 58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτου λεγοντος οτι εγω καταλυσω τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον οικοδομησω 59 και ουδε ουτως ιση ην η μαρτυρια αυτων 60 και αναστας ο αρχιερευς εις το μεσον επηρωτησεν τον ιησουν λεγων ουκ αποκρινη ουδεν τι ουτοι σου καταμαρτυρουσιν 61 ο δε εσιωπα και ουδεν απεκρινατο παλιν ο αρχιερευς επηρωτα αυτον και λεγει αυτω συ ει ο χριστος ο υιος του ευλογητου 62 ο δε ιησους ειπεν εγω ειμι και οψεσϑε τον υιον του ανϑρωπου καϑημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεϕελων του ουρανου 63 ο δε αρχιερευς διαρρηξας τους χιτωνας αυτου λεγει τι ετι χρειαν εχομεν μαρτυρων 64 ηκουσατε της βλασϕημιας τι υμιν ϕαινεται οι δε παντες κατεκριναν αυτον ειναι ενοχον ϑανατου 65 και ηρξαντο τινες εμπτυειν αυτω και περικαλυπτειν το προσωπον αυτου και κολαϕιζειν αυτον και λεγειν αυτω προϕητευσον και οι υπηρεται ραπισμασιν αυτον εβαλλον 66 και οντος του πετρου εν τη αυλη κατω ερχεται μια των παιδισκων του αρχιερεως 67 και ιδουσα τον πετρον ϑερμαινομενον εμβλεψασα αυτω λεγει και συ μετα του ναζαρηνου ιησου ησϑα 68 ο δε ηρνησατο λεγων ουκ οιδα ουδε επισταμαι τι συ λεγεις και εξηλϑεν εξω εις το προαυλιον και αλεκτωρ εϕωνησεν 69 και η παιδισκη ιδουσα αυτον παλιν ηρξατο λεγειν τοις παρεστηκοσιν οτι ουτος εξ αυτων εστιν 70 ο δε παλιν ηρνειτο και μετα μικρον παλιν οι παρεστωτες ελεγον τω πετρω αληϑως εξ αυτων ει και γαρ γαλιλαιος ει και η λαλια σου ομοιαζει 71 ο δε ηρξατο αναϑεματιζειν και ομνυειν οτι ουκ οιδα τον ανϑρωπον τουτον ον λεγετε 72 και εκ δευτερου αλεκτωρ εϕωνησεν και ανεμνησϑη ο πετρος του ρηματος ου ειπεν αυτω ο ιησους οτι πριν αλεκτορα ϕωνησαι δις απαρνηση με τρις και επιβαλων εκλαιεν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 15
1 και ευϑεως επι το πρωι συμβουλιον ποιησαντες οι αρχιερεις μετα των πρεσβυτερων και γραμματεων και ολον το συνεδριον δησαντες τον ιησουν απηνεγκαν και παρεδωκαν τω πιλατω 2 και επηρωτησεν αυτον ο πιλατος συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων ο δε αποκριϑεις ειπεν αυτω συ λεγεις 3 και κατηγορουν αυτου οι αρχιερεις πολλα 4 ο δε πιλατος παλιν επηρωτησεν αυτον λεγων ουκ αποκρινη ουδεν ιδε ποσα σου καταμαρτυρουσιν 5 ο δε ιησους ουκετι ουδεν απεκριϑη ωστε ϑαυμαζειν τον πιλατον 6 κατα δε εορτην απελυεν αυτοις ενα δεσμιον ονπερ ητουντο 7 ην δε ο λεγομενος βαραββας μετα των συστασιαστων δεδεμενος οιτινες εν τη στασει ϕονον πεποιηκεισαν 8 και αναβοησας ο οχλος ηρξατο αιτεισϑαι καϑως αει εποιει αυτοις 9 ο δε πιλατος απεκριϑη αυτοις λεγων ϑελετε απολυσω υμιν τον βασιλεα των ιουδαιων 10 εγινωσκεν γαρ οτι δια ϕϑονον παραδεδωκεισαν αυτον οι αρχιερεις 11 οι δε αρχιερεις ανεσεισαν τον οχλον ινα μαλλον τον βαραββαν απολυση αυτοις 12 ο δε πιλατος αποκριϑεις παλιν ειπεν αυτοις τι ουν ϑελετε ποιησω ον λεγετε βασιλεα των ιουδαιων 13 οι δε παλιν εκραξαν σταυρωσον αυτον 14 ο δε πιλατος ελεγεν αυτοις τι γαρ κακον εποιησεν οι δε περισσοτερως εκραξαν σταυρωσον αυτον 15 ο δε πιλατος βουλομενος τω οχλω το ικανον ποιησαι απελυσεν αυτοις τον βαραββαν και παρεδωκεν τον ιησουν ϕραγελλωσας ινα σταυρωϑη 16 οι δε στρατιωται απηγαγον αυτον εσω της αυλης ο εστιν πραιτωριον και συγκαλουσιν ολην την σπειραν 17 και ενδυουσιν αυτον πορϕυραν και περιτιϑεασιν αυτω πλεξαντες ακανϑινον στεϕανον 18 και ηρξαντο ασπαζεσϑαι αυτον χαιρε βασιλευ των ιουδαιων 19 και ετυπτον αυτου την κεϕαλην καλαμω και ενεπτυον αυτω και τιϑεντες τα γονατα προσεκυνουν αυτω 20 και οτε ενεπαιξαν αυτω εξεδυσαν αυτον την πορϕυραν και ενεδυσαν αυτον τα ιματια τα ιδια και εξαγουσιν αυτον ινα σταυρωσωσιν αυτον 21 και αγγαρευουσιν παραγοντα τινα σιμωνα κυρηναιον ερχομενον απ αγρου τον πατερα αλεξανδρου και ρουϕου ινα αρη τον σταυρον αυτου 22 και ϕερουσιν αυτον επι γολγοϑα τοπον ο εστιν μεϑερμηνευομενον κρανιου τοπος 23 και εδιδουν αυτω πιειν εσμυρνισμενον οινον ο δε ουκ ελαβεν 24 και σταυρωσαντες αυτον διεμεριζον τα ιματια αυτου βαλλοντες κληρον επ αυτα τις τι αρη 25 ην δε ωρα τριτη και εσταυρωσαν αυτον 26 και ην η επιγραϕη της αιτιας αυτου επιγεγραμμενη ο βασιλευς των ιουδαιων 27 και συν αυτω σταυρουσιν δυο ληστας ενα εκ δεξιων και ενα εξ ευωνυμων αυτου 28 και επληρωϑη η γραϕη η λεγουσα και μετα ανομων ελογισϑη 29 και οι παραπορευομενοι εβλασϕημουν αυτον κινουντες τας κεϕαλας αυτων και λεγοντες ουα ο καταλυων τον ναον και εν τρισιν ημεραις οικοδομων 30 σωσον σεαυτον και καταβα απο του σταυρου 31 ομοιως δε και οι αρχιερεις εμπαιζοντες προς αλληλους μετα των γραμματεων ελεγον αλλους εσωσεν εαυτον ου δυναται σωσαι 32 ο χριστος ο βασιλευς του ισραηλ καταβατω νυν απο του σταυρου ινα ιδωμεν και πιστευσωμεν και οι συνεσταυρωμενοι αυτω ωνειδιζον αυτον 33 γενομενης δε ωρας εκτης σκοτος εγενετο εϕ ολην την γην εως ωρας εννατης 34 και τη ωρα τη εννατη εβοησεν ο ιησους ϕωνη μεγαλη λεγων ελωι ελωι λαμμα σαβαχϑανι ο εστιν μεϑερμηνευομενον ο ϑεος μου ο ϑεος μου εις τι με εγκατελιπες 35 και τινες των παρεστηκοτων ακουσαντες ελεγον ιδου ηλιαν ϕωνει 36 δραμων δε εις και γεμισας σπογγον οξους περιϑεις τε καλαμω εποτιζεν αυτον λεγων αϕετε ιδωμεν ει ερχεται ηλιας καϑελειν αυτον 37 ο δε ιησους αϕεις ϕωνην μεγαλην εξεπνευσεν 38 και το καταπετασμα του ναου εσχισϑη εις δυο απο ανωϑεν εως κατω 39 ιδων δε ο κεντυριων ο παρεστηκως εξ εναντιας αυτου οτι ουτως κραξας εξεπνευσεν ειπεν αληϑως ο ανϑρωπος ουτος υιος ην ϑεου 40 ησαν δε και γυναικες απο μακροϑεν ϑεωρουσαι εν αις ην και μαρια η μαγδαληνη και μαρια η του ιακωβου του μικρου και ιωση μητηρ και σαλωμη 41 αι και οτε ην εν τη γαλιλαια ηκολουϑουν αυτω και διηκονουν αυτω και αλλαι πολλαι αι συναναβασαι αυτω εις ιεροσολυμα 42 και ηδη οψιας γενομενης επει ην παρασκευη ο εστιν προσαββατον 43 ηλϑεν ιωσηϕ ο απο αριμαϑαιας ευσχημων βουλευτης ος και αυτος ην προσδεχομενος την βασιλειαν του ϑεου τολμησας εισηλϑεν προς πιλατον και ητησατο το σωμα του ιησου 44 ο δε πιλατος εϑαυμασεν ει ηδη τεϑνηκεν και προσκαλεσαμενος τον κεντυριωνα επηρωτησεν αυτον ει παλαι απεϑανεν 45 και γνους απο του κεντυριωνος εδωρησατο το σωμα τω ιωσηϕ 46 και αγορασας σινδονα και καϑελων αυτον ενειλησεν τη σινδονι και κατεϑηκεν αυτον εν μνημειω ο ην λελατομημενον εκ πετρας και προσεκυλισεν λιϑον επι την ϑυραν του μνημειου 47 η δε μαρια η μαγδαληνη και μαρια ιωση εϑεωρουν που τιϑεται
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Μαρκον caput 16
1 και διαγενομενου του σαββατου μαρια η μαγδαληνη και μαρια η του ιακωβου και σαλωμη ηγορασαν αρωματα ινα ελϑουσαι αλειψωσιν αυτον 2 και λιαν πρωι της μιας σαββατων ερχονται επι το μνημειον ανατειλαντος του ηλιου 3 και ελεγον προς εαυτας τις αποκυλισει ημιν τον λιϑον εκ της ϑυρας του μνημειου 4 και αναβλεψασαι ϑεωρουσιν οτι αποκεκυλισται ο λιϑος ην γαρ μεγας σϕοδρα 5 και εισελϑουσαι εις το μνημειον ειδον νεανισκον καϑημενον εν τοις δεξιοις περιβεβλημενον στολην λευκην και εξεϑαμβηϑησαν 6 ο δε λεγει αυταις μη εκϑαμβεισϑε ιησουν ζητειτε τον ναζαρηνον τον εσταυρωμενον ηγερϑη ουκ εστιν ωδε ιδε ο τοπος οπου εϑηκαν αυτον 7 αλλ υπαγετε ειπατε τοις μαϑηταις αυτου και τω πετρω οτι προαγει υμας εις την γαλιλαιαν εκει αυτον οψεσϑε καϑως ειπεν υμιν 8 και εξελϑουσαι ταχυ εϕυγον απο του μνημειου ειχεν δε αυτας τρομος και εκστασις και ουδενι ουδεν ειπον εϕοβουντο γαρ 9 αναστας δε πρωι πρωτη σαββατου εϕανη πρωτον μαρια τη μαγδαληνη αϕ ης εκβεβληκει επτα δαιμονια 10 εκεινη πορευϑεισα απηγγειλεν τοις μετ αυτου γενομενοις πενϑουσιν και κλαιουσιν 11 κακεινοι ακουσαντες οτι ζη και εϑεαϑη υπ αυτης ηπιστησαν 12 μετα δε ταυτα δυσιν εξ αυτων περιπατουσιν εϕανερωϑη εν ετερα μορϕη πορευομενοις εις αγρον 13 κακεινοι απελϑοντες απηγγειλαν τοις λοιποις ουδε εκεινοις επιστευσαν 14 υστερον ανακειμενοις αυτοις τοις ενδεκα εϕανερωϑη και ωνειδισεν την απιστιαν αυτων και σκληροκαρδιαν οτι τοις ϑεασαμενοις αυτον εγηγερμενον ουκ επιστευσαν 15 και ειπεν αυτοις πορευϑεντες εις τον κοσμον απαντα κηρυξατε το ευαγγελιον παση τη κτισει 16 ο πιστευσας και βαπτισϑεις σωϑησεται ο δε απιστησας κατακριϑησεται 17 σημεια δε τοις πιστευσασιν ταυτα παρακολουϑησει εν τω ονοματι μου δαιμονια εκβαλουσιν γλωσσαις λαλησουσιν καιναις 18 οϕεις αρουσιν καν ϑανασιμον τι πιωσιν ου μη αυτους βλαψει επι αρρωστους χειρας επιϑησουσιν και καλως εξουσιν 19 ο μεν ουν κυριος μετα το λαλησαι αυτοις ανεληϕϑη εις τον ουρανον και εκαϑισεν εκ δεξιων του ϑεου 20 εκεινοι δε εξελϑοντες εκηρυξαν πανταχου του κυριου συνεργουντος και τον λογον βεβαιουντος δια των επακολουϑουντων σημειων αμην Εξπλιχιτ Εϖανγελιυμ σεχυνδυμ Μαρχυμ
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 1
1 επειδηπερ πολλοι επεχειρησαν αναταξασϑαι διηγησιν περι των πεπληροϕορημενων εν ημιν πραγματων 2 καϑως παρεδοσαν ημιν οι απ αρχης αυτοπται και υπηρεται γενομενοι του λογου 3 εδοξεν καμοι παρηκολουϑηκοτι ανωϑεν πασιν ακριβως καϑεξης σοι γραψαι κρατιστε ϑεοϕιλε 4 ινα επιγνως περι ων κατηχηϑης λογων την ασϕαλειαν 5 εγενετο εν ταις ημεραις ηρωδου του βασιλεως της ιουδαιας ιερευς τις ονοματι ζαχαριας εξ εϕημεριας αβια και η γυνη αυτου εκ των ϑυγατερων ααρων και το ονομα αυτης ελισαβετ 6 ησαν δε δικαιοι αμϕοτεροι ενωπιον του ϑεου πορευομενοι εν πασαις ταις εντολαις και δικαιωμασιν του κυριου αμεμπτοι 7 και ουκ ην αυτοις τεκνον καϑοτι η ελισαβετ ην στειρα και αμϕοτεροι προβεβηκοτες εν ταις ημεραις αυτων ησαν 8 εγενετο δε εν τω ιερατευειν αυτον εν τη ταξει της εϕημεριας αυτου εναντι του ϑεου 9 κατα το εϑος της ιερατειας ελαχεν του ϑυμιασαι εισελϑων εις τον ναον του κυριου 10 και παν το πληϑος του λαου ην προσευχομενον εξω τη ωρα του ϑυμιαματος 11 ωϕϑη δε αυτω αγγελος κυριου εστως εκ δεξιων του ϑυσιαστηριου του ϑυμιαματος 12 και εταραχϑη ζαχαριας ιδων και ϕοβος επεπεσεν επ αυτον 13 ειπεν δε προς αυτον ο αγγελος μη ϕοβου ζαχαρια διοτι εισηκουσϑη η δεησις σου και η γυνη σου ελισαβετ γεννησει υιον σοι και καλεσεις το ονομα αυτου ιωαννην 14 και εσται χαρα σοι και αγαλλιασις και πολλοι επι τη γεννησει αυτου χαρησονται 15 εσται γαρ μεγας ενωπιον του κυριου και οινον και σικερα ου μη πιη και πνευματος αγιου πλησϑησεται ετι εκ κοιλιας μητρος αυτου 16 και πολλους των υιων ισραηλ επιστρεψει επι κυριον τον ϑεον αυτων 17 και αυτος προελευσεται ενωπιον αυτου εν πνευματι και δυναμει ηλιου επιστρεψαι καρδιας πατερων επι τεκνα και απειϑεις εν ϕρονησει δικαιων ετοιμασαι κυριω λαον κατεσκευασμενον 18 και ειπεν ζαχαριας προς τον αγγελον κατα τι γνωσομαι τουτο εγω γαρ ειμι πρεσβυτης και η γυνη μου προβεβηκυια εν ταις ημεραις αυτης 19 και αποκριϑεις ο αγγελος ειπεν αυτω εγω ειμι γαβριηλ ο παρεστηκως ενωπιον του ϑεου και απεσταλην λαλησαι προς σε και ευαγγελισασϑαι σοι ταυτα 20 και ιδου εση σιωπων και μη δυναμενος λαλησαι αχρι ης ημερας γενηται ταυτα ανϑ ων ουκ επιστευσας τοις λογοις μου οιτινες πληρωϑησονται εις τον καιρον αυτων 21 και ην ο λαος προσδοκων τον ζαχαριαν και εϑαυμαζον εν τω χρονιζειν αυτον εν τω ναω 22 εξελϑων δε ουκ ηδυνατο λαλησαι αυτοις και επεγνωσαν οτι οπτασιαν εωρακεν εν τω ναω και αυτος ην διανευων αυτοις και διεμενεν κωϕος 23 και εγενετο ως επλησϑησαν αι ημεραι της λειτουργιας αυτου απηλϑεν εις τον οικον αυτου 24 μετα δε ταυτας τας ημερας συνελαβεν ελισαβετ η γυνη αυτου και περιεκρυβεν εαυτην μηνας πεντε λεγουσα 25 οτι ουτως μοι πεποιηκεν ο κυριος εν ημεραις αις επειδεν αϕελειν το ονειδος μου εν ανϑρωποις 26 εν δε τω μηνι τω εκτω απεσταλη ο αγγελος γαβριηλ υπο του ϑεου εις πολιν της γαλιλαιας η ονομα ναζαρετ 27 προς παρϑενον μεμνηστευμενην ανδρι ω ονομα ιωσηϕ εξ οικου δαβιδ και το ονομα της παρϑενου μαριαμ 28 και εισελϑων ο αγγελος προς αυτην ειπεν χαιρε κεχαριτωμενη ο κυριος μετα σου ευλογημενη συ εν γυναιξιν 29 η δε ιδουσα διεταραχϑη επι τω λογω αυτου και διελογιζετο ποταπος ειη ο ασπασμος ουτος 30 και ειπεν ο αγγελος αυτη μη ϕοβου μαριαμ ευρες γαρ χαριν παρα τω ϑεω 31 και ιδου συλληψη εν γαστρι και τεξη υιον και καλεσεις το ονομα αυτου ιησουν 32 ουτος εσται μεγας και υιος υψιστου κληϑησεται και δωσει αυτω κυριος ο ϑεος τον ϑρονον δαβιδ του πατρος αυτου 33 και βασιλευσει επι τον οικον ιακωβ εις τους αιωνας και της βασιλειας αυτου ουκ εσται τελος 34 ειπεν δε μαριαμ προς τον αγγελον πως εσται τουτο επει ανδρα ου γινωσκω 35 και αποκριϑεις ο αγγελος ειπεν αυτη πνευμα αγιον επελευσεται επι σε και δυναμις υψιστου επισκιασει σοι διο και το γεννωμενον αγιον κληϑησεται υιος ϑεου 36 και ιδου ελισαβετ η συγγενης σου και αυτη συνειληϕυια υιον εν γηρα αυτης και ουτος μην εκτος εστιν αυτη τη καλουμενη στειρα 37 οτι ουκ αδυνατησει παρα τω ϑεω παν ρημα 38 ειπεν δε μαριαμ ιδου η δουλη κυριου γενοιτο μοι κατα το ρημα σου και απηλϑεν απ αυτης ο αγγελος 39 αναστασα δε μαριαμ εν ταις ημεραις ταυταις επορευϑη εις την ορεινην μετα σπουδης εις πολιν ιουδα 40 και εισηλϑεν εις τον οικον ζαχαριου και ησπασατο την ελισαβετ 41 και εγενετο ως ηκουσεν η ελισαβετ τον ασπασμον της μαριας εσκιρτησεν το βρεϕος εν τη κοιλια αυτης και επλησϑη πνευματος αγιου η ελισαβετ 42 και ανεϕωνησεν ϕωνη μεγαλη και ειπεν ευλογημενη συ εν γυναιξιν και ευλογημενος ο καρπος της κοιλιας σου 43 και ποϑεν μοι τουτο ινα ελϑη η μητηρ του κυριου μου προς με 44 ιδου γαρ ως εγενετο η ϕωνη του ασπασμου σου εις τα ωτα μου εσκιρτησεν εν αγαλλιασει το βρεϕος εν τη κοιλια μου 45 και μακαρια η πιστευσασα οτι εσται τελειωσις τοις λελαλημενοις αυτη παρα κυριου 46 και ειπεν μαριαμ μεγαλυνει η ψυχη μου τον κυριον 47 και ηγαλλιασεν το πνευμα μου επι τω ϑεω τω σωτηρι μου 48 οτι επεβλεψεν επι την ταπεινωσιν της δουλης αυτου ιδου γαρ απο του νυν μακαριουσιν με πασαι αι γενεαι 49 οτι εποιησεν μοι μεγαλεια ο δυνατος και αγιον το ονομα αυτου 50 και το ελεος αυτου εις γενεας γενεων τοις ϕοβουμενοις αυτον 51 εποιησεν κρατος εν βραχιονι αυτου διεσκορπισεν υπερηϕανους διανοια καρδιας αυτων 52 καϑειλεν δυναστας απο ϑρονων και υψωσεν ταπεινους 53 πεινωντας ενεπλησεν αγαϑων και πλουτουντας εξαπεστειλεν κενους 54 αντελαβετο ισραηλ παιδος αυτου μνησϑηναι ελεους 55 καϑως ελαλησεν προς τους πατερας ημων τω αβρααμ και τω σπερματι αυτου εις τον αιωνα 56 εμεινεν δε μαριαμ συν αυτη ωσει μηνας τρεις και υπεστρεψεν εις τον οικον αυτης 57 τη δε ελισαβετ επλησϑη ο χρονος του τεκειν αυτην και εγεννησεν υιον 58 και ηκουσαν οι περιοικοι και οι συγγενεις αυτης οτι εμεγαλυνεν κυριος το ελεος αυτου μετ αυτης και συνεχαιρον αυτη 59 και εγενετο εν τη ογδοη ημερα ηλϑον περιτεμειν το παιδιον και εκαλουν αυτο επι τω ονοματι του πατρος αυτου ζαχαριαν 60 και αποκριϑεισα η μητηρ αυτου ειπεν ουχι αλλα κληϑησεται ιωαννης 61 και ειπον προς αυτην οτι ουδεις εστιν εν τη συγγενεια σου ος καλειται τω ονοματι τουτω 62 ενενευον δε τω πατρι αυτου το τι αν ϑελοι καλεισϑαι αυτον 63 και αιτησας πινακιδιον εγραψεν λεγων ιωαννης εστιν το ονομα αυτου και εϑαυμασαν παντες 64 ανεωχϑη δε το στομα αυτου παραχρημα και η γλωσσα αυτου και ελαλει ευλογων τον ϑεον 65 και εγενετο επι παντας ϕοβος τους περιοικουντας αυτους και εν ολη τη ορεινη της ιουδαιας διελαλειτο παντα τα ρηματα ταυτα 66 και εϑεντο παντες οι ακουσαντες εν τη καρδια αυτων λεγοντες τι αρα το παιδιον τουτο εσται και χειρ κυριου ην μετ αυτου 67 και ζαχαριας ο πατηρ αυτου επλησϑη πνευματος αγιου και προεϕητευσεν λεγων 68 ευλογητος κυριος ο ϑεος του ισραηλ οτι επεσκεψατο και εποιησεν λυτρωσιν τω λαω αυτου 69 και ηγειρεν κερας σωτηριας ημιν εν τω οικω δαβιδ του παιδος αυτου 70 καϑως ελαλησεν δια στοματος των αγιων των απ αιωνος προϕητων αυτου 71 σωτηριαν εξ εχϑρων ημων και εκ χειρος παντων των μισουντων ημας 72 ποιησαι ελεος μετα των πατερων ημων και μνησϑηναι διαϑηκης αγιας αυτου 73 ορκον ον ωμοσεν προς αβρααμ τον πατερα ημων του δουναι ημιν 74 αϕοβως εκ χειρος των εχϑρων ημων ρυσϑεντας λατρευειν αυτω 75 εν οσιοτητι και δικαιοσυνη ενωπιον αυτου πασας τας ημερας της ζωης ημων 76 και συ παιδιον προϕητης υψιστου κληϑηση προπορευση γαρ προ προσωπου κυριου ετοιμασαι οδους αυτου 77 του δουναι γνωσιν σωτηριας τω λαω αυτου εν αϕεσει αμαρτιων αυτων 78 δια σπλαγχνα ελεους ϑεου ημων εν οις επεσκεψατο ημας ανατολη εξ υψους 79 επιϕαναι τοις εν σκοτει και σκια ϑανατου καϑημενοις του κατευϑυναι τους ποδας ημων εις οδον ειρηνης 80 το δε παιδιον ηυξανεν και εκραταιουτο πνευματι και ην εν ταις ερημοις εως ημερας αναδειξεως αυτου προς τον ισραηλ
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 2
1 εγενετο δε εν ταις ημεραις εκειναις εξηλϑεν δογμα παρα καισαρος αυγουστου απογραϕεσϑαι πασαν την οικουμενην 2 αυτη η απογραϕη πρωτη εγενετο ηγεμονευοντος της συριας κυρηνιου 3 και επορευοντο παντες απογραϕεσϑαι εκαστος εις την ιδιαν πολιν 4 ανεβη δε και ιωσηϕ απο της γαλιλαιας εκ πολεως ναζαρετ εις την ιουδαιαν εις πολιν δαβιδ ητις καλειται βηϑλεεμ δια το ειναι αυτον εξ οικου και πατριας δαβιδ 5 απογραψασϑαι συν μαριαμ τη μεμνηστευμενη αυτω γυναικι ουση εγκυω 6 εγενετο δε εν τω ειναι αυτους εκει επλησϑησαν αι ημεραι του τεκειν αυτην 7 και ετεκεν τον υιον αυτης τον πρωτοτοκον και εσπαργανωσεν αυτον και ανεκλινεν αυτον εν τη ϕατνη διοτι ουκ ην αυτοις τοπος εν τω καταλυματι 8 και ποιμενες ησαν εν τη χωρα τη αυτη αγραυλουντες και ϕυλασσοντες ϕυλακας της νυκτος επι την ποιμνην αυτων 9 και ιδου αγγελος κυριου επεστη αυτοις και δοξα κυριου περιελαμψεν αυτους και εϕοβηϑησαν ϕοβον μεγαν 10 και ειπεν αυτοις ο αγγελος μη ϕοβεισϑε ιδου γαρ ευαγγελιζομαι υμιν χαραν μεγαλην ητις εσται παντι τω λαω 11 οτι ετεχϑη υμιν σημερον σωτηρ ος εστιν χριστος κυριος εν πολει δαβιδ 12 και τουτο υμιν το σημειον ευρησετε βρεϕος εσπαργανωμενον κειμενον εν τη ϕατνη 13 και εξαιϕνης εγενετο συν τω αγγελω πληϑος στρατιας ουρανιου αινουντων τον ϑεον και λεγοντων 14 δοξα εν υψιστοις ϑεω και επι γης ειρηνη εν ανϑρωποις ευδοκια 15 και εγενετο ως απηλϑον απ αυτων εις τον ουρανον οι αγγελοι και οι ανϑρωποι οι ποιμενες ειπον προς αλληλους διελϑωμεν δη εως βηϑλεεμ και ιδωμεν το ρημα τουτο το γεγονος ο ο κυριος εγνωρισεν ημιν 16 και ηλϑον σπευσαντες και ανευρον την τε μαριαμ και τον ιωσηϕ και το βρεϕος κειμενον εν τη ϕατνη 17 ιδοντες δε διεγνωρισαν περι του ρηματος του λαληϑεντος αυτοις περι του παιδιου τουτου 18 και παντες οι ακουσαντες εϑαυμασαν περι των λαληϑεντων υπο των ποιμενων προς αυτους 19 η δε μαριαμ παντα συνετηρει τα ρηματα ταυτα συμβαλλουσα εν τη καρδια αυτης 20 και επεστρεψαν οι ποιμενες δοξαζοντες και αινουντες τον ϑεον επι πασιν οις ηκουσαν και ειδον καϑως ελαληϑη προς αυτους 21 και οτε επλησϑησαν ημεραι οκτω του περιτεμειν το παιδιον και εκληϑη το ονομα αυτου ιησους το κληϑεν υπο του αγγελου προ του συλληϕϑηναι αυτον εν τη κοιλια 22 και οτε επλησϑησαν αι ημεραι του καϑαρισμου αυτων κατα τον νομον μωσεως ανηγαγον αυτον εις ιεροσολυμα παραστησαι τω κυριω 23 καϑως γεγραπται εν νομω κυριου οτι παν αρσεν διανοιγον μητραν αγιον τω κυριω κληϑησεται 24 και του δουναι ϑυσιαν κατα το ειρημενον εν νομω κυριου ζευγος τρυγονων η δυο νεοσσους περιστερων 25 και ιδου ην ανϑρωπος εν ιερουσαλημ ω ονομα συμεων και ο ανϑρωπος ουτος δικαιος και ευλαβης προσδεχομενος παρακλησιν του ισραηλ και πνευμα αγιον ην επ αυτον 26 και ην αυτω κεχρηματισμενον υπο του πνευματος του αγιου μη ιδειν ϑανατον πριν η ιδη τον χριστον κυριου 27 και ηλϑεν εν τω πνευματι εις το ιερον και εν τω εισαγαγειν τους γονεις το παιδιον ιησουν του ποιησαι αυτους κατα το ειϑισμενον του νομου περι αυτου 28 και αυτος εδεξατο αυτο εις τας αγκαλας αυτου και ευλογησεν τον ϑεον και ειπεν 29 νυν απολυεις τον δουλον σου δεσποτα κατα το ρημα σου εν ειρηνη 30 οτι ειδον οι οϕϑαλμοι μου το σωτηριον σου 31 ο ητοιμασας κατα προσωπον παντων των λαων 32 ϕως εις αποκαλυψιν εϑνων και δοξαν λαου σου ισραηλ 33 και ην ιωσηϕ και η μητηρ αυτου ϑαυμαζοντες επι τοις λαλουμενοις περι αυτου 34 και ευλογησεν αυτους συμεων και ειπεν προς μαριαμ την μητερα αυτου ιδου ουτος κειται εις πτωσιν και αναστασιν πολλων εν τω ισραηλ και εις σημειον αντιλεγομενον 35 και σου δε αυτης την ψυχην διελευσεται ρομϕαια οπως αν αποκαλυϕϑωσιν εκ πολλων καρδιων διαλογισμοι 36 και ην αννα προϕητις ϑυγατηρ ϕανουηλ εκ ϕυλης ασηρ αυτη προβεβηκυια εν ημεραις πολλαις ζησασα ετη μετα ανδρος επτα απο της παρϑενιας αυτης 37 και αυτη χηρα ως ετων ογδοηκοντατεσσαρων η ουκ αϕιστατο απο του ιερου νηστειαις και δεησεσιν λατρευουσα νυκτα και ημεραν 38 και αυτη αυτη τη ωρα επιστασα ανϑωμολογειτο τω κυριω και ελαλει περι αυτου πασιν τοις προσδεχομενοις λυτρωσιν εν ιερουσαλημ 39 και ως ετελεσαν απαντα τα κατα τον νομον κυριου υπεστρεψαν εις την γαλιλαιαν εις την πολιν αυτων ναζαρετ 40 το δε παιδιον ηυξανεν και εκραταιουτο πνευματι πληρουμενον σοϕιας και χαρις ϑεου ην επ αυτο 41 και επορευοντο οι γονεις αυτου κατ ετος εις ιερουσαλημ τη εορτη του πασχα 42 και οτε εγενετο ετων δωδεκα αναβαντων αυτων εις ιεροσολυμα κατα το εϑος της εορτης 43 και τελειωσαντων τας ημερας εν τω υποστρεϕειν αυτους υπεμεινεν ιησους ο παις εν ιερουσαλημ και ουκ εγνω ιωσηϕ και η μητηρ αυτου 44 νομισαντες δε αυτον εν τη συνοδια ειναι ηλϑον ημερας οδον και ανεζητουν αυτον εν τοις συγγενεσιν και εν τοις γνωστοις 45 και μη ευροντες αυτον υπεστρεψαν εις ιερουσαλημ ζητουντες αυτον 46 και εγενετο μεϑ ημερας τρεις ευρον αυτον εν τω ιερω καϑεζομενον εν μεσω των διδασκαλων και ακουοντα αυτων και επερωτωντα αυτους 47 εξισταντο δε παντες οι ακουοντες αυτου επι τη συνεσει και ταις αποκρισεσιν αυτου 48 και ιδοντες αυτον εξεπλαγησαν και προς αυτον η μητηρ αυτου ειπεν τεκνον τι εποιησας ημιν ουτως ιδου ο πατηρ σου καγω οδυνωμενοι εζητουμεν σε 49 και ειπεν προς αυτους τι οτι εζητειτε με ουκ ηδειτε οτι εν τοις του πατρος μου δει ειναι με 50 και αυτοι ου συνηκαν το ρημα ο ελαλησεν αυτοις 51 και κατεβη μετ αυτων και ηλϑεν εις ναζαρετ και ην υποτασσομενος αυτοις και η μητηρ αυτου διετηρει παντα τα ρηματα ταυτα εν τη καρδια αυτης 52 και ιησους προεκοπτεν σοϕια και ηλικια και χαριτι παρα ϑεω και ανϑρωποις
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 3
1 εν ετει δε πεντεκαιδεκατω της ηγεμονιας τιβεριου καισαρος ηγεμονευοντος ποντιου πιλατου της ιουδαιας και τετραρχουντος της γαλιλαιας ηρωδου ϕιλιππου δε του αδελϕου αυτου τετραρχουντος της ιτουραιας και τραχωνιτιδος χωρας και λυσανιου της αβιληνης τετραρχουντος 2 επ αρχιερεων αννα και καιαϕα εγενετο ρημα ϑεου επι ιωαννην τον του ζαχαριου υιον εν τη ερημω 3 και ηλϑεν εις πασαν την περιχωρον του ιορδανου κηρυσσων βαπτισμα μετανοιας εις αϕεσιν αμαρτιων 4 ως γεγραπται εν βιβλω λογων ησαιου του προϕητου λεγοντος ϕωνη βοωντος εν τη ερημω ετοιμασατε την οδον κυριου ευϑειας ποιειτε τας τριβους αυτου 5 πασα ϕαραγξ πληρωϑησεται και παν ορος και βουνος ταπεινωϑησεται και εσται τα σκολια εις ευϑειαν και αι τραχειαι εις οδους λειας 6 και οψεται πασα σαρξ το σωτηριον του ϑεου 7 ελεγεν ουν τοις εκπορευομενοις οχλοις βαπτισϑηναι υπ αυτου γεννηματα εχιδνων τις υπεδειξεν υμιν ϕυγειν απο της μελλουσης οργης 8 ποιησατε ουν καρπους αξιους της μετανοιας και μη αρξησϑε λεγειν εν εαυτοις πατερα εχομεν τον αβρααμ λεγω γαρ υμιν οτι δυναται ο ϑεος εκ των λιϑων τουτων εγειραι τεκνα τω αβρααμ 9 ηδη δε και η αξινη προς την ριζαν των δενδρων κειται παν ουν δενδρον μη ποιουν καρπον καλον εκκοπτεται και εις πυρ βαλλεται 10 και επηρωτων αυτον οι οχλοι λεγοντες τι ουν ποιησομεν 11 αποκριϑεις δε λεγει αυτοις ο εχων δυο χιτωνας μεταδοτω τω μη εχοντι και ο εχων βρωματα ομοιως ποιειτω 12 ηλϑον δε και τελωναι βαπτισϑηναι και ειπον προς αυτον διδασκαλε τι ποιησομεν 13 ο δε ειπεν προς αυτους μηδεν πλεον παρα το διατεταγμενον υμιν πρασσετε 14 επηρωτων δε αυτον και στρατευομενοι λεγοντες και ημεις τι ποιησομεν και ειπεν προς αυτους μηδενα διασεισητε μηδε συκοϕαντησητε και αρκεισϑε τοις οψωνιοις υμων 15 προσδοκωντος δε του λαου και διαλογιζομενων παντων εν ταις καρδιαις αυτων περι του ιωαννου μηποτε αυτος ειη ο χριστος 16 απεκρινατο ο ιωαννης απασιν λεγων εγω μεν υδατι βαπτιζω υμας ερχεται δε ο ισχυροτερος μου ου ουκ ειμι ικανος λυσαι τον ιμαντα των υποδηματων αυτου αυτος υμας βαπτισει εν πνευματι αγιω και πυρι 17 ου το πτυον εν τη χειρι αυτου και διακαϑαριει την αλωνα αυτου και συναξει τον σιτον εις την αποϑηκην αυτου το δε αχυρον κατακαυσει πυρι ασβεστω 18 πολλα μεν ουν και ετερα παρακαλων ευηγγελιζετο τον λαον 19 ο δε ηρωδης ο τετραρχης ελεγχομενος υπ αυτου περι ηρωδιαδος της γυναικος ϕιλιππου του αδελϕου αυτου και περι παντων ων εποιησεν πονηρων ο ηρωδης 20 προσεϑηκεν και τουτο επι πασιν και κατεκλεισεν τον ιωαννην εν τη ϕυλακη 21 εγενετο δε εν τω βαπτισϑηναι απαντα τον λαον και ιησου βαπτισϑεντος και προσευχομενου ανεωχϑηναι τον ουρανον 22 και καταβηναι το πνευμα το αγιον σωματικω ειδει ωσει περιστεραν επ αυτον και ϕωνην εξ ουρανου γενεσϑαι λεγουσαν συ ει ο υιος μου ο αγαπητος εν σοι ηυδοκησα 23 και αυτος ην ο ιησους ωσει ετων τριακοντα αρχομενος ων ως ενομιζετο υιος ιωσηϕ του ηλι 24 του ματϑατ του λευι του μελχι του ιαννα του ιωσηϕ 25 του ματταϑιου του αμως του ναουμ του εσλι του ναγγαι 26 του μααϑ του ματταϑιου του σεμει του ιωσηϕ του ιουδα 27 του ιωαννα του ρησα του ζοροβαβελ του σαλαϑιηλ του νηρι 28 του μελχι του αδδι του κωσαμ του ελμωδαμ του ηρ 29 του ιωση του ελιεζερ του ιωρειμ του ματϑατ του λευι 30 του συμεων του ιουδα του ιωσηϕ του ιωναν του ελιακειμ 31 του μελεα του μαιναν του ματταϑα του ναϑαν του δαβιδ 32 του ιεσσαι του ωβηδ του βοοζ του σαλμων του ναασσων 33 του αμιναδαβ του αραμ του εσρωμ του ϕαρες του ιουδα 34 του ιακωβ του ισαακ του αβρααμ του ϑαρα του ναχωρ 35 του σαρουχ του ραγαυ του ϕαλεκ του εβερ του σαλα 36 του καιναν του αρϕαξαδ του σημ του νωε του λαμεχ 37 του μαϑουσαλα του ενωχ του ιαρεδ του μαλελεηλ του καιναν 38 του ενως του σηϑ του αδαμ του ϑεου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 4
1 ιησους δε πνευματος αγιου πληρης υπεστρεψεν απο του ιορδανου και ηγετο εν τω πνευματι εις την ερημον 2 ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του διαβολου και ουκ εϕαγεν ουδεν εν ταις ημεραις εκειναις και συντελεσϑεισων αυτων υστερον επεινασεν 3 και ειπεν αυτω ο διαβολος ει υιος ει του ϑεου ειπε τω λιϑω τουτω ινα γενηται αρτος 4 και απεκριϑη ιησους προς αυτον λεγων γεγραπται οτι ουκ επ αρτω μονω ζησεται ο ανϑρωπος αλλ επι παντι ρηματι ϑεου 5 και αναγαγων αυτον ο διαβολος εις ορος υψηλον εδειξεν αυτω πασας τας βασιλειας της οικουμενης εν στιγμη χρονου 6 και ειπεν αυτω ο διαβολος σοι δωσω την εξουσιαν ταυτην απασαν και την δοξαν αυτων οτι εμοι παραδεδοται και ω εαν ϑελω διδωμι αυτην 7 συ ουν εαν προσκυνησης ενωπιον μου εσται σου παντα 8 και αποκριϑεις αυτω ειπεν ο ιησους υπαγε οπισω μου σατανα γεγραπται γαρ προσκυνησεις κυριον τον ϑεον σου και αυτω μονω λατρευσεις 9 και ηγαγεν αυτον εις ιερουσαλημ και εστησεν αυτον επι το πτερυγιον του ιερου και ειπεν αυτω ει ο υιος ει του ϑεου βαλε σεαυτον εντευϑεν κατω 10 γεγραπται γαρ οτι τοις αγγελοις αυτου εντελειται περι σου του διαϕυλαξαι σε 11 και οτι επι χειρων αρουσιν σε μηποτε προσκοψης προς λιϑον τον ποδα σου 12 και αποκριϑεις ειπεν αυτω ο ιησους οτι ειρηται ουκ εκπειρασεις κυριον τον ϑεον σου 13 και συντελεσας παντα πειρασμον ο διαβολος απεστη απ αυτου αχρι καιρου 14 και υπεστρεψεν ο ιησους εν τη δυναμει του πνευματος εις την γαλιλαιαν και ϕημη εξηλϑεν καϑ ολης της περιχωρου περι αυτου 15 και αυτος εδιδασκεν εν ταις συναγωγαις αυτων δοξαζομενος υπο παντων 16 και ηλϑεν εις την ναζαρετ ου ην τεϑραμμενος και εισηλϑεν κατα το ειωϑος αυτω εν τη ημερα των σαββατων εις την συναγωγην και ανεστη αναγνωναι 17 και επεδοϑη αυτω βιβλιον ησαιου του προϕητου και αναπτυξας το βιβλιον ευρεν τον τοπον ου ην γεγραμμενον 18 πνευμα κυριου επ εμε ου ενεκεν εχρισεν με ευαγγελιζεσϑαι πτωχοις απεσταλκεν με ιασασϑαι τους συντετριμμενους την καρδιαν κηρυξαι αιχμαλωτοις αϕεσιν και τυϕλοις αναβλεψιν αποστειλαι τεϑραυσμενους εν αϕεσει 19 κηρυξαι ενιαυτον κυριου δεκτον 20 και πτυξας το βιβλιον αποδους τω υπηρετη εκαϑισεν και παντων εν τη συναγωγη οι οϕϑαλμοι ησαν ατενιζοντες αυτω 21 ηρξατο δε λεγειν προς αυτους οτι σημερον πεπληρωται η γραϕη αυτη εν τοις ωσιν υμων 22 και παντες εμαρτυρουν αυτω και εϑαυμαζον επι τοις λογοις της χαριτος τοις εκπορευομενοις εκ του στοματος αυτου και ελεγον ουχ ουτος εστιν ο υιος ιωσηϕ 23 και ειπεν προς αυτους παντως ερειτε μοι την παραβολην ταυτην ιατρε ϑεραπευσον σεαυτον οσα ηκουσαμεν γενομενα εν τη καπερναουμ ποιησον και ωδε εν τη πατριδι σου 24 ειπεν δε αμην λεγω υμιν οτι ουδεις προϕητης δεκτος εστιν εν τη πατριδι αυτου 25 επ αληϑειας δε λεγω υμιν πολλαι χηραι ησαν εν ταις ημεραις ηλιου εν τω ισραηλ οτε εκλεισϑη ο ουρανος επι ετη τρια και μηνας εξ ως εγενετο λιμος μεγας επι πασαν την γην 26 και προς ουδεμιαν αυτων επεμϕϑη ηλιας ει μη εις σαρεπτα της σιδωνος προς γυναικα χηραν 27 και πολλοι λεπροι ησαν επι ελισσαιου του προϕητου εν τω ισραηλ και ουδεις αυτων εκαϑαρισϑη ει μη νεεμαν ο συρος 28 και επλησϑησαν παντες ϑυμου εν τη συναγωγη ακουοντες ταυτα 29 και ανασταντες εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και ηγαγον αυτον εως της οϕρυος του ορους εϕ ου η πολις αυτων ωκοδομητο εις το κατακρημνισαι αυτον 30 αυτος δε διελϑων δια μεσου αυτων επορευετο 31 και κατηλϑεν εις καπερναουμ πολιν της γαλιλαιας και ην διδασκων αυτους εν τοις σαββασιν 32 και εξεπλησσοντο επι τη διδαχη αυτου οτι εν εξουσια ην ο λογος αυτου 33 και εν τη συναγωγη ην ανϑρωπος εχων πνευμα δαιμονιου ακαϑαρτου και ανεκραξεν ϕωνη μεγαλη 34 λεγων εα τι ημιν και σοι ιησου ναζαρηνε ηλϑες απολεσαι ημας οιδα σε τις ει ο αγιος του ϑεου 35 και επετιμησεν αυτω ο ιησους λεγων ϕιμωϑητι και εξελϑε εξ αυτου και ριψαν αυτον το δαιμονιον εις το μεσον εξηλϑεν απ αυτου μηδεν βλαψαν αυτον 36 και εγενετο ϑαμβος επι παντας και συνελαλουν προς αλληλους λεγοντες τις ο λογος ουτος οτι εν εξουσια και δυναμει επιτασσει τοις ακαϑαρτοις πνευμασιν και εξερχονται 37 και εξεπορευετο ηχος περι αυτου εις παντα τοπον της περιχωρου 38 αναστας δε εκ της συναγωγης εισηλϑεν εις την οικιαν σιμωνος η πενϑερα δε του σιμωνος ην συνεχομενη πυρετω μεγαλω και ηρωτησαν αυτον περι αυτης 39 και επιστας επανω αυτης επετιμησεν τω πυρετω και αϕηκεν αυτην παραχρημα δε αναστασα διηκονει αυτοις 40 δυνοντος δε του ηλιου παντες οσοι ειχον ασϑενουντας νοσοις ποικιλαις ηγαγον αυτους προς αυτον ο δε ενι εκαστω αυτων τας χειρας επιϑεις εϑεραπευσεν αυτους 41 εξηρχετο δε και δαιμονια απο πολλων κραζοντα και λεγοντα οτι συ ει ο χριστος ο υιος του ϑεου και επιτιμων ουκ εια αυτα λαλειν οτι ηδεισαν τον χριστον αυτον ειναι 42 γενομενης δε ημερας εξελϑων επορευϑη εις ερημον τοπον και οι οχλοι εζητουν αυτον και ηλϑον εως αυτου και κατειχον αυτον του μη πορευεσϑαι απ αυτων 43 ο δε ειπεν προς αυτους οτι και ταις ετεραις πολεσιν ευαγγελισασϑαι με δει την βασιλειαν του ϑεου οτι εις τουτο απεσταλμαι 44 και ην κηρυσσων εν ταις συναγωγαις της γαλιλαιας
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 5
1 εγενετο δε εν τω τον οχλον επικεισϑαι αυτω του ακουειν τον λογον του ϑεου και αυτος ην εστως παρα την λιμνην γεννησαρετ 2 και ειδεν δυο πλοια εστωτα παρα την λιμνην οι δε αλιεις αποβαντες απ αυτων απεπλυναν τα δικτυα 3 εμβας δε εις εν των πλοιων ο ην του σιμωνος ηρωτησεν αυτον απο της γης επαναγαγειν ολιγον και καϑισας εδιδασκεν εκ του πλοιου τους οχλους 4 ως δε επαυσατο λαλων ειπεν προς τον σιμωνα επαναγαγε εις το βαϑος και χαλασατε τα δικτυα υμων εις αγραν 5 και αποκριϑεις ο σιμων ειπεν αυτω επιστατα δι ολης της νυκτος κοπιασαντες ουδεν ελαβομεν επι δε τω ρηματι σου χαλασω το δικτυον 6 και τουτο ποιησαντες συνεκλεισαν ιχϑυων πληϑος πολυ διερρηγνυτο δε το δικτυον αυτων 7 και κατενευσαν τοις μετοχοις τοις εν τω ετερω πλοιω του ελϑοντας συλλαβεσϑαι αυτοις και ηλϑον και επλησαν αμϕοτερα τα πλοια ωστε βυϑιζεσϑαι αυτα 8 ιδων δε σιμων πετρος προσεπεσεν τοις γονασιν του ιησου λεγων εξελϑε απ εμου οτι ανηρ αμαρτωλος ειμι κυριε 9 ϑαμβος γαρ περιεσχεν αυτον και παντας τους συν αυτω επι τη αγρα των ιχϑυων η συνελαβον 10 ομοιως δε και ιακωβον και ιωαννην υιους ζεβεδαιου οι ησαν κοινωνοι τω σιμωνι και ειπεν προς τον σιμωνα ο ιησους μη ϕοβου απο του νυν ανϑρωπους εση ζωγρων 11 και καταγαγοντες τα πλοια επι την γην αϕεντες απαντα ηκολουϑησαν αυτω 12 και εγενετο εν τω ειναι αυτον εν μια των πολεων και ιδου ανηρ πληρης λεπρας και ιδων τον ιησουν πεσων επι προσωπον εδεηϑη αυτου λεγων κυριε εαν ϑελης δυνασαι με καϑαρισαι 13 και εκτεινας την χειρα ηψατο αυτου ειπων ϑελω καϑαρισϑητι και ευϑεως η λεπρα απηλϑεν απ αυτου 14 και αυτος παρηγγειλεν αυτω μηδενι ειπειν αλλα απελϑων δειξον σεαυτον τω ιερει και προσενεγκε περι του καϑαρισμου σου καϑως προσεταξεν μωσης εις μαρτυριον αυτοις 15 διηρχετο δε μαλλον ο λογος περι αυτου και συνηρχοντο οχλοι πολλοι ακουειν και ϑεραπευεσϑαι υπ αυτου απο των ασϑενειων αυτων 16 αυτος δε ην υποχωρων εν ταις ερημοις και προσευχομενος 17 και εγενετο εν μια των ημερων και αυτος ην διδασκων και ησαν καϑημενοι ϕαρισαιοι και νομοδιδασκαλοι οι ησαν εληλυϑοτες εκ πασης κωμης της γαλιλαιας και ιουδαιας και ιερουσαλημ και δυναμις κυριου ην εις το ιασϑαι αυτους 18 και ιδου ανδρες ϕεροντες επι κλινης ανϑρωπον ος ην παραλελυμενος και εζητουν αυτον εισενεγκειν και ϑειναι ενωπιον αυτου 19 και μη ευροντες δια ποιας εισενεγκωσιν αυτον δια τον οχλον αναβαντες επι το δωμα δια των κεραμων καϑηκαν αυτον συν τω κλινιδιω εις το μεσον εμπροσϑεν του ιησου 20 και ιδων την πιστιν αυτων ειπεν αυτω ανϑρωπε αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι σου 21 και ηρξαντο διαλογιζεσϑαι οι γραμματεις και οι ϕαρισαιοι λεγοντες τις εστιν ουτος ος λαλει βλασϕημιας τις δυναται αϕιεναι αμαρτιας ει μη μονος ο ϑεος 22 επιγνους δε ο ιησους τους διαλογισμους αυτων αποκριϑεις ειπεν προς αυτους τι διαλογιζεσϑε εν ταις καρδιαις υμων 23 τι εστιν ευκοπωτερον ειπειν αϕεωνται σοι αι αμαρτιαι σου η ειπειν εγειραι και περιπατει 24 ινα δε ειδητε οτι εξουσιαν εχει ο υιος του ανϑρωπου επι της γης αϕιεναι αμαρτιας ειπεν τω παραλελυμενω σοι λεγω εγειραι και αρας το κλινιδιον σου πορευου εις τον οικον σου 25 και παραχρημα αναστας ενωπιον αυτων αρας εϕ ω κατεκειτο απηλϑεν εις τον οικον αυτου δοξαζων τον ϑεον 26 και εκστασις ελαβεν απαντας και εδοξαζον τον ϑεον και επλησϑησαν ϕοβου λεγοντες οτι ειδομεν παραδοξα σημερον 27 και μετα ταυτα εξηλϑεν και εϑεασατο τελωνην ονοματι λευιν καϑημενον επι το τελωνιον και ειπεν αυτω ακολουϑει μοι 28 και καταλιπων απαντα αναστας ηκολουϑησεν αυτω 29 και εποιησεν δοχην μεγαλην ο λευις αυτω εν τη οικια αυτου και ην οχλος τελωνων πολυς και αλλων οι ησαν μετ αυτων κατακειμενοι 30 και εγογγυζον οι γραμματεις αυτων και οι ϕαρισαιοι προς τους μαϑητας αυτου λεγοντες διατι μετα τελωνων και αμαρτωλων εσϑιετε και πινετε 31 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν προς αυτους ου χρειαν εχουσιν οι υγιαινοντες ιατρου αλλ οι κακως εχοντες 32 ουκ εληλυϑα καλεσαι δικαιους αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν 33 οι δε ειπον προς αυτον διατι οι μαϑηται ιωαννου νηστευουσιν πυκνα και δεησεις ποιουνται ομοιως και οι των ϕαρισαιων οι δε σοι εσϑιουσιν και πινουσιν 34 ο δε ειπεν προς αυτους μη δυνασϑε τους υιους του νυμϕωνος εν ω ο νυμϕιος μετ αυτων εστιν ποιησαι νηστευειν 35 ελευσονται δε ημεραι και οταν απαρϑη απ αυτων ο νυμϕιος τοτε νηστευσουσιν εν εκειναις ταις ημεραις 36 ελεγεν δε και παραβολην προς αυτους οτι ουδεις επιβλημα ιματιου καινου επιβαλλει επι ιματιον παλαιον ει δε μηγε και το καινον σχιζει και τω παλαιω ου συμϕωνει επιβλημα το απο του καινου 37 και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μηγε ρηξει ο νεος οινος τους ασκους και αυτος εκχυϑησεται και οι ασκοι απολουνται 38 αλλα οινον νεον εις ασκους καινους βλητεον και αμϕοτεροι συντηρουνται 39 και ουδεις πιων παλαιον ευϑεως ϑελει νεον λεγει γαρ ο παλαιος χρηστοτερος εστιν
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 6
1 εγενετο δε εν σαββατω δευτεροπρωτω διαπορευεσϑαι αυτον δια των σποριμων και ετιλλον οι μαϑηται αυτου τους σταχυας και ησϑιον ψωχοντες ταις χερσιν 2 τινες δε των ϕαρισαιων ειπον αυτοις τι ποιειτε ο ουκ εξεστιν ποιειν εν τοις σαββασιν 3 και αποκριϑεις προς αυτους ειπεν ο ιησους ουδε τουτο ανεγνωτε ο εποιησεν δαβιδ οποτε επεινασεν αυτος και οι μετ αυτου οντες 4 ως εισηλϑεν εις τον οικον του ϑεου και τους αρτους της προϑεσεως ελαβεν και εϕαγεν και εδωκεν και τοις μετ αυτου ους ουκ εξεστιν ϕαγειν ει μη μονους τους ιερεις 5 και ελεγεν αυτοις οτι κυριος εστιν ο υιος του ανϑρωπου και του σαββατου 6 εγενετο δε και εν ετερω σαββατω εισελϑειν αυτον εις την συναγωγην και διδασκειν και ην εκει ανϑρωπος και η χειρ αυτου η δεξια ην ξηρα 7 παρετηρουν δε αυτον οι γραμματεις και οι ϕαρισαιοι ει εν τω σαββατω ϑεραπευσει ινα ευρωσιν κατηγοριαν αυτου 8 αυτος δε ηδει τους διαλογισμους αυτων και ειπεν τω ανϑρωπω τω ξηραν εχοντι την χειρα εγειραι και στηϑι εις το μεσον ο δε αναστας εστη 9 ειπεν ουν ο ιησους προς αυτους επερωτησω υμας τι εξεστιν τοις σαββασιν αγαϑοποιησαι η κακοποιησαι ψυχην σωσαι η απολεσαι 10 και περιβλεψαμενος παντας αυτους ειπεν τω ανϑρωπω εκτεινον την χειρα σου ο δε εποιησεν ουτως και αποκατεσταϑη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη 11 αυτοι δε επλησϑησαν ανοιας και διελαλουν προς αλληλους τι αν ποιησειαν τω ιησου 12 εγενετο δε εν ταις ημεραις ταυταις εξηλϑεν εις το ορος προσευξασϑαι και ην διανυκτερευων εν τη προσευχη του ϑεου 13 και οτε εγενετο ημερα προσεϕωνησεν τους μαϑητας αυτου και εκλεξαμενος απ αυτων δωδεκα ους και αποστολους ωνομασεν 14 σιμωνα ον και ωνομασεν πετρον και ανδρεαν τον αδελϕον αυτου ιακωβον και ιωαννην ϕιλιππον και βαρϑολομαιον 15 ματϑαιον και ϑωμαν ιακωβον τον του αλϕαιου και σιμωνα τον καλουμενον ζηλωτην 16 ιουδαν ιακωβου και ιουδαν ισκαριωτην ος και εγενετο προδοτης 17 και καταβας μετ αυτων εστη επι τοπου πεδινου και οχλος μαϑητων αυτου και πληϑος πολυ του λαου απο πασης της ιουδαιας και ιερουσαλημ και της παραλιου τυρου και σιδωνος οι ηλϑον ακουσαι αυτου και ιαϑηναι απο των νοσων αυτων 18 και οι οχλουμενοι υπο πνευματων ακαϑαρτων και εϑεραπευοντο 19 και πας ο οχλος εζητει απτεσϑαι αυτου οτι δυναμις παρ αυτου εξηρχετο και ιατο παντας 20 και αυτος επαρας τους οϕϑαλμους αυτου εις τους μαϑητας αυτου ελεγεν μακαριοι οι πτωχοι οτι υμετερα εστιν η βασιλεια του ϑεου 21 μακαριοι οι πεινωντες νυν οτι χορτασϑησεσϑε μακαριοι οι κλαιοντες νυν οτι γελασετε 22 μακαριοι εστε οταν μισησωσιν υμας οι ανϑρωποι και οταν αϕορισωσιν υμας και ονειδισωσιν και εκβαλωσιν το ονομα υμων ως πονηρον ενεκα του υιου του ανϑρωπου 23 χαιρετε εν εκεινη τη ημερα και σκιρτησατε ιδου γαρ ο μισϑος υμων πολυς εν τω ουρανω κατα ταυτα γαρ εποιουν τοις προϕηταις οι πατερες αυτων 24 πλην ουαι υμιν τοις πλουσιοις οτι απεχετε την παρακλησιν υμων 25 ουαι υμιν οι εμπεπλησμενοι οτι πεινασετε ουαι υμιν οι γελωντες νυν οτι πενϑησετε και κλαυσετε 26 ουαι υμιν οταν καλως υμας ειπωσιν παντες οι ανϑρωποι κατα ταυτα γαρ εποιουν τοις ψευδοπροϕηταις οι πατερες αυτων 27 αλλ υμιν λεγω τοις ακουουσιν αγαπατε τους εχϑρους υμων καλως ποιειτε τοις μισουσιν υμας 28 ευλογειτε τους καταρωμενους υμιν και προσευχεσϑε υπερ των επηρεαζοντων υμας 29 τω τυπτοντι σε επι την σιαγονα παρεχε και την αλλην και απο του αιροντος σου το ιματιον και τον χιτωνα μη κωλυσης 30 παντι δε τω αιτουντι σε διδου και απο του αιροντος τα σα μη απαιτει 31 και καϑως ϑελετε ινα ποιωσιν υμιν οι ανϑρωποι και υμεις ποιειτε αυτοις ομοιως 32 και ει αγαπατε τους αγαπωντας υμας ποια υμιν χαρις εστιν και γαρ οι αμαρτωλοι τους αγαπωντας αυτους αγαπωσιν 33 και εαν αγαϑοποιητε τους αγαϑοποιουντας υμας ποια υμιν χαρις εστιν και γαρ οι αμαρτωλοι το αυτο ποιουσιν 34 και εαν δανειζητε παρ ων ελπιζετε απολαβειν ποια υμιν χαρις εστιν και γαρ οι αμαρτωλοι αμαρτωλοις δανειζουσιν ινα απολαβωσιν τα ισα 35 πλην αγαπατε τους εχϑρους υμων και αγαϑοποιειτε και δανειζετε μηδεν απελπιζοντες και εσται ο μισϑος υμων πολυς και εσεσϑε υιοι του υψιστου οτι αυτος χρηστος εστιν επι τους αχαριστους και πονηρους 36 γινεσϑε ουν οικτιρμονες καϑως και ο πατηρ υμων οικτιρμων εστιν 37 και μη κρινετε και ου μη κριϑητε μη καταδικαζετε και ου μη καταδικασϑητε απολυετε και απολυϑησεσϑε 38 διδοτε και δοϑησεται υμιν μετρον καλον πεπιεσμενον και σεσαλευμενον και υπερεκχυνομενον δωσουσιν εις τον κολπον υμων τω γαρ αυτω μετρω ω μετρειτε αντιμετρηϑησεται υμιν 39 ειπεν δε παραβολην αυτοις μητι δυναται τυϕλος τυϕλον οδηγειν ουχι αμϕοτεροι εις βοϑυνον πεσουνται 40 ουκ εστιν μαϑητης υπερ τον διδασκαλον αυτου κατηρτισμενος δε πας εσται ως ο διδασκαλος αυτου 41 τι δε βλεπεις το καρϕος το εν τω οϕϑαλμω του αδελϕου σου την δε δοκον την εν τω ιδιω οϕϑαλμω ου κατανοεις 42 η πως δυνασαι λεγειν τω αδελϕω σου αδελϕε αϕες εκβαλω το καρϕος το εν τω οϕϑαλμω σου αυτος την εν τω οϕϑαλμω σου δοκον ου βλεπων υποκριτα εκβαλε πρωτον την δοκον εκ του οϕϑαλμου σου και τοτε διαβλεψεις εκβαλειν το καρϕος το εν τω οϕϑαλμω του αδελϕου σου 43 ου γαρ εστιν δενδρον καλον ποιουν καρπον σαπρον ουδε δενδρον σαπρον ποιουν καρπον καλον 44 εκαστον γαρ δενδρον εκ του ιδιου καρπου γινωσκεται ου γαρ εξ ακανϑων συλλεγουσιν συκα ουδε εκ βατου τρυγωσιν σταϕυλην 45 ο αγαϑος ανϑρωπος εκ του αγαϑου ϑησαυρου της καρδιας αυτου προϕερει το αγαϑον και ο πονηρος ανϑρωπος εκ του πονηρου ϑησαυρου της καρδιας αυτου προϕερει το πονηρον εκ γαρ του περισσευματος της καρδιας λαλει το στομα αυτου 46 τι δε με καλειτε κυριε κυριε και ου ποιειτε α λεγω 47 πας ο ερχομενος προς με και ακουων μου των λογων και ποιων αυτους υποδειξω υμιν τινι εστιν ομοιος 48 ομοιος εστιν ανϑρωπω οικοδομουντι οικιαν ος εσκαψεν και εβαϑυνεν και εϑηκεν ϑεμελιον επι την πετραν πλημμυρας δε γενομενης προσερρηξεν ο ποταμος τη οικια εκεινη και ουκ ισχυσεν σαλευσαι αυτην τεϑεμελιωτο γαρ επι την πετραν 49 ο δε ακουσας και μη ποιησας ομοιος εστιν ανϑρωπω οικοδομησαντι οικιαν επι την γην χωρις ϑεμελιου η προσερρηξεν ο ποταμος και ευϑεως επεσεν και εγενετο το ρηγμα της οικιας εκεινης μεγα
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 7
1 επει δε επληρωσεν παντα τα ρηματα αυτου εις τας ακοας του λαου εισηλϑεν εις καπερναουμ 2 εκατονταρχου δε τινος δουλος κακως εχων ημελλεν τελευταν ος ην αυτω εντιμος 3 ακουσας δε περι του ιησου απεστειλεν προς αυτον πρεσβυτερους των ιουδαιων ερωτων αυτον οπως ελϑων διασωση τον δουλον αυτου 4 οι δε παραγενομενοι προς τον ιησουν παρεκαλουν αυτον σπουδαιως λεγοντες οτι αξιος εστιν ω παρεξει τουτο 5 αγαπα γαρ το εϑνος ημων και την συναγωγην αυτος ωκοδομησεν ημιν 6 ο δε ιησους επορευετο συν αυτοις ηδη δε αυτου ου μακραν απεχοντος απο της οικιας επεμψεν προς αυτον ο εκατονταρχος ϕιλους λεγων αυτω κυριε μη σκυλλου ου γαρ ειμι ικανος ινα υπο την στεγην μου εισελϑης 7 διο ουδε εμαυτον ηξιωσα προς σε ελϑειν αλλα ειπε λογω και ιαϑησεται ο παις μου 8 και γαρ εγω ανϑρωπος ειμι υπο εξουσιαν τασσομενος εχων υπ εμαυτον στρατιωτας και λεγω τουτω πορευϑητι και πορευεται και αλλω ερχου και ερχεται και τω δουλω μου ποιησον τουτο και ποιει 9 ακουσας δε ταυτα ο ιησους εϑαυμασεν αυτον και στραϕεις τω ακολουϑουντι αυτω οχλω ειπεν λεγω υμιν ουδε εν τω ισραηλ τοσαυτην πιστιν ευρον 10 και υποστρεψαντες οι πεμϕϑεντες εις τον οικον ευρον τον ασϑενουντα δουλον υγιαινοντα 11 και εγενετο εν τη εξης επορευετο εις πολιν καλουμενην ναιν και συνεπορευοντο αυτω οι μαϑηται αυτου ικανοι και οχλος πολυς 12 ως δε ηγγισεν τη πυλη της πολεως και ιδου εξεκομιζετο τεϑνηκως υιος μονογενης τη μητρι αυτου και αυτη ην χηρα και οχλος της πολεως ικανος συν αυτη 13 και ιδων αυτην ο κυριος εσπλαγχνισϑη επ αυτη και ειπεν αυτη μη κλαιε 14 και προσελϑων ηψατο της σορου οι δε βασταζοντες εστησαν και ειπεν νεανισκε σοι λεγω εγερϑητι 15 και ανεκαϑισεν ο νεκρος και ηρξατο λαλειν και εδωκεν αυτον τη μητρι αυτου 16 ελαβεν δε ϕοβος απαντας και εδοξαζον τον ϑεον λεγοντες οτι προϕητης μεγας εγηγερται εν ημιν και οτι επεσκεψατο ο ϑεος τον λαον αυτου 17 και εξηλϑεν ο λογος ουτος εν ολη τη ιουδαια περι αυτου και εν παση τη περιχωρω 18 και απηγγειλαν ιωαννη οι μαϑηται αυτου περι παντων τουτων 19 και προσκαλεσαμενος δυο τινας των μαϑητων αυτου ο ιωαννης επεμψεν προς τον ιησουν λεγων συ ει ο ερχομενος η αλλον προσδοκωμεν 20 παραγενομενοι δε προς αυτον οι ανδρες ειπον ιωαννης ο βαπτιστης απεσταλκεν ημας προς σε λεγων συ ει ο ερχομενος η αλλον προσδοκωμεν 21 εν αυτη δε τη ωρα εϑεραπευσεν πολλους απο νοσων και μαστιγων και πνευματων πονηρων και τυϕλοις πολλοις εχαρισατο το βλεπειν 22 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις πορευϑεντες απαγγειλατε ιωαννη α ειδετε και ηκουσατε οτι τυϕλοι αναβλεπουσιν χωλοι περιπατουσιν λεπροι καϑαριζονται κωϕοι ακουουσιν νεκροι εγειρονται πτωχοι ευαγγελιζονται 23 και μακαριος εστιν ος εαν μη σκανδαλισϑη εν εμοι 24 απελϑοντων δε των αγγελων ιωαννου ηρξατο λεγειν προς τους οχλους περι ιωαννου τι εξεληλυϑατε εις την ερημον ϑεασασϑαι καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον 25 αλλα τι εξεληλυϑατε ιδειν ανϑρωπον εν μαλακοις ιματιοις ημϕιεσμενον ιδου οι εν ιματισμω ενδοξω και τρυϕη υπαρχοντες εν τοις βασιλειοις εισιν 26 αλλα τι εξεληλυϑατε ιδειν προϕητην ναι λεγω υμιν και περισσοτερον προϕητου 27 ουτος εστιν περι ου γεγραπται ιδου εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου ος κατασκευασει την οδον σου εμπροσϑεν σου 28 λεγω γαρ υμιν μειζων εν γεννητοις γυναικων προϕητης ιωαννου του βαπτιστου ουδεις εστιν ο δε μικροτερος εν τη βασιλεια του ϑεου μειζων αυτου εστιν 29 και πας ο λαος ακουσας και οι τελωναι εδικαιωσαν τον ϑεον βαπτισϑεντες το βαπτισμα ιωαννου 30 οι δε ϕαρισαιοι και οι νομικοι την βουλην του ϑεου ηϑετησαν εις εαυτους μη βαπτισϑεντες υπ αυτου 31 ειπεν δε ο κυριος τινι ουν ομοιωσω τους ανϑρωπους της γενεας ταυτης και τινι εισιν ομοιοι 32 ομοιοι εισιν παιδιοις τοις εν αγορα καϑημενοις και προσϕωνουσιν αλληλοις και λεγουσιν ηυλησαμεν υμιν και ουκ ωρχησασϑε εϑρηνησαμεν υμιν και ουκ εκλαυσατε 33 εληλυϑεν γαρ ιωαννης ο βαπτιστης μητε αρτον εσϑιων μητε οινον πινων και λεγετε δαιμονιον εχει 34 εληλυϑεν ο υιος του ανϑρωπου εσϑιων και πινων και λεγετε ιδου ανϑρωπος ϕαγος και οινοποτης τελωνων ϕιλος και αμαρτωλων 35 και εδικαιωϑη η σοϕια απο των τεκνων αυτης παντων 36 ηρωτα δε τις αυτον των ϕαρισαιων ινα ϕαγη μετ αυτου και εισελϑων εις την οικιαν του ϕαρισαιου ανεκλιϑη 37 και ιδου γυνη εν τη πολει ητις ην αμαρτωλος επιγνουσα οτι ανακειται εν τη οικια του ϕαρισαιου κομισασα αλαβαστρον μυρου 38 και στασα παρα τους ποδας αυτου οπισω κλαιουσα ηρξατο βρεχειν τους ποδας αυτου τοις δακρυσιν και ταις ϑριξιν της κεϕαλης αυτης εξεμασσεν και κατεϕιλει τους ποδας αυτου και ηλειϕεν τω μυρω 39 ιδων δε ο ϕαρισαιος ο καλεσας αυτον ειπεν εν εαυτω λεγων ουτος ει ην προϕητης εγινωσκεν αν τις και ποταπη η γυνη ητις απτεται αυτου οτι αμαρτωλος εστιν 40 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν προς αυτον σιμων εχω σοι τι ειπειν ο δε ϕησιν διδασκαλε ειπε 41 δυο χρεωϕειλεται ησαν δανειστη τινι ο εις ωϕειλεν δηναρια πεντακοσια ο δε ετερος πεντηκοντα 42 μη εχοντων δε αυτων αποδουναι αμϕοτεροις εχαρισατο τις ουν αυτων ειπε πλειον αυτον αγαπησει 43 αποκριϑεις δε ο σιμων ειπεν υπολαμβανω οτι ω το πλειον εχαρισατο ο δε ειπεν αυτω ορϑως εκρινας 44 και στραϕεις προς την γυναικα τω σιμωνι εϕη βλεπεις ταυτην την γυναικα εισηλϑον σου εις την οικιαν υδωρ επι τους ποδας μου ουκ εδωκας αυτη δε τοις δακρυσιν εβρεξεν μου τους ποδας και ταις ϑριξιν της κεϕαλης αυτης εξεμαξεν 45 ϕιλημα μοι ουκ εδωκας αυτη δε αϕ ης εισηλϑον ου διελιπεν καταϕιλουσα μου τους ποδας 46 ελαιω την κεϕαλην μου ουκ ηλειψας αυτη δε μυρω ηλειψεν μου τους ποδας 47 ου χαριν λεγω σοι αϕεωνται αι αμαρτιαι αυτης αι πολλαι οτι ηγαπησεν πολυ ω δε ολιγον αϕιεται ολιγον αγαπα 48 ειπεν δε αυτη αϕεωνται σου αι αμαρτιαι 49 και ηρξαντο οι συνανακειμενοι λεγειν εν εαυτοις τις ουτος εστιν ος και αμαρτιας αϕιησιν 50 ειπεν δε προς την γυναικα η πιστις σου σεσωκεν σε πορευου εις ειρηνην
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 8
1 και εγενετο εν τω καϑεξης και αυτος διωδευεν κατα πολιν και κωμην κηρυσσων και ευαγγελιζομενος την βασιλειαν του ϑεου και οι δωδεκα συν αυτω 2 και γυναικες τινες αι ησαν τεϑεραπευμεναι απο πνευματων πονηρων και ασϑενειων μαρια η καλουμενη μαγδαληνη αϕ ης δαιμονια επτα εξεληλυϑει 3 και ιωαννα γυνη χουζα επιτροπου ηρωδου και σουσαννα και ετεραι πολλαι αιτινες διηκονουν αυτω απο των υπαρχοντων αυταις 4 συνιοντος δε οχλου πολλου και των κατα πολιν επιπορευομενων προς αυτον ειπεν δια παραβολης 5 εξηλϑεν ο σπειρων του σπειραι τον σπορον αυτου και εν τω σπειρειν αυτον ο μεν επεσεν παρα την οδον και κατεπατηϑη και τα πετεινα του ουρανου κατεϕαγεν αυτο 6 και ετερον επεσεν επι την πετραν και ϕυεν εξηρανϑη δια το μη εχειν ικμαδα 7 και ετερον επεσεν εν μεσω των ακανϑων και συμϕυεισαι αι ακανϑαι απεπνιξαν αυτο 8 και ετερον επεσεν επι την γην την αγαϑην και ϕυεν εποιησεν καρπον εκατονταπλασιονα ταυτα λεγων εϕωνει ο εχων ωτα ακουειν ακουετω 9 επηρωτων δε αυτον οι μαϑηται αυτου λεγοντες τις ειη η παραβολη αυτη 10 ο δε ειπεν υμιν δεδοται γνωναι τα μυστηρια της βασιλειας του ϑεου τοις δε λοιποις εν παραβολαις ινα βλεποντες μη βλεπωσιν και ακουοντες μη συνιωσιν 11 εστιν δε αυτη η παραβολη ο σπορος εστιν ο λογος του ϑεου 12 οι δε παρα την οδον εισιν οι ακουοντες ειτα ερχεται ο διαβολος και αιρει τον λογον απο της καρδιας αυτων ινα μη πιστευσαντες σωϑωσιν 13 οι δε επι της πετρας οι οταν ακουσωσιν μετα χαρας δεχονται τον λογον και ουτοι ριζαν ουκ εχουσιν οι προς καιρον πιστευουσιν και εν καιρω πειρασμου αϕιστανται 14 το δε εις τας ακανϑας πεσον ουτοι εισιν οι ακουσαντες και υπο μεριμνων και πλουτου και ηδονων του βιου πορευομενοι συμπνιγονται και ου τελεσϕορουσιν 15 το δε εν τη καλη γη ουτοι εισιν οιτινες εν καρδια καλη και αγαϑη ακουσαντες τον λογον κατεχουσιν και καρποϕορουσιν εν υπομονη 16 ουδεις δε λυχνον αψας καλυπτει αυτον σκευει η υποκατω κλινης τιϑησιν αλλ επι λυχνιας επιτιϑησιν ινα οι εισπορευομενοι βλεπωσιν το ϕως 17 ου γαρ εστιν κρυπτον ο ου ϕανερον γενησεται ουδε αποκρυϕον ο ου γνωσϑησεται και εις ϕανερον ελϑη 18 βλεπετε ουν πως ακουετε ος γαρ αν εχη δοϑησεται αυτω και ος αν μη εχη και ο δοκει εχειν αρϑησεται απ αυτου 19 παρεγενοντο δε προς αυτον η μητηρ και οι αδελϕοι αυτου και ουκ ηδυναντο συντυχειν αυτω δια τον οχλον 20 και απηγγελη αυτω λεγοντων η μητηρ σου και οι αδελϕοι σου εστηκασιν εξω ιδειν σε ϑελοντες 21 ο δε αποκριϑεις ειπεν προς αυτους μητηρ μου και αδελϕοι μου ουτοι εισιν οι τον λογον του ϑεου ακουοντες και ποιουντες αυτον 22 και εγενετο εν μια των ημερων και αυτος ενεβη εις πλοιον και οι μαϑηται αυτου και ειπεν προς αυτους διελϑωμεν εις το περαν της λιμνης και ανηχϑησαν 23 πλεοντων δε αυτων αϕυπνωσεν και κατεβη λαιλαψ ανεμου εις την λιμνην και συνεπληρουντο και εκινδυνευον 24 προσελϑοντες δε διηγειραν αυτον λεγοντες επιστατα επιστατα απολλυμεϑα ο δε εγερϑεις επετιμησεν τω ανεμω και τω κλυδωνι του υδατος και επαυσαντο και εγενετο γαληνη 25 ειπεν δε αυτοις που εστιν η πιστις υμων ϕοβηϑεντες δε εϑαυμασαν λεγοντες προς αλληλους τις αρα ουτος εστιν οτι και τοις ανεμοις επιτασσει και τω υδατι και υπακουουσιν αυτω 26 και κατεπλευσαν εις την χωραν των γαδαρηνων ητις εστιν αντιπεραν της γαλιλαιας 27 εξελϑοντι δε αυτω επι την γην υπηντησεν αυτω ανηρ τις εκ της πολεως ος ειχεν δαιμονια εκ χρονων ικανων και ιματιον ουκ ενεδιδυσκετο και εν οικια ουκ εμενεν αλλ εν τοις μνημασιν 28 ιδων δε τον ιησουν και ανακραξας προσεπεσεν αυτω και ϕωνη μεγαλη ειπεν τι εμοι και σοι ιησου υιε του ϑεου του υψιστου δεομαι σου μη με βασανισης 29 παρηγγελλεν γαρ τω πνευματι τω ακαϑαρτω εξελϑειν απο του ανϑρωπου πολλοις γαρ χρονοις συνηρπακει αυτον και εδεσμειτο αλυσεσιν και πεδαις ϕυλασσομενος και διαρρησσων τα δεσμα ηλαυνετο υπο του δαιμονος εις τας ερημους 30 επηρωτησεν δε αυτον ο ιησους λεγων τι σοι εστιν ονομα ο δε ειπεν λεγεων οτι δαιμονια πολλα εισηλϑεν εις αυτον 31 και παρεκαλει αυτον ινα μη επιταξη αυτοις εις την αβυσσον απελϑειν 32 ην δε εκει αγελη χοιρων ικανων βοσκομενων εν τω ορει και παρεκαλουν αυτον ινα επιτρεψη αυτοις εις εκεινους εισελϑειν και επετρεψεν αυτοις 33 εξελϑοντα δε τα δαιμονια απο του ανϑρωπου εισηλϑεν εις τους χοιρους και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την λιμνην και απεπνιγη 34 ιδοντες δε οι βοσκοντες το γεγενημενον εϕυγον και απελϑοντες απηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους 35 εξηλϑον δε ιδειν το γεγονος και ηλϑον προς τον ιησουν και ευρον καϑημενον τον ανϑρωπον αϕ ου τα δαιμονια εξεληλυϑει ιματισμενον και σωϕρονουντα παρα τους ποδας του ιησου και εϕοβηϑησαν 36 απηγγειλαν δε αυτοις και οι ιδοντες πως εσωϑη ο δαιμονισϑεις 37 και ηρωτησαν αυτον απαν το πληϑος της περιχωρου των γαδαρηνων απελϑειν απ αυτων οτι ϕοβω μεγαλω συνειχοντο αυτος δε εμβας εις το πλοιον υπεστρεψεν 38 εδεετο δε αυτου ο ανηρ αϕ ου εξεληλυϑει τα δαιμονια ειναι συν αυτω απελυσεν δε αυτον ο ιησους λεγων 39 υποστρεϕε εις τον οικον σου και διηγου οσα εποιησεν σοι ο ϑεος και απηλϑεν καϑ ολην την πολιν κηρυσσων οσα εποιησεν αυτω ο ιησους 40 εγενετο δε εν τω υποστρεψαι τον ιησουν απεδεξατο αυτον ο οχλος ησαν γαρ παντες προσδοκωντες αυτον 41 και ιδου ηλϑεν ανηρ ω ονομα ιαειρος και αυτος αρχων της συναγωγης υπηρχεν και πεσων παρα τους ποδας του ιησου παρεκαλει αυτον εισελϑειν εις τον οικον αυτου 42 οτι ϑυγατηρ μονογενης ην αυτω ως ετων δωδεκα και αυτη απεϑνησκεν εν δε τω υπαγειν αυτον οι οχλοι συνεπνιγον αυτον 43 και γυνη ουσα εν ρυσει αιματος απο ετων δωδεκα ητις εις ιατρους προσαναλωσασα ολον τον βιον ουκ ισχυσεν υπ ουδενος ϑεραπευϑηναι 44 προσελϑουσα οπισϑεν ηψατο του κρασπεδου του ιματιου αυτου και παραχρημα εστη η ρυσις του αιματος αυτης 45 και ειπεν ο ιησους τις ο αψαμενος μου αρνουμενων δε παντων ειπεν ο πετρος και οι μετ αυτου επιστατα οι οχλοι συνεχουσιν σε και αποϑλιβουσιν και λεγεις τις ο αψαμενος μου 46 ο δε ιησους ειπεν ηψατο μου τις εγω γαρ εγνων δυναμιν εξελϑουσαν απ εμου 47 ιδουσα δε η γυνη οτι ουκ ελαϑεν τρεμουσα ηλϑεν και προσπεσουσα αυτω δι ην αιτιαν ηψατο αυτου απηγγειλεν αυτω ενωπιον παντος του λαου και ως ιαϑη παραχρημα 48 ο δε ειπεν αυτη ϑαρσει ϑυγατερ η πιστις σου σεσωκεν σε πορευου εις ειρηνην 49 ετι αυτου λαλουντος ερχεται τις παρα του αρχισυναγωγου λεγων αυτω οτι τεϑνηκεν η ϑυγατηρ σου μη σκυλλε τον διδασκαλον 50 ο δε ιησους ακουσας απεκριϑη αυτω λεγων μη ϕοβου μονον πιστευε και σωϑησεται 51 εισελϑων δε εις την οικιαν ουκ αϕηκεν εισελϑειν ουδενα ει μη πετρον και ιακωβον και ιωαννην και τον πατερα της παιδος και την μητερα 52 εκλαιον δε παντες και εκοπτοντο αυτην ο δε ειπεν μη κλαιετε ουκ απεϑανεν αλλα καϑευδει 53 και κατεγελων αυτου ειδοτες οτι απεϑανεν 54 αυτος δε εκβαλων εξω παντας και κρατησας της χειρος αυτης εϕωνησεν λεγων η παις εγειρου 55 και επεστρεψεν το πνευμα αυτης και ανεστη παραχρημα και διεταξεν αυτη δοϑηναι ϕαγειν 56 και εξεστησαν οι γονεις αυτης ο δε παρηγγειλεν αυτοις μηδενι ειπειν το γεγονος
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 9
1 συγκαλεσαμενος δε τους δωδεκα μαϑητας αυτου εδωκεν αυτοις δυναμιν και εξουσιαν επι παντα τα δαιμονια και νοσους ϑεραπευειν 2 και απεστειλεν αυτους κηρυσσειν την βασιλειαν του ϑεου και ιασϑαι τους ασϑενουντας 3 και ειπεν προς αυτους μηδεν αιρετε εις την οδον μητε ραβδους μητε πηραν μητε αρτον μητε αργυριον μητε ανα δυο χιτωνας εχειν 4 και εις ην αν οικιαν εισελϑητε εκει μενετε και εκειϑεν εξερχεσϑε 5 και οσοι αν μη δεξωνται υμας εξερχομενοι απο της πολεως εκεινης και τον κονιορτον απο των ποδων υμων αποτιναξατε εις μαρτυριον επ αυτους 6 εξερχομενοι δε διηρχοντο κατα τας κωμας ευαγγελιζομενοι και ϑεραπευοντες πανταχου 7 ηκουσεν δε ηρωδης ο τετραρχης τα γινομενα υπ αυτου παντα και διηπορει δια το λεγεσϑαι υπο τινων οτι ιωαννης εγηγερται εκ νεκρων 8 υπο τινων δε οτι ηλιας εϕανη αλλων δε οτι προϕητης εις των αρχαιων ανεστη 9 και ειπεν ο ηρωδης ιωαννην εγω απεκεϕαλισα τις δε εστιν ουτος περι ου εγω ακουω τοιαυτα και εζητει ιδειν αυτον 10 και υποστρεψαντες οι αποστολοι διηγησαντο αυτω οσα εποιησαν και παραλαβων αυτους υπεχωρησεν κατ ιδιαν εις τοπον ερημον πολεως καλουμενης βηϑσαιδα 11 οι δε οχλοι γνοντες ηκολουϑησαν αυτω και δεξαμενος αυτους ελαλει αυτοις περι της βασιλειας του ϑεου και τους χρειαν εχοντας ϑεραπειας ιατο 12 η δε ημερα ηρξατο κλινειν προσελϑοντες δε οι δωδεκα ειπον αυτω απολυσον τον οχλον ινα απελϑοντες εις τας κυκλω κωμας και τους αγρους καταλυσωσιν και ευρωσιν επισιτισμον οτι ωδε εν ερημω τοπω εσμεν 13 ειπεν δε προς αυτους δοτε αυτοις υμεις ϕαγειν οι δε ειπον ουκ εισιν ημιν πλειον η πεντε αρτοι και δυο ιχϑυες ει μητι πορευϑεντες ημεις αγορασωμεν εις παντα τον λαον τουτον βρωματα 14 ησαν γαρ ωσει ανδρες πεντακισχιλιοι ειπεν δε προς τους μαϑητας αυτου κατακλινατε αυτους κλισιας ανα πεντηκοντα 15 και εποιησαν ουτως και ανεκλιναν απαντας 16 λαβων δε τους πεντε αρτους και τους δυο ιχϑυας αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησεν αυτους και κατεκλασεν και εδιδου τοις μαϑηταις παρατιϑεναι τω οχλω 17 και εϕαγον και εχορτασϑησαν παντες και ηρϑη το περισσευσαν αυτοις κλασματων κοϕινοι δωδεκα 18 και εγενετο εν τω ειναι αυτον προσευχομενον καταμονας συνησαν αυτω οι μαϑηται και επηρωτησεν αυτους λεγων τινα με λεγουσιν οι οχλοι ειναι 19 οι δε αποκριϑεντες ειπον ιωαννην τον βαπτιστην αλλοι δε ηλιαν αλλοι δε οτι προϕητης τις των αρχαιων ανεστη 20 ειπεν δε αυτοις υμεις δε τινα με λεγετε ειναι αποκριϑεις δε ο πετρος ειπεν τον χριστον του ϑεου 21 ο δε επιτιμησας αυτοις παρηγγειλεν μηδενι ειπειν τουτο 22 ειπων οτι δει τον υιον του ανϑρωπου πολλα παϑειν και αποδοκιμασϑηναι απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων και αποκτανϑηναι και τη τριτη ημερα εγερϑηναι 23 ελεγεν δε προς παντας ει τις ϑελει οπισω μου ελϑειν απαρνησασϑω εαυτον και αρατω τον σταυρον αυτου καϑ ημεραν και ακολουϑειτω μοι 24 ος γαρ αν ϑελη την ψυχην αυτου σωσαι απολεσει αυτην ος δ αν απολεση την ψυχην αυτου ενεκεν εμου ουτος σωσει αυτην 25 τι γαρ ωϕελειται ανϑρωπος κερδησας τον κοσμον ολον εαυτον δε απολεσας η ζημιωϑεις 26 ος γαρ αν επαισχυνϑη με και τους εμους λογους τουτον ο υιος του ανϑρωπου επαισχυνϑησεται οταν ελϑη εν τη δοξη αυτου και του πατρος και των αγιων αγγελων 27 λεγω δε υμιν αληϑως εισιν τινες των ωδε εστηκοτων οι ου μη γευσονται ϑανατου εως αν ιδωσιν την βασιλειαν του ϑεου 28 εγενετο δε μετα τους λογους τουτους ωσει ημεραι οκτω και παραλαβων τον πετρον και ιωαννην και ιακωβον ανεβη εις το ορος προσευξασϑαι 29 και εγενετο εν τω προσευχεσϑαι αυτον το ειδος του προσωπου αυτου ετερον και ο ιματισμος αυτου λευκος εξαστραπτων 30 και ιδου ανδρες δυο συνελαλουν αυτω οιτινες ησαν μωσης και ηλιας 31 οι οϕϑεντες εν δοξη ελεγον την εξοδον αυτου ην εμελλεν πληρουν εν ιερουσαλημ 32 ο δε πετρος και οι συν αυτω ησαν βεβαρημενοι υπνω διαγρηγορησαντες δε ειδον την δοξαν αυτου και τους δυο ανδρας τους συνεστωτας αυτω 33 και εγενετο εν τω διαχωριζεσϑαι αυτους απ αυτου ειπεν ο πετρος προς τον ιησουν επιστατα καλον εστιν ημας ωδε ειναι και ποιησωμεν σκηνας τρεις μιαν σοι και μωσει μιαν και μιαν ηλια μη ειδως ο λεγει 34 ταυτα δε αυτου λεγοντος εγενετο νεϕελη και επεσκιασεν αυτους εϕοβηϑησαν δε εν τω εκεινους εισελϑειν εις την νεϕελην 35 και ϕωνη εγενετο εκ της νεϕελης λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος αυτου ακουετε 36 και εν τω γενεσϑαι την ϕωνην ευρεϑη ο ιησους μονος και αυτοι εσιγησαν και ουδενι απηγγειλαν εν εκειναις ταις ημεραις ουδεν ων εωρακασιν 37 εγενετο δε εν τη εξης ημερα κατελϑοντων αυτων απο του ορους συνηντησεν αυτω οχλος πολυς 38 και ιδου ανηρ απο του οχλου ανεβοησεν λεγων διδασκαλε δεομαι σου επιβλεψον επι τον υιον μου οτι μονογενης εστιν μοι 39 και ιδου πνευμα λαμβανει αυτον και εξαιϕνης κραζει και σπαρασσει αυτον μετα αϕρου και μογις αποχωρει απ αυτου συντριβον αυτον 40 και εδεηϑην των μαϑητων σου ινα εκβαλλωσιν αυτο και ουκ ηδυνηϑησαν 41 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν ω γενεα απιστος και διεστραμμενη εως ποτε εσομαι προς υμας και ανεξομαι υμων προσαγαγε ωδε τον υιον σου 42 ετι δε προσερχομενου αυτου ερρηξεν αυτον το δαιμονιον και συνεσπαραξεν επετιμησεν δε ο ιησους τω πνευματι τω ακαϑαρτω και ιασατο τον παιδα και απεδωκεν αυτον τω πατρι αυτου 43 εξεπλησσοντο δε παντες επι τη μεγαλειοτητι του ϑεου παντων δε ϑαυμαζοντων επι πασιν οις εποιησεν ο ιησους ειπεν προς τους μαϑητας αυτου 44 ϑεσϑε υμεις εις τα ωτα υμων τους λογους τουτους ο γαρ υιος του ανϑρωπου μελλει παραδιδοσϑαι εις χειρας ανϑρωπων 45 οι δε ηγνοουν το ρημα τουτο και ην παρακεκαλυμμενον απ αυτων ινα μη αισϑωνται αυτο και εϕοβουντο ερωτησαι αυτον περι του ρηματος τουτου 46 εισηλϑεν δε διαλογισμος εν αυτοις το τις αν ειη μειζων αυτων 47 ο δε ιησους ιδων τον διαλογισμον της καρδιας αυτων επιλαβομενος παιδιου εστησεν αυτο παρ εαυτω 48 και ειπεν αυτοις ος εαν δεξηται τουτο το παιδιον επι τω ονοματι μου εμε δεχεται και ος εαν εμε δεξηται δεχεται τον αποστειλαντα με ο γαρ μικροτερος εν πασιν υμιν υπαρχων ουτος εσται μεγας 49 αποκριϑεις δε ο ιωαννης ειπεν επιστατα ειδομεν τινα επι τω ονοματι σου εκβαλλοντα τα δαιμονια και εκωλυσαμεν αυτον οτι ουκ ακολουϑει μεϑ ημων 50 και ειπεν προς αυτον ο ιησους μη κωλυετε ος γαρ ουκ εστιν καϑ ημων υπερ ημων εστιν 51 εγενετο δε εν τω συμπληρουσϑαι τας ημερας της αναληψεως αυτου και αυτος το προσωπον αυτου εστηριξεν του πορευεσϑαι εις ιερουσαλημ 52 και απεστειλεν αγγελους προ προσωπου αυτου και πορευϑεντες εισηλϑον εις κωμην σαμαρειτων ωστε ετοιμασαι αυτω 53 και ουκ εδεξαντο αυτον οτι το προσωπον αυτου ην πορευομενον εις ιερουσαλημ 54 ιδοντες δε οι μαϑηται αυτου ιακωβος και ιωαννης ειπον κυριε ϑελεις ειπωμεν πυρ καταβηναι απο του ουρανου και αναλωσαι αυτους ως και ηλιας εποιησεν 55 στραϕεις δε επετιμησεν αυτοις και ειπεν ουκ οιδατε οιου πνευματος εστε υμεις 56 ο γαρ υιος του ανϑρωπου ουκ ηλϑεν ψυχας ανϑρωπων απολεσαι αλλα σωσαι και επορευϑησαν εις ετεραν κωμην 57 εγενετο δε πορευομενων αυτων εν τη οδω ειπεν τις προς αυτον ακολουϑησω σοι οπου αν απερχη κυριε 58 και ειπεν αυτω ο ιησους αι αλωπεκες ϕωλεους εχουσιν και τα πετεινα του ουρανου κατασκηνωσεις ο δε υιος του ανϑρωπου ουκ εχει που την κεϕαλην κλινη 59 ειπεν δε προς ετερον ακολουϑει μοι ο δε ειπεν κυριε επιτρεψον μοι απελϑοντι πρωτον ϑαψαι τον πατερα μου 60 ειπεν δε αυτω ο ιησους αϕες τους νεκρους ϑαψαι τους εαυτων νεκρους συ δε απελϑων διαγγελλε την βασιλειαν του ϑεου 61 ειπεν δε και ετερος ακολουϑησω σοι κυριε πρωτον δε επιτρεψον μοι αποταξασϑαι τοις εις τον οικον μου 62 ειπεν δε προς αυτον ο ιησους ουδεις επιβαλων την χειρα αυτου επ αροτρον και βλεπων εις τα οπισω ευϑετος εστιν εις την βασιλειαν του ϑεου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 10
1 μετα δε ταυτα ανεδειξεν ο κυριος και ετερους εβδομηκοντα και απεστειλεν αυτους ανα δυο προ προσωπου αυτου εις πασαν πολιν και τοπον ου εμελλεν αυτος ερχεσϑαι 2 ελεγεν ουν προς αυτους ο μεν ϑερισμος πολυς οι δε εργαται ολιγοι δεηϑητε ουν του κυριου του ϑερισμου οπως εκβαλλη εργατας εις τον ϑερισμον αυτου 3 υπαγετε ιδου εγω αποστελλω υμας ως αρνας εν μεσω λυκων 4 μη βασταζετε βαλαντιον μη πηραν μηδε υποδηματα και μηδενα κατα την οδον ασπασησϑε 5 εις ην δ αν οικιαν εισερχησϑε πρωτον λεγετε ειρηνη τω οικω τουτω 6 και εαν μεν η εκει υιος ειρηνης επαναπαυσεται επ αυτον η ειρηνη υμων ει δε μηγε εϕ υμας ανακαμψει 7 εν αυτη δε τη οικια μενετε εσϑιοντες και πινοντες τα παρ αυτων αξιος γαρ ο εργατης του μισϑου αυτου εστιν μη μεταβαινετε εξ οικιας εις οικιαν 8 και εις ην δ αν πολιν εισερχησϑε και δεχωνται υμας εσϑιετε τα παρατιϑεμενα υμιν 9 και ϑεραπευετε τους εν αυτη ασϑενεις και λεγετε αυτοις ηγγικεν εϕ υμας η βασιλεια του ϑεου 10 εις ην δ αν πολιν εισερχησϑε και μη δεχωνται υμας εξελϑοντες εις τας πλατειας αυτης ειπατε 11 και τον κονιορτον τον κολληϑεντα ημιν εκ της πολεως υμων απομασσομεϑα υμιν πλην τουτο γινωσκετε οτι ηγγικεν εϕ υμας η βασιλεια του ϑεου 12 λεγω δε υμιν οτι σοδομοις εν τη ημερα εκεινη ανεκτοτερον εσται η τη πολει εκεινη 13 ουαι σοι χωραζιν ουαι σοι βηϑσαιδα οτι ει εν τυρω και σιδωνι εγενοντο αι δυναμεις αι γενομεναι εν υμιν παλαι αν εν σακκω και σποδω καϑημεναι μετενοησαν 14 πλην τυρω και σιδωνι ανεκτοτερον εσται εν τη κρισει η υμιν 15 και συ καπερναουμ η εως του ουρανου υψωϑεισα εως αδου καταβιβασϑηση 16 ο ακουων υμων εμου ακουει και ο αϑετων υμας εμε αϑετει ο δε εμε αϑετων αϑετει τον αποστειλαντα με 17 υπεστρεψαν δε οι εβδομηκοντα μετα χαρας λεγοντες κυριε και τα δαιμονια υποτασσεται ημιν εν τω ονοματι σου 18 ειπεν δε αυτοις εϑεωρουν τον σαταναν ως αστραπην εκ του ουρανου πεσοντα 19 ιδου διδωμι υμιν την εξουσιαν του πατειν επανω οϕεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχϑρου και ουδεν υμας ου μη αδικηση 20 πλην εν τουτω μη χαιρετε οτι τα πνευματα υμιν υποτασσεται χαιρετε δε μαλλον οτι τα ονοματα υμων εγραϕη εν τοις ουρανοις 21 εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασατο τω πνευματι ο ιησους και ειπεν εξομολογουμαι σοι πατερ κυριε του ουρανου και της γης οτι απεκρυψας ταυτα απο σοϕων και συνετων και απεκαλυψας αυτα νηπιοις ναι ο πατηρ οτι ουτως εγενετο ευδοκια εμπροσϑεν σου 22 και στραϕεις προς τους μαϑητας ειπεν παντα παρεδοϑη μοι υπο του πατρος μου και ουδεις γινωσκει τις εστιν ο υιος ει μη ο πατηρ και τις εστιν ο πατηρ ει μη ο υιος και ω εαν βουληται ο υιος αποκαλυψαι 23 και στραϕεις προς τους μαϑητας κατ ιδιαν ειπεν μακαριοι οι οϕϑαλμοι οι βλεποντες α βλεπετε 24 λεγω γαρ υμιν οτι πολλοι προϕηται και βασιλεις ηϑελησαν ιδειν α υμεις βλεπετε και ουκ ειδον και ακουσαι α ακουετε και ουκ ηκουσαν 25 και ιδου νομικος τις ανεστη εκπειραζων αυτον και λεγων διδασκαλε τι ποιησας ζωην αιωνιον κληρονομησω 26 ο δε ειπεν προς αυτον εν τω νομω τι γεγραπται πως αναγινωσκεις 27 ο δε αποκριϑεις ειπεν αγαπησεις κυριον τον ϑεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της ισχυος σου και εξ ολης της διανοιας σου και τον πλησιον σου ως σεαυτον 28 ειπεν δε αυτω ορϑως απεκριϑης τουτο ποιει και ζηση 29 ο δε ϑελων δικαιουν εαυτον ειπεν προς τον ιησουν και τις εστιν μου πλησιον 30 υπολαβων δε ο ιησους ειπεν ανϑρωπος τις κατεβαινεν απο ιερουσαλημ εις ιεριχω και λησταις περιεπεσεν οι και εκδυσαντες αυτον και πληγας επιϑεντες απηλϑον αϕεντες ημιϑανη τυγχανοντα 31 κατα συγκυριαν δε ιερευς τις κατεβαινεν εν τη οδω εκεινη και ιδων αυτον αντιπαρηλϑεν 32 ομοιως δε και λευιτης γενομενος κατα τον τοπον ελϑων και ιδων αντιπαρηλϑεν 33 σαμαρειτης δε τις οδευων ηλϑεν κατ αυτον και ιδων αυτον εσπλαγχνισϑη 34 και προσελϑων κατεδησεν τα τραυματα αυτου επιχεων ελαιον και οινον επιβιβασας δε αυτον επι το ιδιον κτηνος ηγαγεν αυτον εις πανδοχειον και επεμεληϑη αυτου 35 και επι την αυριον εξελϑων εκβαλων δυο δηναρια εδωκεν τω πανδοχει και ειπεν αυτω επιμεληϑητι αυτου και ο τι αν προσδαπανησης εγω εν τω επανερχεσϑαι με αποδωσω σοι 36 τις ουν τουτων των τριων δοκει σοι πλησιον γεγονεναι του εμπεσοντος εις τους ληστας 37 ο δε ειπεν ο ποιησας το ελεος μετ αυτου ειπεν ουν αυτω ο ιησους πορευου και συ ποιει ομοιως 38 εγενετο δε εν τω πορευεσϑαι αυτους και αυτος εισηλϑεν εις κωμην τινα γυνη δε τις ονοματι μαρϑα υπεδεξατο αυτον εις τον οικον αυτης 39 και τηδε ην αδελϕη καλουμενη μαρια η και παρακαϑισασα παρα τους ποδας του ιησου ηκουεν τον λογον αυτου 40 η δε μαρϑα περιεσπατο περι πολλην διακονιαν επιστασα δε ειπεν κυριε ου μελει σοι οτι η αδελϕη μου μονην με κατελιπεν διακονειν ειπε ουν αυτη ινα μοι συναντιλαβηται 41 αποκριϑεις δε ειπεν αυτη ο ιησους μαρϑα μαρϑα μεριμνας και τυρβαζη περι πολλα 42 ενος δε εστιν χρεια μαρια δε την αγαϑην μεριδα εξελεξατο ητις ουκ αϕαιρεϑησεται απ αυτης
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 11
1 και εγενετο εν τω ειναι αυτον εν τοπω τινι προσευχομενον ως επαυσατο ειπεν τις των μαϑητων αυτου προς αυτον κυριε διδαξον ημας προσευχεσϑαι καϑως και ιωαννης εδιδαξεν τους μαϑητας αυτου 2 ειπεν δε αυτοις οταν προσευχησϑε λεγετε πατερ ημων ο εν τοις ουρανοις αγιασϑητω το ονομα σου ελϑετω η βασιλεια σου γενηϑητω το ϑελημα σου ως εν ουρανω και επι της γης 3 τον αρτον ημων τον επιουσιον διδου ημιν το καϑ ημεραν 4 και αϕες ημιν τας αμαρτιας ημων και γαρ αυτοι αϕιεμεν παντι οϕειλοντι ημιν και μη εισενεγκης ημας εις πειρασμον αλλα ρυσαι ημας απο του πονηρου 5 και ειπεν προς αυτους τις εξ υμων εξει ϕιλον και πορευσεται προς αυτον μεσονυκτιου και ειπη αυτω ϕιλε χρησον μοι τρεις αρτους 6 επειδη ϕιλος μου παρεγενετο εξ οδου προς με και ουκ εχω ο παραϑησω αυτω 7 κακεινος εσωϑεν αποκριϑεις ειπη μη μοι κοπους παρεχε ηδη η ϑυρα κεκλεισται και τα παιδια μου μετ εμου εις την κοιτην εισιν ου δυναμαι αναστας δουναι σοι 8 λεγω υμιν ει και ου δωσει αυτω αναστας δια το ειναι αυτου ϕιλον δια γε την αναιδειαν αυτου εγερϑεις δωσει αυτω οσων χρηζει 9 καγω υμιν λεγω αιτειτε και δοϑησεται υμιν ζητειτε και ευρησετε κρουετε και ανοιγησεται υμιν 10 πας γαρ ο αιτων λαμβανει και ο ζητων ευρισκει και τω κρουοντι ανοιγησεται 11 τινα δε υμων τον πατερα αιτησει ο υιος αρτον μη λιϑον επιδωσει αυτω ει και ιχϑυν μη αντι ιχϑυος οϕιν επιδωσει αυτω 12 η και εαν αιτηση ωον μη επιδωσει αυτω σκορπιον 13 ει ουν υμεις πονηροι υπαρχοντες οιδατε αγαϑα δοματα διδοναι τοις τεκνοις υμων ποσω μαλλον ο πατηρ ο εξ ουρανου δωσει πνευμα αγιον τοις αιτουσιν αυτον 14 και ην εκβαλλων δαιμονιον και αυτο ην κωϕον εγενετο δε του δαιμονιου εξελϑοντος ελαλησεν ο κωϕος και εϑαυμασαν οι οχλοι 15 τινες δε εξ αυτων ειπον εν βεελζεβουλ αρχοντι των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια 16 ετεροι δε πειραζοντες σημειον παρ αυτου εζητουν εξ ουρανου 17 αυτος δε ειδως αυτων τα διανοηματα ειπεν αυτοις πασα βασιλεια εϕ εαυτην διαμερισϑεισα ερημουται και οικος επι οικον πιπτει 18 ει δε και ο σατανας εϕ εαυτον διεμερισϑη πως σταϑησεται η βασιλεια αυτου οτι λεγετε εν βεελζεβουλ εκβαλλειν με τα δαιμονια 19 ει δε εγω εν βεελζεβουλ εκβαλλω τα δαιμονια οι υιοι υμων εν τινι εκβαλλουσιν δια τουτο κριται υμων αυτοι εσονται 20 ει δε εν δακτυλω ϑεου εκβαλλω τα δαιμονια αρα εϕϑασεν εϕ υμας η βασιλεια του ϑεου 21 οταν ο ισχυρος καϑωπλισμενος ϕυλασση την εαυτου αυλην εν ειρηνη εστιν τα υπαρχοντα αυτου 22 επαν δε ο ισχυροτερος αυτου επελϑων νικηση αυτον την πανοπλιαν αυτου αιρει εϕ η επεποιϑει και τα σκυλα αυτου διαδιδωσιν 23 ο μη ων μετ εμου κατ εμου εστιν και ο μη συναγων μετ εμου σκορπιζει 24 οταν το ακαϑαρτον πνευμα εξελϑη απο του ανϑρωπου διερχεται δι ανυδρων τοπων ζητουν αναπαυσιν και μη ευρισκον λεγει υποστρεψω εις τον οικον μου οϑεν εξηλϑον 25 και ελϑον ευρισκει σεσαρωμενον και κεκοσμημενον 26 τοτε πορευεται και παραλαμβανει επτα ετερα πνευματα πονηροτερα εαυτου και εισελϑοντα κατοικει εκει και γινεται τα εσχατα του ανϑρωπου εκεινου χειρονα των πρωτων 27 εγενετο δε εν τω λεγειν αυτον ταυτα επαρασα τις γυνη ϕωνην εκ του οχλου ειπεν αυτω μακαρια η κοιλια η βαστασασα σε και μαστοι ους εϑηλασας 28 αυτος δε ειπεν μενουνγε μακαριοι οι ακουοντες τον λογον του ϑεου και ϕυλασσοντες αυτον 29 των δε οχλων επαϑροιζομενων ηρξατο λεγειν η γενεα αυτη πονηρα εστιν σημειον επιζητει και σημειον ου δοϑησεται αυτη ει μη το σημειον ιωνα του προϕητου 30 καϑως γαρ εγενετο ιωνας σημειον τοις νινευιταις ουτως εσται και ο υιος του ανϑρωπου τη γενεα ταυτη 31 βασιλισσα νοτου εγερϑησεται εν τη κρισει μετα των ανδρων της γενεας ταυτης και κατακρινει αυτους οτι ηλϑεν εκ των περατων της γης ακουσαι την σοϕιαν σολομωντος και ιδου πλειον σολομωντος ωδε 32 ανδρες νινευι αναστησονται εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και κατακρινουσιν αυτην οτι μετενοησαν εις το κηρυγμα ιωνα και ιδου πλειον ιωνα ωδε 33 ουδεις δε λυχνον αψας εις κρυπτον τιϑησιν ουδε υπο τον μοδιον αλλ επι την λυχνιαν ινα οι εισπορευομενοι το ϕεγγος βλεπωσιν 34 ο λυχνος του σωματος εστιν ο οϕϑαλμος οταν ουν ο οϕϑαλμος σου απλους η και ολον το σωμα σου ϕωτεινον εστιν επαν δε πονηρος η και το σωμα σου σκοτεινον 35 σκοπει ουν μη το ϕως το εν σοι σκοτος εστιν 36 ει ουν το σωμα σου ολον ϕωτεινον μη εχον τι μερος σκοτεινον εσται ϕωτεινον ολον ως οταν ο λυχνος τη αστραπη ϕωτιζη σε 37 εν δε τω λαλησαι ηρωτα αυτον ϕαρισαιος τις οπως αριστηση παρ αυτω εισελϑων δε ανεπεσεν 38 ο δε ϕαρισαιος ιδων εϑαυμασεν οτι ου πρωτον εβαπτισϑη προ του αριστου 39 ειπεν δε ο κυριος προς αυτον νυν υμεις οι ϕαρισαιοι το εξωϑεν του ποτηριου και του πινακος καϑαριζετε το δε εσωϑεν υμων γεμει αρπαγης και πονηριας 40 αϕρονες ουχ ο ποιησας το εξωϑεν και το εσωϑεν εποιησεν 41 πλην τα ενοντα δοτε ελεημοσυνην και ιδου παντα καϑαρα υμιν εστιν 42 αλλ ουαι υμιν τοις ϕαρισαιοις οτι αποδεκατουτε το ηδυοσμον και το πηγανον και παν λαχανον και παρερχεσϑε την κρισιν και την αγαπην του ϑεου ταυτα εδει ποιησαι κακεινα μη αϕιεναι 43 ουαι υμιν τοις ϕαρισαιοις οτι αγαπατε την πρωτοκαϑεδριαν εν ταις συναγωγαις και τους ασπασμους εν ταις αγοραις 44 ουαι υμιν γραμματεις και ϕαρισαιοι υποκριται οτι εστε ως τα μνημεια τα αδηλα και οι ανϑρωποι οι περιπατουντες επανω ουκ οιδασιν 45 αποκριϑεις δε τις των νομικων λεγει αυτω διδασκαλε ταυτα λεγων και ημας υβριζεις 46 ο δε ειπεν και υμιν τοις νομικοις ουαι οτι ϕορτιζετε τους ανϑρωπους ϕορτια δυσβαστακτα και αυτοι ενι των δακτυλων υμων ου προσψαυετε τοις ϕορτιοις 47 ουαι υμιν οτι οικοδομειτε τα μνημεια των προϕητων οι δε πατερες υμων απεκτειναν αυτους 48 αρα μαρτυρειτε και συνευδοκειτε τοις εργοις των πατερων υμων οτι αυτοι μεν απεκτειναν αυτους υμεις δε οικοδομειτε αυτων τα μνημεια 49 δια τουτο και η σοϕια του ϑεου ειπεν αποστελω εις αυτους προϕητας και αποστολους και εξ αυτων αποκτενουσιν και εκδιωξουσιν 50 ινα εκζητηϑη το αιμα παντων των προϕητων το εκχυνομενον απο καταβολης κοσμου απο της γενεας ταυτης 51 απο του αιματος αβελ εως του αιματος ζαχαριου του απολομενου μεταξυ του ϑυσιαστηριου και του οικου ναι λεγω υμιν εκζητηϑησεται απο της γενεας ταυτης 52 ουαι υμιν τοις νομικοις οτι ηρατε την κλειδα της γνωσεως αυτοι ουκ εισηλϑετε και τους εισερχομενους εκωλυσατε 53 λεγοντος δε αυτου ταυτα προς αυτους ηρξαντο οι γραμματεις και οι ϕαρισαιοι δεινως ενεχειν και αποστοματιζειν αυτον περι πλειονων 54 ενεδρευοντες αυτον και ζητουντες ϑηρευσαι τι εκ του στοματος αυτου ινα κατηγορησωσιν αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 12
1 εν οις επισυναχϑεισων των μυριαδων του οχλου ωστε καταπατειν αλληλους ηρξατο λεγειν προς τους μαϑητας αυτου πρωτον προσεχετε εαυτοις απο της ζυμης των ϕαρισαιων ητις εστιν υποκρισις 2 ουδεν δε συγκεκαλυμμενον εστιν ο ουκ αποκαλυϕϑησεται και κρυπτον ο ου γνωσϑησεται 3 ανϑ ων οσα εν τη σκοτια ειπατε εν τω ϕωτι ακουσϑησεται και ο προς το ους ελαλησατε εν τοις ταμειοις κηρυχϑησεται επι των δωματων 4 λεγω δε υμιν τοις ϕιλοις μου μη ϕοβηϑητε απο των αποκτεινοντων το σωμα και μετα ταυτα μη εχοντων περισσοτερον τι ποιησαι 5 υποδειξω δε υμιν τινα ϕοβηϑητε ϕοβηϑητε τον μετα το αποκτειναι εξουσιαν εχοντα εμβαλειν εις την γεενναν ναι λεγω υμιν τουτον ϕοβηϑητε 6 ουχι πεντε στρουϑια πωλειται ασσαριων δυο και εν εξ αυτων ουκ εστιν επιλελησμενον ενωπιον του ϑεου 7 αλλα και αι τριχες της κεϕαλης υμων πασαι ηριϑμηνται μη ουν ϕοβεισϑε πολλων στρουϑιων διαϕερετε 8 λεγω δε υμιν πας ος αν ομολογηση εν εμοι εμπροσϑεν των ανϑρωπων και ο υιος του ανϑρωπου ομολογησει εν αυτω εμπροσϑεν των αγγελων του ϑεου 9 ο δε αρνησαμενος με ενωπιον των ανϑρωπων απαρνηϑησεται ενωπιον των αγγελων του ϑεου 10 και πας ος ερει λογον εις τον υιον του ανϑρωπου αϕεϑησεται αυτω τω δε εις το αγιον πνευμα βλασϕημησαντι ουκ αϕεϑησεται 11 οταν δε προσϕερωσιν υμας επι τας συναγωγας και τας αρχας και τας εξουσιας μη μεριμνατε πως η τι απολογησησϑε η τι ειπητε 12 το γαρ αγιον πνευμα διδαξει υμας εν αυτη τη ωρα α δει ειπειν 13 ειπεν δε τις αυτω εκ του οχλου διδασκαλε ειπε τω αδελϕω μου μερισασϑαι μετ εμου την κληρονομιαν 14 ο δε ειπεν αυτω ανϑρωπε τις με κατεστησεν δικαστην η μεριστην εϕ υμας 15 ειπεν δε προς αυτους ορατε και ϕυλασσεσϑε απο της πλεονεξιας οτι ουκ εν τω περισσευειν τινι η ζωη αυτου εστιν εκ των υπαρχοντων αυτου 16 ειπεν δε παραβολην προς αυτους λεγων ανϑρωπου τινος πλουσιου ευϕορησεν η χωρα 17 και διελογιζετο εν εαυτω λεγων τι ποιησω οτι ουκ εχω που συναξω τους καρπους μου 18 και ειπεν τουτο ποιησω καϑελω μου τας αποϑηκας και μειζονας οικοδομησω και συναξω εκει παντα τα γενηματα μου και τα αγαϑα μου 19 και ερω τη ψυχη μου ψυχη εχεις πολλα αγαϑα κειμενα εις ετη πολλα αναπαυου ϕαγε πιε ευϕραινου 20 ειπεν δε αυτω ο ϑεος αϕρων ταυτη τη νυκτι την ψυχην σου απαιτουσιν απο σου α δε ητοιμασας τινι εσται 21 ουτως ο ϑησαυριζων εαυτω και μη εις ϑεον πλουτων 22 ειπεν δε προς τους μαϑητας αυτου δια τουτο υμιν λεγω μη μεριμνατε τη ψυχη υμων τι ϕαγητε μηδε τω σωματι τι ενδυσησϑε 23 η ψυχη πλειον εστιν της τροϕης και το σωμα του ενδυματος 24 κατανοησατε τους κορακας οτι ου σπειρουσιν ουδε ϑεριζουσιν οις ουκ εστιν ταμειον ουδε αποϑηκη και ο ϑεος τρεϕει αυτους ποσω μαλλον υμεις διαϕερετε των πετεινων 25 τις δε εξ υμων μεριμνων δυναται προσϑειναι επι την ηλικιαν αυτου πηχυν ενα 26 ει ουν ουτε ελαχιστον δυνασϑε τι περι των λοιπων μεριμνατε 27 κατανοησατε τα κρινα πως αυξανει ου κοπια ουδε νηϑει λεγω δε υμιν ουδε σολομων εν παση τη δοξη αυτου περιεβαλετο ως εν τουτων 28 ει δε τον χορτον εν τω αγρω σημερον οντα και αυριον εις κλιβανον βαλλομενον ο ϑεος ουτως αμϕιεννυσιν ποσω μαλλον υμας ολιγοπιστοι 29 και υμεις μη ζητειτε τι ϕαγητε η τι πιητε και μη μετεωριζεσϑε 30 ταυτα γαρ παντα τα εϑνη του κοσμου επιζητει υμων δε ο πατηρ οιδεν οτι χρηζετε τουτων 31 πλην ζητειτε την βασιλειαν του ϑεου και ταυτα παντα προστεϑησεται υμιν 32 μη ϕοβου το μικρον ποιμνιον οτι ευδοκησεν ο πατηρ υμων δουναι υμιν την βασιλειαν 33 πωλησατε τα υπαρχοντα υμων και δοτε ελεημοσυνην ποιησατε εαυτοις βαλαντια μη παλαιουμενα ϑησαυρον ανεκλειπτον εν τοις ουρανοις οπου κλεπτης ουκ εγγιζει ουδε σης διαϕϑειρει 34 οπου γαρ εστιν ο ϑησαυρος υμων εκει και η καρδια υμων εσται 35 εστωσαν υμων αι οσϕυες περιεζωσμεναι και οι λυχνοι καιομενοι 36 και υμεις ομοιοι ανϑρωποις προσδεχομενοις τον κυριον εαυτων ποτε αναλυσει εκ των γαμων ινα ελϑοντος και κρουσαντος ευϑεως ανοιξωσιν αυτω 37 μακαριοι οι δουλοι εκεινοι ους ελϑων ο κυριος ευρησει γρηγορουντας αμην λεγω υμιν οτι περιζωσεται και ανακλινει αυτους και παρελϑων διακονησει αυτοις 38 και εαν ελϑη εν τη δευτερα ϕυλακη και εν τη τριτη ϕυλακη ελϑη και ευρη ουτως μακαριοι εισιν οι δουλοι εκεινοι 39 τουτο δε γινωσκετε οτι ει ηδει ο οικοδεσποτης ποια ωρα ο κλεπτης ερχεται εγρηγορησεν αν και ουκ αν αϕηκεν διορυγηναι τον οικον αυτου 40 και υμεις ουν γινεσϑε ετοιμοι οτι η ωρα ου δοκειτε ο υιος του ανϑρωπου ερχεται 41 ειπεν δε αυτω ο πετρος κυριε προς ημας την παραβολην ταυτην λεγεις η και προς παντας 42 ειπεν δε ο κυριος τις αρα εστιν ο πιστος οικονομος και ϕρονιμος ον καταστησει ο κυριος επι της ϑεραπειας αυτου του διδοναι εν καιρω το σιτομετριον 43 μακαριος ο δουλος εκεινος ον ελϑων ο κυριος αυτου ευρησει ποιουντα ουτως 44 αληϑως λεγω υμιν οτι επι πασιν τοις υπαρχουσιν αυτου καταστησει αυτον 45 εαν δε ειπη ο δουλος εκεινος εν τη καρδια αυτου χρονιζει ο κυριος μου ερχεσϑαι και αρξηται τυπτειν τους παιδας και τας παιδισκας εσϑιειν τε και πινειν και μεϑυσκεσϑαι 46 ηξει ο κυριος του δουλου εκεινου εν ημερα η ου προσδοκα και εν ωρα η ου γινωσκει και διχοτομησει αυτον και το μερος αυτου μετα των απιστων ϑησει 47 εκεινος δε ο δουλος ο γνους το ϑελημα του κυριου εαυτου και μη ετοιμασας μηδε ποιησας προς το ϑελημα αυτου δαρησεται πολλας 48 ο δε μη γνους ποιησας δε αξια πληγων δαρησεται ολιγας παντι δε ω εδοϑη πολυ πολυ ζητηϑησεται παρ αυτου και ω παρεϑεντο πολυ περισσοτερον αιτησουσιν αυτον 49 πυρ ηλϑον βαλειν εις την γην και τι ϑελω ει ηδη ανηϕϑη 50 βαπτισμα δε εχω βαπτισϑηναι και πως συνεχομαι εως ου τελεσϑη 51 δοκειτε οτι ειρηνην παρεγενομην δουναι εν τη γη ουχι λεγω υμιν αλλ η διαμερισμον 52 εσονται γαρ απο του νυν πεντε εν οικω ενι διαμεμερισμενοι τρεις επι δυσιν και δυο επι τρισιν 53 διαμερισϑησεται πατηρ εϕ υιω και υιος επι πατρι μητηρ επι ϑυγατρι και ϑυγατηρ επι μητρι πενϑερα επι την νυμϕην αυτης και νυμϕη επι την πενϑεραν αυτης 54 ελεγεν δε και τοις οχλοις οταν ιδητε την νεϕελην ανατελλουσαν απο δυσμων ευϑεως λεγετε ομβρος ερχεται και γινεται ουτως 55 και οταν νοτον πνεοντα λεγετε οτι καυσων εσται και γινεται 56 υποκριται το προσωπον της γης και του ουρανου οιδατε δοκιμαζειν τον δε καιρον τουτον πως ου δοκιμαζετε 57 τι δε και αϕ εαυτων ου κρινετε το δικαιον 58 ως γαρ υπαγεις μετα του αντιδικου σου επ αρχοντα εν τη οδω δος εργασιαν απηλλαχϑαι απ αυτου μηποτε κατασυρη σε προς τον κριτην και ο κριτης σε παραδω τω πρακτορι και ο πρακτωρ σε βαλλη εις ϕυλακην 59 λεγω σοι ου μη εξελϑης εκειϑεν εως ου και το εσχατον λεπτον αποδως
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 13
1 παρησαν δε τινες εν αυτω τω καιρω απαγγελλοντες αυτω περι των γαλιλαιων ων το αιμα πιλατος εμιξεν μετα των ϑυσιων αυτων 2 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν αυτοις δοκειτε οτι οι γαλιλαιοι ουτοι αμαρτωλοι παρα παντας τους γαλιλαιους εγενοντο οτι τοιαυτα πεπονϑασιν 3 ουχι λεγω υμιν αλλ εαν μη μετανοητε παντες ωσαυτως απολεισϑε 4 η εκεινοι οι δεκα και οκτω εϕ ους επεσεν ο πυργος εν τω σιλωαμ και απεκτεινεν αυτους δοκειτε οτι ουτοι οϕειλεται εγενοντο παρα παντας ανϑρωπους τους κατοικουντας εν ιερουσαλημ 5 ουχι λεγω υμιν αλλ εαν μη μετανοητε παντες ομοιως απολεισϑε 6 ελεγεν δε ταυτην την παραβολην συκην ειχεν τις εν τω αμπελωνι αυτου πεϕυτευμενην και ηλϑεν καρπον ζητων εν αυτη και ουχ ευρεν 7 ειπεν δε προς τον αμπελουργον ιδου τρια ετη ερχομαι ζητων καρπον εν τη συκη ταυτη και ουχ ευρισκω εκκοψον αυτην ινατι και την γην καταργει 8 ο δε αποκριϑεις λεγει αυτω κυριε αϕες αυτην και τουτο το ετος εως οτου σκαψω περι αυτην και βαλω κοπριαν 9 καν μεν ποιηση καρπον ει δε μηγε εις το μελλον εκκοψεις αυτην 10 ην δε διδασκων εν μια των συναγωγων εν τοις σαββασιν 11 και ιδου γυνη ην πνευμα εχουσα ασϑενειας ετη δεκα και οκτω και ην συγκυπτουσα και μη δυναμενη ανακυψαι εις το παντελες 12 ιδων δε αυτην ο ιησους προσεϕωνησεν και ειπεν αυτη γυναι απολελυσαι της ασϑενειας σου 13 και επεϑηκεν αυτη τας χειρας και παραχρημα ανωρϑωϑη και εδοξαζεν τον ϑεον 14 αποκριϑεις δε ο αρχισυναγωγος αγανακτων οτι τω σαββατω εϑεραπευσεν ο ιησους ελεγεν τω οχλω εξ ημεραι εισιν εν αις δει εργαζεσϑαι εν ταυταις ουν ερχομενοι ϑεραπευεσϑε και μη τη ημερα του σαββατου 15 απεκριϑη ουν αυτω ο κυριος και ειπεν υποκριτα εκαστος υμων τω σαββατω ου λυει τον βουν αυτου η τον ονον απο της ϕατνης και απαγαγων ποτιζει 16 ταυτην δε ϑυγατερα αβρααμ ουσαν ην εδησεν ο σατανας ιδου δεκα και οκτω ετη ουκ εδει λυϑηναι απο του δεσμου τουτου τη ημερα του σαββατου 17 και ταυτα λεγοντος αυτου κατησχυνοντο παντες οι αντικειμενοι αυτω και πας ο οχλος εχαιρεν επι πασιν τοις ενδοξοις τοις γινομενοις υπ αυτου 18 ελεγεν δε τινι ομοια εστιν η βασιλεια του ϑεου και τινι ομοιωσω αυτην 19 ομοια εστιν κοκκω σιναπεως ον λαβων ανϑρωπος εβαλεν εις κηπον εαυτου και ηυξησεν και εγενετο εις δενδρον μεγα και τα πετεινα του ουρανου κατεσκηνωσεν εν τοις κλαδοις αυτου 20 και παλιν ειπεν τινι ομοιωσω την βασιλειαν του ϑεου 21 ομοια εστιν ζυμη ην λαβουσα γυνη ενεκρυψεν εις αλευρου σατα τρια εως ου εζυμωϑη ολον 22 και διεπορευετο κατα πολεις και κωμας διδασκων και πορειαν ποιουμενος εις ιερουσαλημ 23 ειπεν δε τις αυτω κυριε ει ολιγοι οι σωζομενοι ο δε ειπεν προς αυτους 24 αγωνιζεσϑε εισελϑειν δια της στενης πυλης οτι πολλοι λεγω υμιν ζητησουσιν εισελϑειν και ουκ ισχυσουσιν 25 αϕ ου αν εγερϑη ο οικοδεσποτης και αποκλειση την ϑυραν και αρξησϑε εξω εσταναι και κρουειν την ϑυραν λεγοντες κυριε κυριε ανοιξον ημιν και αποκριϑεις ερει υμιν ουκ οιδα υμας ποϑεν εστε 26 τοτε αρξεσϑε λεγειν εϕαγομεν ενωπιον σου και επιομεν και εν ταις πλατειαις ημων εδιδαξας 27 και ερει λεγω υμιν ουκ οιδα υμας ποϑεν εστε αποστητε απ εμου παντες οι εργαται της αδικιας 28 εκει εσται ο κλαυϑμος και ο βρυγμος των οδοντων οταν οψησϑε αβρααμ και ισαακ και ιακωβ και παντας τους προϕητας εν τη βασιλεια του ϑεου υμας δε εκβαλλομενους εξω 29 και ηξουσιν απο ανατολων και δυσμων και απο βορρα και νοτου και ανακλιϑησονται εν τη βασιλεια του ϑεου 30 και ιδου εισιν εσχατοι οι εσονται πρωτοι και εισιν πρωτοι οι εσονται εσχατοι 31 εν αυτη τη ημερα προσηλϑον τινες ϕαρισαιοι λεγοντες αυτω εξελϑε και πορευου εντευϑεν οτι ηρωδης ϑελει σε αποκτειναι 32 και ειπεν αυτοις πορευϑεντες ειπατε τη αλωπεκι ταυτη ιδου εκβαλλω δαιμονια και ιασεις επιτελω σημερον και αυριον και τη τριτη τελειουμαι 33 πλην δει με σημερον και αυριον και τη εχομενη πορευεσϑαι οτι ουκ ενδεχεται προϕητην απολεσϑαι εξω ιερουσαλημ 34 ιερουσαλημ ιερουσαλημ η αποκτεινουσα τους προϕητας και λιϑοβολουσα τους απεσταλμενους προς αυτην ποσακις ηϑελησα επισυναξαι τα τεκνα σου ον τροπον ορνις την εαυτης νοσσιαν υπο τας πτερυγας και ουκ ηϑελησατε 35 ιδου αϕιεται υμιν ο οικος υμων ερημος αμην δε λεγω υμιν οτι ου μη με ιδητε εως αν ηξη οτε ειπητε ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι κυριου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 14
1 και εγενετο εν τω ελϑειν αυτον εις οικον τινος των αρχοντων των ϕαρισαιων σαββατω ϕαγειν αρτον και αυτοι ησαν παρατηρουμενοι αυτον 2 και ιδου ανϑρωπος τις ην υδρωπικος εμπροσϑεν αυτου 3 και αποκριϑεις ο ιησους ειπεν προς τους νομικους και ϕαρισαιους λεγων ει εξεστιν τω σαββατω ϑεραπευειν 4 οι δε ησυχασαν και επιλαβομενος ιασατο αυτον και απελυσεν 5 και αποκριϑεις προς αυτους ειπεν τινος υμων ονος η βους εις ϕρεαρ εμπεσειται και ουκ ευϑεως ανασπασει αυτον εν τη ημερα του σαββατου 6 και ουκ ισχυσαν ανταποκριϑηναι αυτω προς ταυτα 7 ελεγεν δε προς τους κεκλημενους παραβολην επεχων πως τας πρωτοκλισιας εξελεγοντο λεγων προς αυτους 8 οταν κληϑης υπο τινος εις γαμους μη κατακλιϑης εις την πρωτοκλισιαν μηποτε εντιμοτερος σου η κεκλημενος υπ αυτου 9 και ελϑων ο σε και αυτον καλεσας ερει σοι δος τουτω τοπον και τοτε αρξη μετ αισχυνης τον εσχατον τοπον κατεχειν 10 αλλ οταν κληϑης πορευϑεις αναπεσον εις τον εσχατον τοπον ινα οταν ελϑη ο κεκληκως σε ειπη σοι ϕιλε προσαναβηϑι ανωτερον τοτε εσται σοι δοξα ενωπιον των συνανακειμενων σοι 11 οτι πας ο υψων εαυτον ταπεινωϑησεται και ο ταπεινων εαυτον υψωϑησεται 12 ελεγεν δε και τω κεκληκοτι αυτον οταν ποιης αριστον η δειπνον μη ϕωνει τους ϕιλους σου μηδε τους αδελϕους σου μηδε τους συγγενεις σου μηδε γειτονας πλουσιους μηποτε και αυτοι σε αντικαλεσωσιν και γενηται σοι ανταποδομα 13 αλλ οταν ποιης δοχην καλει πτωχους αναπηρους χωλους τυϕλους 14 και μακαριος εση οτι ουκ εχουσιν ανταποδουναι σοι ανταποδοϑησεται γαρ σοι εν τη αναστασει των δικαιων 15 ακουσας δε τις των συνανακειμενων ταυτα ειπεν αυτω μακαριος ος ϕαγεται αρτον εν τη βασιλεια του ϑεου 16 ο δε ειπεν αυτω ανϑρωπος τις εποιησεν δειπνον μεγα και εκαλεσεν πολλους 17 και απεστειλεν τον δουλον αυτου τη ωρα του δειπνου ειπειν τοις κεκλημενοις ερχεσϑε οτι ηδη ετοιμα εστιν παντα 18 και ηρξαντο απο μιας παραιτεισϑαι παντες ο πρωτος ειπεν αυτω αγρον ηγορασα και εχω αναγκην εξελϑειν και ιδειν αυτον ερωτω σε εχε με παρητημενον 19 και ετερος ειπεν ζευγη βοων ηγορασα πεντε και πορευομαι δοκιμασαι αυτα ερωτω σε εχε με παρητημενον 20 και ετερος ειπεν γυναικα εγημα και δια τουτο ου δυναμαι ελϑειν 21 και παραγενομενος ο δουλος εκεινος απηγγειλεν τω κυριω αυτου ταυτα τοτε οργισϑεις ο οικοδεσποτης ειπεν τω δουλω αυτου εξελϑε ταχεως εις τας πλατειας και ρυμας της πολεως και τους πτωχους και αναπηρους και χωλους και τυϕλους εισαγαγε ωδε 22 και ειπεν ο δουλος κυριε γεγονεν ως επεταξας και ετι τοπος εστιν 23 και ειπεν ο κυριος προς τον δουλον εξελϑε εις τας οδους και ϕραγμους και αναγκασον εισελϑειν ινα γεμισϑη ο οικος μου 24 λεγω γαρ υμιν οτι ουδεις των ανδρων εκεινων των κεκλημενων γευσεται μου του δειπνου 25 συνεπορευοντο δε αυτω οχλοι πολλοι και στραϕεις ειπεν προς αυτους 26 ει τις ερχεται προς με και ου μισει τον πατερα εαυτου και την μητερα και την γυναικα και τα τεκνα και τους αδελϕους και τας αδελϕας ετι δε και την εαυτου ψυχην ου δυναται μου μαϑητης ειναι 27 και οστις ου βασταζει τον σταυρον αυτου και ερχεται οπισω μου ου δυναται μου ειναι μαϑητης 28 τις γαρ εξ υμων ϑελων πυργον οικοδομησαι ουχι πρωτον καϑισας ψηϕιζει την δαπανην ει εχει τα προς απαρτισμον 29 ινα μηποτε ϑεντος αυτου ϑεμελιον και μη ισχυοντος εκτελεσαι παντες οι ϑεωρουντες αρξωνται εμπαιζειν αυτω 30 λεγοντες οτι ουτος ο ανϑρωπος ηρξατο οικοδομειν και ουκ ισχυσεν εκτελεσαι 31 η τις βασιλευς πορευομενος συμβαλειν ετερω βασιλει εις πολεμον ουχι καϑισας πρωτον βουλευεται ει δυνατος εστιν εν δεκα χιλιασιν απαντησαι τω μετα εικοσι χιλιαδων ερχομενω επ αυτον 32 ει δε μηγε ετι αυτου πορρω οντος πρεσβειαν αποστειλας ερωτα τα προς ειρηνην 33 ουτως ουν πας εξ υμων ος ουκ αποτασσεται πασιν τοις εαυτου υπαρχουσιν ου δυναται μου ειναι μαϑητης 34 καλον το αλας εαν δε το αλας μωρανϑη εν τινι αρτυϑησεται 35 ουτε εις γην ουτε εις κοπριαν ευϑετον εστιν εξω βαλλουσιν αυτο ο εχων ωτα ακουειν ακουετω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 15
1 ησαν δε εγγιζοντες αυτω παντες οι τελωναι και οι αμαρτωλοι ακουειν αυτου 2 και διεγογγυζον οι ϕαρισαιοι και οι γραμματεις λεγοντες οτι ουτος αμαρτωλους προσδεχεται και συνεσϑιει αυτοις 3 ειπεν δε προς αυτους την παραβολην ταυτην λεγων 4 τις ανϑρωπος εξ υμων εχων εκατον προβατα και απολεσας εν εξ αυτων ου καταλειπει τα εννενηκονταεννεα εν τη ερημω και πορευεται επι το απολωλος εως ευρη αυτο 5 και ευρων επιτιϑησιν επι τους ωμους εαυτου χαιρων 6 και ελϑων εις τον οικον συγκαλει τους ϕιλους και τους γειτονας λεγων αυτοις συγχαρητε μοι οτι ευρον το προβατον μου το απολωλος 7 λεγω υμιν οτι ουτως χαρα εσται εν τω ουρανω επι ενι αμαρτωλω μετανοουντι η επι εννενηκονταεννεα δικαιοις οιτινες ου χρειαν εχουσιν μετανοιας 8 η τις γυνη δραχμας εχουσα δεκα εαν απολεση δραχμην μιαν ουχι απτει λυχνον και σαροι την οικιαν και ζητει επιμελως εως οτου ευρη 9 και ευρουσα συγκαλειται τας ϕιλας και τας γειτονας λεγουσα συγχαρητε μοι οτι ευρον την δραχμην ην απωλεσα 10 ουτως λεγω υμιν χαρα γινεται ενωπιον των αγγελων του ϑεου επι ενι αμαρτωλω μετανοουντι 11 ειπεν δε ανϑρωπος τις ειχεν δυο υιους 12 και ειπεν ο νεωτερος αυτων τω πατρι πατερ δος μοι το επιβαλλον μερος της ουσιας και διειλεν αυτοις τον βιον 13 και μετ ου πολλας ημερας συναγαγων απαντα ο νεωτερος υιος απεδημησεν εις χωραν μακραν και εκει διεσκορπισεν την ουσιαν αυτου ζων ασωτως 14 δαπανησαντος δε αυτου παντα εγενετο λιμος ισχυρος κατα την χωραν εκεινην και αυτος ηρξατο υστερεισϑαι 15 και πορευϑεις εκολληϑη ενι των πολιτων της χωρας εκεινης και επεμψεν αυτον εις τους αγρους αυτου βοσκειν χοιρους 16 και επεϑυμει γεμισαι την κοιλιαν αυτου απο των κερατιων ων ησϑιον οι χοιροι και ουδεις εδιδου αυτω 17 εις εαυτον δε ελϑων ειπεν ποσοι μισϑιοι του πατρος μου περισσευουσιν αρτων εγω δε λιμω απολλυμαι 18 αναστας πορευσομαι προς τον πατερα μου και ερω αυτω πατερ ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου 19 και ουκετι ειμι αξιος κληϑηναι υιος σου ποιησον με ως ενα των μισϑιων σου 20 και αναστας ηλϑεν προς τον πατερα εαυτου ετι δε αυτου μακραν απεχοντος ειδεν αυτον ο πατηρ αυτου και εσπλαγχνισϑη και δραμων επεπεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεϕιλησεν αυτον 21 ειπεν δε αυτω ο υιος πατερ ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου και ουκετι ειμι αξιος κληϑηναι υιος σου 22 ειπεν δε ο πατηρ προς τους δουλους αυτου εξενεγκατε την στολην την πρωτην και ενδυσατε αυτον και δοτε δακτυλιον εις την χειρα αυτου και υποδηματα εις τους ποδας 23 και ενεγκαντες τον μοσχον τον σιτευτον ϑυσατε και ϕαγοντες ευϕρανϑωμεν 24 οτι ουτος ο υιος μου νεκρος ην και ανεζησεν και απολωλως ην και ευρεϑη και ηρξαντο ευϕραινεσϑαι 25 ην δε ο υιος αυτου ο πρεσβυτερος εν αγρω και ως ερχομενος ηγγισεν τη οικια ηκουσεν συμϕωνιας και χορων 26 και προσκαλεσαμενος ενα των παιδων αυτου επυνϑανετο τι ειη ταυτα 27 ο δε ειπεν αυτω οτι ο αδελϕος σου ηκει και εϑυσεν ο πατηρ σου τον μοσχον τον σιτευτον οτι υγιαινοντα αυτον απελαβεν 28 ωργισϑη δε και ουκ ηϑελεν εισελϑειν ο ουν πατηρ αυτου εξελϑων παρεκαλει αυτον 29 ο δε αποκριϑεις ειπεν τω πατρι ιδου τοσαυτα ετη δουλευω σοι και ουδεποτε εντολην σου παρηλϑον και εμοι ουδεποτε εδωκας εριϕον ινα μετα των ϕιλων μου ευϕρανϑω 30 οτε δε ο υιος σου ουτος ο καταϕαγων σου τον βιον μετα πορνων ηλϑεν εϑυσας αυτω τον μοσχον τον σιτευτον 31 ο δε ειπεν αυτω τεκνον συ παντοτε μετ εμου ει και παντα τα εμα σα εστιν 32 ευϕρανϑηναι δε και χαρηναι εδει οτι ο αδελϕος σου ουτος νεκρος ην και ανεζησεν και απολωλως ην και ευρεϑη
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 16
1 ελεγεν δε και προς τους μαϑητας αυτου ανϑρωπος τις ην πλουσιος ος ειχεν οικονομον και ουτος διεβληϑη αυτω ως διασκορπιζων τα υπαρχοντα αυτου 2 και ϕωνησας αυτον ειπεν αυτω τι τουτο ακουω περι σου αποδος τον λογον της οικονομιας σου ου γαρ δυνηση ετι οικονομειν 3 ειπεν δε εν εαυτω ο οικονομος τι ποιησω οτι ο κυριος μου αϕαιρειται την οικονομιαν απ εμου σκαπτειν ουκ ισχυω επαιτειν αισχυνομαι 4 εγνων τι ποιησω ινα οταν μετασταϑω της οικονομιας δεξωνται με εις τους οικους αυτων 5 και προσκαλεσαμενος ενα εκαστον των χρεωϕειλετων του κυριου εαυτου ελεγεν τω πρωτω ποσον οϕειλεις τω κυριω μου 6 ο δε ειπεν εκατον βατους ελαιου και ειπεν αυτω δεξαι σου το γραμμα και καϑισας ταχεως γραψον πεντηκοντα 7 επειτα ετερω ειπεν συ δε ποσον οϕειλεις ο δε ειπεν εκατον κορους σιτου και λεγει αυτω δεξαι σου το γραμμα και γραψον ογδοηκοντα 8 και επηνεσεν ο κυριος τον οικονομον της αδικιας οτι ϕρονιμως εποιησεν οτι οι υιοι του αιωνος τουτου ϕρονιμωτεροι υπερ τους υιους του ϕωτος εις την γενεαν την εαυτων εισιν 9 καγω υμιν λεγω ποιησατε εαυτοις ϕιλους εκ του μαμωνα της αδικιας ινα οταν εκλιπητε δεξωνται υμας εις τας αιωνιους σκηνας 10 ο πιστος εν ελαχιστω και εν πολλω πιστος εστιν και ο εν ελαχιστω αδικος και εν πολλω αδικος εστιν 11 ει ουν εν τω αδικω μαμωνα πιστοι ουκ εγενεσϑε το αληϑινον τις υμιν πιστευσει 12 και ει εν τω αλλοτριω πιστοι ουκ εγενεσϑε το υμετερον τις υμιν δωσει 13 ουδεις οικετης δυναται δυσι κυριοις δουλευειν η γαρ τον ενα μισησει και τον ετερον αγαπησει η ενος ανϑεξεται και του ετερου καταϕρονησει ου δυνασϑε ϑεω δουλευειν και μαμωνα 14 ηκουον δε ταυτα παντα και οι ϕαρισαιοι ϕιλαργυροι υπαρχοντες και εξεμυκτηριζον αυτον 15 και ειπεν αυτοις υμεις εστε οι δικαιουντες εαυτους ενωπιον των ανϑρωπων ο δε ϑεος γινωσκει τας καρδιας υμων οτι το εν ανϑρωποις υψηλον βδελυγμα ενωπιον του ϑεου εστιν 16 ο νομος και οι προϕηται εως ιωαννου απο τοτε η βασιλεια του ϑεου ευαγγελιζεται και πας εις αυτην βιαζεται 17 ευκοπωτερον δε εστιν τον ουρανον και την γην παρελϑειν η του νομου μιαν κεραιαν πεσειν 18 πας ο απολυων την γυναικα αυτου και γαμων ετεραν μοιχευει και πας ο απολελυμενην απο ανδρος γαμων μοιχευει 19 ανϑρωπος δε τις ην πλουσιος και ενεδιδυσκετο πορϕυραν και βυσσον ευϕραινομενος καϑ ημεραν λαμπρως 20 πτωχος δε τις ην ονοματι λαζαρος ος εβεβλητο προς τον πυλωνα αυτου ηλκωμενος 21 και επιϑυμων χορτασϑηναι απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης του πλουσιου αλλα και οι κυνες ερχομενοι απελειχον τα ελκη αυτου 22 εγενετο δε αποϑανειν τον πτωχον και απενεχϑηναι αυτον υπο των αγγελων εις τον κολπον του αβρααμ απεϑανεν δε και ο πλουσιος και εταϕη 23 και εν τω αδη επαρας τους οϕϑαλμους αυτου υπαρχων εν βασανοις ορα τον αβρααμ απο μακροϑεν και λαζαρον εν τοις κολποις αυτου 24 και αυτος ϕωνησας ειπεν πατερ αβρααμ ελεησον με και πεμψον λαζαρον ινα βαψη το ακρον του δακτυλου αυτου υδατος και καταψυξη την γλωσσαν μου οτι οδυνωμαι εν τη ϕλογι ταυτη 25 ειπεν δε αβρααμ τεκνον μνησϑητι οτι απελαβες συ τα αγαϑα σου εν τη ζωη σου και λαζαρος ομοιως τα κακα νυν δε οδε παρακαλειται συ δε οδυνασαι 26 και επι πασιν τουτοις μεταξυ ημων και υμων χασμα μεγα εστηρικται οπως οι ϑελοντες διαβηναι εντευϑεν προς υμας μη δυνωνται μηδε οι εκειϑεν προς ημας διαπερωσιν 27 ειπεν δε ερωτω ουν σε πατερ ινα πεμψης αυτον εις τον οικον του πατρος μου 28 εχω γαρ πεντε αδελϕους οπως διαμαρτυρηται αυτοις ινα μη και αυτοι ελϑωσιν εις τον τοπον τουτον της βασανου 29 λεγει αυτω αβρααμ εχουσιν μωσεα και τους προϕητας ακουσατωσαν αυτων 30 ο δε ειπεν ουχι πατερ αβρααμ αλλ εαν τις απο νεκρων πορευϑη προς αυτους μετανοησουσιν 31 ειπεν δε αυτω ει μωσεως και των προϕητων ουκ ακουουσιν ουδε εαν τις εκ νεκρων αναστη πεισϑησονται
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 17
1 ειπεν δε προς τους μαϑητας ανενδεκτον εστιν του μη ελϑειν τα σκανδαλα ουαι δε δι ου ερχεται 2 λυσιτελει αυτω ει μυλος ονικος περικειται περι τον τραχηλον αυτου και ερριπται εις την ϑαλασσαν η ινα σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων 3 προσεχετε εαυτοις εαν δε αμαρτη εις σε ο αδελϕος σου επιτιμησον αυτω και εαν μετανοηση αϕες αυτω 4 και εαν επτακις της ημερας αμαρτη εις σε και επτακις της ημερας επιστρεψη επι σε λεγων μετανοω αϕησεις αυτω 5 και ειπον οι αποστολοι τω κυριω προσϑες ημιν πιστιν 6 ειπεν δε ο κυριος ει ειχετε πιστιν ως κοκκον σιναπεως ελεγετε αν τη συκαμινω ταυτη εκριζωϑητι και ϕυτευϑητι εν τη ϑαλασση και υπηκουσεν αν υμιν 7 τις δε εξ υμων δουλον εχων αροτριωντα η ποιμαινοντα ος εισελϑοντι εκ του αγρου ερει ευϑεως παρελϑων αναπεσαι 8 αλλ ουχι ερει αυτω ετοιμασον τι δειπνησω και περιζωσαμενος διακονει μοι εως ϕαγω και πιω και μετα ταυτα ϕαγεσαι και πιεσαι συ 9 μη χαριν εχει τω δουλω εκεινω οτι εποιησεν τα διαταχϑεντα αυτω ου δοκω 10 ουτως και υμεις οταν ποιησητε παντα τα διαταχϑεντα υμιν λεγετε οτι δουλοι αχρειοι εσμεν οτι ο ωϕειλομεν ποιησαι πεποιηκαμεν 11 και εγενετο εν τω πορευεσϑαι αυτον εις ιερουσαλημ και αυτος διηρχετο δια μεσου σαμαρειας και γαλιλαιας 12 και εισερχομενου αυτου εις τινα κωμην απηντησαν αυτω δεκα λεπροι ανδρες οι εστησαν πορρωϑεν 13 και αυτοι ηραν ϕωνην λεγοντες ιησου επιστατα ελεησον ημας 14 και ιδων ειπεν αυτοις πορευϑεντες επιδειξατε εαυτους τοις ιερευσιν και εγενετο εν τω υπαγειν αυτους εκαϑαρισϑησαν 15 εις δε εξ αυτων ιδων οτι ιαϑη υπεστρεψεν μετα ϕωνης μεγαλης δοξαζων τον ϑεον 16 και επεσεν επι προσωπον παρα τους ποδας αυτου ευχαριστων αυτω και αυτος ην σαμαρειτης 17 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν ουχι οι δεκα εκαϑαρισϑησαν οι δε εννεα που 18 ουχ ευρεϑησαν υποστρεψαντες δουναι δοξαν τω ϑεω ει μη ο αλλογενης ουτος 19 και ειπεν αυτω αναστας πορευου η πιστις σου σεσωκεν σε 20 επερωτηϑεις δε υπο των ϕαρισαιων ποτε ερχεται η βασιλεια του ϑεου απεκριϑη αυτοις και ειπεν ουκ ερχεται η βασιλεια του ϑεου μετα παρατηρησεως 21 ουδε ερουσιν ιδου ωδε η ιδου εκει ιδου γαρ η βασιλεια του ϑεου εντος υμων εστιν 22 ειπεν δε προς τους μαϑητας ελευσονται ημεραι οτε επιϑυμησετε μιαν των ημερων του υιου του ανϑρωπου ιδειν και ουκ οψεσϑε 23 και ερουσιν υμιν ιδου ωδε η ιδου εκει μη απελϑητε μηδε διωξητε 24 ωσπερ γαρ η αστραπη η αστραπτουσα εκ της υπ ουρανον εις την υπ ουρανον λαμπει ουτως εσται και ο υιος του ανϑρωπου εν τη ημερα αυτου 25 πρωτον δε δει αυτον πολλα παϑειν και αποδοκιμασϑηναι απο της γενεας ταυτης 26 και καϑως εγενετο εν ταις ημεραις του νωε ουτως εσται και εν ταις ημεραις του υιου του ανϑρωπου 27 ησϑιον επινον εγαμουν εξεγαμιζοντο αχρι ης ημερας εισηλϑεν νωε εις την κιβωτον και ηλϑεν ο κατακλυσμος και απωλεσεν απαντας 28 ομοιως και ως εγενετο εν ταις ημεραις λωτ ησϑιον επινον ηγοραζον επωλουν εϕυτευον ωκοδομουν 29 η δε ημερα εξηλϑεν λωτ απο σοδομων εβρεξεν πυρ και ϑειον απ ουρανου και απωλεσεν απαντας 30 κατα ταυτα εσται η ημερα ο υιος του ανϑρωπου αποκαλυπτεται 31 εν εκεινη τη ημερα ος εσται επι του δωματος και τα σκευη αυτου εν τη οικια μη καταβατω αραι αυτα και ο εν τω αγρω ομοιως μη επιστρεψατω εις τα οπισω 32 μνημονευετε της γυναικος λωτ 33 ος εαν ζητηση την ψυχην αυτου σωσαι απολεσει αυτην και ος εαν απολεση αυτην ζωογονησει αυτην 34 λεγω υμιν ταυτη τη νυκτι εσονται δυο επι κλινης μιας ο εις παραληϕϑησεται και ο ετερος αϕεϑησεται 35 δυο εσονται αληϑουσαι επι το αυτο μια παραληϕϑησεται και η ετερα αϕεϑησεται 36 37 και αποκριϑεντες λεγουσιν αυτω που κυριε ο δε ειπεν αυτοις οπου το σωμα εκει συναχϑησονται οι αετοι
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 18
1 ελεγεν δε και παραβολην αυτοις προς το δειν παντοτε προσευχεσϑαι και μη εκκακειν 2 λεγων κριτης τις ην εν τινι πολει τον ϑεον μη ϕοβουμενος και ανϑρωπον μη εντρεπομενος 3 χηρα δε ην εν τη πολει εκεινη και ηρχετο προς αυτον λεγουσα εκδικησον με απο του αντιδικου μου 4 και ουκ ηϑελησεν επι χρονον μετα δε ταυτα ειπεν εν εαυτω ει και τον ϑεον ου ϕοβουμαι και ανϑρωπον ουκ εντρεπομαι 5 δια γε το παρεχειν μοι κοπον την χηραν ταυτην εκδικησω αυτην ινα μη εις τελος ερχομενη υπωπιαζη με 6 ειπεν δε ο κυριος ακουσατε τι ο κριτης της αδικιας λεγει 7 ο δε ϑεος ου μη ποιησει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημερας και νυκτος και μακροϑυμων επ αυτοις 8 λεγω υμιν οτι ποιησει την εκδικησιν αυτων εν ταχει πλην ο υιος του ανϑρωπου ελϑων αρα ευρησει την πιστιν επι της γης 9 ειπεν δε και προς τινας τους πεποιϑοτας εϕ εαυτοις οτι εισιν δικαιοι και εξουϑενουντας τους λοιπους την παραβολην ταυτην 10 ανϑρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον προσευξασϑαι ο εις ϕαρισαιος και ο ετερος τελωνης 11 ο ϕαρισαιος σταϑεις προς εαυτον ταυτα προσηυχετο ο ϑεος ευχαριστω σοι οτι ουκ ειμι ωσπερ οι λοιποι των ανϑρωπων αρπαγες αδικοι μοιχοι η και ως ουτος ο τελωνης 12 νηστευω δις του σαββατου αποδεκατω παντα οσα κτωμαι 13 και ο τελωνης μακροϑεν εστως ουκ ηϑελεν ουδε τους οϕϑαλμους εις τον ουρανον επαραι αλλ ετυπτεν εις το στηϑος αυτου λεγων ο ϑεος ιλασϑητι μοι τω αμαρτωλω 14 λεγω υμιν κατεβη ουτος δεδικαιωμενος εις τον οικον αυτου η εκεινος οτι πας ο υψων εαυτον ταπεινωϑησεται ο δε ταπεινων εαυτον υψωϑησεται 15 προσεϕερον δε αυτω και τα βρεϕη ινα αυτων απτηται ιδοντες δε οι μαϑηται επετιμησαν αυτοις 16 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος αυτα ειπεν αϕετε τα παιδια ερχεσϑαι προς με και μη κωλυετε αυτα των γαρ τοιουτων εστιν η βασιλεια του ϑεου 17 αμην λεγω υμιν ος εαν μη δεξηται την βασιλειαν του ϑεου ως παιδιον ου μη εισελϑη εις αυτην 18 και επηρωτησεν τις αυτον αρχων λεγων διδασκαλε αγαϑε τι ποιησας ζωην αιωνιον κληρονομησω 19 ειπεν δε αυτω ο ιησους τι με λεγεις αγαϑον ουδεις αγαϑος ει μη εις ο ϑεος 20 τας εντολας οιδας μη μοιχευσης μη ϕονευσης μη κλεψης μη ψευδομαρτυρησης τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου 21 ο δε ειπεν ταυτα παντα εϕυλαξαμην εκ νεοτητος μου 22 ακουσας δε ταυτα ο ιησους ειπεν αυτω ετι εν σοι λειπει παντα οσα εχεις πωλησον και διαδος πτωχοις και εξεις ϑησαυρον εν ουρανω και δευρο ακολουϑει μοι 23 ο δε ακουσας ταυτα περιλυπος εγενετο ην γαρ πλουσιος σϕοδρα 24 ιδων δε αυτον ο ιησους περιλυπον γενομενον ειπεν πως δυσκολως οι τα χρηματα εχοντες εισελευσονται εις την βασιλειαν του ϑεου 25 ευκοπωτερον γαρ εστιν καμηλον δια τρυμαλιας ραϕιδος εισελϑειν η πλουσιον εις την βασιλειαν του ϑεου εισελϑειν 26 ειπον δε οι ακουσαντες και τις δυναται σωϑηναι 27 ο δε ειπεν τα αδυνατα παρα ανϑρωποις δυνατα εστιν παρα τω ϑεω 28 ειπεν δε ο πετρος ιδου ημεις αϕηκαμεν παντα και ηκολουϑησαμεν σοι 29 ο δε ειπεν αυτοις αμην λεγω υμιν οτι ουδεις εστιν ος αϕηκεν οικιαν η γονεις η αδελϕους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του ϑεου 30 ος ου μη απολαβη πολλαπλασιονα εν τω καιρω τουτω και εν τω αιωνι τω ερχομενω ζωην αιωνιον 31 παραλαβων δε τους δωδεκα ειπεν προς αυτους ιδου αναβαινομεν εις ιεροσολυμα και τελεσϑησεται παντα τα γεγραμμενα δια των προϕητων τω υιω του ανϑρωπου 32 παραδοϑησεται γαρ τοις εϑνεσιν και εμπαιχϑησεται και υβρισϑησεται και εμπτυσϑησεται 33 και μαστιγωσαντες αποκτενουσιν αυτον και τη ημερα τη τριτη αναστησεται 34 και αυτοι ουδεν τουτων συνηκαν και ην το ρημα τουτο κεκρυμμενον απ αυτων και ουκ εγινωσκον τα λεγομενα 35 εγενετο δε εν τω εγγιζειν αυτον εις ιεριχω τυϕλος τις εκαϑητο παρα την οδον προσαιτων 36 ακουσας δε οχλου διαπορευομενου επυνϑανετο τι ειη τουτο 37 απηγγειλαν δε αυτω οτι ιησους ο ναζωραιος παρερχεται 38 και εβοησεν λεγων ιησου υιε δαβιδ ελεησον με 39 και οι προαγοντες επετιμων αυτω ινα σιωπηση αυτος δε πολλω μαλλον εκραζεν υιε δαβιδ ελεησον με 40 σταϑεις δε ο ιησους εκελευσεν αυτον αχϑηναι προς αυτον εγγισαντος δε αυτου επηρωτησεν αυτον 41 λεγων τι σοι ϑελεις ποιησω ο δε ειπεν κυριε ινα αναβλεψω 42 και ο ιησους ειπεν αυτω αναβλεψον η πιστις σου σεσωκεν σε 43 και παραχρημα ανεβλεψεν και ηκολουϑει αυτω δοξαζων τον ϑεον και πας ο λαος ιδων εδωκεν αινον τω ϑεω
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 19
1 και εισελϑων διηρχετο την ιεριχω 2 και ιδου ανηρ ονοματι καλουμενος ζακχαιος και αυτος ην αρχιτελωνης και ουτος ην πλουσιος 3 και εζητει ιδειν τον ιησουν τις εστιν και ουκ ηδυνατο απο του οχλου οτι τη ηλικια μικρος ην 4 και προδραμων εμπροσϑεν ανεβη επι συκομωραιαν ινα ιδη αυτον οτι δι εκεινης ημελλεν διερχεσϑαι 5 και ως ηλϑεν επι τον τοπον αναβλεψας ο ιησους ειδεν αυτον και ειπεν προς αυτον ζακχαιε σπευσας καταβηϑι σημερον γαρ εν τω οικω σου δει με μειναι 6 και σπευσας κατεβη και υπεδεξατο αυτον χαιρων 7 και ιδοντες απαντες διεγογγυζον λεγοντες οτι παρα αμαρτωλω ανδρι εισηλϑεν καταλυσαι 8 σταϑεις δε ζακχαιος ειπεν προς τον κυριον ιδου τα ημιση των υπαρχοντων μου κυριε διδωμι τοις πτωχοις και ει τινος τι εσυκοϕαντησα αποδιδωμι τετραπλουν 9 ειπεν δε προς αυτον ο ιησους οτι σημερον σωτηρια τω οικω τουτω εγενετο καϑοτι και αυτος υιος αβρααμ εστιν 10 ηλϑεν γαρ ο υιος του ανϑρωπου ζητησαι και σωσαι το απολωλος 11 ακουοντων δε αυτων ταυτα προσϑεις ειπεν παραβολην δια το εγγυς αυτον ειναι ιερουσαλημ και δοκειν αυτους οτι παραχρημα μελλει η βασιλεια του ϑεου αναϕαινεσϑαι 12 ειπεν ουν ανϑρωπος τις ευγενης επορευϑη εις χωραν μακραν λαβειν εαυτω βασιλειαν και υποστρεψαι 13 καλεσας δε δεκα δουλους εαυτου εδωκεν αυτοις δεκα μνας και ειπεν προς αυτους πραγματευσασϑε εως ερχομαι 14 οι δε πολιται αυτου εμισουν αυτον και απεστειλαν πρεσβειαν οπισω αυτου λεγοντες ου ϑελομεν τουτον βασιλευσαι εϕ ημας 15 και εγενετο εν τω επανελϑειν αυτον λαβοντα την βασιλειαν και ειπεν ϕωνηϑηναι αυτω τους δουλους τουτους οις εδωκεν το αργυριον ινα γνω τις τι διεπραγματευσατο 16 παρεγενετο δε ο πρωτος λεγων κυριε η μνα σου προσειργασατο δεκα μνας 17 και ειπεν αυτω ευ αγαϑε δουλε οτι εν ελαχιστω πιστος εγενου ισϑι εξουσιαν εχων επανω δεκα πολεων 18 και ηλϑεν ο δευτερος λεγων κυριε η μνα σου εποιησεν πεντε μνας 19 ειπεν δε και τουτω και συ γινου επανω πεντε πολεων 20 και ετερος ηλϑεν λεγων κυριε ιδου η μνα σου ην ειχον αποκειμενην εν σουδαριω 21 εϕοβουμην γαρ σε οτι ανϑρωπος αυστηρος ει αιρεις ο ουκ εϑηκας και ϑεριζεις ο ουκ εσπειρας 22 λεγει δε αυτω εκ του στοματος σου κρινω σε πονηρε δουλε ηδεις οτι εγω ανϑρωπος αυστηρος ειμι αιρων ο ουκ εϑηκα και ϑεριζων ο ουκ εσπειρα 23 και διατι ουκ εδωκας το αργυριον μου επι την τραπεζαν και εγω ελϑων συν τοκω αν επραξα αυτο 24 και τοις παρεστωσιν ειπεν αρατε απ αυτου την μναν και δοτε τω τας δεκα μνας εχοντι 25 και ειπον αυτω κυριε εχει δεκα μνας 26 λεγω γαρ υμιν οτι παντι τω εχοντι δοϑησεται απο δε του μη εχοντος και ο εχει αρϑησεται απ αυτου 27 πλην τους εχϑρους μου εκεινους τους μη ϑελησαντας με βασιλευσαι επ αυτους αγαγετε ωδε και κατασϕαξατε εμπροσϑεν μου 28 και ειπων ταυτα επορευετο εμπροσϑεν αναβαινων εις ιεροσολυμα 29 και εγενετο ως ηγγισεν εις βηϑϕαγη και βηϑανιαν προς το ορος το καλουμενον ελαιων απεστειλεν δυο των μαϑητων αυτου 30 ειπων υπαγετε εις την κατεναντι κωμην εν η εισπορευομενοι ευρησετε πωλον δεδεμενον εϕ ον ουδεις πωποτε ανϑρωπων εκαϑισεν λυσαντες αυτον αγαγετε 31 και εαν τις υμας ερωτα διατι λυετε ουτως ερειτε αυτω οτι ο κυριος αυτου χρειαν εχει 32 απελϑοντες δε οι απεσταλμενοι ευρον καϑως ειπεν αυτοις 33 λυοντων δε αυτων τον πωλον ειπον οι κυριοι αυτου προς αυτους τι λυετε τον πωλον 34 οι δε ειπον ο κυριος αυτου χρειαν εχει 35 και ηγαγον αυτον προς τον ιησουν και επιρριψαντες εαυτων τα ιματια επι τον πωλον επεβιβασαν τον ιησουν 36 πορευομενου δε αυτου υπεστρωννυον τα ιματια αυτων εν τη οδω 37 εγγιζοντος δε αυτου ηδη προς τη καταβασει του ορους των ελαιων ηρξαντο απαν το πληϑος των μαϑητων χαιροντες αινειν τον ϑεον ϕωνη μεγαλη περι πασων ων ειδον δυναμεων 38 λεγοντες ευλογημενος ο ερχομενος βασιλευς εν ονοματι κυριου ειρηνη εν ουρανω και δοξα εν υψιστοις 39 και τινες των ϕαρισαιων απο του οχλου ειπον προς αυτον διδασκαλε επιτιμησον τοις μαϑηταις σου 40 και αποκριϑεις ειπεν αυτοις λεγω υμιν οτι εαν ουτοι σιωπησωσιν οι λιϑοι κεκραξονται 41 και ως ηγγισεν ιδων την πολιν εκλαυσεν επ αυτη 42 λεγων οτι ει εγνως και συ και γε εν τη ημερα σου ταυτη τα προς ειρηνην σου νυν δε εκρυβη απο οϕϑαλμων σου 43 οτι ηξουσιν ημεραι επι σε και περιβαλουσιν οι εχϑροι σου χαρακα σοι και περικυκλωσουσιν σε και συνεξουσιν σε παντοϑεν 44 και εδαϕιουσιν σε και τα τεκνα σου εν σοι και ουκ αϕησουσιν εν σοι λιϑον επι λιϑω ανϑ ων ουκ εγνως τον καιρον της επισκοπης σου 45 και εισελϑων εις το ιερον ηρξατο εκβαλλειν τους πωλουντας εν αυτω και αγοραζοντας 46 λεγων αυτοις γεγραπται ο οικος μου οικος προσευχης εστιν υμεις δε αυτον εποιησατε σπηλαιον ληστων 47 και ην διδασκων το καϑ ημεραν εν τω ιερω οι δε αρχιερεις και οι γραμματεις εζητουν αυτον απολεσαι και οι πρωτοι του λαου 48 και ουχ ευρισκον το τι ποιησωσιν ο λαος γαρ απας εξεκρεματο αυτου ακουων
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 20
1 και εγενετο εν μια των ημερων εκεινων διδασκοντος αυτου τον λαον εν τω ιερω και ευαγγελιζομενου επεστησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις συν τοις πρεσβυτεροις 2 και ειπον προς αυτον λεγοντες ειπε ημιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιεις η τις εστιν ο δους σοι την εξουσιαν ταυτην 3 αποκριϑεις δε ειπεν προς αυτους ερωτησω υμας καγω ενα λογον και ειπατε μοι 4 το βαπτισμα ιωαννου εξ ουρανου ην η εξ ανϑρωπων 5 οι δε συνελογισαντο προς εαυτους λεγοντες οτι εαν ειπωμεν εξ ουρανου ερει διατι ουν ουκ επιστευσατε αυτω 6 εαν δε ειπωμεν εξ ανϑρωπων πας ο λαος καταλιϑασει ημας πεπεισμενος γαρ εστιν ιωαννην προϕητην ειναι 7 και απεκριϑησαν μη ειδεναι ποϑεν 8 και ο ιησους ειπεν αυτοις ουδε εγω λεγω υμιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιω 9 ηρξατο δε προς τον λαον λεγειν την παραβολην ταυτην ανϑρωπος τις εϕυτευσεν αμπελωνα και εξεδοτο αυτον γεωργοις και απεδημησεν χρονους ικανους 10 και εν καιρω απεστειλεν προς τους γεωργους δουλον ινα απο του καρπου του αμπελωνος δωσιν αυτω οι δε γεωργοι δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον 11 και προσεϑετο πεμψαι ετερον δουλον οι δε κακεινον δειραντες και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον 12 και προσεϑετο πεμψαι τριτον οι δε και τουτον τραυματισαντες εξεβαλον 13 ειπεν δε ο κυριος του αμπελωνος τι ποιησω πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον ισως τουτον ιδοντες εντραπησονται 14 ιδοντες δε αυτον οι γεωργοι διελογιζοντο προς εαυτους λεγοντες ουτος εστιν ο κληρονομος δευτε αποκτεινωμεν αυτον ινα ημων γενηται η κληρονομια 15 και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος απεκτειναν τι ουν ποιησει αυτοις ο κυριος του αμπελωνος 16 ελευσεται και απολεσει τους γεωργους τουτους και δωσει τον αμπελωνα αλλοις ακουσαντες δε ειπον μη γενοιτο 17 ο δε εμβλεψας αυτοις ειπεν τι ουν εστιν το γεγραμμενον τουτο λιϑον ον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες ουτος εγενηϑη εις κεϕαλην γωνιας 18 πας ο πεσων επ εκεινον τον λιϑον συνϑλασϑησεται εϕ ον δ αν πεση λικμησει αυτον 19 και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις επιβαλειν επ αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα και εϕοβηϑησαν τον λαον εγνωσαν γαρ οτι προς αυτους την παραβολην ταυτην ειπεν 20 και παρατηρησαντες απεστειλαν εγκαϑετους υποκρινομενους εαυτους δικαιους ειναι ινα επιλαβωνται αυτου λογου εις το παραδουναι αυτον τη αρχη και τη εξουσια του ηγεμονος 21 και επηρωτησαν αυτον λεγοντες διδασκαλε οιδαμεν οτι ορϑως λεγεις και διδασκεις και ου λαμβανεις προσωπον αλλ επ αληϑειας την οδον του ϑεου διδασκεις 22 εξεστιν ημιν καισαρι ϕορον δουναι η ου 23 κατανοησας δε αυτων την πανουργιαν ειπεν προς αυτους τι με πειραζετε 24 επιδειξατε μοι δηναριον τινος εχει εικονα και επιγραϕην αποκριϑεντες δε ειπον καισαρος 25 ο δε ειπεν αυτοις αποδοτε τοινυν τα καισαρος καισαρι και τα του ϑεου τω ϑεω 26 και ουκ ισχυσαν επιλαβεσϑαι αυτου ρηματος εναντιον του λαου και ϑαυμασαντες επι τη αποκρισει αυτου εσιγησαν 27 προσελϑοντες δε τινες των σαδδουκαιων οι αντιλεγοντες αναστασιν μη ειναι επηρωτησαν αυτον 28 λεγοντες διδασκαλε μωσης εγραψεν ημιν εαν τινος αδελϕος αποϑανη εχων γυναικα και ουτος ατεκνος αποϑανη ινα λαβη ο αδελϕος αυτου την γυναικα και εξαναστηση σπερμα τω αδελϕω αυτου 29 επτα ουν αδελϕοι ησαν και ο πρωτος λαβων γυναικα απεϑανεν ατεκνος 30 και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα και ουτος απεϑανεν ατεκνος 31 και ο τριτος ελαβεν αυτην ωσαυτως δε και οι επτα ου κατελιπον τεκνα και απεϑανον 32 υστερον δε παντων απεϑανεν και η γυνη 33 εν τη ουν αναστασει τινος αυτων γινεται γυνη οι γαρ επτα εσχον αυτην γυναικα 34 και αποκριϑεις ειπεν αυτοις ο ιησους οι υιοι του αιωνος τουτου γαμουσιν και εκγαμισκονται 35 οι δε καταξιωϑεντες του αιωνος εκεινου τυχειν και της αναστασεως της εκ νεκρων ουτε γαμουσιν ουτε εκγαμισκονται 36 ουτε γαρ αποϑανειν ετι δυνανται ισαγγελοι γαρ εισιν και υιοι εισιν του ϑεου της αναστασεως υιοι οντες 37 οτι δε εγειρονται οι νεκροι και μωσης εμηνυσεν επι της βατου ως λεγει κυριον τον ϑεον αβρααμ και τον ϑεον ισαακ και τον ϑεον ιακωβ 38 ϑεος δε ουκ εστιν νεκρων αλλα ζωντων παντες γαρ αυτω ζωσιν 39 αποκριϑεντες δε τινες των γραμματεων ειπον διδασκαλε καλως ειπας 40 ουκετι δε ετολμων επερωταν αυτον ουδεν 41 ειπεν δε προς αυτους πως λεγουσιν τον χριστον υιον δαβιδ ειναι 42 και αυτος δαβιδ λεγει εν βιβλω ψαλμων ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καϑου εκ δεξιων μου 43 εως αν ϑω τους εχϑρους σου υποποδιον των ποδων σου 44 δαβιδ ουν κυριον αυτον καλει και πως υιος αυτου εστιν 45 ακουοντος δε παντος του λαου ειπεν τοις μαϑηταις αυτου 46 προσεχετε απο των γραμματεων των ϑελοντων περιπατειν εν στολαις και ϕιλουντων ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαϑεδριας εν ταις συναγωγαις και πρωτοκλισιας εν τοις δειπνοις 47 οι κατεσϑιουσιν τας οικιας των χηρων και προϕασει μακρα προσευχονται ουτοι ληψονται περισσοτερον κριμα
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 21
1 αναβλεψας δε ειδεν τους βαλλοντας τα δωρα αυτων εις το γαζοϕυλακιον πλουσιους 2 ειδεν δε και τινα χηραν πενιχραν βαλλουσαν εκει δυο λεπτα 3 και ειπεν αληϑως λεγω υμιν οτι η χηρα η πτωχη αυτη πλειον παντων εβαλεν 4 απαντες γαρ ουτοι εκ του περισσευοντος αυτοις εβαλον εις τα δωρα του ϑεου αυτη δε εκ του υστερηματος αυτης απαντα τον βιον ον ειχεν εβαλεν 5 και τινων λεγοντων περι του ιερου οτι λιϑοις καλοις και αναϑημασιν κεκοσμηται ειπεν 6 ταυτα α ϑεωρειτε ελευσονται ημεραι εν αις ουκ αϕεϑησεται λιϑος επι λιϑω ος ου καταλυϑησεται 7 επηρωτησαν δε αυτον λεγοντες διδασκαλε ποτε ουν ταυτα εσται και τι το σημειον οταν μελλη ταυτα γινεσϑαι 8 ο δε ειπεν βλεπετε μη πλανηϑητε πολλοι γαρ ελευσονται επι τω ονοματι μου λεγοντες οτι εγω ειμι και ο καιρος ηγγικεν μη ουν πορευϑητε οπισω αυτων 9 οταν δε ακουσητε πολεμους και ακαταστασιας μη πτοηϑητε δει γαρ ταυτα γενεσϑαι πρωτον αλλ ουκ ευϑεως το τελος 10 τοτε ελεγεν αυτοις εγερϑησεται εϑνος επι εϑνος και βασιλεια επι βασιλειαν 11 σεισμοι τε μεγαλοι κατα τοπους και λιμοι και λοιμοι εσονται ϕοβητρα τε και σημεια απ ουρανου μεγαλα εσται 12 προ δε τουτων απαντων επιβαλουσιν εϕ υμας τας χειρας αυτων και διωξουσιν παραδιδοντες εις συναγωγας και ϕυλακας αγομενους επι βασιλεις και ηγεμονας ενεκεν του ονοματος μου 13 αποβησεται δε υμιν εις μαρτυριον 14 ϑεσϑε ουν εις τας καρδιας υμων μη προμελεταν απολογηϑηναι 15 εγω γαρ δωσω υμιν στομα και σοϕιαν η ου δυνησονται αντειπειν ουδε αντιστηναι παντες οι αντικειμενοι υμιν 16 παραδοϑησεσϑε δε και υπο γονεων και αδελϕων και συγγενων και ϕιλων και ϑανατωσουσιν εξ υμων 17 και εσεσϑε μισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου 18 και ϑριξ εκ της κεϕαλης υμων ου μη αποληται 19 εν τη υπομονη υμων κτησασϑε τας ψυχας υμων 20 οταν δε ιδητε κυκλουμενην υπο στρατοπεδων την ιερουσαλημ τοτε γνωτε οτι ηγγικεν η ερημωσις αυτης 21 τοτε οι εν τη ιουδαια ϕευγετωσαν εις τα ορη και οι εν μεσω αυτης εκχωρειτωσαν και οι εν ταις χωραις μη εισερχεσϑωσαν εις αυτην 22 οτι ημεραι εκδικησεως αυται εισιν του πληρωϑηναι παντα τα γεγραμμενα 23 ουαι δε ταις εν γαστρι εχουσαις και ταις ϑηλαζουσαις εν εκειναις ταις ημεραις εσται γαρ αναγκη μεγαλη επι της γης και οργη εν τω λαω τουτω 24 και πεσουνται στοματι μαχαιρας και αιχμαλωτισϑησονται εις παντα τα εϑνη και ιερουσαλημ εσται πατουμενη υπο εϑνων αχρι πληρωϑωσιν καιροι εϑνων 25 και εσται σημεια εν ηλιω και σεληνη και αστροις και επι της γης συνοχη εϑνων εν απορια ηχουσης ϑαλασσης και σαλου 26 αποψυχοντων ανϑρωπων απο ϕοβου και προσδοκιας των επερχομενων τη οικουμενη αι γαρ δυναμεις των ουρανων σαλευϑησονται 27 και τοτε οψονται τον υιον του ανϑρωπου ερχομενον εν νεϕελη μετα δυναμεως και δοξης πολλης 28 αρχομενων δε τουτων γινεσϑαι ανακυψατε και επαρατε τας κεϕαλας υμων διοτι εγγιζει η απολυτρωσις υμων 29 και ειπεν παραβολην αυτοις ιδετε την συκην και παντα τα δενδρα 30 οταν προβαλωσιν ηδη βλεποντες αϕ εαυτων γινωσκετε οτι ηδη εγγυς το ϑερος εστιν 31 ουτως και υμεις οταν ιδητε ταυτα γινομενα γινωσκετε οτι εγγυς εστιν η βασιλεια του ϑεου 32 αμην λεγω υμιν οτι ου μη παρελϑη η γενεα αυτη εως αν παντα γενηται 33 ο ουρανος και η γη παρελευσονται οι δε λογοι μου ου μη παρελϑωσιν 34 προσεχετε δε εαυτοις μηποτε βαρυνϑωσιν υμων αι καρδιαι εν κραιπαλη και μεϑη και μεριμναις βιωτικαις και αιϕνιδιος εϕ υμας επιστη η ημερα εκεινη 35 ως παγις γαρ επελευσεται επι παντας τους καϑημενους επι προσωπον πασης της γης 36 αγρυπνειτε ουν εν παντι καιρω δεομενοι ινα καταξιωϑητε εκϕυγειν ταυτα παντα τα μελλοντα γινεσϑαι και σταϑηναι εμπροσϑεν του υιου του ανϑρωπου 37 ην δε τας ημερας εν τω ιερω διδασκων τας δε νυκτας εξερχομενος ηυλιζετο εις το ορος το καλουμενον ελαιων 38 και πας ο λαος ωρϑριζεν προς αυτον εν τω ιερω ακουειν αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 22
1 ηγγιζεν δε η εορτη των αζυμων η λεγομενη πασχα 2 και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις το πως ανελωσιν αυτον εϕοβουντο γαρ τον λαον 3 εισηλϑεν δε ο σατανας εις ιουδαν τον επικαλουμενον ισκαριωτην οντα εκ του αριϑμου των δωδεκα 4 και απελϑων συνελαλησεν τοις αρχιερευσιν και τοις στρατηγοις το πως αυτον παραδω αυτοις 5 και εχαρησαν και συνεϑεντο αυτω αργυριον δουναι 6 και εξωμολογησεν και εζητει ευκαιριαν του παραδουναι αυτον αυτοις ατερ οχλου 7 ηλϑεν δε η ημερα των αζυμων εν η εδει ϑυεσϑαι το πασχα 8 και απεστειλεν πετρον και ιωαννην ειπων πορευϑεντες ετοιμασατε ημιν το πασχα ινα ϕαγωμεν 9 οι δε ειπον αυτω που ϑελεις ετοιμασωμεν 10 ο δε ειπεν αυτοις ιδου εισελϑοντων υμων εις την πολιν συναντησει υμιν ανϑρωπος κεραμιον υδατος βασταζων ακολουϑησατε αυτω εις την οικιαν ου εισπορευεται 11 και ερειτε τω οικοδεσποτη της οικιας λεγει σοι ο διδασκαλος που εστιν το καταλυμα οπου το πασχα μετα των μαϑητων μου ϕαγω 12 κακεινος υμιν δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον εκει ετοιμασατε 13 απελϑοντες δε ευρον καϑως ειρηκεν αυτοις και ητοιμασαν το πασχα 14 και οτε εγενετο η ωρα ανεπεσεν και οι δωδεκα αποστολοι συν αυτω 15 και ειπεν προς αυτους επιϑυμια επεϑυμησα τουτο το πασχα ϕαγειν μεϑ υμων προ του με παϑειν 16 λεγω γαρ υμιν οτι ουκετι ου μη ϕαγω εξ αυτου εως οτου πληρωϑη εν τη βασιλεια του ϑεου 17 και δεξαμενος ποτηριον ευχαριστησας ειπεν λαβετε τουτο και διαμερισατε εαυτοις 18 λεγω γαρ υμιν οτι ου μη πιω απο του γεννηματος της αμπελου εως οτου η βασιλεια του ϑεου ελϑη 19 και λαβων αρτον ευχαριστησας εκλασεν και εδωκεν αυτοις λεγων τουτο εστιν το σωμα μου το υπερ υμων διδομενον τουτο ποιειτε εις την εμην αναμνησιν 20 ωσαυτως και το ποτηριον μετα το δειπνησαι λεγων τουτο το ποτηριον η καινη διαϑηκη εν τω αιματι μου το υπερ υμων εκχυνομενον 21 πλην ιδου η χειρ του παραδιδοντος με μετ εμου επι της τραπεζης 22 και ο μεν υιος του ανϑρωπου πορευεται κατα το ωρισμενον πλην ουαι τω ανϑρωπω εκεινω δι ου παραδιδοται 23 και αυτοι ηρξαντο συζητειν προς εαυτους το τις αρα ειη εξ αυτων ο τουτο μελλων πρασσειν 24 εγενετο δε και ϕιλονεικια εν αυτοις το τις αυτων δοκει ειναι μειζων 25 ο δε ειπεν αυτοις οι βασιλεις των εϑνων κυριευουσιν αυτων και οι εξουσιαζοντες αυτων ευεργεται καλουνται 26 υμεις δε ουχ ουτως αλλ ο μειζων εν υμιν γενεσϑω ως ο νεωτερος και ο ηγουμενος ως ο διακονων 27 τις γαρ μειζων ο ανακειμενος η ο διακονων ουχι ο ανακειμενος εγω δε ειμι εν μεσω υμων ως ο διακονων 28 υμεις δε εστε οι διαμεμενηκοτες μετ εμου εν τοις πειρασμοις μου 29 καγω διατιϑεμαι υμιν καϑως διεϑετο μοι ο πατηρ μου βασιλειαν 30 ινα εσϑιητε και πινητε επι της τραπεζης μου εν τη βασιλεια μου και καϑισησϑε επι ϑρονων κρινοντες τας δωδεκα ϕυλας του ισραηλ 31 ειπεν δε ο κυριος σιμων σιμων ιδου ο σατανας εξητησατο υμας του σινιασαι ως τον σιτον 32 εγω δε εδεηϑην περι σου ινα μη εκλειπη η πιστις σου και συ ποτε επιστρεψας στηριξον τους αδελϕους σου 33 ο δε ειπεν αυτω κυριε μετα σου ετοιμος ειμι και εις ϕυλακην και εις ϑανατον πορευεσϑαι 34 ο δε ειπεν λεγω σοι πετρε ου μη ϕωνησει σημερον αλεκτωρ πριν η τρις απαρνηση μη ειδεναι με 35 και ειπεν αυτοις οτε απεστειλα υμας ατερ βαλαντιου και πηρας και υποδηματων μη τινος υστερησατε οι δε ειπον ουδενος 36 ειπεν ουν αυτοις αλλα νυν ο εχων βαλαντιον αρατω ομοιως και πηραν και ο μη εχων πωλησατω το ιματιον αυτου και αγορασατω μαχαιραν 37 λεγω γαρ υμιν οτι ετι τουτο το γεγραμμενον δει τελεσϑηναι εν εμοι το και μετα ανομων ελογισϑη και γαρ τα περι εμου τελος εχει 38 οι δε ειπον κυριε ιδου μαχαιραι ωδε δυο ο δε ειπεν αυτοις ικανον εστιν 39 και εξελϑων επορευϑη κατα το εϑος εις το ορος των ελαιων ηκολουϑησαν δε αυτω και οι μαϑηται αυτου 40 γενομενος δε επι του τοπου ειπεν αυτοις προσευχεσϑε μη εισελϑειν εις πειρασμον 41 και αυτος απεσπασϑη απ αυτων ωσει λιϑου βολην και ϑεις τα γονατα προσηυχετο 42 λεγων πατερ ει βουλει παρενεγκειν το ποτηριον τουτο απ εμου πλην μη το ϑελημα μου αλλα το σον γενεσϑω 43 ωϕϑη δε αυτω αγγελος απ ουρανου ενισχυων αυτον 44 και γενομενος εν αγωνια εκτενεστερον προσηυχετο εγενετο δε ο ιδρως αυτου ωσει ϑρομβοι αιματος καταβαινοντες επι την γην 45 και αναστας απο της προσευχης ελϑων προς τους μαϑητας ευρεν αυτους κοιμωμενους απο της λυπης 46 και ειπεν αυτοις τι καϑευδετε ανασταντες προσευχεσϑε ινα μη εισελϑητε εις πειρασμον 47 ετι δε αυτου λαλουντος ιδου οχλος και ο λεγομενος ιουδας εις των δωδεκα προηρχετο αυτων και ηγγισεν τω ιησου ϕιλησαι αυτον 48 ο δε ιησους ειπεν αυτω ιουδα ϕιληματι τον υιον του ανϑρωπου παραδιδως 49 ιδοντες δε οι περι αυτον το εσομενον ειπον αυτω κυριε ει παταξομεν εν μαχαιρα 50 και επαταξεν εις τις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και αϕειλεν αυτου το ους το δεξιον 51 αποκριϑεις δε ο ιησους ειπεν εατε εως τουτου και αψαμενος του ωτιου αυτου ιασατο αυτον 52 ειπεν δε ο ιησους προς τους παραγενομενους επ αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους ως επι ληστην εξεληλυϑατε μετα μαχαιρων και ξυλων 53 καϑ ημεραν οντος μου μεϑ υμων εν τω ιερω ουκ εξετεινατε τας χειρας επ εμε αλλ αυτη υμων εστιν η ωρα και η εξουσια του σκοτους 54 συλλαβοντες δε αυτον ηγαγον και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως ο δε πετρος ηκολουϑει μακροϑεν 55 αψαντων δε πυρ εν μεσω της αυλης και συγκαϑισαντων αυτων εκαϑητο ο πετρος εν μεσω αυτων 56 ιδουσα δε αυτον παιδισκη τις καϑημενον προς το ϕως και ατενισασα αυτω ειπεν και ουτος συν αυτω ην 57 ο δε ηρνησατο αυτον λεγων γυναι ουκ οιδα αυτον 58 και μετα βραχυ ετερος ιδων αυτον εϕη και συ εξ αυτων ει ο δε πετρος ειπεν ανϑρωπε ουκ ειμι 59 και διαστασης ωσει ωρας μιας αλλος τις διισχυριζετο λεγων επ αληϑειας και ουτος μετ αυτου ην και γαρ γαλιλαιος εστιν 60 ειπεν δε ο πετρος ανϑρωπε ουκ οιδα ο λεγεις και παραχρημα ετι λαλουντος αυτου εϕωνησεν ο αλεκτωρ 61 και στραϕεις ο κυριος ενεβλεψεν τω πετρω και υπεμνησϑη ο πετρος του λογου του κυριου ως ειπεν αυτω οτι πριν αλεκτορα ϕωνησαι απαρνηση με τρις 62 και εξελϑων εξω ο πετρος εκλαυσεν πικρως 63 και οι ανδρες οι συνεχοντες τον ιησουν ενεπαιζον αυτω δεροντες 64 και περικαλυψαντες αυτον ετυπτον αυτου το προσωπον και επηρωτων αυτον λεγοντες προϕητευσον τις εστιν ο παισας σε 65 και ετερα πολλα βλασϕημουντες ελεγον εις αυτον 66 και ως εγενετο ημερα συνηχϑη το πρεσβυτεριον του λαου αρχιερεις τε και γραμματεις και ανηγαγον αυτον εις το συνεδριον εαυτων λεγοντες 67 ει συ ει ο χριστος ειπε ημιν ειπεν δε αυτοις εαν υμιν ειπω ου μη πιστευσητε 68 εαν δε και ερωτησω ου μη αποκριϑητε μοι η απολυσητε 69 απο του νυν εσται ο υιος του ανϑρωπου καϑημενος εκ δεξιων της δυναμεως του ϑεου 70 ειπον δε παντες συ ουν ει ο υιος του ϑεου ο δε προς αυτους εϕη υμεις λεγετε οτι εγω ειμι 71 οι δε ειπον τι ετι χρειαν εχομεν μαρτυριας αυτοι γαρ ηκουσαμεν απο του στοματος αυτου
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 23
1 και ανασταν απαν το πληϑος αυτων ηγαγεν αυτον επι τον πιλατον 2 ηρξαντο δε κατηγορειν αυτου λεγοντες τουτον ευρομεν διαστρεϕοντα το εϑνος και κωλυοντα καισαρι ϕορους διδοναι λεγοντα εαυτον χριστον βασιλεα ειναι 3 ο δε πιλατος επηρωτησεν αυτον λεγων συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων ο δε αποκριϑεις αυτω εϕη συ λεγεις 4 ο δε πιλατος ειπεν προς τους αρχιερεις και τους οχλους ουδεν ευρισκω αιτιον εν τω ανϑρωπω τουτω 5 οι δε επισχυον λεγοντες οτι ανασειει τον λαον διδασκων καϑ ολης της ιουδαιας αρξαμενος απο της γαλιλαιας εως ωδε 6 πιλατος δε ακουσας γαλιλαιαν επηρωτησεν ει ο ανϑρωπος γαλιλαιος εστιν 7 και επιγνους οτι εκ της εξουσιας ηρωδου εστιν ανεπεμψεν αυτον προς ηρωδην οντα και αυτον εν ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις 8 ο δε ηρωδης ιδων τον ιησουν εχαρη λιαν ην γαρ ϑελων εξ ικανου ιδειν αυτον δια το ακουειν πολλα περι αυτου και ηλπιζεν τι σημειον ιδειν υπ αυτου γινομενον 9 επηρωτα δε αυτον εν λογοις ικανοις αυτος δε ουδεν απεκρινατο αυτω 10 ειστηκεισαν δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις ευτονως κατηγορουντες αυτου 11 εξουϑενησας δε αυτον ο ηρωδης συν τοις στρατευμασιν αυτου και εμπαιξας περιβαλων αυτον εσϑητα λαμπραν ανεπεμψεν αυτον τω πιλατω 12 εγενοντο δε ϕιλοι ο τε πιλατος και ο ηρωδης εν αυτη τη ημερα μετ αλληλων προυπηρχον γαρ εν εχϑρα οντες προς εαυτους 13 πιλατος δε συγκαλεσαμενος τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον 14 ειπεν προς αυτους προσηνεγκατε μοι τον ανϑρωπον τουτον ως αποστρεϕοντα τον λαον και ιδου εγω ενωπιον υμων ανακρινας ουδεν ευρον εν τω ανϑρωπω τουτω αιτιον ων κατηγορειτε κατ αυτου 15 αλλ ουδε ηρωδης ανεπεμψα γαρ υμας προς αυτον και ιδου ουδεν αξιον ϑανατου εστιν πεπραγμενον αυτω 16 παιδευσας ουν αυτον απολυσω 17 αναγκην δε ειχεν απολυειν αυτοις κατα εορτην ενα 18 ανεκραξαν δε παμπληϑει λεγοντες αιρε τουτον απολυσον δε ημιν τον βαραββαν 19 οστις ην δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και ϕονον βεβλημενος εις ϕυλακην 20 παλιν ουν ο πιλατος προσεϕωνησεν ϑελων απολυσαι τον ιησουν 21 οι δε επεϕωνουν λεγοντες σταυρωσον σταυρωσον αυτον 22 ο δε τριτον ειπεν προς αυτους τι γαρ κακον εποιησεν ουτος ουδεν αιτιον ϑανατου ευρον εν αυτω παιδευσας ουν αυτον απολυσω 23 οι δε επεκειντο ϕωναις μεγαλαις αιτουμενοι αυτον σταυρωϑηναι και κατισχυον αι ϕωναι αυτων και των αρχιερεων 24 ο δε πιλατος επεκρινεν γενεσϑαι το αιτημα αυτων 25 απελυσεν δε αυτοις τον δια στασιν και ϕονον βεβλημενον εις την ϕυλακην ον ητουντο τον δε ιησουν παρεδωκεν τω ϑεληματι αυτων 26 και ως απηγαγον αυτον επιλαβομενοι σιμωνος τινος κυρηναιου του ερχομενου απ αγρου επεϑηκαν αυτω τον σταυρον ϕερειν οπισϑεν του ιησου 27 ηκολουϑει δε αυτω πολυ πληϑος του λαου και γυναικων αι και εκοπτοντο και εϑρηνουν αυτον 28 στραϕεις δε προς αυτας ο ιησους ειπεν ϑυγατερες ιερουσαλημ μη κλαιετε επ εμε πλην εϕ εαυτας κλαιετε και επι τα τεκνα υμων 29 οτι ιδου ερχονται ημεραι εν αις ερουσιν μακαριαι αι στειραι και κοιλιαι αι ουκ εγεννησαν και μαστοι οι ουκ εϑηλασαν 30 τοτε αρξονται λεγειν τοις ορεσιν πεσετε εϕ ημας και τοις βουνοις καλυψατε ημας 31 οτι ει εν τω υγρω ξυλω ταυτα ποιουσιν εν τω ξηρω τι γενηται 32 ηγοντο δε και ετεροι δυο κακουργοι συν αυτω αναιρεϑηναι 33 και οτε απηλϑον επι τον τοπον τον καλουμενον κρανιον εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους ον μεν εκ δεξιων ον δε εξ αριστερων 34 ο δε ιησους ελεγεν πατερ αϕες αυτοις ου γαρ οιδασιν τι ποιουσιν διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου εβαλον κληρον 35 και ειστηκει ο λαος ϑεωρων εξεμυκτηριζον δε και οι αρχοντες συν αυτοις λεγοντες αλλους εσωσεν σωσατω εαυτον ει ουτος εστιν ο χριστος ο του ϑεου εκλεκτος 36 ενεπαιζον δε αυτω και οι στρατιωται προσερχομενοι και οξος προσϕεροντες αυτω 37 και λεγοντες ει συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων σωσον σεαυτον 38 ην δε και επιγραϕη γεγραμμενη επ αυτω γραμμασιν ελληνικοις και ρωμαικοις και εβραικοις ουτος εστιν ο βασιλευς των ιουδαιων 39 εις δε των κρεμασϑεντων κακουργων εβλασϕημει αυτον λεγων ει συ ει ο χριστος σωσον σεαυτον και ημας 40 αποκριϑεις δε ο ετερος επετιμα αυτω λεγων ουδε ϕοβη συ τον ϑεον οτι εν τω αυτω κριματι ει 41 και ημεις μεν δικαιως αξια γαρ ων επραξαμεν απολαμβανομεν ουτος δε ουδεν ατοπον επραξεν 42 και ελεγεν τω ιησου μνησϑητι μου κυριε οταν ελϑης εν τη βασιλεια σου 43 και ειπεν αυτω ο ιησους αμην λεγω σοι σημερον μετ εμου εση εν τω παραδεισω 44 ην δε ωσει ωρα εκτη και σκοτος εγενετο εϕ ολην την γην εως ωρας εννατης 45 και εσκοτισϑη ο ηλιος και εσχισϑη το καταπετασμα του ναου μεσον 46 και ϕωνησας ϕωνη μεγαλη ο ιησους ειπεν πατερ εις χειρας σου παραϑησομαι το πνευμα μου και ταυτα ειπων εξεπνευσεν 47 ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον εδοξασεν τον ϑεον λεγων οντως ο ανϑρωπος ουτος δικαιος ην 48 και παντες οι συμπαραγενομενοι οχλοι επι την ϑεωριαν ταυτην ϑεωρουντες τα γενομενα τυπτοντες εαυτων τα στηϑη υπεστρεϕον 49 ειστηκεισαν δε παντες οι γνωστοι αυτου μακροϑεν και γυναικες αι συνακολουϑησασαι αυτω απο της γαλιλαιας ορωσαι ταυτα 50 και ιδου ανηρ ονοματι ιωσηϕ βουλευτης υπαρχων ανηρ αγαϑος και δικαιος 51 ουτος ουκ ην συγκατατεϑειμενος τη βουλη και τη πραξει αυτων απο αριμαϑαιας πολεως των ιουδαιων ος και προσεδεχετο και αυτος την βασιλειαν του ϑεου 52 ουτος προσελϑων τω πιλατω ητησατο το σωμα του ιησου 53 και καϑελων αυτο ενετυλιξεν αυτο σινδονι και εϑηκεν αυτο εν μνηματι λαξευτω ου ουκ ην ουδεπω ουδεις κειμενος 54 και ημερα ην παρασκευη και σαββατον επεϕωσκεν 55 κατακολουϑησασαι δε και γυναικες αιτινες ησαν συνεληλυϑυιαι αυτω εκ της γαλιλαιας εϑεασαντο το μνημειον και ως ετεϑη το σωμα αυτου 56 υποστρεψασαι δε ητοιμασαν αρωματα και μυρα και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Λουκᾶν caput 24
1 τη δε μια των σαββατων ορϑρου βαϑεος ηλϑον επι το μνημα ϕερουσαι α ητοιμασαν αρωματα και τινες συν αυταις 2 ευρον δε τον λιϑον αποκεκυλισμενον απο του μνημειου 3 και εισελϑουσαι ουχ ευρον το σωμα του κυριου ιησου 4 και εγενετο εν τω διαπορεισϑαι αυτας περι τουτου και ιδου δυο ανδρες επεστησαν αυταις εν εσϑησεσιν αστραπτουσαις 5 εμϕοβων δε γενομενων αυτων και κλινουσων το προσωπον εις την γην ειπον προς αυτας τι ζητειτε τον ζωντα μετα των νεκρων 6 ουκ εστιν ωδε αλλ ηγερϑη μνησϑητε ως ελαλησεν υμιν ετι ων εν τη γαλιλαια 7 λεγων οτι δει τον υιον του ανϑρωπου παραδοϑηναι εις χειρας ανϑρωπων αμαρτωλων και σταυρωϑηναι και τη τριτη ημερα αναστηναι 8 και εμνησϑησαν των ρηματων αυτου 9 και υποστρεψασαι απο του μνημειου απηγγειλαν ταυτα παντα τοις ενδεκα και πασιν τοις λοιποις 10 ησαν δε η μαγδαληνη μαρια και ιωαννα και μαρια ιακωβου και αι λοιπαι συν αυταις αι ελεγον προς τους αποστολους ταυτα 11 και εϕανησαν ενωπιον αυτων ωσει ληρος τα ρηματα αυτων και ηπιστουν αυταις 12 ο δε πετρος αναστας εδραμεν επι το μνημειον και παρακυψας βλεπει τα οϑονια κειμενα μονα και απηλϑεν προς εαυτον ϑαυμαζων το γεγονος 13 και ιδου δυο εξ αυτων ησαν πορευομενοι εν αυτη τη ημερα εις κωμην απεχουσαν σταδιους εξηκοντα απο ιερουσαλημ η ονομα εμμαους 14 και αυτοι ωμιλουν προς αλληλους περι παντων των συμβεβηκοτων τουτων 15 και εγενετο εν τω ομιλειν αυτους και συζητειν και αυτος ο ιησους εγγισας συνεπορευετο αυτοις 16 οι δε οϕϑαλμοι αυτων εκρατουντο του μη επιγνωναι αυτον 17 ειπεν δε προς αυτους τινες οι λογοι ουτοι ους αντιβαλλετε προς αλληλους περιπατουντες και εστε σκυϑρωποι 18 αποκριϑεις δε ο εις ω ονομα κλεοπας ειπεν προς αυτον συ μονος παροικεις εν ιερουσαλημ και ουκ εγνως τα γενομενα εν αυτη εν ταις ημεραις ταυταις 19 και ειπεν αυτοις ποια οι δε ειπον αυτω τα περι ιησου του ναζωραιου ος εγενετο ανηρ προϕητης δυνατος εν εργω και λογω εναντιον του ϑεου και παντος του λαου 20 οπως τε παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις και οι αρχοντες ημων εις κριμα ϑανατου και εσταυρωσαν αυτον 21 ημεις δε ηλπιζομεν οτι αυτος εστιν ο μελλων λυτρουσϑαι τον ισραηλ αλλα γε συν πασιν τουτοις τριτην ταυτην ημεραν αγει σημερον αϕ ου ταυτα εγενετο 22 αλλα και γυναικες τινες εξ ημων εξεστησαν ημας γενομεναι ορϑριαι επι το μνημειον 23 και μη ευρουσαι το σωμα αυτου ηλϑον λεγουσαι και οπτασιαν αγγελων εωρακεναι οι λεγουσιν αυτον ζην 24 και απηλϑον τινες των συν ημιν επι το μνημειον και ευρον ουτως καϑως και αι γυναικες ειπον αυτον δε ουκ ειδον 25 και αυτος ειπεν προς αυτους ω ανοητοι και βραδεις τη καρδια του πιστευειν επι πασιν οις ελαλησαν οι προϕηται 26 ουχι ταυτα εδει παϑειν τον χριστον και εισελϑειν εις την δοξαν αυτου 27 και αρξαμενος απο μωσεως και απο παντων των προϕητων διηρμηνευεν αυτοις εν πασαις ταις γραϕαις τα περι εαυτου 28 και ηγγισαν εις την κωμην ου επορευοντο και αυτος προσεποιειτο πορρωτερω πορευεσϑαι 29 και παρεβιασαντο αυτον λεγοντες μεινον μεϑ ημων οτι προς εσπεραν εστιν και κεκλικεν η ημερα και εισηλϑεν του μειναι συν αυτοις 30 και εγενετο εν τω κατακλιϑηναι αυτον μετ αυτων λαβων τον αρτον ευλογησεν και κλασας επεδιδου αυτοις 31 αυτων δε διηνοιχϑησαν οι οϕϑαλμοι και επεγνωσαν αυτον και αυτος αϕαντος εγενετο απ αυτων 32 και ειπον προς αλληλους ουχι η καρδια ημων καιομενη ην εν ημιν ως ελαλει ημιν εν τη οδω και ως διηνοιγεν ημιν τας γραϕας 33 και ανασταντες αυτη τη ωρα υπεστρεψαν εις ιερουσαλημ και ευρον συνηϑροισμενους τους ενδεκα και τους συν αυτοις 34 λεγοντας οτι ηγερϑη ο κυριος οντως και ωϕϑη σιμωνι 35 και αυτοι εξηγουντο τα εν τη οδω και ως εγνωσϑη αυτοις εν τη κλασει του αρτου 36 ταυτα δε αυτων λαλουντων αυτος ο ιησους εστη εν μεσω αυτων και λεγει αυτοις ειρηνη υμιν 37 πτοηϑεντες δε και εμϕοβοι γενομενοι εδοκουν πνευμα ϑεωρειν 38 και ειπεν αυτοις τι τεταραγμενοι εστε και διατι διαλογισμοι αναβαινουσιν εν ταις καρδιαις υμων 39 ιδετε τας χειρας μου και τους ποδας μου οτι αυτος εγω ειμι ψηλαϕησατε με και ιδετε οτι πνευμα σαρκα και οστεα ουκ εχει καϑως εμε ϑεωρειτε εχοντα 40 και τουτο ειπων επεδειξεν αυτοις τας χειρας και τους ποδας 41 ετι δε απιστουντων αυτων απο της χαρας και ϑαυμαζοντων ειπεν αυτοις εχετε τι βρωσιμον ενϑαδε 42 οι δε επεδωκαν αυτω ιχϑυος οπτου μερος και απο μελισσιου κηριου 43 και λαβων ενωπιον αυτων εϕαγεν 44 ειπεν δε αυτοις ουτοι οι λογοι ους ελαλησα προς υμας ετι ων συν υμιν οτι δει πληρωϑηναι παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω μωσεως και προϕηταις και ψαλμοις περι εμου 45 τοτε διηνοιξεν αυτων τον νουν του συνιεναι τας γραϕας 46 και ειπεν αυτοις οτι ουτως γεγραπται και ουτως εδει παϑειν τον χριστον και αναστηναι εκ νεκρων τη τριτη ημερα 47 και κηρυχϑηναι επι τω ονοματι αυτου μετανοιαν και αϕεσιν αμαρτιων εις παντα τα εϑνη αρξαμενον απο ιερουσαλημ 48 υμεις δε εστε μαρτυρες τουτων 49 και ιδου εγω αποστελλω την επαγγελιαν του πατρος μου εϕ υμας υμεις δε καϑισατε εν τη πολει ιερουσαλημ εως ου ενδυσησϑε δυναμιν εξ υψους 50 εξηγαγεν δε αυτους εξω εως εις βηϑανιαν και επαρας τας χειρας αυτου ευλογησεν αυτους 51 και εγενετο εν τω ευλογειν αυτον αυτους διεστη απ αυτων και ανεϕερετο εις τον ουρανον 52 και αυτοι προσκυνησαντες αυτον υπεστρεψαν εις ιερουσαλημ μετα χαρας μεγαλης 53 και ησαν διαπαντος εν τω ιερω αινουντες και ευλογουντες τον ϑεον αμην Εξπλιχιτ Εϖανγελιυμ σεχυνδυμ Λυχαμ
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 1
1 ᾽Εν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν ϑεόν, καὶ ϑεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν ϑεόν. 3 πάντα δι∍ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν. ὃ γέγονεν 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ ϕῶς τῶν ἀνϑρώπων· 5 καὶ τὸ ϕῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ ϕαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6 ᾽Εγένετο ἄνϑρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ ϑεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾽Ιωάννης· 7 οὗτος ἦλϑεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ϕωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι∍ αὐτοῦ. 8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ ϕῶς, ἀλλ∍ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ϕωτός. 9 ῏Ην τὸ ϕῶς τὸ ἀληϑινόν, ὃ ϕωτίζει πάντα ἄνϑρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι∍ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλϑεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα ϑεοῦ γενέσϑαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδὲ ἐκ ϑελήματος σαρκὸς οὐδὲ ἐκ ϑελήματος ἀνδρὸς ἀλλ∍ ἐκ ϑεοῦ ἐγεννήϑησαν. 14 Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐϑεασάμεϑα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληϑείας. 15 ᾽Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων, Οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ῾Ο ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσϑέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 ὅτι ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόϑη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήϑεια διὰ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. 18 ϑεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· μονογενὴς ϑεὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. 19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ ᾽Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν [πρὸς αὐτὸν] οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευίτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν, Σὺ τίς εἶ; 20 καὶ ὡμολόγησεν καὶ οὐκ ἠρνήσατο, καὶ ὡμολόγησεν ὅτι ᾽Εγὼ οὐκ εἰμὶ ὁ Χριστός. 21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν, Τί οὖν σύ; ᾽Ηλίας εἶ; καὶ λέγει, Οὐκ εἰμί. ῾Ο προϕήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίϑη, Οὔ. 22 εἶπαν οὖν αὐτῷ, Τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; 23 ἔϕη, ᾽Εγὼ ϕωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Εὐϑύνατε τὴν ὁδὸν κυρίου,καϑὼς εἶπεν ᾽Ησαίας ὁ προϕήτης. 24 Καὶ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων. 25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπαν αὐτῷ, Τί οὖν βαπτίζεις εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὐδὲ ᾽Ηλίας οὐδὲ ὁ προϕήτης; 26 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιωάννης λέγων, ᾽Εγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε, 27 ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, οὗ οὐκ εἰμὶ [ἐγὼ] ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος. 28 Ταῦτα ἐν Βηϑανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου, ὅπου ἦν ὁ ᾽Ιωάννης βαπτίζων. 29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει τὸν ᾽Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ ϑεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. 30 οὗτός ἐστιν ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εἶπον, ᾽Οπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσϑέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 31 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ∍ ἵνα ϕανερωϑῇ τῷ ᾽Ισραὴλ διὰ τοῦτο ἦλϑον ἐγὼ ἐν ὕδατι βαπτίζων. 32 Καὶ ἐμαρτύρησεν ᾽Ιωάννης λέγων ὅτι Τεϑέαμαι τὸ πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ∍ αὐτόν· 33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ∍ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι ἐκεῖνός μοι εἶπεν, ᾽Εϕ∍ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ∍ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν πνεύματι ἁγίῳ. 34 κἀγὼ ἑώρακα, καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ϑεοῦ. 35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ ᾽Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾽Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ ϑεοῦ. 37 καὶ ἤκουσαν οἱ δύο μαϑηταὶ αὐτοῦ λαλοῦντος καὶ ἠκολούϑησαν τῷ ᾽Ιησοῦ. 38 στραϕεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ϑεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουϑοῦντας λέγει αὐτοῖς, Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ, ῾Ραββί [ὃ λέγεται μεϑερμηνευόμενον Διδάσκαλε], ποῦ μένεις; 39 λέγει αὐτοῖς, ῎Ερχεσϑε καὶ ὄψεσϑε. ἦλϑαν οὖν καὶ εἶδαν ποῦ μένει, καὶ παρ∍ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. 40 ῏Ην ᾽Ανδρέας ὁ ἀδελϕὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾽Ιωάννου καὶ ἀκολουϑησάντων αὐτῷ· 41 εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελϕὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ, Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν [ὅ ἐστιν μεϑερμηνευόμενον Χριστός]· 42 ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾽Ιωάννου· σὺ κληϑήσῃ Κηϕᾶς [ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος]. 43 Τῇ ἐπαύριον ἠϑέλησεν ἐξελϑεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Ακολούϑει μοι. 44 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηϑσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾽Ανδρέου καὶ Πέτρου. 45 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναϑαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ, ῝Ον ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προϕῆται εὑρήκαμεν, ᾽Ιησοῦν υἱὸν τοῦ ᾽Ιωσὴϕ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 46 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναϑαναήλ, ᾽Εκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαϑὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος, ῎Ερχου καὶ ἴδε. 47 εἶδεν ὁ ᾽Ιησοῦς τὸν Ναϑαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ, ῎Ιδε ἀληϑῶς ᾽Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν. 48 λέγει αὐτῷ Ναϑαναήλ, Πόϑεν με γινώσκεις; ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον ϕωνῆσαι ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 49 ἀπεκρίϑη αὐτῷ Ναϑαναήλ, ῾Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ ϑεοῦ, σὺ βασιλεὺς εἶ τοῦ ᾽Ισραήλ. 50 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῞Οτι εἶπόν σοι ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 51 καὶ λέγει αὐτῷ, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὄψεσϑε τὸν οὐρανὸνἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ ϑεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντασἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 2
1 Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος ἐγένετο ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ ᾽Ιησοῦ ἐκεῖ· 2 ἐκλήϑη δὲ καὶ ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. 3 καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ ᾽Ιησοῦ πρὸς αὐτόν, Οἶνον οὐκ ἔχουσιν. 4 [καὶ] λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου. 5 λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς διακόνοις, ῞Ο τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε. 6 ἦσαν δὲ ἐκεῖ λίϑιναι ὑδρίαι ἓξ κατὰ τὸν καϑαρισμὸν τῶν ᾽Ιουδαίων κείμεναι, χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς. 7 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω. 8 καὶ λέγει αὐτοῖς, ᾽Αντλήσατε νῦν καὶ ϕέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ· οἱ δὲ ἤνεγκαν. 9 ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον, καὶ οὐκ ᾔδει πόϑεν ἐστίν, οἱ δὲ διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ, ϕωνεῖ τὸν νυμϕίον ὁ ἀρχιτρίκλινος 10 καὶ λέγει αὐτῷ, Πᾶς ἄνϑρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίϑησιν, καὶ ὅταν μεϑυσϑῶσιν τὸν ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι. 11 Ταύτην ἐποίησεν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐϕανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ. 12 Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς Καϕαρναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελϕοὶ [αὐτοῦ] καὶ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν οὐ πολλὰς ἡμέρας. 13 Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν ᾽Ιουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾽Ιησοῦς. 14 καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστερὰς καὶ τοὺς κερματιστὰς καϑημένους, 15 καὶ ποιήσας ϕραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψεν, 16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν, ῎Αρατε ταῦτα ἐντεῦϑεν, μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. 17 ᾽Εμνήσϑησαν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ῾Ο ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταϕάγεταί με. 18 ἀπεκρίϑησαν οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι καὶ εἶπαν αὐτῷ, Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιεῖς; 19 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. 20 εἶπαν οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι, Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν οἰκοδομήϑη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; 21 ἐκεῖνος δὲ ἔλεγεν περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. 22 ὅτε οὖν ἠγέρϑη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσϑησαν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγεν, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραϕῇ καὶ τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς. 23 ῾Ως δὲ ἦν ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐν τῷ πάσχα ἐν τῇ ἑορτῇ, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ϑεωροῦντες αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει· 24 αὐτὸς δὲ ᾽Ιησοῦς οὐκ ἐπίστευεν αὑτὸν αὐτοῖς διὰ τὸ αὐτὸν γινώσκειν πάντας, 25 καὶ ὅτι οὐ χρείαν εἶχεν ἵνα τις μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ἀνϑρώπου· αὐτὸς γὰρ ἐγίνωσκεν τί ἦν ἐν τῷ ἀνϑρώπῳ.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 3
1 ῏Ην δὲ ἄνϑρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν ᾽Ιουδαίων· 2 οὗτος ἦλϑεν πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῾Ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ ϑεοῦ ἐλήλυϑας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ δύναται ταῦτα τὰ σημεῖα ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ ϑεὸς μετ∍ αὐτοῦ. 3 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηϑῇ ἄνωϑεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ ϑεοῦ. 4 λέγει πρὸς αὐτὸν [ὁ] Νικόδημος, Πῶς δύναται ἄνϑρωπος γεννηϑῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελϑεῖν καὶ γεννηϑῆναι; 5 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηϑῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελϑεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ ϑεοῦ. 6 τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστιν, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν. 7 μὴ ϑαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, Δεῖ ὑμᾶς γεννηϑῆναι ἄνωϑεν. 8 τὸ πνεῦμα ὅπου ϑέλει πνεῖ, καὶ τὴν ϕωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ∍ οὐκ οἶδας πόϑεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶν πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ πνεύματος. 9 ἀπεκρίϑη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ, Πῶς δύναται ταῦτα γενέσϑαι; 10 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ ᾽Ισραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις; 11 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε. 12 εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε; 13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνϑρώπου. 14 καὶ καϑὼς Μωϋσῆς ὕψωσεν τὸν ὄϕιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωϑῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ ϑεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ∍ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ ϑεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ∍ ἵνα σωϑῇ ὁ κόσμος δι∍ αὐτοῦ. 18 ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται· ὁ [δὲ] μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ ϑεοῦ. 19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ ϕῶς ἐλήλυϑεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνϑρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ ϕῶς, ἦν γὰρ αὐτῶν πονηρὰ τὰ ἔργα. 20 πᾶς γὰρ ὁ ϕαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ ϕῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ ϕῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχϑῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· 21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήϑειαν ἔρχεται πρὸς τὸ ϕῶς, ἵνα ϕανερωϑῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα ὅτι ἐν ϑεῷ ἐστιν εἰργασμένα. 22 Μετὰ ταῦτα ἦλϑεν ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ᾽Ιουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ∍ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. 23 ἦν δὲ καὶ ὁ ᾽Ιωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο· 24 οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν ϕυλακὴν ὁ ᾽Ιωάννης. 25 ᾽Εγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαϑητῶν ᾽Ιωάννου μετὰ ᾽Ιουδαίου περὶ καϑαρισμοῦ. 26 καὶ ἦλϑον πρὸς τὸν ᾽Ιωάννην καὶ εἶπαν αὐτῷ, ῾Ραββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν. 27 ἀπεκρίϑη ᾽Ιωάννης καὶ εἶπεν, Οὐ δύναται ἄνϑρωπος λαμβάνειν οὐδὲ ἓν ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. 28 αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον [ὅτι] Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ∍ ὅτι ᾽Απεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσϑεν ἐκείνου. 29 ὁ ἔχων τὴν νύμϕην νυμϕίος ἐστίν· ὁ δὲ ϕίλος τοῦ νυμϕίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν ϕωνὴν τοῦ νυμϕίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται. 30 ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσϑαι. 31 ῾Ο ἄνωϑεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν· ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστιν καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ. ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος [ἐπάνω πάντων ἐστίν·] 32 ὃ ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει. 33 ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσϕράγισεν ὅτι ὁ ϑεὸς ἀληϑής ἐστιν. 34 ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ ϑεὸς τὰ ῥήματα τοῦ ϑεοῦ λαλεῖ, οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν τὸ πνεῦμα. 35 ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν, καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. 36 ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειϑῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ∍ ἡ ὀργὴ τοῦ ϑεοῦ μένει ἐπ∍ αὐτόν.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 4
1 ῾Ως οὖν ἔγνω ὁ ᾽Ιησοῦς ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι ᾽Ιησοῦς πλείονας μαϑητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ ᾽Ιωάννης 2 καίτοι γε ᾽Ιησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν ἀλλ∍ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ 3 ἀϕῆκεν τὴν ᾽Ιουδαίαν καὶ ἀπῆλϑεν πάλιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 4 ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσϑαι διὰ τῆς Σαμαρείας. 5 ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχὰρ πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾽Ιακὼβ [τῷ] ᾽Ιωσὴϕ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾽Ιακώβ. ὁ οὖν ᾽Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαϑέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡς ἕκτη. 7 ῎Ερχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, Δός μοι πεῖν· 8 οἱ γὰρ μαϑηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύϑεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροϕὰς ἀγοράσωσιν. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρῖτις, Πῶς σὺ ᾽Ιουδαῖος ὢν παρ∍ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης; [οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾽Ιουδαῖοι Σαμαρίταις.] 10 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ, Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ ϑεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, Δός μοι πεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή, Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ ϕρέαρ ἐστὶν βαϑύ· πόϑεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾽Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ ϕρέαρ καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιεν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ ϑρέμματα αὐτοῦ; 13 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ, Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14 ὃς δ∍ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. 15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή, Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ διέρχωμαι ἐνϑάδε ἀντλεῖν. 16 Λέγει αὐτῇ, ῞Υπαγε ϕώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλϑὲ ἐνϑάδε. 17 ἀπεκρίϑη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν αὐτῷ, Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, Καλῶς εἶπες ὅτι ῎Ανδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστιν σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληϑὲς εἴρηκας. 19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή, Κύριε, ϑεωρῶ ὅτι προϕήτης εἶ σύ. 20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου προσκυνεῖν δεῖ. 21 λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πίστευέ μοι, γύναι, ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε· ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν, ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾽Ιουδαίων ἐστίν. 23 ἀλλὰ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληϑινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσιν τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληϑείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 πνεῦμα ὁ ϑεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληϑείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή, Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλϑῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα. 26 λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. 27 Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλϑαν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐϑαύμαζον ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπεν, Τί ζητεῖς; ἤ, Τί λαλεῖς μετ∍ αὐτῆς; 28 ἀϕῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλϑεν εἰς τὴν πόλιν καὶ λέγει τοῖς ἀνϑρώποις, 29 Δεῦτε ἴδετε ἄνϑρωπον ὃς εἶπέν μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλϑον ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. 31 ᾽Εν τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαϑηταὶ λέγοντες, ῾Ραββί, ϕάγε. 32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, ᾽Εγὼ βρῶσιν ἔχω ϕαγεῖν ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαϑηταὶ πρὸς ἀλλήλους, Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ ϕαγεῖν; 34 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιήσω τὸ ϑέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ῎Ετι τετράμηνός ἐστιν καὶ ὁ ϑερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀϕϑαλμοὺς ὑμῶν καὶ ϑεάσασϑε τὰς χώρας ὅτι λευκαί εἰσιν πρὸς ϑερισμόν. ἤδη 36 ὁ ϑερίζων μισϑὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ ϑερίζων. 37 ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ἀληϑινὸς ὅτι ῎Αλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ ϑερίζων. 38 ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς ϑερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασιν, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύϑατε. 39 ᾽Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαριτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς μαρτυρούσης ὅτι Εἶπέν μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 ὡς οὖν ἦλϑον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ∍ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41 καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληϑῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου. 43 Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας ἐξῆλϑεν ἐκεῖϑεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· 44 αὐτὸς γὰρ ᾽Ιησοῦς ἐμαρτύρησεν ὅτι προϕήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει. 45 ὅτε οὖν ἦλϑεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐδέξαντο αὐτὸν οἱ Γαλιλαῖοι, πάντα ἑωρακότες ὅσα ἐποίησεν ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐν τῇ ἑορτῇ, καὶ αὐτοὶ γὰρ ἦλϑον εἰς τὴν ἑορτήν. 46 ῏Ηλϑεν οὖν πάλιν εἰς τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησεν τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικὸς οὗ ὁ υἱὸς ἠσϑένει ἐν Καϕαρναούμ· 47 οὗτος ἀκούσας ὅτι ᾽Ιησοῦς ἥκει ἐκ τῆς ᾽Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἀπῆλϑεν πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν, ἤμελλεν γὰρ ἀποϑνῄσκειν. 48 εἶπεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς πρὸς αὐτόν, ᾽Εὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε. 49 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός, Κύριε, κατάβηϑι πρὶν ἀποϑανεῖν τὸ παιδίον μου. 50 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ. ἐπίστευσεν ὁ ἄνϑρωπος τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ἐπορεύετο. 51 ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ. 52 ἐπύϑετο οὖν τὴν ὥραν παρ∍ αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν· εἶπαν οὖν αὐτῷ ὅτι ᾽Εχϑὲς ὥραν ἑβδόμην ἀϕῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός. 53 ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ῾Ο υἱός σου ζῇ, καὶ ἐπίστευσεν αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη. 54 Τοῦτο [δὲ] πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐλϑὼν ἐκ τῆς ᾽Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 5
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἑορτὴ τῶν ᾽Ιουδαίων, καὶ ἀνέβη ᾽Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 2 ἔστιν δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήϑρα ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραϊστὶ Βηϑζαϑά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆϑος τῶν ἀσϑενούντων, τυϕλῶν, χωλῶν, ξηρῶν. 5 ἦν δέ τις ἄνϑρωπος ἐκεῖ τριάκοντα [καὶ] ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσϑενείᾳ αὐτοῦ· 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾽Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ, Θέλεις ὑγιὴς γενέσϑαι; 7 ἀπεκρίϑη αὐτῷ ὁ ἀσϑενῶν, Κύριε, ἄνϑρωπον οὐκ ἔχω ἵνα ὅταν ταραχϑῇ τὸ ὕδωρ βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήϑραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ῎Εγειρε ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐϑέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνϑρωπος, καὶ ἦρεν τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ῏Ην δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι τῷ τεϑεραπευμένῳ, Σάββατόν ἐστιν, καὶ οὐκ ἔξεστίν σοι ἆραι τὸν κράβαττόν σου. 11 ὁ δὲ ἀπεκρίϑη αὐτοῖς, ῾Ο ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνός μοι εἶπεν, ῏Αρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν αὐτόν, Τίς ἐστιν ὁ ἄνϑρωπος ὁ εἰπών σοι, ῏Αρον καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαϑεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν, ὁ γὰρ ᾽Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῎Ιδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλϑεν ὁ ἄνϑρωπος καὶ ἀνήγγειλεν τοῖς ᾽Ιουδαίοις ὅτι ᾽Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ. 16 καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον οἱ ᾽Ιουδαῖοι τὸν ᾽Ιησοῦν, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ. 17 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς, ῾Ο πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι. 18 διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυεν τὸ σάββατον ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγεν τὸν ϑεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ ϑεῷ. 19 ᾽Απεκρίνατο οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀϕ∍ ἑαυτοῦ οὐδὲν ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. 20 ὁ γὰρ πατὴρ ϕιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς ϑαυμάζητε. 21 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζῳοποιεῖ, οὕτως καὶ ὁ υἱὸς οἅς ϑέλει ζῳοποιεῖ. 22 οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκεν τῷ υἱῷ, 23 ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱὸν καϑὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν. 24 ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ ϑανάτου εἰς τὴν ζωήν. 25 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσουσιν τῆς ϕωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ ϑεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσουσιν. 26 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως καὶ τῷ υἱῷ ἔδωκεν ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· 27 καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνϑρώπου ἐστίν. 28 μὴ ϑαυμάζετε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσουσιν τῆς ϕωνῆς αὐτοῦ 29 καὶ ἐκπορεύσονται, οἱ τὰ ἀγαϑὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ ϕαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. 30 Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ∍ ἐμαυτοῦ οὐδέν· καϑὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν, ὅτι οὐ ζητῶ τὸ ϑέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ ϑέλημα τοῦ πέμψαντός με. 31 ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληϑής· 32 ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληϑής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ. 33 ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς ᾽Ιωάννην, καὶ μεμαρτύρηκεν τῇ ἀληϑείᾳ· 34 ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνϑρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωϑῆτε. 35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ ϕαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠϑελήσατε ἀγαλλιαϑῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ ϕωτὶ αὐτοῦ. 36 ἐγὼ δὲ ἔχω τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ ᾽Ιωάννου· τὰ γὰρ ἔργα ἃ δέδωκέν μοι ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκεν· 37 καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ ἐκεῖνος μεμαρτύρηκεν περὶ ἐμοῦ. οὔτε ϕωνὴν αὐτοῦ πώποτε ἀκηκόατε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε, 38 καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ὑμῖν μένοντα, ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε. 39 ἐραυνᾶτε τὰς γραϕάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· 40 καὶ οὐ ϑέλετε ἐλϑεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε. 41 Δόξαν παρὰ ἀνϑρώπων οὐ λαμβάνω, 42 ἀλλὰ ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ ϑεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς. 43 ἐγὼ ἐλήλυϑα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλϑῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήμψεσϑε. 44 πῶς δύνασϑε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου ϑεοῦ οὐ ζητεῖτε; 45 μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. 46 εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί, περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν. 47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασιν πιστεύσετε;
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 6
1 Μετὰ ταῦτα ἀπῆλϑεν ὁ ᾽Ιησοῦς πέραν τῆς ϑαλάσσης τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος. 2 ἠκολούϑει δὲ αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἐϑεώρουν τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσϑενούντων. 3 ἀνῆλϑεν δὲ εἰς τὸ ὄρος ᾽Ιησοῦς, καὶ ἐκεῖ ἐκάϑητο μετὰ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ. 4 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν ᾽Ιουδαίων. 5 ἐπάρας οὖν τοὺς ὀϕϑαλμοὺς ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ϑεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λέγει πρὸς Φίλιππον, Πόϑεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα ϕάγωσιν οὗτοι; 6 τοῦτο δὲ ἔλεγεν πειράζων αὐτόν, αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλεν ποιεῖν. 7 ἀπεκρίϑη αὐτῷ ὁ Φίλιππος, Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος βραχύ τι λάβῃ. 8 λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ, ᾽Ανδρέας ὁ ἀδελϕὸς Σίμωνος Πέτρου, 9 ῎Εστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριϑίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; 10 εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς, Ποιήσατε τοὺς ἀνϑρώπους ἀναπεσεῖν. ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσαν οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριϑμὸν ὡς πεντακισχίλιοι. 11 ἔλαβεν οὖν τοὺς ἄρτους ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκεν τοῖς ἀνακειμένοις, ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤϑελον. 12 ὡς δὲ ἐνεπλήσϑησαν λέγει τοῖς μαϑηταῖς αὐτοῦ, Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. 13 συνήγαγον οὖν, καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοϕίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριϑίνων ἃ ἐπερίσσευσαν τοῖς βεβρωκόσιν. 14 Οἱ οὖν ἄνϑρωποι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν σημεῖον ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληϑῶς ὁ προϕήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον. 15 ᾽Ιησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσϑαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν βασιλέα ἀνεχώρησεν πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος. 16 ῾Ως δὲ ὀψία ἐγένετο κατέβησαν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ϑάλασσαν, 17 καὶ ἐμβάντες εἰς πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς ϑαλάσσης εἰς Καϕαρναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὔπω ἐληλύϑει πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾽Ιησοῦς, 18 ἥ τε ϑάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διεγείρετο. 19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα ϑεωροῦσιν τὸν ᾽Ιησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς ϑαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐϕοβήϑησαν. 20 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς, ᾽Εγώ εἰμι, μὴ ϕοβεῖσϑε. 21 ἤϑελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐϑέως ἐγένετο τὸ πλοῖον ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον. 22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς ϑαλάσσης εἶδον ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἕν, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλϑεν τοῖς μαϑηταῖς αὐτοῦ ὁ ᾽Ιησοῦς εἰς τὸ πλοῖον ἀλλὰ μόνοι οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλϑον· 23 ἄλλα ἦλϑεν πλοῖα ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου ὅπου ἔϕαγον τὸν ἄρτον [εὐχαριστήσαντος τοῦ κυρίου]. 24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι ᾽Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοιάρια καὶ ἦλϑον εἰς Καϕαρναοὺμ ζητοῦντες τὸν ᾽Ιησοῦν. 25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς ϑαλάσσης εἶπον αὐτῷ, ῾Ραββί, πότε ὧδε γέγονας; 26 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα ἀλλ∍ ὅτι ἐϕάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσϑητε. 27 ἐργάζεσϑε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνϑρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσϕράγισεν ὁ ϑεός. 28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν, Τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεϑα τὰ ἔργα τοῦ ϑεοῦ; 29 ἀπεκρίϑη ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Τοῦτό ἐστιν τὸ ἔργον τοῦ ϑεοῦ, ἵνα πιστεύητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. 30 εἶπον οὖν αὐτῷ, Τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ; 31 οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα ἔϕαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καϑώς ἐστιν γεγραμμένον, ῎Αρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ϕαγεῖν. 32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ∍ ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληϑινόν· 33 ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ ϑεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. 34 Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν, Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. 35 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε. 36 ἀλλ∍ εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ [με] καὶ οὐ πιστεύετε. 37 Πᾶν ὃ δίδωσίν μοι ὁ πατὴρ πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρὸς ἐμὲ οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω, 38 ὅτι καταβέβηκα ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ ϑέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ ϑέλημα τοῦ πέμψαντός με· 39 τοῦτο δέ ἐστιν τὸ ϑέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέν μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ [ἐν] τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 40 τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ ϑέλημα τοῦ πατρός μου, ἵνα πᾶς ὁ ϑεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ [ἐν] τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 41 ᾽Εγόγγυζον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ᾽Εγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, 42 καὶ ἔλεγον, Οὐχ οὗτός ἐστιν ᾽Ιησοῦς ὁ υἱὸς ᾽Ιωσήϕ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς νῦν λέγει ὅτι ᾽Εκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; 43 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Μὴ γογγύζετε μετ∍ ἀλλήλων. 44 οὐδεὶς δύναται ἐλϑεῖν πρός με ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 45 ἔστιν γεγραμμένον ἐν τοῖς προϕήταις, Καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ ϑεοῦ·πᾶς ὁ ἀκούσας παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαϑὼν ἔρχεται πρὸς ἐμέ. 46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα ἑώρακέν τις εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ ϑεοῦ, οὗτος ἑώρακεν τὸν πατέρα. 47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔϕαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸ μάννα καὶ ἀπέϑανον· 50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ ϕάγῃ καὶ μὴ ἀποϑάνῃ. 51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις ϕάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ μού ἐστιν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 52 ᾽Εμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ ᾽Ιουδαῖοι λέγοντες, Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα [αὐτοῦ] ϕαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ϕάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνϑρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· 55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληϑής ἐστιν βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληϑής ἐστιν πόσις. 56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καϑὼς ἀπέστειλέν με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσει δι∍ ἐμέ. 58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καϑὼς ἔϕαγον οἱ πατέρες καὶ ἀπέϑανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα. 59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καϕαρναούμ. 60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ εἶπαν, Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; 61 εἰδὼς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσιν περὶ τούτου οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς, Τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; 62 ἐὰν οὖν ϑεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; 63 τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠϕελεῖ οὐδέν· τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λελάληκα ὑμῖν πνεῦμά ἐστιν καὶ ζωή ἐστιν. 64 ἀλλ∍ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ ᾽Ιησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. 65 καὶ ἔλεγεν, Διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλϑεῖν πρός με ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός. 66 ᾽Εκ τούτου [οὖν] πολλοὶ ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ ἀπῆλϑον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ∍ αὐτοῦ περιεπάτουν. 67 εἶπεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς τοῖς δώδεκα, Μὴ καὶ ὑμεῖς ϑέλετε ὑπάγειν; 68 ἀπεκρίϑη αὐτῷ Σίμων Πέτρος, Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεϑα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις, 69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ ἅγιος τοῦ ϑεοῦ. 70 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην, καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν; 71 ἔλεγεν δὲ τὸν ᾽Ιούδαν Σίμωνος ᾽Ισκαριώτου· οὗτος γὰρ ἔμελλεν παραδιδόναι αὐτόν, εἷς [ὢν] ἐκ τῶν δώδεκα.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 7
1 Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤϑελεν ἐν τῇ ᾽Ιουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι. 2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν ᾽Ιουδαίων ἡ σκηνοπηγία. 3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελϕοὶ αὐτοῦ, Μετάβηϑι ἐντεῦϑεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν ᾽Ιουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαϑηταί σου ϑεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· 4 οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, ϕανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. 5 οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελϕοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. 6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ῾Ο καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. 7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς, ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. 8 ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. 9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. 10 ῾Ως δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελϕοὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἑορτήν, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη, οὐ ϕανερῶς ἀλλ∍ ἐν κρυπτῷ. 11 οἱ οὖν ᾽Ιουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον, Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; 12 καὶ γογγυσμὸς περὶ αὐτοῦ ἦν [πολὺς] ἐν τῷ ὄχλῳ· οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ᾽Αγαϑός ἐστιν, ἄλλοι [δὲ] ἔλεγον, Οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον. 13 οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν ϕόβον τῶν ᾽Ιουδαίων. 14 ῎Ηδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ᾽Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκεν. 15 ἐϑαύμαζον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι λέγοντες, Πῶς οὗτος γράμματα οἶδεν μὴ μεμαϑηκώς; 16 ἀπεκρίϑη οὖν αὐτοῖς [ὁ] ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν, ῾Η ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 17 ἐάν τις ϑέλῃ τὸ ϑέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς πότερον ἐκ τοῦ ϑεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ∍ ἐμαυτοῦ λαλῶ. 18 ὁ ἀϕ∍ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ· ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληϑής ἐστιν καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. 19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; 20 ἀπεκρίϑη ὁ ὄχλος, Δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; 21 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ῝Εν ἔργον ἐποίησα καὶ πάντες ϑαυμάζετε. 22 διὰ τοῦτο Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστὶν ἀλλ∍ ἐκ τῶν πατέρων καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνϑρωπον. 23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνϑρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυϑῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνϑρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ; 24 μὴ κρίνετε κατ∍ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνετε. 25 ῎Ελεγον οὖν τινες ἐκ τῶν ῾Ιεροσολυμιτῶν, Οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; 26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσιν. μήποτε ἀληϑῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόϑεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόϑεν ἐστίν. 28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ λέγων, Κἀμὲ οἴδατε καὶ οἴδατε πόϑεν εἰμί· καὶ ἀπ∍ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυϑα, ἀλλ∍ ἔστιν ἀληϑινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ∍ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. 30 ᾽Εζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ∍ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύϑει ἡ ὥρα αὐτοῦ. 31 ᾽Εκ τοῦ ὄχλου δὲ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, καὶ ἔλεγον, ῾Ο Χριστὸς ὅταν ἔλϑῃ μὴ πλείονα σημεῖα ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν; 32 ῎Ηκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ὑπηρέτας ἵνα πιάσωσιν αὐτόν. 33 εἶπεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς, ῎Ετι χρόνον μικρὸν μεϑ∍ ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με. 34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετέ [με], καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ὑμεῖς οὐ δύνασϑε ἐλϑεῖν. 35 εἶπον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς, Ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσϑαι ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν ῾Ελλήνων μέλλει πορεύεσϑαι καὶ διδάσκειν τοὺς ῞Ελληνας; 36 τίς ἐστιν ὁ λόγος οὗτος ὃν εἶπεν, Ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετέ [με], καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ὑμεῖς οὐ δύνασϑε ἐλϑεῖν; 37 ᾽Εν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ἔκραξεν λέγων, ᾽Εάν τις διψᾷ ἐρχέσϑω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καϑὼς εἶπεν ἡ γραϕή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπεν περὶ τοῦ πνεύματος ὃ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν πνεῦμα, ὅτι ᾽Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσϑη. 40 ᾽Εκ τοῦ ὄχλου οὖν ἀκούσαντες τῶν λόγων τούτων ἔλεγον, Οὗτός ἐστιν ἀληϑῶς ὁ προϕήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον, Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον, Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχ ἡ γραϕὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυίδ,καὶ ἀπὸ Βηϑλέεμτῆς κώμης ὅπου ἦν Δαυίδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐγένετο ἐν τῷ ὄχλῳ δι∍ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤϑελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ∍ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ∍ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 ῏Ηλϑον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι, Διὰ τί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίϑησαν οἱ ὑπηρέται, Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνϑρωπος. 47 ἀπεκρίϑησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι, Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησϑε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπάρατοί εἰσιν. 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλϑὼν πρὸς αὐτὸν τὸ πρότερον, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν, 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνϑρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον παρ∍ αὐτοῦ καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίϑησαν καὶ εἶπαν αὐτῷ, Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προϕήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται. 〚53 Καὶ ἐπορεύϑησαν ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 8
1 ᾽Ιησοῦς δὲ ἐπορεύϑη εἰς τὸ ῎Ορος τῶν ᾽Ελαιῶν. 2 ῎Ορϑρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ καϑίσας ἐδίδασκεν αὐτούς. 3 ἄγουσιν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ 4 λέγουσιν αὐτῷ, Διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ∍ αὐτοϕώρῳ μοιχευομένη· 5 ἐν δὲ τῷ νόμῳ ἡμῖν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιϑάζειν· σὺ οὖν τί λέγεις; 6 τοῦτο δὲ ἔλεγον πειράζοντες αὐτόν, ἵνα ἔχωσιν κατηγορεῖν αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ κατέγραϕεν εἰς τὴν γῆν. 7 ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες [αὐτόν], ἀνέκυψεν καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ῾Ο ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος ἐπ∍ αὐτὴν βαλέτω λίϑον· 8 καὶ πάλιν κατακύψας ἔγραϕεν εἰς τὴν γῆν. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καϑ∍ εἷς ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείϕϑη μόνος, καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα. 10 ἀνακύψας δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ, Γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν; 11 ἡ δὲ εἶπεν, Οὐδείς, κύριε. εἶπεν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου, [καὶ] ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε.〛 12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐλάλησεν ὁ ᾽Ιησοῦς λέγων, ᾽Εγώ εἰμι τὸ ϕῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουϑῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ∍ ἕξει τὸ ϕῶς τῆς ζωῆς. 13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι, Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληϑής. 14 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληϑής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόϑεν ἦλϑον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόϑεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω. 15 ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε, ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα. 16 καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληϑινή ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ∍ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ. 17 καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο ἀνϑρώπων ἡ μαρτυρία ἀληϑής ἐστιν. 18 ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ. 19 ἔλεγον οὖν αὐτῷ, Ποῦ ἐστιν ὁ πατήρ σου; ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, Οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ἂν ᾔδειτε. 20 Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησεν ἐν τῷ γαζοϕυλακίῳ διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· καὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν, ὅτι οὔπω ἐληλύϑει ἡ ὥρα αὐτοῦ. 21 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς, ᾽Εγὼ ὑπάγω καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποϑανεῖσϑε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασϑε ἐλϑεῖν. 22 ἔλεγον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι, Μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ῞Οπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασϑε ἐλϑεῖν; 23 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, ῾Υμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τούτου τοῦ κόσμου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. 24 εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποϑανεῖσϑε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποϑανεῖσϑε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ, Σὺ τίς εἶ; εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν; 26 πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ∍ ὁ πέμψας με ἀληϑής ἐστιν, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ∍ αὐτοῦ ταῦτα λαλῶ εἰς τὸν κόσμον. 27 οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν. 28 εἶπεν οὖν [αὐτοῖς] ὁ ᾽Ιησοῦς, ῞Οταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου, τότε γνώσεσϑε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ∍ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καϑὼς ἐδίδαξέν με ὁ πατὴρ ταῦτα λαλῶ. 29 καὶ ὁ πέμψας με μετ∍ ἐμοῦ ἐστιν· οὐκ ἀϕῆκέν με μόνον, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ποιῶ πάντοτε. 30 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 31 ῎Ελεγεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ ᾽Ιουδαίους, ᾽Εὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληϑῶς μαϑηταί μού ἐστε, 32 καὶ γνώσεσϑε τὴν ἀλήϑειαν, καὶ ἡ ἀλήϑεια ἐλευϑερώσει ὑμᾶς. 33 ἀπεκρίϑησαν πρὸς αὐτόν, Σπέρμα ᾽Αβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ᾽Ελεύϑεροι γενήσεσϑε; 34 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [τῆς ἁμαρτίας]. 35 ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 36 ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευϑερώσῃ, ὄντως ἐλεύϑεροι ἔσεσϑε. 37 οἶδα ὅτι σπέρμα ᾽Αβραάμ ἐστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν. 38 ἃ ἐγὼ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρὶ λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν ἃ ἠκούσατε παρὰ τοῦ πατρὸς ποιεῖτε. 39 ᾽Απεκρίϑησαν καὶ εἶπαν αὐτῷ, ῾Ο πατὴρ ἡμῶν ᾽Αβραάμ ἐστιν. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Εἰ τέκνα τοῦ ᾽Αβραάμ ἐστε, τὰ ἔργα τοῦ ᾽Αβραὰμ ἐποιεῖτε· 40 νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνϑρωπον ὃς τὴν ἀλήϑειαν ὑμῖν λελάληκα ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ ϑεοῦ· τοῦτο ᾽Αβραὰμ οὐκ ἐποίησεν. 41 ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν. εἶπαν [οὖν] αὐτῷ, ῾Ημεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεϑα· ἕνα πατέρα ἔχομεν τὸν ϑεόν. 42 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Εἰ ὁ ϑεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ ϑεοῦ ἐξῆλϑον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ∍ ἐμαυτοῦ ἐλήλυϑα, ἀλλ∍ ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν. 43 διὰ τί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασϑε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. 44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ καὶ τὰς ἐπιϑυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν ϑέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνϑρωποκτόνος ἦν ἀπ∍ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληϑείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήϑεια ἐν αὐτῷ. ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶν καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 45 ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήϑειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. 46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ ἀλήϑειαν λέγω, διὰ τί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; 47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ ϑεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ ϑεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ ϑεοῦ οὐκ ἐστέ. 48 ᾽Απεκρίϑησαν οἱ ᾽Ιουδαῖοι καὶ εἶπαν αὐτῷ, Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρίτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; 49 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. 50 ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. 51 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν ἐμὸν λόγον τηρήσῃ, ϑάνατον οὐ μὴ ϑεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. 52 εἶπον [οὖν] αὐτῷ οἱ ᾽Ιουδαῖοι, Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. ᾽Αβραὰμ ἀπέϑανεν καὶ οἱ προϕῆται, καὶ σὺ λέγεις, ᾽Εάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται ϑανάτου εἰς τὸν αἰῶνα. 53 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾽Αβραάμ, ὅστις ἀπέϑανεν; καὶ οἱ προϕῆται ἀπέϑανον· τίνα σεαυτὸν ποιεῖς; 54 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, ᾽Εὰν ἐγὼ δοξάσω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι ϑεὸς ἡμῶν ἐστιν· 55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν, ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. κἂν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῖν ψεύστης· ἀλλὰ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. 56 ᾽Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδεν καὶ ἐχάρη. 57 εἶπον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι πρὸς αὐτόν, Πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾽Αβραὰμ ἑώρακας; 58 εἶπεν αὐτοῖς ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾽Αβραὰμ γενέσϑαι ἐγὼ εἰμί. 59 ἦραν οὖν λίϑους ἵνα βάλωσιν ἐπ∍ αὐτόν· ᾽Ιησοῦς δὲ ἐκρύβη καὶ ἐξῆλϑεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 9
1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνϑρωπον τυϕλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ λέγοντες, ῾Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυϕλὸς γεννηϑῇ; 3 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ∍ ἵνα ϕανερωϑῇ τὰ ἔργα τοῦ ϑεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἡμᾶς δεῖ ἐργάζεσϑαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσϑαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, ϕῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησεν πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισεν αὐτοῦ τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀϕϑαλμοὺς 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῞Υπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήϑραν τοῦ Σιλωάμ [ὃ ἑρμηνεύεται ᾽Απεσταλμένος]. ἀπῆλϑεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλϑεν βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ ϑεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι προσαίτης ἦν ἔλεγον, Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καϑήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, Οὐχί, ἀλλὰ ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ᾽Εγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ, Πῶς [οὖν] ἠνεῴχϑησάν σου οἱ ὀϕϑαλμοί; 11 ἀπεκρίϑη ἐκεῖνος, ῾Ο ἄνϑρωπος ὁ λεγόμενος ᾽Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησεν καὶ ἐπέχρισέν μου τοὺς ὀϕϑαλμοὺς καὶ εἶπέν μοι ὅτι ῞Υπαγε εἰς τὸν Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελϑὼν οὖν καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 καὶ εἶπαν αὐτῷ, Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει, Οὐκ οἶδα. 13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους τόν ποτε τυϕλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ἐν ᾗ ἡμέρᾳ τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀϕϑαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Πηλὸν ἐπέϑηκέν μου ἐπὶ τοὺς ὀϕϑαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές, Οὐκ ἔστιν οὗτος παρὰ ϑεοῦ ὁ ἄνϑρωπος, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι [δὲ] ἔλεγον, Πῶς δύναται ἄνϑρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσιν οὖν τῷ τυϕλῷ πάλιν, Τί σὺ λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἠνέῳξέν σου τοὺς ὀϕϑαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι Προϕήτης ἐστίν. 18 Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι ἦν τυϕλὸς καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐϕώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυϕλὸς ἐγεννήϑη; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι; 20 ἀπεκρίϑησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν, Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυϕλὸς ἐγεννήϑη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀϕϑαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸν ἐρωτήσατε, ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπαν οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐϕοβοῦντο τοὺς ᾽Ιουδαίους, ἤδη γὰρ συνετέϑειντο οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἵνα ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπαν ὅτι ῾Ηλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐπερωτήσατε. 24 ᾽Εϕώνησαν οὖν τὸν ἄνϑρωπον ἐκ δευτέρου ὃς ἦν τυϕλὸς καὶ εἶπαν αὐτῷ, Δὸς δόξαν τῷ ϑεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι οὗτος ὁ ἄνϑρωπος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίϑη οὖν ἐκεῖνος, Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυϕλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον οὖν αὐτῷ, Τί ἐποίησέν σοι; πῶς ἤνοιξέν σου τοὺς ὀϕϑαλμούς; 27 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς, Εἶπον ὑμῖν ἤδη καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν ϑέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς ϑέλετε αὐτοῦ μαϑηταὶ γενέσϑαι; 28 καὶ ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον, Σὺ μαϑητὴς εἶ ἐκείνου, ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαϑηταί· 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ ϑεός, τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόϑεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίϑη ὁ ἄνϑρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ᾽Εν τούτῳ γὰρ τὸ ϑαυμαστόν ἐστιν ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόϑεν ἐστίν, καὶ ἤνοιξέν μου τοὺς ὀϕϑαλμούς. 31 οἴδαμεν ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ ϑεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ∍ ἐάν τις ϑεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ ϑέλημα αὐτοῦ ποιῇ τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσϑη ὅτι ἤνοιξέν τις ὀϕϑαλμοὺς τυϕλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ ϑεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίϑησαν καὶ εἶπον αὐτῷ, ᾽Εν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήϑης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 ῎Ηκουσεν ᾽Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν [αὐτῷ], Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου; 36 ἀπεκρίϑη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Καὶ τίς ἐστιν, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔϕη, Πιστεύω, κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. 39 καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς, Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλϑον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν καὶ οἱ βλέποντες τυϕλοὶ γένωνται. 40 ῎Ηκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ μετ∍ αὐτοῦ ὄντες, καὶ εἶπον αὐτῷ, Μὴ καὶ ἡμεῖς τυϕλοί ἐσμεν; 41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Εἰ τυϕλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι Βλέπομεν· ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 10
1 ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς ϑύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόϑεν ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶν καὶ λῃστής· 2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς ϑύρας ποιμήν ἐστιν τῶν προβάτων. 3 τούτῳ ὁ ϑυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς ϕωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα ϕωνεῖ κατ∍ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. 4 ὅταν τὰ ἴδια πάντα ἐκβάλῃ, ἔμπροσϑεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουϑεῖ, ὅτι οἴδασιν τὴν ϕωνὴν αὐτοῦ· 5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουϑήσουσιν ἀλλὰ ϕεύξονται ἀπ∍ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασιν τῶν ἀλλοτρίων τὴν ϕωνήν. 6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 7 Εἶπεν οὖν πάλιν ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ ϑύρα τῶν προβάτων. 8 πάντες ὅσοι ἦλϑον [πρὸ ἐμοῦ] κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί· ἀλλ∍ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. 9 ἐγώ εἰμι ἡ ϑύρα· δι∍ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλϑῃ σωϑήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. 10 ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ ϑύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλϑον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. 11 ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίϑησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· 12 ὁ μισϑωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, ϑεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀϕίησιν τὰ πρόβατα καὶ ϕεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει 13 ὅτι μισϑωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. 14 ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκουσί με τὰ ἐμά, 15 καϑὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίϑημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. 16 καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς ϕωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν. 17 διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ ὅτι ἐγὼ τίϑημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. 18 οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ∍ ἐμοῦ, ἀλλ∍ ἐγὼ τίϑημι αὐτὴν ἀπ∍ ἐμαυτοῦ. ἐξουσίαν ἔχω ϑεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου. 19 Σχίσμα πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς ᾽Ιουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; 21 ἄλλοι ἔλεγον, Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυϕλῶν ὀϕϑαλμοὺς ἀνοῖξαι; 22 ᾽Εγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις· χειμὼν ἦν, 23 καὶ περιεπάτει ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶνος. 24 ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ ᾽Ιουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ, ῞Εως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. 25 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· 26 ἀλλὰ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε, ὅτι οὐκ ἐστὲ ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν. 27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς ϕωνῆς μου ἀκούουσιν, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουϑοῦσίν μοι, 28 κἀγὼ δίδωμι αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. 29 ὁ πατήρ μου ὃ δέδωκέν μοι πάντων μεῖζόν ἐστιν, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός. 30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν. 31 ᾽Εβάστασαν πάλιν λίϑους οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἵνα λιϑάσωσιν αὐτόν. 32 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Πολλὰ ἔργα καλὰ ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός· διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον ἐμὲ λιϑάζετε; 33 ἀπεκρίϑησαν αὐτῷ οἱ ᾽Ιουδαῖοι, Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιϑάζομέν σε ἀλλὰ περὶ βλασϕημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνϑρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν ϑεόν. 34 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς [ὁ] ᾽Ιησοῦς, Οὐκ ἔστιν γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν ὅτι ᾽Εγὼ εἶπα, Θεοί ἐστε; 35 εἰ ἐκείνους εἶπεν ϑεοὺς πρὸς οἅς ὁ λόγος τοῦ ϑεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυϑῆναι ἡ γραϕή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασεν καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὑμεῖς λέγετε ὅτι Βλασϕημεῖς, ὅτι εἶπον, Υἱὸς [τοῦ] ϑεοῦ εἰμι; 37 εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· 38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύετε, ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ πατρί. 39 ᾽Εζήτουν [οὖν] πάλιν αὐτὸν πιάσαι· καὶ ἐξῆλϑεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. 40 Καὶ ἀπῆλϑεν πάλιν πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν ᾽Ιωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. 41 καὶ πολλοὶ ἦλϑον πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ᾽Ιωάννης μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα δὲ ὅσα εἶπεν ᾽Ιωάννης περὶ τούτου ἀληϑῆ ἦν. 42 καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 11
1 ῏Ην δέ τις ἀσϑενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηϑανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρϑας τῆς ἀδελϕῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς ϑριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελϕὸς Λάζαρος ἠσϑένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελϕαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι, Κύριε, ἴδε ὃν ϕιλεῖς ἀσϑενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Αὕτη ἡ ἀσϑένεια οὐκ ἔστιν πρὸς ϑάνατον ἀλλ∍ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ ϑεοῦ, ἵνα δοξασϑῇ ὁ υἱὸς τοῦ ϑεοῦ δι∍ αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς τὴν Μάρϑαν καὶ τὴν ἀδελϕὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσϑενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαϑηταῖς, ῎Αγωμεν εἰς τὴν ᾽Ιουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαϑηταί, ῾Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιϑάσαι οἱ ᾽Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, Οὐχὶ δώδεκα ὧραί εἰσιν τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ ϕῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ ϕῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπεν, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς, Λάζαρος ὁ ϕίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. 12 εἶπαν οὖν οἱ μαϑηταὶ αὐτῷ, Κύριε, εἰ κεκοίμηται σωϑήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς περὶ τοῦ ϑανάτου αὐτοῦ. ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς παρρησίᾳ, Λάζαρος ἀπέϑανεν, 15 καὶ χαίρω δι∍ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλὰ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. 16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαϑηταῖς, ῎Αγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποϑάνωμεν μετ∍ αὐτοῦ. 17 ᾽Ελϑὼν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἤδη ἡμέρας ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηϑανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. 19 πολλοὶ δὲ ἐκ τῶν ᾽Ιουδαίων ἐληλύϑεισαν πρὸς τὴν Μάρϑαν καὶ Μαριὰμ ἵνα παραμυϑήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελϕοῦ. 20 ἡ οὖν Μάρϑα ὡς ἤκουσεν ὅτι ᾽Ιησοῦς ἔρχεται ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαριὰμ δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαϑέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρϑα πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Κύριε, εἰ ἦς ὧδε οὐκ ἂν ἀπέϑανεν ὁ ἀδελϕός μου· 22 [ἀλλὰ] καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν ϑεὸν δώσει σοι ὁ ϑεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αναστήσεται ὁ ἀδελϕός σου. 24 λέγει αὐτῷ ἡ Μάρϑα, Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποϑάνῃ ζήσεται, 26 καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποϑάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα· πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ, Ναί, κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ ϑεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλϑεν καὶ ἐϕώνησεν Μαριὰμ τὴν ἀδελϕὴν αὐτῆς λάϑρᾳ εἰποῦσα, ῾Ο διδάσκαλος πάρεστιν καὶ ϕωνεῖ σε. 29 ἐκείνη δὲ ὡς ἤκουσεν ἠγέρϑη ταχὺ καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτόν· 30 οὔπω δὲ ἐληλύϑει ὁ ᾽Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ∍ ἦν ἔτι ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρϑα. 31 οἱ οὖν ᾽Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ∍ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυϑούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαριὰμ ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλϑεν, ἠκολούϑησαν αὐτῇ, δόξαντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαριὰμ ὡς ἦλϑεν ὅπου ἦν ᾽Ιησοῦς ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ πρὸς τοὺς πόδας, λέγουσα αὐτῷ, Κύριε, εἰ ἦς ὧδε οὐκ ἄν μου ἀπέϑανεν ὁ ἀδελϕός. 33 ᾽Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελϑόντας αὐτῇ ᾽Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπεν, Ποῦ τεϑείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ, Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. 35 ἐδάκρυσεν ὁ ᾽Ιησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾽Ιουδαῖοι, ῎Ιδε πῶς ἐϕίλει αὐτόν. 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπαν, Οὐκ ἐδύνατο οὗτος ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀϕϑαλμοὺς τοῦ τυϕλοῦ ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποϑάνῃ; 38 ᾽Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίϑος ἐπέκειτο ἐπ∍ αὐτῷ. 39 λέγει ὁ ᾽Ιησοῦς, ῎Αρατε τὸν λίϑον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελϕὴ τοῦ τετελευτηκότος Μάρϑα, Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστιν. 40 λέγει αὐτῇ ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς ὄψῃ τὴν δόξαν τοῦ ϑεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίϑον. ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἦρεν τοὺς ὀϕϑαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπεν, Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν ϕωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασεν, Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 ἐξῆλϑεν ὁ τεϑνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄϕετε αὐτὸν ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾽Ιουδαίων, οἱ ἐλϑόντες πρὸς τὴν Μαριὰμ καὶ ϑεασάμενοι ἃ ἐποίησεν, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν· 46 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπῆλϑον πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπαν αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ᾽Ιησοῦς. 47 συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον, καὶ ἔλεγον, Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνϑρωπος πολλὰ ποιεῖ σημεῖα; 48 ἐὰν ἀϕῶμεν αὐτὸν οὕτως, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ ῾Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔϑνος. 49 εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάϕας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς, ῾Υμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, 50 οὐδὲ λογίζεσϑε ὅτι συμϕέρει ὑμῖν ἵνα εἷς ἄνϑρωπος ἀποϑάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔϑνος ἀπόληται. 51 τοῦτο δὲ ἀϕ∍ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου ἐπροϕήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ᾽Ιησοῦς ἀποϑνῄσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔϑνους, 52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔϑνους μόνον ἀλλ∍ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ ϑεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν. 53 ἀπ∍ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας ἐβουλεύσαντο ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν. 54 ῾Ο οὖν ᾽Ιησοῦς οὐκέτι παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς ᾽Ιουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλϑεν ἐκεῖϑεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου, εἰς ᾽Εϕραὶμ λεγομένην πόλιν, κἀκεῖ διέτριβεν μετὰ τῶν μαϑητῶν. 55 ῏Ην δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν ᾽Ιουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν ἑαυτούς. 56 ἐζήτουν οὖν τὸν ᾽Ιησοῦν καὶ ἔλεγον μετ∍ ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες, Τί δοκεῖ ὑμῖν; ὅτι οὐ μὴ ἔλϑῃ εἰς τὴν ἑορτήν; 57 δεδώκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐντολὴν ἵνα ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστιν μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν αὐτόν.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 12
1 ῾Ο οὖν ᾽Ιησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλϑεν εἰς Βηϑανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν ᾽Ιησοῦς. 2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρϑα διηκόνει, ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. 3 ἡ οὖν Μαριὰμ λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου ἤλειψεν τοὺς πόδας τοῦ ᾽Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξεν ταῖς ϑριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώϑη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. 4 λέγει δὲ ᾽Ιούδας ὁ ᾽Ισκαριώτης εἷς τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι, 5 Διὰ τί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράϑη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόϑη πτωχοῖς; 6 εἶπεν δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ ἀλλ∍ ὅτι κλέπτης ἦν καὶ τὸ γλωσσόκομον ἔχων τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 7 εἶπεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς, ῎Αϕες αὐτήν, ἵνα εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταϕιασμοῦ μου τηρήσῃ αὐτό· 8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεϑ∍ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 9 ῎Εγνω οὖν [ὁ] ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾽Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστιν, καὶ ἦλϑον οὐ διὰ τὸν ᾽Ιησοῦν μόνον ἀλλ∍ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 10 ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, 11 ὅτι πολλοὶ δι∍ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾽Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾽Ιησοῦν. 12 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλϑὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ ᾽Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, 13 ἔλαβον τὰ βαία τῶν ϕοινίκων καὶ ἐξῆλϑον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον, ῾Ωσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου,καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾽Ισραήλ. 14 εὑρὼν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάϑισεν ἐπ∍ αὐτό, καϑώς ἐστιν γεγραμμένον, 15 Μὴ ϕοβοῦ, ϑυγάτηρ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται, καϑήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. 16 ταῦτα οὐκ ἔγνωσαν αὐτοῦ οἱ μαϑηταὶ τὸ πρῶτον, ἀλλ∍ ὅτε ἐδοξάσϑη ᾽Ιησοῦς τότε ἐμνήσϑησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ∍ αὐτῷ γεγραμμένα καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. 17 ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ∍ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐϕώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 18 διὰ τοῦτο [καὶ] ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. 19 οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπαν πρὸς ἑαυτούς, Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠϕελεῖτε οὐδέν· ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλϑεν. 20 ῏Ησαν δὲ ῞Ελληνές τινες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ· 21 οὗτοι οὖν προσῆλϑον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηϑσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες, Κύριε, ϑέλομεν τὸν ᾽Ιησοῦν ἰδεῖν. 22 ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾽Ανδρέᾳ· ἔρχεται ᾽Ανδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσιν τῷ ᾽Ιησοῦ. 23 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀποκρίνεται αὐτοῖς λέγων, ᾽Ελήλυϑεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασϑῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνϑρώπου. 24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποϑάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποϑάνῃ, πολὺν καρπὸν ϕέρει. 25 ὁ ϕιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολλύει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εἰς ζωὴν αἰώνιον ϕυλάξει αὐτήν. 26 ἐὰν ἐμοί τις διακονῇ, ἐμοὶ ἀκολουϑείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. 27 Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται. καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης; ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλϑον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλϑεν οὖν ϕωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. 29 ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγεν βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον, ῎Αγγελος αὐτῷ λελάληκεν. 30 ἀπεκρίϑη καὶ εἶπεν ᾽Ιησοῦς, Οὐ δι∍ ἐμὲ ἡ ϕωνὴ αὕτη γέγονεν ἀλλὰ δι∍ ὑμᾶς. 31 νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληϑήσεται ἔξω· 32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωϑῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. 33 τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ ϑανάτῳ ἤμελλεν ἀποϑνῄσκειν. 34 ἀπεκρίϑη οὖν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ῾Ημεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις ὅτι δεῖ ὑψωϑῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνϑρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνϑρώπου; 35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ῎Ετι μικρὸν χρόνον τὸ ϕῶς ἐν ὑμῖν ἐστιν. περιπατεῖτε ὡς τὸ ϕῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. 36 ὡς τὸ ϕῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ ϕῶς, ἵνα υἱοὶ ϕωτὸς γένησϑε. Ταῦτα ἐλάλησεν ᾽Ιησοῦς, καὶ ἀπελϑὼν ἐκρύβη ἀπ∍ αὐτῶν. 37 Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσϑεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, 38 ἵνα ὁ λόγος ᾽Ησαίου τοῦ προϕήτου πληρωϑῇ ὃν εἶπεν, Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων κυρίου τίνι ἀπεκαλύϕϑη; 39 διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ᾽Ησαίας, 40 Τετύϕλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀϕϑαλμοὺς καὶ ἐπώρωσεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσιν τοῖς ὀϕϑαλμοῖς καὶ νοήσωσιν τῇ καρδίᾳ καὶ στραϕῶσιν, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. 41 ταῦτα εἶπεν ᾽Ησαίας, ὅτι εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν περὶ αὐτοῦ. 42 ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· 43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνϑρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ ϑεοῦ. 44 ᾽Ιησοῦς δὲ ἔκραξεν καὶ εἶπεν, ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ ἀλλὰ εἰς τὸν πέμψαντά με, 45 καὶ ὁ ϑεωρῶν ἐμὲ ϑεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. 46 ἐγὼ ϕῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυϑα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. 47 καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ ϕυλάξῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν, οὐ γὰρ ἦλϑον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον ἀλλ∍ ἵνα σώσω τὸν κόσμον. 48 ὁ ἀϑετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· 49 ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ∍ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν δέδωκεν τί εἴπω καὶ τί λαλήσω. 50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν ἐγὼ λαλῶ, καϑὼς εἴρηκέν μοι ὁ πατήρ, οὕτως λαλῶ.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 13
1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα εἰδὼς ὁ ᾽Ιησοῦς ὅτι ἦλϑεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. 2 καὶ δείπνου γινομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν ἵνα παραδοῖ αὐτὸν ᾽Ιούδας Σίμωνος ᾽Ισκαριώτου, 3 εἰδὼς ὅτι πάντα ἔδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας καὶ ὅτι ἀπὸ ϑεοῦ ἐξῆλϑεν καὶ πρὸς τὸν ϑεὸν ὑπάγει, 4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίϑησιν τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. 5 εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαϑητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος. 6 ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον. λέγει αὐτῷ, Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; 7 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῝Ο ἐγὼ ποιῶ σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. 8 λέγει αὐτῷ Πέτρος, Οὐ μὴ νίψῃς μου τοὺς πόδας εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς αὐτῷ, ᾽Εὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ∍ ἐμοῦ. 9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος, Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεϕαλήν. 10 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ῾Ο λελουμένος οὐκ ἔχει χρείαν εἰ μὴ τοὺς πόδας νίψασϑαι, ἀλλ∍ ἔστιν καϑαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καϑαροί ἐστε, ἀλλ∍ οὐχὶ πάντες. 11 ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι Οὐχὶ πάντες καϑαροί ἐστε. 12 ῞Οτε οὖν ἔνιψεν τοὺς πόδας αὐτῶν [καὶ] ἔλαβεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἀνέπεσεν πάλιν, εἶπεν αὐτοῖς, Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; 13 ὑμεῖς ϕωνεῖτέ με ῾Ο διδάσκαλος καὶ ῾Ο κύριος, καὶ καλῶς λέγετε, εἰμὶ γάρ. 14 εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας ὁ κύριος καὶ ὁ διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀϕείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας· 15 ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν ἵνα καϑὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. 16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστιν δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. 17 εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. 18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω· ἐγὼ οἶδα τίνας ἐξελεξάμην· ἀλλ∍ ἵνα ἡ γραϕὴ πληρωϑῇ, ῾Ο τρώγων μου τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ∍ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ. 19 ἀπ∍ ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ τοῦ γενέσϑαι, ἵνα πιστεύσητε ὅταν γένηται ὅτι ἐγώ εἰμι. 20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ἄν τινα πέμψω ἐμὲ λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με. 21 Ταῦτα εἰπὼν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐταράχϑη τῷ πνεύματι καὶ ἐμαρτύρησεν καὶ εἶπεν, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. 22 ἔβλεπον εἰς ἀλλήλους οἱ μαϑηταὶ ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει. 23 ἦν ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ ᾽Ιησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ ᾽Ιησοῦς· 24 νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυϑέσϑαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει. 25 ἀναπεσὼν οὖν ἐκεῖνος οὕτως ἐπὶ τὸ στῆϑος τοῦ ᾽Ιησοῦ λέγει αὐτῷ, Κύριε, τίς ἐστιν; 26 ἀποκρίνεται ᾽Ιησοῦς, ᾽Εκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψω τὸ ψωμίον καὶ δώσω αὐτῷ. βάψας οὖν τὸ ψωμίον [λαμβάνει καὶ] δίδωσιν ᾽Ιούδᾳ Σίμωνος ᾽Ισκαριώτου. 27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλϑεν εἰς ἐκεῖνον ὁ Σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ῝Ο ποιεῖς ποίησον τάχιον. 28 τοῦτο [δὲ] οὐδεὶς ἔγνω τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ· 29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ᾽Ιούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ [ὁ] ᾽Ιησοῦς, ᾽Αγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ. 30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλϑεν εὐϑύς· ἦν δὲ νύξ. 31 ῞Οτε οὖν ἐξῆλϑεν λέγει ᾽Ιησοῦς, Νῦν ἐδοξάσϑη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνϑρώπου, καὶ ὁ ϑεὸς ἐδοξάσϑη ἐν αὐτῷ· 32 [εἰ ὁ ϑεὸς ἐδοξάσϑη ἐν αὐτῷ] καὶ ὁ ϑεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν αὐτῷ, καὶ εὐϑὺς δοξάσει αὐτόν. 33 τεκνία, ἔτι μικρὸν μεϑ∍ ὑμῶν εἰμι· ζητήσετέ με, καὶ καϑὼς εἶπον τοῖς ᾽Ιουδαίοις ὅτι ῞Οπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασϑε ἐλϑεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι. 34 ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους· καϑὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. 35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαϑηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. 36 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος, Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίϑη [αὐτῷ] ᾽Ιησοῦς, ῞Οπου ὑπάγω οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουϑῆσαι, ἀκολουϑήσεις δὲ ὕστερον. 37 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος, Κύριε, διὰ τί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουϑῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ ϑήσω. 38 ἀποκρίνεται ᾽Ιησοῦς, Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ ϑήσεις; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἀλέκτωρ ϕωνήσῃ ἕως οὗ ἀρνήσῃ με τρίς.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 14
1 Μὴ ταρασσέσϑω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν ϑεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. 2 ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν ὅτι πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν; 3 καὶ ἐὰν πορευϑῶ καὶ ἑτοιμάσω τόπον ὑμῖν, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήμψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε. 4 καὶ ὅπου [ἐγὼ] ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδόν. 5 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς, Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· πῶς δυνάμεϑα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; 6 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήϑεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι∍ ἐμοῦ. 7 εἰ ἐγνώκατέ με, καὶ τὸν πατέρα μου γνώσεσϑε· καὶ ἀπ∍ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. 8 λέγει αὐτῷ Φίλιππος, Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα, καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. 9 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τοσούτῳ χρόνῳ μεϑ∍ ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακεν τὸν πατέρα· πῶς σὺ λέγεις, Δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; 10 οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστιν; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν ἀπ∍ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ἐν ἐμοὶ μένων ποιεῖ τὰ ἔργα αὐτοῦ. 11 πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετε. 12 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα πορεύομαι· 13 καὶ ὅ τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασϑῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ· 14 ἐάν τι αἰτήσητέ με ἐν τῷ ὀνόματί μου ἐγὼ ποιήσω. 15 ᾽Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσετε· 16 κἀγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν ἵνα μεϑ∍ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα ᾖ, 17 τὸ πνεῦμα τῆς ἀληϑείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ ϑεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει· ὑμεῖς γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ∍ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἐστιν. 18 Οὐκ ἀϕήσω ὑμᾶς ὀρϕανούς, ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. 19 ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι ϑεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ ϑεωρεῖτέ με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσετε. 20 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσϑε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. 21 ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηϑήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, κἀγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμϕανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν. 22 Λέγει αὐτῷ ᾽Ιούδας, οὐχ ὁ ᾽Ισκαριώτης, Κύριε, [καὶ] τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμϕανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ; 23 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεϑα καὶ μονὴν παρ∍ αὐτῷ ποιησόμεϑα. 24 ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμὸς ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός. 25 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ∍ ὑμῖν μένων· 26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν [ἐγώ]. 27 Εἰρήνην ἀϕίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καϑὼς ὁ κόσμος δίδωσιν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσϑω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω. 28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ῾Υπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. εἰ ἠγαπᾶτέ με ἐχάρητε ἄν, ὅτι πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα, ὅτι ὁ πατὴρ μείζων μού ἐστιν. 29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσϑαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε. 30 οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεϑ∍ ὑμῶν, ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων· καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν, 31 ἀλλ∍ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καϑὼς ἐνετείλατο μοι ὁ πατήρ, οὕτως ποιῶ. ᾽Εγείρεσϑε, ἄγωμεν ἐντεῦϑεν.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 15
1 ᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληϑινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν. 2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ ϕέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν ϕέρον καϑαίρει αὐτὸ ἵνα καρπὸν πλείονα ϕέρῃ. 3 ἤδη ὑμεῖς καϑαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν· 4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καϑὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν ϕέρειν ἀϕ∍ ἑαυτοῦ ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. 5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος ϕέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασϑε ποιεῖν οὐδέν. 6 ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήϑη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνϑη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσιν καὶ καίεται. 7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν ϑέλητε αἰτήσασϑε καὶ γενήσεται ὑμῖν. 8 ἐν τούτῳ ἐδοξάσϑη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν ϕέρητε καὶ γένησϑε ἐμοὶ μαϑηταί. 9 καϑὼς ἠγάπησέν με ὁ πατήρ, κἀγὼ ὑμᾶς ἠγάπησα· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. 10 ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καϑὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ. 11 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν ᾖ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωϑῇ. 12 αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καϑὼς ἠγάπησα ὑμᾶς· 13 μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ϑῇ ὑπὲρ τῶν ϕίλων αὐτοῦ. 14 ὑμεῖς ϕίλοι μού ἐστε ἐὰν ποιῆτε ἃ ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν. 15 οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδεν τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα ϕίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν. 16 οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασϑε, ἀλλ∍ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς καὶ ἔϑηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν ϕέρητε καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου δῷ ὑμῖν. 17 ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. 18 Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. 19 εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐϕίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ∍ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. 20 μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, Οὐκ ἔστιν δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. 21 ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν εἰς ὑμᾶς διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασιν τὸν πέμψαντά με. 22 εἰ μὴ ἦλϑον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχοσαν· νῦν δὲ πρόϕασιν οὐκ ἔχουσιν περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. 23 ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. 24 εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος ἐποίησεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχοσαν· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασιν καὶ μεμισήκασιν καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. 25 ἀλλ∍ ἵνα πληρωϑῇ ὁ λόγος ὁ ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν γεγραμμένος ὅτι ᾽Εμίσησάν με δωρεάν. 26 ῞Οταν ἔλϑῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληϑείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· 27 καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ∍ ἀρχῆς μετ∍ ἐμοῦ ἐστε.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 16
1 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισϑῆτε. 2 ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ∍ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσϕέρειν τῷ ϑεῷ. 3 καὶ ταῦτα ποιήσουσιν ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ. 4 ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ὅταν ἔλϑῃ ἡ ὥρα αὐτῶν μνημονεύητε αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν. Ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεϑ∍ ὑμῶν ἤμην. 5 νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾷ με, Ποῦ ὑπάγεις; 6 ἀλλ∍ ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἡ λύπη πεπλήρωκεν ὑμῶν τὴν καρδίαν. 7 ἀλλ∍ ἐγὼ τὴν ἀλήϑειαν λέγω ὑμῖν, συμϕέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλϑω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλϑω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευϑῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς. 8 καὶ ἐλϑὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως· 9 περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· 10 περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα ὑπάγω καὶ οὐκέτι ϑεωρεῖτέ με· 11 περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται. 12 ῎Ετι πολλὰ ἔχω ὑμῖν λέγειν, ἀλλ∍ οὐ δύνασϑε βαστάζειν ἄρτι· 13 ὅταν δὲ ἔλϑῃ ἐκεῖνος, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληϑείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς ἐν τῇ ἀληϑείᾳ πάσῃ· οὐ γὰρ λαλήσει ἀϕ∍ ἑαυτοῦ, ἀλλ∍ ὅσα ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 14 ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήμψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 15 πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστιν· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λαμβάνει καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 16 Μικρὸν καὶ οὐκέτι ϑεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσϑέ με. 17 εἶπαν οὖν ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους, Τί ἐστιν τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, Μικρὸν καὶ οὐ ϑεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσϑέ με; καί, ῞Οτι ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; 18 ἔλεγον οὖν, Τί ἐστιν τοῦτο [ὃ λέγει], τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμεν τί λαλεῖ. 19 ἔγνω [ὁ] ᾽Ιησοῦς ὅτι ἤϑελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ∍ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, Μικρὸν καὶ οὐ ϑεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσϑέ με; 20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ ϑρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς λυπηϑήσεσϑε, ἀλλ∍ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. 21 ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ λύπην ἔχει, ὅτι ἦλϑεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς ϑλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήϑη ἄνϑρωπος εἰς τὸν κόσμον. 22 καὶ ὑμεῖς οὖν νῦν μὲν λύπην ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀϕ∍ ὑμῶν. 23 καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἄν τι αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου δώσει ὑμῖν. 24 ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήμψεσϑε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη. 25 Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀπαγγελῶ ὑμῖν. 26 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσϑε, καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν· 27 αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ ϕιλεῖ ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεϕιλήκατε καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ [τοῦ] ϑεοῦ ἐξῆλϑον. 28 ἐξῆλϑον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυϑα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀϕίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα. 29 Λέγουσιν οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ, ῎Ιδε νῦν ἐν παρρησίᾳ λαλεῖς, καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. 30 νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε ἐρωτᾷ· ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ ϑεοῦ ἐξῆλϑες. 31 ἀπεκρίϑη αὐτοῖς ᾽Ιησοῦς, ῎Αρτι πιστεύετε; 32 ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα καὶ ἐλήλυϑεν ἵνα σκορπισϑῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια κἀμὲ μόνον ἀϕῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ∍ ἐμοῦ ἐστιν. 33 ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε· ἐν τῷ κόσμῳ ϑλῖψιν ἔχετε, ἀλλὰ ϑαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 17
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ᾽Ιησοῦς, καὶ ἐπάρας τοὺς ὀϕϑαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπεν, Πάτερ, ἐλήλυϑεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα ὁ υἱὸς δοξάσῃ σέ, 2 καϑὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληϑινὸν ϑεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον τελειώσας ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 ᾽Εϕανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνϑρώποις οἅς ἔδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν κἀμοὶ αὐτοὺς ἔδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετήρηκαν. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληϑῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλϑον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσιν, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσίν, κἀγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καϑὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ∍ αὐτῶν ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, καὶ ἐϕύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραϕὴ πληρωϑῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσιν τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. 14 ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου καϑὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. 15 οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου ἀλλ∍ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. 16 ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καϑὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. 17 ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληϑείᾳ· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήϑειά ἐστιν. 18 καϑὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· 19 καὶ ὑπὲρ αὐτῶν [ἐγὼ] ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα ὦσιν καὶ αὐτοὶ ἡγιασμένοι ἐν ἀληϑείᾳ. 20 Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, 21 ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καϑὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 22 κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καϑὼς ἡμεῖς ἕν, 23 ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καϑὼς ἐμὲ ἠγάπησας. 24 Πάτερ, ὃ δέδωκάς μοι, ϑέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσιν μετ∍ ἐμοῦ, ἵνα ϑεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. 25 πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, 26 καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 18
1 Ταῦτα εἰπὼν ᾽Ιησοῦς ἐξῆλϑεν σὺν τοῖς μαϑηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τοῦ Κεδρὼν ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλϑεν αὐτὸς καὶ οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ. 2 ᾔδει δὲ καὶ ᾽Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχϑη ᾽Ιησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ. 3 ὁ οὖν ᾽Ιούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ [ἐκ] τῶν Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ ϕανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων. 4 ᾽Ιησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ∍ αὐτὸν ἐξῆλϑεν καὶ λέγει αὐτοῖς, Τίνα ζητεῖτε; 5 ἀπεκρίϑησαν αὐτῷ, ᾽Ιησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς, ᾽Εγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ ᾽Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ∍ αὐτῶν. 6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς, ᾽Εγώ εἰμι, ἀπῆλϑον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσαν χαμαί. 7 πάλιν οὖν ἐπηρώτησεν αὐτούς, Τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπαν, ᾽Ιησοῦν τὸν Ναζωραῖον. 8 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, Εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι· εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄϕετε τούτους ὑπάγειν· 9 ἵνα πληρωϑῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν ὅτι Οἅς δέδωκάς μοι οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα. 10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν καὶ ἔπαισεν τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτάριον τὸ δεξιόν. ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. 11 εἶπεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς τῷ Πέτρῳ, Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν ϑήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέν μοι ὁ πατὴρ οὐ μὴ πίω αὐτό; 12 ῾Η οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ᾽Ιουδαίων συνέλαβον τὸν ᾽Ιησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτὸν 13 καὶ ἤγαγον πρὸς ῞Ανναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενϑερὸς τοῦ Καϊάϕα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου· 14 ἦν δὲ Καϊάϕας ὁ συμβουλεύσας τοῖς ᾽Ιουδαίοις ὅτι συμϕέρει ἕνα ἄνϑρωπον ἀποϑανεῖν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. 15 ᾽Ηκολούϑει δὲ τῷ ᾽Ιησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ἄλλος μαϑητής. ὁ δὲ μαϑητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλϑεν τῷ ᾽Ιησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, 16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ ϑύρᾳ ἔξω. ἐξῆλϑεν οὖν ὁ μαϑητὴς ὁ ἄλλος ὁ γνωστὸς τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἶπεν τῇ ϑυρωρῷ καὶ εἰσήγαγεν τὸν Πέτρον. 17 λέγει οὖν τῷ Πέτρῳ ἡ παιδίσκη ἡ ϑυρωρός, Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαϑητῶν εἶ τοῦ ἀνϑρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος, Οὐκ εἰμί. 18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνϑρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐϑερμαίνοντο· ἦν δὲ καὶ ὁ Πέτρος μετ∍ αὐτῶν ἑστὼς καὶ ϑερμαινόμενος. 19 ῾Ο οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησεν τὸν ᾽Ιησοῦν περὶ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. 20 ἀπεκρίϑη αὐτῷ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εγὼ παρρησίᾳ λελάληκα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντες οἱ ᾽Ιουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. 21 τί με ἐρωτᾷς; ἐρώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. 22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς παρεστηκὼς τῶν ὑπηρετῶν ἔδωκεν ῥάπισμα τῷ ᾽Ιησοῦ εἰπών, Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; 23 ἀπεκρίϑη αὐτῷ ᾽Ιησοῦς, Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; 24 ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ ῞Αννας δεδεμένον πρὸς Καϊάϕαν τὸν ἀρχιερέα. 25 ῏Ην δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ ϑερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ, Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ εἶ; ἠρνήσατο ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Οὐκ εἰμί. 26 λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψεν Πέτρος τὸ ὠτίον, Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ∍ αὐτοῦ; 27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο Πέτρος· καὶ εὐϑέως ἀλέκτωρ ἐϕώνησεν. 28 ῎Αγουσιν οὖν τὸν ᾽Ιησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάϕα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωί· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλϑον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανϑῶσιν ἀλλὰ ϕάγωσιν τὸ πάσχα. 29 ἐξῆλϑεν οὖν ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς αὐτοὺς καὶ ϕησίν, Τίνα κατηγορίαν ϕέρετε κατὰ τοῦ ἀνϑρώπου τούτου; 30 ἀπεκρίϑησαν καὶ εἶπαν αὐτῷ, Εἰ μὴ ἦν οὗτος κακὸν ποιῶν, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν. 31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον [οὖν] αὐτῷ οἱ ᾽Ιουδαῖοι, ῾Ημῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· 32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ ᾽Ιησοῦ πληρωϑῇ ὃν εἶπεν σημαίνων ποίῳ ϑανάτῳ ἤμελλεν ἀποϑνῄσκειν. 33 Εἰσῆλϑεν οὖν πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐϕώνησεν τὸν ᾽Ιησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ, Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων; 34 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, ᾽Απὸ σεαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι εἶπόν σοι περὶ ἐμοῦ; 35 ἀπεκρίϑη ὁ Πιλᾶτος, Μήτι ἐγὼ ᾽Ιουδαῖός εἰμι; τὸ ἔϑνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; 36 ἀπεκρίϑη ᾽Ιησοῦς, ῾Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο [ἄν], ἵνα μὴ παραδοϑῶ τοῖς ᾽Ιουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦϑεν. 37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίϑη ὁ ᾽Ιησοῦς, Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυϑα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληϑείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληϑείας ἀκούει μου τῆς ϕωνῆς. 38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, Τί ἐστιν ἀλήϑεια; Καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλϑεν πρὸς τοὺς ᾽Ιουδαίους, καὶ λέγει αὐτοῖς, ᾽Εγὼ οὐδεμίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. 39 ἔστιν δὲ συνήϑεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ἀπολύσω ὑμῖν ἐν τῷ πάσχα· βούλεσϑε οὖν ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν ᾽Ιουδαίων; 40 ἐκραύγασαν οὖν πάλιν λέγοντες, Μὴ τοῦτον ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 19
1 Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν ᾽Ιησοῦν καὶ ἐμαστίγωσεν. 2 καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέϕανον ἐξ ἀκανϑῶν ἐπέϑηκαν αὐτοῦ τῇ κεϕαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορϕυροῦν περιέβαλον αὐτόν, 3 καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον, Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων· καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα. 4 Καὶ ἐξῆλϑεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς, ῎Ιδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ. 5 ἐξῆλϑεν οὖν ὁ ᾽Ιησοῦς ἔξω, ϕορῶν τὸν ἀκάνϑινον στέϕανον καὶ τὸ πορϕυροῦν ἱμάτιον. καὶ λέγει αὐτοῖς, ᾽Ιδοὺ ὁ ἄνϑρωπος. 6 ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται ἐκραύγασαν λέγοντες, Σταύρωσον σταύρωσον. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε, ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. 7 ἀπεκρίϑησαν αὐτῷ οἱ ᾽Ιουδαῖοι, ῾Ημεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀϕείλει ἀποϑανεῖν, ὅτι υἱὸν ϑεοῦ ἑαυτὸν ἐποίησεν. 8 ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐϕοβήϑη, 9 καὶ εἰσῆλϑεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ ᾽Ιησοῦ, Πόϑεν εἶ σύ; ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. 10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, ᾽Εμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε; 11 ἀπεκρίϑη αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν κατ∍ ἐμοῦ οὐδεμίαν εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωϑεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει. 12 ἐκ τούτου ὁ Πιλᾶτος ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ ᾽Ιουδαῖοι ἐκραύγαζον λέγοντες, ᾽Εὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ ϕίλος τοῦ Καίσαρος· πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. 13 ῾Ο οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾽Ιησοῦν, καὶ ἐκάϑισεν ἐπὶ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιϑόστρωτον, ῾Εβραϊστὶ δὲ Γαββαϑα. 14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα ἦν ὡς ἕκτη. καὶ λέγει τοῖς ᾽Ιουδαίοις, ῎Ιδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. 15 ἐκραύγασαν οὖν ἐκεῖνοι, ῏Αρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίϑησαν οἱ ἀρχιερεῖς, Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. 16 τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωϑῇ. 17 Παρέλαβον οὖν τὸν ᾽Ιησοῦν· καὶ βαστάζων αὑτῷ τὸν σταυρὸν ἐξῆλϑεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου Τόπον, ὃ λέγεται ῾Εβραϊστὶ Γολγοϑᾶ, 18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ∍ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦϑεν καὶ ἐντεῦϑεν, μέσον δὲ τὸν ᾽Ιησοῦν. 19 ἔγραψεν δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔϑηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον, ᾽Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων. 20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ᾽Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν ὁ τόπος τῆς πόλεως ὅπου ἐσταυρώϑη ὁ ᾽Ιησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ῾Εβραϊστί, ῾Ρωμαϊστί, ῾Ελληνιστί. 21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν ᾽Ιουδαίων, Μὴ γράϕε, ῾Ο βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων, ἀλλ∍ ὅτι ἐκεῖνος εἶπεν, Βασιλεύς εἰμι τῶν ᾽Ιουδαίων. 22 ἀπεκρίϑη ὁ Πιλᾶτος, ῝Ο γέγραϕα, γέγραϕα. 23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν ᾽Ιησοῦν ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα. ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραϕος, ἐκ τῶν ἄνωϑεν ὑϕαντὸς δι∍ ὅλου. 24 εἶπαν οὖν πρὸς ἀλλήλους, Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραϕὴ πληρωϑῇ ἡ λέγουσα, Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. 25 εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾽Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελϕὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. 26 ᾽Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαϑητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί, Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. 27 εἶτα λέγει τῷ μαϑητῇ, ῎Ιδε ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ∍ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτὴν ὁ μαϑητὴς εἰς τὰ ἴδια. 28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾽Ιησοῦς ὅτι ἤδη πάντα τετέλεσται, ἵνα τελειωϑῇ ἡ γραϕή, λέγει, Διψῶ. 29 σκεῦος ἔκειτο ὄξους μεστόν· σπόγγον οὖν μεστὸν τοῦ ὄξουσὑσσώπῳ περιϑέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. 30 ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος [ὁ] ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεϕαλὴν παρέδωκεν τὸ πνεῦμα. 31 Οἱ οὖν ᾽Ιουδαῖοι, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου, ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη καὶ ἀρϑῶσιν. 32 ἦλϑον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωϑέντος αὐτῷ· 33 ἐπὶ δὲ τὸν ᾽Ιησοῦν ἐλϑόντες, ὡς εἶδον ἤδη αὐτὸν τεϑνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34 ἀλλ∍ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξεν, καὶ ἐξῆλϑεν εὐϑὺς αἷμα καὶ ὕδωρ. 35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκεν, καὶ ἀληϑινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, καὶ ἐκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληϑῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. 36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα ἵνα ἡ γραϕὴ πληρωϑῇ, ᾽Οστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. 37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραϕὴ λέγει, ῎Οψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. 38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον ᾽Ιωσὴϕ ὁ ἀπὸ ῾Αριμαϑαίας, ὢν μαϑητὴς τοῦ ᾽Ιησοῦ κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν ϕόβον τῶν ᾽Ιουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλϑεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ. 39 ἦλϑεν δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλϑὼν πρὸς αὐτὸν νυκτὸς τὸ πρῶτον, ϕέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. 40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ὀϑονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καϑὼς ἔϑος ἐστὶν τοῖς ᾽Ιουδαίοις ἐνταϕιάζειν. 41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώϑη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἦν τεϑειμένος· 42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ᾽Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔϑηκαν τὸν ᾽Ιησοῦν.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 20
1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίϑον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. 2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαϑητὴν ὃν ἐϕίλει ὁ ᾽Ιησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς, ῏Ηραν τὸν κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔϑηκαν αὐτόν. 3 ᾽Εξῆλϑεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαϑητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαϑητὴς προέδραμεν τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλϑεν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, 5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀϑόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλϑεν. 6 ἔρχεται οὖν καὶ Σίμων Πέτρος ἀκολουϑῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλϑεν εἰς τὸ μνημεῖον· καὶ ϑεωρεῖ τὰ ὀϑόνια κείμενα, 7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεϕαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀϑονίων κείμενον ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. 8 τότε οὖν εἰσῆλϑεν καὶ ὁ ἄλλος μαϑητὴς ὁ ἐλϑὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδεν καὶ ἐπίστευσεν· 9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραϕὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 10 ἀπῆλϑον οὖν πάλιν πρὸς αὑτοὺς οἱ μαϑηταί. 11 Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ ἔξω κλαίουσα. ὡς οὖν ἔκλαιεν παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, 12 καὶ ϑεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καϑεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεϕαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ. 13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς ὅτι ῏Ηραν τὸν κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔϑηκαν αὐτόν. 14 ταῦτα εἰποῦσα ἐστράϕη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ϑεωρεῖ τὸν ᾽Ιησοῦν ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ᾽Ιησοῦς ἐστιν. 15 λέγει αὐτῇ ᾽Ιησοῦς, Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστιν λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔϑηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ. 16 λέγει αὐτῇ ᾽Ιησοῦς, Μαρία. στραϕεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ ῾Εβραϊστί, Ραββουνι [ὃ λέγεται Διδάσκαλε]. 17 λέγει αὐτῇ ᾽Ιησοῦς, Μή μου ἅπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελϕούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, ᾽Αναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν καὶ ϑεόν μου καὶ ϑεὸν ὑμῶν. 18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγγέλλουσα τοῖς μαϑηταῖς ὅτι ῾Εώρακα τὸν κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ. 19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν ϑυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαϑηταὶ διὰ τὸν ϕόβον τῶν ᾽Ιουδαίων, ἦλϑεν ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. 20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῖς. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαϑηταὶ ἰδόντες τὸν κύριον. 21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς πάλιν, Εἰρήνη ὑμῖν· καϑὼς ἀπέσταλκέν με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεϕύσησεν καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε πνεῦμα ἅγιον· 23 ἄν τινων ἀϕῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀϕέωνται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται. 24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ∍ αὐτῶν ὅτε ἦλϑεν ᾽Ιησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαϑηταί, ῾Εωράκαμεν τὸν κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, ᾽Εὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω μου τὴν χεῖρα εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 26 Καὶ μεϑ∍ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαϑηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ∍ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾽Ιησοῦς τῶν ϑυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. 27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ ϕέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. 28 ἀπεκρίϑη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ῾Ο κύριός μου καὶ ὁ ϑεός μου. 29 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ῞Οτι ἑώρακάς με πεπίστευκας; μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. 30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαϑητῶν [αὐτοῦ], ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾽Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ ϑεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Εϖανγελιυμ - Κατὰ Ἰωάννην caput 21
1 Μετὰ ταῦτα ἐϕανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ ᾽Ιησοῦς τοῖς μαϑηταῖς ἐπὶ τῆς ϑαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐϕανέρωσεν δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος καὶ Ναϑαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαϑητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, ῾Υπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, ᾽Ερχόμεϑα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλϑον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωίας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ᾽Ιησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαϑηταὶ ὅτι ᾽Ιησοῦς ἐστιν. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς [ὁ] ᾽Ιησοῦς, Παιδία, μή τι προσϕάγιον ἔχετε; ἀπεκρίϑησαν αὐτῷ, Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυον ἀπὸ τοῦ πλήϑους τῶν ἰχϑύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαϑητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ ᾽Ιησοῦς τῷ Πέτρῳ, ῾Ο κύριός ἐστιν. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο, ἦν γὰρ γυμνός, καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ϑάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαϑηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλϑον, οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς ἀλλὰ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων, σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχϑύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν βλέπουσιν ἀνϑρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Ενέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσεν τὸ δίκτυον εἰς τὴν γῆν μεστὸν ἰχϑύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσϑη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαϑητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τίς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται ᾽Ιησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 τοῦτο ἤδη τρίτον ἐϕανερώϑη ᾽Ιησοῦς τοῖς μαϑηταῖς ἐγερϑεὶς ἐκ νεκρῶν. 15 ῞Οτε οὖν ἠρίστησαν λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ ᾽Ιησοῦς, Σίμων ᾽Ιωάννου, ἀγαπᾷς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναί, κύριε, σὺ οἶδας ὅτι ϕιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. 16 λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων ᾽Ιωάννου, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ, Ναί, κύριε, σὺ οἶδας ὅτι ϕιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. 17 λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων ᾽Ιωάννου, ϕιλεῖς με; ἐλυπήϑη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, Φιλεῖς με; καὶ λέγει αὐτῷ, Κύριε, πάντα σὺ οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι ϕιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. 18 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤϑελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει καὶ οἴσει ὅπου οὐ ϑέλεις. 19 τοῦτο δὲ εἶπεν σημαίνων ποίῳ ϑανάτῳ δοξάσει τὸν ϑεόν. καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ, ᾽Ακολούϑει μοι. 20 ᾽Επιστραϕεὶς ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαϑητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾽Ιησοῦς ἀκολουϑοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆϑος αὐτοῦ καὶ εἶπεν, Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; 21 τοῦτον οὖν ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾽Ιησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τί; 22 λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Εὰν αὐτὸν ϑέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σύ μοι ἀκολούϑει. 23 ἐξῆλϑεν οὖν οὗτος ὁ λόγος εἰς τοὺς ἀδελϕοὺς ὅτι ὁ μαϑητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποϑνῄσκει. οὐκ εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἀποϑνῄσκει, ἀλλ∍, ᾽Εὰν αὐτὸν ϑέλω μένειν ἕως ἔρχομαι[, τί πρὸς σέ]; 24 Οὗτός ἐστιν ὁ μαϑητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληϑὴς αὐτοῦ ἡ μαρτυρία ἐστίν. 25 ῎Εστιν δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ἃ ἐποίησεν ὁ ᾽Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράϕηται καϑ∍ ἕν, οὐδ∍ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραϕόμενα βιβλία. Εξπλιχιτ Εϖανγελιυμ σεχυνδυμ ϑοηαννεμ
Πραξεις Αποστολων
Πραξεις Αποστολων caput 1
1 τον μεν πρωτον λογον εποιησαμην περι παντων ω ϑεοϕιλε ων ηρξατο ο ιησους ποιειν τε και διδασκειν 2 αχρι ης ημερας εντειλαμενος τοις αποστολοις δια πνευματος αγιου ους εξελεξατο ανεληϕϑη 3 οις και παρεστησεν εαυτον ζωντα μετα το παϑειν αυτον εν πολλοις τεκμηριοις δι ημερων τεσσαρακοντα οπτανομενος αυτοις και λεγων τα περι της βασιλειας του ϑεου 4 και συναλιζομενος παρηγγειλεν αυτοις απο ιεροσολυμων μη χωριζεσϑαι αλλα περιμενειν την επαγγελιαν του πατρος ην ηκουσατε μου 5 οτι ιωαννης μεν εβαπτισεν υδατι υμεις δε βαπτισϑησεσϑε εν πνευματι αγιω ου μετα πολλας ταυτας ημερας 6 οι μεν ουν συνελϑοντες επηρωτων αυτον λεγοντες κυριε ει εν τω χρονω τουτω αποκαϑιστανεις την βασιλειαν τω ισραηλ 7 ειπεν δε προς αυτους ουχ υμων εστιν γνωναι χρονους η καιρους ους ο πατηρ εϑετο εν τη ιδια εξουσια 8 αλλα ληψεσϑε δυναμιν επελϑοντος του αγιου πνευματος εϕ υμας και εσεσϑε μοι μαρτυρες εν τε ιερουσαλημ και εν παση τη ιουδαια και σαμαρεια και εως εσχατου της γης 9 και ταυτα ειπων βλεποντων αυτων επηρϑη και νεϕελη υπελαβεν αυτον απο των οϕϑαλμων αυτων 10 και ως ατενιζοντες ησαν εις τον ουρανον πορευομενου αυτου και ιδου ανδρες δυο παρειστηκεισαν αυτοις εν εσϑητι λευκη 11 οι και ειπον ανδρες γαλιλαιοι τι εστηκατε εμβλεποντες εις τον ουρανον ουτος ο ιησους ο αναληϕϑεις αϕ υμων εις τον ουρανον ουτως ελευσεται ον τροπον εϑεασασϑε αυτον πορευομενον εις τον ουρανον 12 τοτε υπεστρεψαν εις ιερουσαλημ απο ορους του καλουμενου ελαιωνος ο εστιν εγγυς ιερουσαλημ σαββατου εχον οδον 13 και οτε εισηλϑον ανεβησαν εις το υπερωον ου ησαν καταμενοντες ο τε πετρος και ιακωβος και ιωαννης και ανδρεας ϕιλιππος και ϑωμας βαρϑολομαιος και ματϑαιος ιακωβος αλϕαιου και σιμων ο ζηλωτης και ιουδας ιακωβου 14 ουτοι παντες ησαν προσκαρτερουντες ομοϑυμαδον τη προσευχη και τη δεησει συν γυναιξιν και μαρια τη μητρι του ιησου και συν τοις αδελϕοις αυτου 15 και εν ταις ημεραις ταυταις αναστας πετρος εν μεσω των μαϑητων ειπεν ην τε οχλος ονοματων επι το αυτο ως εκατον εικοσιν 16 ανδρες αδελϕοι εδει πληρωϑηναι την γραϕην ταυτην ην προειπεν το πνευμα το αγιον δια στοματος δαβιδ περι ιουδα του γενομενου οδηγου τοις συλλαβουσιν τον ιησουν 17 οτι κατηριϑμημενος ην συν ημιν και ελαχεν τον κληρον της διακονιας ταυτης 18 ουτος μεν ουν εκτησατο χωριον εκ του μισϑου της αδικιας και πρηνης γενομενος ελακησεν μεσος και εξεχυϑη παντα τα σπλαγχνα αυτου 19 και γνωστον εγενετο πασιν τοις κατοικουσιν ιερουσαλημ ωστε κληϑηναι το χωριον εκεινο τη ιδια διαλεκτω αυτων ακελδαμα τουτεστιν χωριον αιματος 20 γεγραπται γαρ εν βιβλω ψαλμων γενηϑητω η επαυλις αυτου ερημος και μη εστω ο κατοικων εν αυτη και την επισκοπην αυτου λαβοι ετερος 21 δει ουν των συνελϑοντων ημιν ανδρων εν παντι χρονω εν ω εισηλϑεν και εξηλϑεν εϕ ημας ο κυριος ιησους 22 αρξαμενος απο του βαπτισματος ιωαννου εως της ημερας ης ανεληϕϑη αϕ ημων μαρτυρα της αναστασεως αυτου γενεσϑαι συν ημιν ενα τουτων 23 και εστησαν δυο ιωσηϕ τον καλουμενον βαρσαβαν ος επεκληϑη ιουστος και ματϑιαν 24 και προσευξαμενοι ειπον συ κυριε καρδιογνωστα παντων αναδειξον εκ τουτων των δυο ενα ον εξελεξω 25 λαβειν τον κληρον της διακονιας ταυτης και αποστολης εξ ης παρεβη ιουδας πορευϑηναι εις τον τοπον τον ιδιον 26 και εδωκαν κληρους αυτων και επεσεν ο κληρος επι ματϑιαν και συγκατεψηϕισϑη μετα των ενδεκα αποστολων
Πραξεις Αποστολων caput 2
1 και εν τω συμπληρουσϑαι την ημεραν της πεντηκοστης ησαν απαντες ομοϑυμαδον επι το αυτο 2 και εγενετο αϕνω εκ του ουρανου ηχος ωσπερ ϕερομενης πνοης βιαιας και επληρωσεν ολον τον οικον ου ησαν καϑημενοι 3 και ωϕϑησαν αυτοις διαμεριζομεναι γλωσσαι ωσει πυρος εκαϑισεν τε εϕ ενα εκαστον αυτων 4 και επλησϑησαν απαντες πνευματος αγιου και ηρξαντο λαλειν ετεραις γλωσσαις καϑως το πνευμα εδιδου αυτοις αποϕϑεγγεσϑαι 5 ησαν δε εν ιερουσαλημ κατοικουντες ιουδαιοι ανδρες ευλαβεις απο παντος εϑνους των υπο τον ουρανον 6 γενομενης δε της ϕωνης ταυτης συνηλϑεν το πληϑος και συνεχυϑη οτι ηκουον εις εκαστος τη ιδια διαλεκτω λαλουντων αυτων 7 εξισταντο δε παντες και εϑαυμαζον λεγοντες προς αλληλους ουκ ιδου παντες ουτοι εισιν οι λαλουντες γαλιλαιοι 8 και πως ημεις ακουομεν εκαστος τη ιδια διαλεκτω ημων εν η εγεννηϑημεν 9 παρϑοι και μηδοι και ελαμιται και οι κατοικουντες την μεσοποταμιαν ιουδαιαν τε και καππαδοκιαν ποντον και την ασιαν 10 ϕρυγιαν τε και παμϕυλιαν αιγυπτον και τα μερη της λιβυης της κατα κυρηνην και οι επιδημουντες ρωμαιοι ιουδαιοι τε και προσηλυτοι 11 κρητες και αραβες ακουομεν λαλουντων αυτων ταις ημετεραις γλωσσαις τα μεγαλεια του ϑεου 12 εξισταντο δε παντες και διηπορουν αλλος προς αλλον λεγοντες τι αν ϑελοι τουτο ειναι 13 ετεροι δε χλευαζοντες ελεγον οτι γλευκους μεμεστωμενοι εισιν 14 σταϑεις δε πετρος συν τοις ενδεκα επηρεν την ϕωνην αυτου και απεϕϑεγξατο αυτοις ανδρες ιουδαιοι και οι κατοικουντες ιερουσαλημ απαντες τουτο υμιν γνωστον εστω και ενωτισασϑε τα ρηματα μου 15 ου γαρ ως υμεις υπολαμβανετε ουτοι μεϑυουσιν εστιν γαρ ωρα τριτη της ημερας 16 αλλα τουτο εστιν το ειρημενον δια του προϕητου ιωηλ 17 και εσται εν ταις εσχαταις ημεραις λεγει ο ϑεος εκχεω απο του πνευματος μου επι πασαν σαρκα και προϕητευσουσιν οι υιοι υμων και αι ϑυγατερες υμων και οι νεανισκοι υμων ορασεις οψονται και οι πρεσβυτεροι υμων ενυπνια ενυπνιασϑησονται 18 και γε επι τους δουλους μου και επι τας δουλας μου εν ταις ημεραις εκειναις εκχεω απο του πνευματος μου και προϕητευσουσιν 19 και δωσω τερατα εν τω ουρανω ανω και σημεια επι της γης κατω αιμα και πυρ και ατμιδα καπνου 20 ο ηλιος μεταστραϕησεται εις σκοτος και η σεληνη εις αιμα πριν η ελϑειν την ημεραν κυριου την μεγαλην και επιϕανη 21 και εσται πας ος αν επικαλεσηται το ονομα κυριου σωϑησεται 22 ανδρες ισραηλιται ακουσατε τους λογους τουτους ιησουν τον ναζωραιον ανδρα απο του ϑεου αποδεδειγμενον εις υμας δυναμεσιν και τερασιν και σημειοις οις εποιησεν δι αυτου ο ϑεος εν μεσω υμων καϑως και αυτοι οιδατε 23 τουτον τη ωρισμενη βουλη και προγνωσει του ϑεου εκδοτον λαβοντες δια χειρων ανομων προσπηξαντες ανειλετε 24 ον ο ϑεος ανεστησεν λυσας τας ωδινας του ϑανατου καϑοτι ουκ ην δυνατον κρατεισϑαι αυτον υπ αυτου 25 δαβιδ γαρ λεγει εις αυτον προωρωμην τον κυριον ενωπιον μου δια παντος οτι εκ δεξιων μου εστιν ινα μη σαλευϑω 26 δια τουτο ευϕρανϑη η καρδια μου και ηγαλλιασατο η γλωσσα μου ετι δε και η σαρξ μου κατασκηνωσει επ ελπιδι 27 οτι ουκ εγκαταλειψεις την ψυχην μου εις αδου ουδε δωσεις τον οσιον σου ιδειν διαϕϑοραν 28 εγνωρισας μοι οδους ζωης πληρωσεις με ευϕροσυνης μετα του προσωπου σου 29 ανδρες αδελϕοι εξον ειπειν μετα παρρησιας προς υμας περι του πατριαρχου δαβιδ οτι και ετελευτησεν και εταϕη και το μνημα αυτου εστιν εν ημιν αχρι της ημερας ταυτης 30 προϕητης ουν υπαρχων και ειδως οτι ορκω ωμοσεν αυτω ο ϑεος εκ καρπου της οσϕυος αυτου το κατα σαρκα αναστησειν τον χριστον καϑισαι επι του ϑρονου αυτου 31 προιδων ελαλησεν περι της αναστασεως του χριστου οτι ου κατελειϕϑη η ψυχη αυτου εις αδου ουδε η σαρξ αυτου ειδεν διαϕϑοραν 32 τουτον τον ιησουν ανεστησεν ο ϑεος ου παντες ημεις εσμεν μαρτυρες 33 τη δεξια ουν του ϑεου υψωϑεις την τε επαγγελιαν του αγιου πνευματος λαβων παρα του πατρος εξεχεεν τουτο ο νυν υμεις βλεπετε και ακουετε 34 ου γαρ δαβιδ ανεβη εις τους ουρανους λεγει δε αυτος ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καϑου εκ δεξιων μου 35 εως αν ϑω τους εχϑρους σου υποποδιον των ποδων σου 36 ασϕαλως ουν γινωσκετω πας οικος ισραηλ οτι και κυριον και χριστον αυτον ο ϑεος εποιησεν τουτον τον ιησουν ον υμεις εσταυρωσατε 37 ακουσαντες δε κατενυγησαν τη καρδια ειπον τε προς τον πετρον και τους λοιπους αποστολους τι ποιησομεν ανδρες αδελϕοι 38 πετρος δε εϕη προς αυτους μετανοησατε και βαπτισϑητω εκαστος υμων επι τω ονοματι ιησου χριστου εις αϕεσιν αμαρτιων και ληψεσϑε την δωρεαν του αγιου πνευματος 39 υμιν γαρ εστιν η επαγγελια και τοις τεκνοις υμων και πασιν τοις εις μακραν οσους αν προσκαλεσηται κυριος ο ϑεος ημων 40 ετεροις τε λογοις πλειοσιν διεμαρτυρετο και παρεκαλει λεγων σωϑητε απο της γενεας της σκολιας ταυτης 41 οι μεν ουν ασμενως αποδεξαμενοι τον λογον αυτου εβαπτισϑησαν και προσετεϑησαν τη ημερα εκεινη ψυχαι ωσει τρισχιλιαι 42 ησαν δε προσκαρτερουντες τη διδαχη των αποστολων και τη κοινωνια και τη κλασει του αρτου και ταις προσευχαις 43 εγενετο δε παση ψυχη ϕοβος πολλα τε τερατα και σημεια δια των αποστολων εγινετο 44 παντες δε οι πιστευοντες ησαν επι το αυτο και ειχον απαντα κοινα 45 και τα κτηματα και τας υπαρξεις επιπρασκον και διεμεριζον αυτα πασιν καϑοτι αν τις χρειαν ειχεν 46 καϑ ημεραν τε προσκαρτερουντες ομοϑυμαδον εν τω ιερω κλωντες τε κατ οικον αρτον μετελαμβανον τροϕης εν αγαλλιασει και αϕελοτητι καρδιας 47 αινουντες τον ϑεον και εχοντες χαριν προς ολον τον λαον ο δε κυριος προσετιϑει τους σωζομενους καϑ ημεραν τη εκκλησια
Πραξεις Αποστολων caput 3
1 επι το αυτο δε πετρος και ιωαννης ανεβαινον εις το ιερον επι την ωραν της προσευχης την εννατην 2 και τις ανηρ χωλος εκ κοιλιας μητρος αυτου υπαρχων εβασταζετο ον ετιϑουν καϑ ημεραν προς την ϑυραν του ιερου την λεγομενην ωραιαν του αιτειν ελεημοσυνην παρα των εισπορευομενων εις το ιερον 3 ος ιδων πετρον και ιωαννην μελλοντας εισιεναι εις το ιερον ηρωτα ελεημοσυνην λαβειν 4 ατενισας δε πετρος εις αυτον συν τω ιωαννη ειπεν βλεψον εις ημας 5 ο δε επειχεν αυτοις προσδοκων τι παρ αυτων λαβειν 6 ειπεν δε πετρος αργυριον και χρυσιον ουχ υπαρχει μοι ο δε εχω τουτο σοι διδωμι εν τω ονοματι ιησου χριστου του ναζωραιου εγειραι και περιπατει 7 και πιασας αυτον της δεξιας χειρος ηγειρεν παραχρημα δε εστερεωϑησαν αυτου αι βασεις και τα σϕυρα 8 και εξαλλομενος εστη και περιεπατει και εισηλϑεν συν αυτοις εις το ιερον περιπατων και αλλομενος και αινων τον ϑεον 9 και ειδεν αυτον πας ο λαος περιπατουντα και αινουντα τον ϑεον 10 επεγινωσκον τε αυτον οτι ουτος ην ο προς την ελεημοσυνην καϑημενος επι τη ωραια πυλη του ιερου και επλησϑησαν ϑαμβους και εκστασεως επι τω συμβεβηκοτι αυτω 11 κρατουντος δε του ιαϑεντος χωλου τον πετρον και ιωαννην συνεδραμεν προς αυτους πας ο λαος επι τη στοα τη καλουμενη σολομωντος εκϑαμβοι 12 ιδων δε πετρος απεκρινατο προς τον λαον ανδρες ισραηλιται τι ϑαυμαζετε επι τουτω η ημιν τι ατενιζετε ως ιδια δυναμει η ευσεβεια πεποιηκοσιν του περιπατειν αυτον 13 ο ϑεος αβρααμ και ισαακ και ιακωβ ο ϑεος των πατερων ημων εδοξασεν τον παιδα αυτου ιησουν ον υμεις παρεδωκατε και ηρνησασϑε αυτον κατα προσωπον πιλατου κριναντος εκεινου απολυειν 14 υμεις δε τον αγιον και δικαιον ηρνησασϑε και ητησασϑε ανδρα ϕονεα χαρισϑηναι υμιν 15 τον δε αρχηγον της ζωης απεκτεινατε ον ο ϑεος ηγειρεν εκ νεκρων ου ημεις μαρτυρες εσμεν 16 και επι τη πιστει του ονοματος αυτου τουτον ον ϑεωρειτε και οιδατε εστερεωσεν το ονομα αυτου και η πιστις η δι αυτου εδωκεν αυτω την ολοκληριαν ταυτην απεναντι παντων υμων 17 και νυν αδελϕοι οιδα οτι κατα αγνοιαν επραξατε ωσπερ και οι αρχοντες υμων 18 ο δε ϑεος α προκατηγγειλεν δια στοματος παντων των προϕητων αυτου παϑειν τον χριστον επληρωσεν ουτως 19 μετανοησατε ουν και επιστρεψατε εις το εξαλειϕϑηναι υμων τας αμαρτιας οπως αν ελϑωσιν καιροι αναψυξεως απο προσωπου του κυριου 20 και αποστειλη τον προκεκηρυγμενον υμιν ιησουν χριστον 21 ον δει ουρανον μεν δεξασϑαι αχρι χρονων αποκαταστασεως παντων ων ελαλησεν ο ϑεος δια στοματος παντων αγιων αυτου προϕητων απ αιωνος 22 μωσης μεν γαρ προς τους πατερας ειπεν οτι προϕητην υμιν αναστησει κυριος ο ϑεος υμων εκ των αδελϕων υμων ως εμε αυτου ακουσεσϑε κατα παντα οσα αν λαληση προς υμας 23 εσται δε πασα ψυχη ητις αν μη ακουση του προϕητου εκεινου εξολοϑρευϑησεται εκ του λαου 24 και παντες δε οι προϕηται απο σαμουηλ και των καϑεξης οσοι ελαλησαν και προκατηγγειλαν τας ημερας ταυτας 25 υμεις εστε υιοι των προϕητων και της διαϑηκης ης διεϑετο ο ϑεος προς τους πατερας ημων λεγων προς αβρααμ και τω σπερματι σου ενευλογηϑησονται πασαι αι πατριαι της γης 26 υμιν πρωτον ο ϑεος αναστησας τον παιδα αυτου ιησουν απεστειλεν αυτον ευλογουντα υμας εν τω αποστρεϕειν εκαστον απο των πονηριων υμων
Πραξεις Αποστολων caput 4
1 λαλουντων δε αυτων προς τον λαον επεστησαν αυτοις οι ιερεις και ο στρατηγος του ιερου και οι σαδδουκαιοι 2 διαπονουμενοι δια το διδασκειν αυτους τον λαον και καταγγελλειν εν τω ιησου την αναστασιν την εκ νεκρων 3 και επεβαλον αυτοις τας χειρας και εϑεντο εις τηρησιν εις την αυριον ην γαρ εσπερα ηδη 4 πολλοι δε των ακουσαντων τον λογον επιστευσαν και εγενηϑη ο αριϑμος των ανδρων ωσει χιλιαδες πεντε 5 εγενετο δε επι την αυριον συναχϑηναι αυτων τους αρχοντας και πρεσβυτερους και γραμματεις εις ιερουσαλημ 6 και ανναν τον αρχιερεα και καιαϕαν και ιωαννην και αλεξανδρον και οσοι ησαν εκ γενους αρχιερατικου 7 και στησαντες αυτους εν τω μεσω επυνϑανοντο εν ποια δυναμει η εν ποιω ονοματι εποιησατε τουτο υμεις 8 τοτε πετρος πλησϑεις πνευματος αγιου ειπεν προς αυτους αρχοντες του λαου και πρεσβυτεροι του ισραηλ 9 ει ημεις σημερον ανακρινομεϑα επι ευεργεσια ανϑρωπου ασϑενους εν τινι ουτος σεσωσται 10 γνωστον εστω πασιν υμιν και παντι τω λαω ισραηλ οτι εν τω ονοματι ιησου χριστου του ναζωραιου ον υμεις εσταυρωσατε ον ο ϑεος ηγειρεν εκ νεκρων εν τουτω ουτος παρεστηκεν ενωπιον υμων υγιης 11 ουτος εστιν ο λιϑος ο εξουϑενηϑεις υϕ υμων των οικοδομουντων ο γενομενος εις κεϕαλην γωνιας 12 και ουκ εστιν εν αλλω ουδενι η σωτηρια ουτε γαρ ονομα εστιν ετερον υπο τον ουρανον το δεδομενον εν ανϑρωποις εν ω δει σωϑηναι ημας 13 ϑεωρουντες δε την του πετρου παρρησιαν και ιωαννου και καταλαβομενοι οτι ανϑρωποι αγραμματοι εισιν και ιδιωται εϑαυμαζον επεγινωσκον τε αυτους οτι συν τω ιησου ησαν 14 τον δε ανϑρωπον βλεποντες συν αυτοις εστωτα τον τεϑεραπευμενον ουδεν ειχον αντειπειν 15 κελευσαντες δε αυτους εξω του συνεδριου απελϑειν συνεβαλον προς αλληλους 16 λεγοντες τι ποιησομεν τοις ανϑρωποις τουτοις οτι μεν γαρ γνωστον σημειον γεγονεν δι αυτων πασιν τοις κατοικουσιν ιερουσαλημ ϕανερον και ου δυναμεϑα αρνησασϑαι 17 αλλ ινα μη επι πλειον διανεμηϑη εις τον λαον απειλη απειλησωμεϑα αυτοις μηκετι λαλειν επι τω ονοματι τουτω μηδενι ανϑρωπων 18 και καλεσαντες αυτους παρηγγειλαν αυτοις το καϑολου μη ϕϑεγγεσϑαι μηδε διδασκειν επι τω ονοματι του ιησου 19 ο δε πετρος και ιωαννης αποκριϑεντες προς αυτους ειπον ει δικαιον εστιν ενωπιον του ϑεου υμων ακουειν μαλλον η του ϑεου κρινατε 20 ου δυναμεϑα γαρ ημεις α ειδομεν και ηκουσαμεν μη λαλειν 21 οι δε προσαπειλησαμενοι απελυσαν αυτους μηδεν ευρισκοντες το πως κολασωνται αυτους δια τον λαον οτι παντες εδοξαζον τον ϑεον επι τω γεγονοτι 22 ετων γαρ ην πλειονων τεσσαρακοντα ο ανϑρωπος εϕ ον εγεγονει το σημειον τουτο της ιασεως 23 απολυϑεντες δε ηλϑον προς τους ιδιους και απηγγειλαν οσα προς αυτους οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι ειπον 24 οι δε ακουσαντες ομοϑυμαδον ηραν ϕωνην προς τον ϑεον και ειπον δεσποτα συ ο ϑεος ο ποιησας τον ουρανον και την γην και την ϑαλασσαν και παντα τα εν αυτοις 25 ο δια στοματος δαβιδ του παιδος σου ειπων ινατι εϕρυαξαν εϑνη και λαοι εμελετησαν κενα 26 παρεστησαν οι βασιλεις της γης και οι αρχοντες συνηχϑησαν επι το αυτο κατα του κυριου και κατα του χριστου αυτου 27 συνηχϑησαν γαρ επ αληϑειας επι τον αγιον παιδα σου ιησουν ον εχρισας ηρωδης τε και ποντιος πιλατος συν εϑνεσιν και λαοις ισραηλ 28 ποιησαι οσα η χειρ σου και η βουλη σου προωρισεν γενεσϑαι 29 και τα νυν κυριε επιδε επι τας απειλας αυτων και δος τοις δουλοις σου μετα παρρησιας πασης λαλειν τον λογον σου 30 εν τω την χειρα σου εκτεινειν σε εις ιασιν και σημεια και τερατα γινεσϑαι δια του ονοματος του αγιου παιδος σου ιησου 31 και δεηϑεντων αυτων εσαλευϑη ο τοπος εν ω ησαν συνηγμενοι και επλησϑησαν απαντες πνευματος αγιου και ελαλουν τον λογον του ϑεου μετα παρρησιας 32 του δε πληϑους των πιστευσαντων ην η καρδια και η ψυχη μια και ουδε εις τι των υπαρχοντων αυτω ελεγεν ιδιον ειναι αλλ ην αυτοις απαντα κοινα 33 και μεγαλη δυναμει απεδιδουν το μαρτυριον οι αποστολοι της αναστασεως του κυριου ιησου χαρις τε μεγαλη ην επι παντας αυτους 34 ουδε γαρ ενδεης τις υπηρχεν εν αυτοις οσοι γαρ κτητορες χωριων η οικιων υπηρχον πωλουντες εϕερον τας τιμας των πιπρασκομενων 35 και ετιϑουν παρα τους ποδας των αποστολων διεδιδοτο δε εκαστω καϑοτι αν τις χρειαν ειχεν 36 ιωσης δε ο επικληϑεις βαρναβας υπο των αποστολων ο εστιν μεϑερμηνευομενον υιος παρακλησεως λευιτης κυπριος τω γενει 37 υπαρχοντος αυτω αγρου πωλησας ηνεγκεν το χρημα και εϑηκεν παρα τους ποδας των αποστολων
Πραξεις Αποστολων caput 5
1 ανηρ δε τις ανανιας ονοματι συν σαπϕειρη τη γυναικι αυτου επωλησεν κτημα 2 και ενοσϕισατο απο της τιμης συνειδυιας και της γυναικος αυτου και ενεγκας μερος τι παρα τους ποδας των αποστολων εϑηκεν 3 ειπεν δε πετρος ανανια διατι επληρωσεν ο σατανας την καρδιαν σου ψευσασϑαι σε το πνευμα το αγιον και νοσϕισασϑαι απο της τιμης του χωριου 4 ουχι μενον σοι εμενεν και πραϑεν εν τη ση εξουσια υπηρχεν τι οτι εϑου εν τη καρδια σου το πραγμα τουτο ουκ εψευσω ανϑρωποις αλλα τω ϑεω 5 ακουων δε ανανιας τους λογους τουτους πεσων εξεψυξεν και εγενετο ϕοβος μεγας επι παντας τους ακουοντας ταυτα 6 ανασταντες δε οι νεωτεροι συνεστειλαν αυτον και εξενεγκαντες εϑαψαν 7 εγενετο δε ως ωρων τριων διαστημα και η γυνη αυτου μη ειδυια το γεγονος εισηλϑεν 8 απεκριϑη δε αυτη ο πετρος ειπε μοι ει τοσουτου το χωριον απεδοσϑε η δε ειπεν ναι τοσουτου 9 ο δε πετρος ειπεν προς αυτην τι οτι συνεϕωνηϑη υμιν πειρασαι το πνευμα κυριου ιδου οι ποδες των ϑαψαντων τον ανδρα σου επι τη ϑυρα και εξοισουσιν σε 10 επεσεν δε παραχρημα παρα τους ποδας αυτου και εξεψυξεν εισελϑοντες δε οι νεανισκοι ευρον αυτην νεκραν και εξενεγκαντες εϑαψαν προς τον ανδρα αυτης 11 και εγενετο ϕοβος μεγας εϕ ολην την εκκλησιαν και επι παντας τους ακουοντας ταυτα 12 δια δε των χειρων των αποστολων εγενετο σημεια και τερατα εν τω λαω πολλα και ησαν ομοϑυμαδον απαντες εν τη στοα σολομωντος 13 των δε λοιπων ουδεις ετολμα κολλασϑαι αυτοις αλλ εμεγαλυνεν αυτους ο λαος 14 μαλλον δε προσετιϑεντο πιστευοντες τω κυριω πληϑη ανδρων τε και γυναικων 15 ωστε κατα τας πλατειας εκϕερειν τους ασϑενεις και τιϑεναι επι κλινων και κραββατων ινα ερχομενου πετρου καν η σκια επισκιαση τινι αυτων 16 συνηρχετο δε και το πληϑος των περιξ πολεων εις ιερουσαλημ ϕεροντες ασϑενεις και οχλουμενους υπο πνευματων ακαϑαρτων οιτινες εϑεραπευοντο απαντες 17 αναστας δε ο αρχιερευς και παντες οι συν αυτω η ουσα αιρεσις των σαδδουκαιων επλησϑησαν ζηλου 18 και επεβαλον τας χειρας αυτων επι τους αποστολους και εϑεντο αυτους εν τηρησει δημοσια 19 αγγελος δε κυριου δια της νυκτος ηνοιξεν τας ϑυρας της ϕυλακης εξαγαγων τε αυτους ειπεν 20 πορευεσϑε και σταϑεντες λαλειτε εν τω ιερω τω λαω παντα τα ρηματα της ζωης ταυτης 21 ακουσαντες δε εισηλϑον υπο τον ορϑρον εις το ιερον και εδιδασκον παραγενομενος δε ο αρχιερευς και οι συν αυτω συνεκαλεσαν το συνεδριον και πασαν την γερουσιαν των υιων ισραηλ και απεστειλαν εις το δεσμωτηριον αχϑηναι αυτους 22 οι δε υπηρεται παραγενομενοι ουχ ευρον αυτους εν τη ϕυλακη αναστρεψαντες δε απηγγειλαν 23 λεγοντες οτι το μεν δεσμωτηριον ευρομεν κεκλεισμενον εν παση ασϕαλεια και τους ϕυλακας εξω εστωτας προ των ϑυρων ανοιξαντες δε εσω ουδενα ευρομεν 24 ως δε ηκουσαν τους λογους τουτους ο τε ιερευς και ο στρατηγος του ιερου και οι αρχιερεις διηπορουν περι αυτων τι αν γενοιτο τουτο 25 παραγενομενος δε τις απηγγειλεν αυτοις λεγων οτι ιδου οι ανδρες ους εϑεσϑε εν τη ϕυλακη εισιν εν τω ιερω εστωτες και διδασκοντες τον λαον 26 τοτε απελϑων ο στρατηγος συν τοις υπηρεταις ηγαγεν αυτους ου μετα βιας εϕοβουντο γαρ τον λαον ινα μη λιϑασϑωσιν 27 αγαγοντες δε αυτους εστησαν εν τω συνεδριω και επηρωτησεν αυτους ο αρχιερευς 28 λεγων ου παραγγελια παρηγγειλαμεν υμιν μη διδασκειν επι τω ονοματι τουτω και ιδου πεπληρωκατε την ιερουσαλημ της διδαχης υμων και βουλεσϑε επαγαγειν εϕ ημας το αιμα του ανϑρωπου τουτου 29 αποκριϑεις δε ο πετρος και οι αποστολοι ειπον πειϑαρχειν δει ϑεω μαλλον η ανϑρωποις 30 ο ϑεος των πατερων ημων ηγειρεν ιησουν ον υμεις διεχειρισασϑε κρεμασαντες επι ξυλου 31 τουτον ο ϑεος αρχηγον και σωτηρα υψωσεν τη δεξια αυτου δουναι μετανοιαν τω ισραηλ και αϕεσιν αμαρτιων 32 και ημεις εσμεν αυτου μαρτυρες των ρηματων τουτων και το πνευμα δε το αγιον ο εδωκεν ο ϑεος τοις πειϑαρχουσιν αυτω 33 οι δε ακουσαντες διεπριοντο και εβουλευοντο ανελειν αυτους 34 αναστας δε τις εν τω συνεδριω ϕαρισαιος ονοματι γαμαλιηλ νομοδιδασκαλος τιμιος παντι τω λαω εκελευσεν εξω βραχυ τι τους αποστολους ποιησαι 35 ειπεν τε προς αυτους ανδρες ισραηλιται προσεχετε εαυτοις επι τοις ανϑρωποις τουτοις τι μελλετε πρασσειν 36 προ γαρ τουτων των ημερων ανεστη ϑευδας λεγων ειναι τινα εαυτον ω προσεκολληϑη αριϑμος ανδρων ωσει τετρακοσιων ος ανηρεϑη και παντες οσοι επειϑοντο αυτω διελυϑησαν και εγενοντο εις ουδεν 37 μετα τουτον ανεστη ιουδας ο γαλιλαιος εν ταις ημεραις της απογραϕης και απεστησεν λαον ικανον οπισω αυτου κακεινος απωλετο και παντες οσοι επειϑοντο αυτω διεσκορπισϑησαν 38 και τα νυν λεγω υμιν αποστητε απο των ανϑρωπων τουτων και εασατε αυτους οτι εαν η εξ ανϑρωπων η βουλη αυτη η το εργον τουτο καταλυϑησεται 39 ει δε εκ ϑεου εστιν ου δυνασϑε καταλυσαι αυτο μηποτε και ϑεομαχοι ευρεϑητε 40 επεισϑησαν δε αυτω και προσκαλεσαμενοι τους αποστολους δειραντες παρηγγειλαν μη λαλειν επι τω ονοματι του ιησου και απελυσαν αυτους 41 οι μεν ουν επορευοντο χαιροντες απο προσωπου του συνεδριου οτι υπερ του ονοματος αυτου κατηξιωϑησαν ατιμασϑηναι 42 πασαν τε ημεραν εν τω ιερω και κατ οικον ουκ επαυοντο διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι ιησουν τον χριστον
Πραξεις Αποστολων caput 6
1 εν δε ταις ημεραις ταυταις πληϑυνοντων των μαϑητων εγενετο γογγυσμος των ελληνιστων προς τους εβραιους οτι παρεϑεωρουντο εν τη διακονια τη καϑημερινη αι χηραι αυτων 2 προσκαλεσαμενοι δε οι δωδεκα το πληϑος των μαϑητων ειπον ουκ αρεστον εστιν ημας καταλειψαντας τον λογον του ϑεου διακονειν τραπεζαις 3 επισκεψασϑε ουν αδελϕοι ανδρας εξ υμων μαρτυρουμενους επτα πληρεις πνευματος αγιου και σοϕιας ους καταστησομεν επι της χρειας ταυτης 4 ημεις δε τη προσευχη και τη διακονια του λογου προσκαρτερησομεν 5 και ηρεσεν ο λογος ενωπιον παντος του πληϑους και εξελεξαντο στεϕανον ανδρα πληρη πιστεως και πνευματος αγιου και ϕιλιππον και προχορον και νικανορα και τιμωνα και παρμεναν και νικολαον προσηλυτον αντιοχεα 6 ους εστησαν ενωπιον των αποστολων και προσευξαμενοι επεϑηκαν αυτοις τας χειρας 7 και ο λογος του ϑεου ηυξανεν και επληϑυνετο ο αριϑμος των μαϑητων εν ιερουσαλημ σϕοδρα πολυς τε οχλος των ιερεων υπηκουον τη πιστει 8 στεϕανος δε πληρης πιστεως και δυναμεως εποιει τερατα και σημεια μεγαλα εν τω λαω 9 ανεστησαν δε τινες των εκ της συναγωγης της λεγομενης λιβερτινων και κυρηναιων και αλεξανδρεων και των απο κιλικιας και ασιας συζητουντες τω στεϕανω 10 και ουκ ισχυον αντιστηναι τη σοϕια και τω πνευματι ω ελαλει 11 τοτε υπεβαλον ανδρας λεγοντας οτι ακηκοαμεν αυτου λαλουντος ρηματα βλασϕημα εις μωσην και τον ϑεον 12 συνεκινησαν τε τον λαον και τους πρεσβυτερους και τους γραμματεις και επισταντες συνηρπασαν αυτον και ηγαγον εις το συνεδριον 13 εστησαν τε μαρτυρας ψευδεις λεγοντας ο ανϑρωπος ουτος ου παυεται ρηματα βλασϕημα λαλων κατα του τοπου του αγιου τουτου και του νομου 14 ακηκοαμεν γαρ αυτου λεγοντος οτι ιησους ο ναζωραιος ουτος καταλυσει τον τοπον τουτον και αλλαξει τα εϑη α παρεδωκεν ημιν μωυσης 15 και ατενισαντες εις αυτον απαντες οι καϑεζομενοι εν τω συνεδριω ειδον το προσωπον αυτου ωσει προσωπον αγγελου
Πραξεις Αποστολων caput 7
1 ειπεν δε ο αρχιερευς ει αρα ταυτα ουτως εχει 2 ο δε εϕη ανδρες αδελϕοι και πατερες ακουσατε ο ϑεος της δοξης ωϕϑη τω πατρι ημων αβρααμ οντι εν τη μεσοποταμια πριν η κατοικησαι αυτον εν χαρραν 3 και ειπεν προς αυτον εξελϑε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου και δευρο εις γην ην αν σοι δειξω 4 τοτε εξελϑων εκ γης χαλδαιων κατωκησεν εν χαρραν κακειϑεν μετα το αποϑανειν τον πατερα αυτου μετωκισεν αυτον εις την γην ταυτην εις ην υμεις νυν κατοικειτε 5 και ουκ εδωκεν αυτω κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος και επηγγειλατο αυτω δουναι εις κατασχεσιν αυτην και τω σπερματι αυτου μετ αυτον ουκ οντος αυτω τεκνου 6 ελαλησεν δε ουτως ο ϑεος οτι εσται το σπερμα αυτου παροικον εν γη αλλοτρια και δουλωσουσιν αυτο και κακωσουσιν ετη τετρακοσια 7 και το εϑνος ω εαν δουλευσωσιν κρινω εγω ειπεν ο ϑεος και μετα ταυτα εξελευσονται και λατρευσουσιν μοι εν τω τοπω τουτω 8 και εδωκεν αυτω διαϑηκην περιτομης και ουτως εγεννησεν τον ισαακ και περιετεμεν αυτον τη ημερα τη ογδοη και ο ισαακ τον ιακωβ και ο ιακωβ τους δωδεκα πατριαρχας 9 και οι πατριαρχαι ζηλωσαντες τον ιωσηϕ απεδοντο εις αιγυπτον και ην ο ϑεος μετ αυτου 10 και εξειλετο αυτον εκ πασων των ϑλιψεων αυτου και εδωκεν αυτω χαριν και σοϕιαν εναντιον ϕαραω βασιλεως αιγυπτου και κατεστησεν αυτον ηγουμενον επ αιγυπτον και ολον τον οικον αυτου 11 ηλϑεν δε λιμος εϕ ολην την γην αιγυπτου και χανααν και ϑλιψις μεγαλη και ουχ ευρισκον χορτασματα οι πατερες ημων 12 ακουσας δε ιακωβ οντα σιτα εν αιγυπτω εξαπεστειλεν τους πατερας ημων πρωτον 13 και εν τω δευτερω ανεγνωρισϑη ιωσηϕ τοις αδελϕοις αυτου και ϕανερον εγενετο τω ϕαραω το γενος του ιωσηϕ 14 αποστειλας δε ιωσηϕ μετεκαλεσατο τον πατερα αυτου ιακωβ και πασαν την συγγενειαν αυτου εν ψυχαις εβδομηκοντα πεντε 15 κατεβη δε ιακωβ εις αιγυπτον και ετελευτησεν αυτος και οι πατερες ημων 16 και μετετεϑησαν εις συχεμ και ετεϑησαν εν τω μνηματι ο ωνησατο αβρααμ τιμης αργυριου παρα των υιων εμμορ του συχεμ 17 καϑως δε ηγγιζεν ο χρονος της επαγγελιας ης ωμοσεν ο ϑεος τω αβρααμ ηυξησεν ο λαος και επληϑυνϑη εν αιγυπτω 18 αχρις ου ανεστη βασιλευς ετερος ος ουκ ηδει τον ιωσηϕ 19 ουτος κατασοϕισαμενος το γενος ημων εκακωσεν τους πατερας ημων του ποιειν εκϑετα τα βρεϕη αυτων εις το μη ζωογονεισϑαι 20 εν ω καιρω εγεννηϑη μωσης και ην αστειος τω ϑεω ος ανετραϕη μηνας τρεις εν τω οικω του πατρος αυτου 21 εκτεϑεντα δε αυτον ανειλετο αυτον η ϑυγατηρ ϕαραω και ανεϑρεψατο αυτον εαυτη εις υιον 22 και επαιδευϑη μωσης παση σοϕια αιγυπτιων ην δε δυνατος εν λογοις και εν εργοις 23 ως δε επληρουτο αυτω τεσσαρακονταετης χρονος ανεβη επι την καρδιαν αυτου επισκεψασϑαι τους αδελϕους αυτου τους υιους ισραηλ 24 και ιδων τινα αδικουμενον ημυνατο και εποιησεν εκδικησιν τω καταπονουμενω παταξας τον αιγυπτιον 25 ενομιζεν δε συνιεναι τους αδελϕους αυτου οτι ο ϑεος δια χειρος αυτου διδωσιν αυτοις σωτηριαν οι δε ου συνηκαν 26 τη τε επιουση ημερα ωϕϑη αυτοις μαχομενοις και συνηλασεν αυτους εις ειρηνην ειπων ανδρες αδελϕοι εστε υμεις ινατι αδικειτε αλληλους 27 ο δε αδικων τον πλησιον απωσατο αυτον ειπων τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εϕ ημας 28 μη ανελειν με συ ϑελεις ον τροπον ανειλες χϑες τον αιγυπτιον 29 εϕυγεν δε μωσης εν τω λογω τουτω και εγενετο παροικος εν γη μαδιαμ ου εγεννησεν υιους δυο 30 και πληρωϑεντων ετων τεσσαρακοντα ωϕϑη αυτω εν τη ερημω του ορους σινα αγγελος κυριου εν ϕλογι πυρος βατου 31 ο δε μωσης ιδων εϑαυμασεν το οραμα προσερχομενου δε αυτου κατανοησαι εγενετο ϕωνη κυριου προς αυτον 32 εγω ο ϑεος των πατερων σου ο ϑεος αβρααμ και ο ϑεος ισαακ και ο ϑεος ιακωβ εντρομος δε γενομενος μωσης ουκ ετολμα κατανοησαι 33 ειπεν δε αυτω ο κυριος λυσον το υποδημα των ποδων σου ο γαρ τοπος εν ω εστηκας γη αγια εστιν 34 ιδων ειδον την κακωσιν του λαου μου του εν αιγυπτω και του στεναγμου αυτων ηκουσα και κατεβην εξελεσϑαι αυτους και νυν δευρο αποστελω σε εις αιγυπτον 35 τουτον τον μωυσην ον ηρνησαντο ειποντες τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην τουτον ο ϑεος αρχοντα και λυτρωτην απεστειλεν εν χειρι αγγελου του οϕϑεντος αυτω εν τη βατω 36 ουτος εξηγαγεν αυτους ποιησας τερατα και σημεια εν γη αιγυπτου και εν ερυϑρα ϑαλασση και εν τη ερημω ετη τεσσαρακοντα 37 ουτος εστιν ο μωυσης ο ειπων τοις υιοις ισραηλ προϕητην υμιν αναστησει κυριος ο ϑεος υμων εκ των αδελϕων υμων ως εμε αυτου ακουσεσϑε 38 ουτος εστιν ο γενομενος εν τη εκκλησια εν τη ερημω μετα του αγγελου του λαλουντος αυτω εν τω ορει σινα και των πατερων ημων ος εδεξατο λογια ζωντα δουναι ημιν 39 ω ουκ ηϑελησαν υπηκοοι γενεσϑαι οι πατερες ημων αλλ απωσαντο και εστραϕησαν ταις καρδιαις αυτων εις αιγυπτον 40 ειποντες τω ααρων ποιησον ημιν ϑεους οι προπορευσονται ημων ο γαρ μωσης ουτος ος εξηγαγεν ημας εκ γης αιγυπτου ουκ οιδαμεν τι γεγονεν αυτω 41 και εμοσχοποιησαν εν ταις ημεραις εκειναις και ανηγαγον ϑυσιαν τω ειδωλω και ευϕραινοντο εν τοις εργοις των χειρων αυτων 42 εστρεψεν δε ο ϑεος και παρεδωκεν αυτους λατρευειν τη στρατια του ουρανου καϑως γεγραπται εν βιβλω των προϕητων μη σϕαγια και ϑυσιας προσηνεγκατε μοι ετη τεσσαρακοντα εν τη ερημω οικος ισραηλ 43 και ανελαβετε την σκηνην του μολοχ και το αστρον του ϑεου υμων ρεμϕαν τους τυπους ους εποιησατε προσκυνειν αυτοις και μετοικιω υμας επεκεινα βαβυλωνος 44 η σκηνη του μαρτυριου ην εν τοις πατρασιν ημων εν τη ερημω καϑως διεταξατο ο λαλων τω μωση ποιησαι αυτην κατα τον τυπον ον εωρακει 45 ην και εισηγαγον διαδεξαμενοι οι πατερες ημων μετα ιησου εν τη κατασχεσει των εϑνων ων εξωσεν ο ϑεος απο προσωπου των πατερων ημων εως των ημερων δαβιδ 46 ος ευρεν χαριν ενωπιον του ϑεου και ητησατο ευρειν σκηνωμα τω ϑεω ιακωβ 47 σολομων δε ωκοδομησεν αυτω οικον 48 αλλ ουχ ο υψιστος εν χειροποιητοις ναοις κατοικει καϑως ο προϕητης λεγει 49 ο ουρανος μοι ϑρονος η δε γη υποποδιον των ποδων μου ποιον οικον οικοδομησετε μοι λεγει κυριος η τις τοπος της καταπαυσεως μου 50 ουχι η χειρ μου εποιησεν ταυτα παντα 51 σκληροτραχηλοι και απεριτμητοι τη καρδια και τοις ωσιν υμεις αει τω πνευματι τω αγιω αντιπιπτετε ως οι πατερες υμων και υμεις 52 τινα των προϕητων ουκ εδιωξαν οι πατερες υμων και απεκτειναν τους προκαταγγειλαντας περι της ελευσεως του δικαιου ου νυν υμεις προδοται και ϕονεις γεγενησϑε 53 οιτινες ελαβετε τον νομον εις διαταγας αγγελων και ουκ εϕυλαξατε 54 ακουοντες δε ταυτα διεπριοντο ταις καρδιαις αυτων και εβρυχον τους οδοντας επ αυτον 55 υπαρχων δε πληρης πνευματος αγιου ατενισας εις τον ουρανον ειδεν δοξαν ϑεου και ιησουν εστωτα εκ δεξιων του ϑεου 56 και ειπεν ιδου ϑεωρω τους ουρανους ανεωγμενους και τον υιον του ανϑρωπου εκ δεξιων εστωτα του ϑεου 57 κραξαντες δε ϕωνη μεγαλη συνεσχον τα ωτα αυτων και ωρμησαν ομοϑυμαδον επ αυτον 58 και εκβαλοντες εξω της πολεως ελιϑοβολουν και οι μαρτυρες απεϑεντο τα ιματια αυτων παρα τους ποδας νεανιου καλουμενου σαυλου 59 και ελιϑοβολουν τον στεϕανον επικαλουμενον και λεγοντα κυριε ιησου δεξαι το πνευμα μου 60 ϑεις δε τα γονατα εκραξεν ϕωνη μεγαλη κυριε μη στησης αυτοις την αμαρτιαν ταυτην και τουτο ειπων εκοιμηϑη
Πραξεις Αποστολων caput 8
1 σαυλος δε ην συνευδοκων τη αναιρεσει αυτου εγενετο δε εν εκεινη τη ημερα διωγμος μεγας επι την εκκλησιαν την εν ιεροσολυμοις παντες τε διεσπαρησαν κατα τας χωρας της ιουδαιας και σαμαρειας πλην των αποστολων 2 συνεκομισαν δε τον στεϕανον ανδρες ευλαβεις και εποιησαντο κοπετον μεγαν επ αυτω 3 σαυλος δε ελυμαινετο την εκκλησιαν κατα τους οικους εισπορευομενος συρων τε ανδρας και γυναικας παρεδιδου εις ϕυλακην 4 οι μεν ουν διασπαρεντες διηλϑον ευαγγελιζομενοι τον λογον 5 ϕιλιππος δε κατελϑων εις πολιν της σαμαρειας εκηρυσσεν αυτοις τον χριστον 6 προσειχον τε οι οχλοι τοις λεγομενοις υπο του ϕιλιππου ομοϑυμαδον εν τω ακουειν αυτους και βλεπειν τα σημεια α εποιει 7 πολλων γαρ των εχοντων πνευματα ακαϑαρτα βοωντα μεγαλη ϕωνη εξηρχετο πολλοι δε παραλελυμενοι και χωλοι εϑεραπευϑησαν 8 και εγενετο χαρα μεγαλη εν τη πολει εκεινη 9 ανηρ δε τις ονοματι σιμων προυπηρχεν εν τη πολει μαγευων και εξιστων το εϑνος της σαμαρειας λεγων ειναι τινα εαυτον μεγαν 10 ω προσειχον παντες απο μικρου εως μεγαλου λεγοντες ουτος εστιν η δυναμις του ϑεου η μεγαλη 11 προσειχον δε αυτω δια το ικανω χρονω ταις μαγειαις εξεστακεναι αυτους 12 οτε δε επιστευσαν τω ϕιλιππω ευαγγελιζομενω τα περι της βασιλειας του ϑεου και του ονοματος του ιησου χριστου εβαπτιζοντο ανδρες τε και γυναικες 13 ο δε σιμων και αυτος επιστευσεν και βαπτισϑεις ην προσκαρτερων τω ϕιλιππω ϑεωρων τε σημεια και δυναμεις μεγαλας γινομενας εξιστατο 14 ακουσαντες δε οι εν ιεροσολυμοις αποστολοι οτι δεδεκται η σαμαρεια τον λογον του ϑεου απεστειλαν προς αυτους τον πετρον και ιωαννην 15 οιτινες καταβαντες προσηυξαντο περι αυτων οπως λαβωσιν πνευμα αγιον 16 ουπω γαρ ην επ ουδενι αυτων επιπεπτωκος μονον δε βεβαπτισμενοι υπηρχον εις το ονομα του κυριου ιησου 17 τοτε επετιϑουν τας χειρας επ αυτους και ελαμβανον πνευμα αγιον 18 ϑεασαμενος δε ο σιμων οτι δια της επιϑεσεως των χειρων των αποστολων διδοται το πνευμα το αγιον προσηνεγκεν αυτοις χρηματα 19 λεγων δοτε καμοι την εξουσιαν ταυτην ινα ω αν επιϑω τας χειρας λαμβανη πνευμα αγιον 20 πετρος δε ειπεν προς αυτον το αργυριον σου συν σοι ειη εις απωλειαν οτι την δωρεαν του ϑεου ενομισας δια χρηματων κτασϑαι 21 ουκ εστιν σοι μερις ουδε κληρος εν τω λογω τουτω η γαρ καρδια σου ουκ εστιν ευϑεια ενωπιον του ϑεου 22 μετανοησον ουν απο της κακιας σου ταυτης και δεηϑητι του ϑεου ει αρα αϕεϑησεται σοι η επινοια της καρδιας σου 23 εις γαρ χολην πικριας και συνδεσμον αδικιας ορω σε οντα 24 αποκριϑεις δε ο σιμων ειπεν δεηϑητε υμεις υπερ εμου προς τον κυριον οπως μηδεν επελϑη επ εμε ων ειρηκατε 25 οι μεν ουν διαμαρτυραμενοι και λαλησαντες τον λογον του κυριου υπεστρεψαν εις ιερουσαλημ πολλας τε κωμας των σαμαρειτων ευηγγελισαντο 26 αγγελος δε κυριου ελαλησεν προς ϕιλιππον λεγων αναστηϑι και πορευου κατα μεσημβριαν επι την οδον την καταβαινουσαν απο ιερουσαλημ εις γαζαν αυτη εστιν ερημος 27 και αναστας επορευϑη και ιδου ανηρ αιϑιοψ ευνουχος δυναστης κανδακης της βασιλισσης αιϑιοπων ος ην επι πασης της γαζης αυτης ος εληλυϑει προσκυνησων εις ιερουσαλημ 28 ην τε υποστρεϕων και καϑημενος επι του αρματος αυτου και ανεγινωσκεν τον προϕητην ησαιαν 29 ειπεν δε το πνευμα τω ϕιλιππω προσελϑε και κολληϑητι τω αρματι τουτω 30 προσδραμων δε ο ϕιλιππος ηκουσεν αυτου αναγινωσκοντος τον προϕητην ησαιαν και ειπεν αρα γε γινωσκεις α αναγινωσκεις 31 ο δε ειπεν πως γαρ αν δυναιμην εαν μη τις οδηγηση με παρεκαλεσεν τε τον ϕιλιππον αναβαντα καϑισαι συν αυτω 32 η δε περιοχη της γραϕης ην ανεγινωσκεν ην αυτη ως προβατον επι σϕαγην ηχϑη και ως αμνος εναντιον του κειροντος αυτον αϕωνος ουτως ουκ ανοιγει το στομα αυτου 33 εν τη ταπεινωσει αυτου η κρισις αυτου ηρϑη την δε γενεαν αυτου τις διηγησεται οτι αιρεται απο της γης η ζωη αυτου 34 αποκριϑεις δε ο ευνουχος τω ϕιλιππω ειπεν δεομαι σου περι τινος ο προϕητης λεγει τουτο περι εαυτου η περι ετερου τινος 35 ανοιξας δε ο ϕιλιππος το στομα αυτου και αρξαμενος απο της γραϕης ταυτης ευηγγελισατο αυτω τον ιησουν 36 ως δε επορευοντο κατα την οδον ηλϑον επι τι υδωρ και ϕησιν ο ευνουχος ιδου υδωρ τι κωλυει με βαπτισϑηναι 37 ειπεν δε ο ϕιλιππος ει πιστευεις εξ ολης της καρδιας εξεστιν αποκριϑεις δε ειπεν πιστευω τον υιον του ϑεου ειναι τον ιησουν χριστον 38 και εκελευσεν στηναι το αρμα και κατεβησαν αμϕοτεροι εις το υδωρ ο τε ϕιλιππος και ο ευνουχος και εβαπτισεν αυτον 39 οτε δε ανεβησαν εκ του υδατος πνευμα κυριου ηρπασεν τον ϕιλιππον και ουκ ειδεν αυτον ουκετι ο ευνουχος επορευετο γαρ την οδον αυτου χαιρων 40 ϕιλιππος δε ευρεϑη εις αζωτον και διερχομενος ευηγγελιζετο τας πολεις πασας εως του ελϑειν αυτον εις καισαρειαν
Πραξεις Αποστολων caput 9
1 ο δε σαυλος ετι εμπνεων απειλης και ϕονου εις τους μαϑητας του κυριου προσελϑων τω αρχιερει 2 ητησατο παρ αυτου επιστολας εις δαμασκον προς τας συναγωγας οπως εαν τινας ευρη της οδου οντας ανδρας τε και γυναικας δεδεμενους αγαγη εις ιερουσαλημ 3 εν δε τω πορευεσϑαι εγενετο αυτον εγγιζειν τη δαμασκω και εξαιϕνης περιηστραψεν αυτον ϕως απο του ουρανου 4 και πεσων επι την γην ηκουσεν ϕωνην λεγουσαν αυτω σαουλ σαουλ τι με διωκεις 5 ειπεν δε τις ει κυριε ο δε κυριος ειπεν εγω ειμι ιησους ον συ διωκεις σκληρον σοι προς κεντρα λακτιζειν 6 τρεμων τε και ϑαμβων ειπεν κυριε τι με ϑελεις ποιησαι και ο κυριος προς αυτον αναστηϑι και εισελϑε εις την πολιν και λαληϑησεται σοι τι σε δει ποιειν 7 οι δε ανδρες οι συνοδευοντες αυτω ειστηκεισαν εννεοι ακουοντες μεν της ϕωνης μηδενα δε ϑεωρουντες 8 ηγερϑη δε ο σαυλος απο της γης ανεωγμενων δε των οϕϑαλμων αυτου ουδενα εβλεπεν χειραγωγουντες δε αυτον εισηγαγον εις δαμασκον 9 και ην ημερας τρεις μη βλεπων και ουκ εϕαγεν ουδε επιεν 10 ην δε τις μαϑητης εν δαμασκω ονοματι ανανιας και ειπεν προς αυτον ο κυριος εν οραματι ανανια ο δε ειπεν ιδου εγω κυριε 11 ο δε κυριος προς αυτον αναστας πορευϑητι επι την ρυμην την καλουμενην ευϑειαν και ζητησον εν οικια ιουδα σαυλον ονοματι ταρσεα ιδου γαρ προσευχεται 12 και ειδεν εν οραματι ανδρα ονοματι ανανιαν εισελϑοντα και επιϑεντα αυτω χειρα οπως αναβλεψη 13 απεκριϑη δε ο ανανιας κυριε ακηκοα απο πολλων περι του ανδρος τουτου οσα κακα εποιησεν τοις αγιοις σου εν ιερουσαλημ 14 και ωδε εχει εξουσιαν παρα των αρχιερεων δησαι παντας τους επικαλουμενους το ονομα σου 15 ειπεν δε προς αυτον ο κυριος πορευου οτι σκευος εκλογης μοι εστιν ουτος του βαστασαι το ονομα μου ενωπιον εϑνων και βασιλεων υιων τε ισραηλ 16 εγω γαρ υποδειξω αυτω οσα δει αυτον υπερ του ονοματος μου παϑειν 17 απηλϑεν δε ανανιας και εισηλϑεν εις την οικιαν και επιϑεις επ αυτον τας χειρας ειπεν σαουλ αδελϕε ο κυριος απεσταλκεν με ιησους ο οϕϑεις σοι εν τη οδω η ηρχου οπως αναβλεψης και πλησϑης πνευματος αγιου 18 και ευϑεως απεπεσον απο των οϕϑαλμων αυτου ωσει λεπιδες ανεβλεψεν τε παραχρημα και αναστας εβαπτισϑη 19 και λαβων τροϕην ενισχυσεν εγενετο δε ο σαυλος μετα των εν δαμασκω μαϑητων ημερας τινας 20 και ευϑεως εν ταις συναγωγαις εκηρυσσεν τον χριστον οτι ουτος εστιν ο υιος του ϑεου 21 εξισταντο δε παντες οι ακουοντες και ελεγον ουχ ουτος εστιν ο πορϑησας εν ιερουσαλημ τους επικαλουμενους το ονομα τουτο και ωδε εις τουτο εληλυϑει ινα δεδεμενους αυτους αγαγη επι τους αρχιερεις 22 σαυλος δε μαλλον ενεδυναμουτο και συνεχυνεν τους ιουδαιους τους κατοικουντας εν δαμασκω συμβιβαζων οτι ουτος εστιν ο χριστος 23 ως δε επληρουντο ημεραι ικαναι συνεβουλευσαντο οι ιουδαιοι ανελειν αυτον 24 εγνωσϑη δε τω σαυλω η επιβουλη αυτων παρετηρουν τε τας πυλας ημερας τε και νυκτος οπως αυτον ανελωσιν 25 λαβοντες δε αυτον οι μαϑηται νυκτος καϑηκαν δια του τειχους χαλασαντες εν σπυριδι 26 παραγενομενος δε ο σαυλος εις ιερουσαλημ επειρατο κολλασϑαι τοις μαϑηταις και παντες εϕοβουντο αυτον μη πιστευοντες οτι εστιν μαϑητης 27 βαρναβας δε επιλαβομενος αυτον ηγαγεν προς τους αποστολους και διηγησατο αυτοις πως εν τη οδω ειδεν τον κυριον και οτι ελαλησεν αυτω και πως εν δαμασκω επαρρησιασατο εν τω ονοματι του ιησου 28 και ην μετ αυτων εισπορευομενος και εκπορευομενος εν ιερουσαλημ και παρρησιαζομενος εν τω ονοματι του κυριου ιησου 29 ελαλει τε και συνεζητει προς τους ελληνιστας οι δε επεχειρουν αυτον ανελειν 30 επιγνοντες δε οι αδελϕοι κατηγαγον αυτον εις καισαρειαν και εξαπεστειλαν αυτον εις ταρσον 31 αι μεν ουν εκκλησιαι καϑ ολης της ιουδαιας και γαλιλαιας και σαμαρειας ειχον ειρηνην οικοδομουμεναι και πορευομεναι τω ϕοβω του κυριου και τη παρακλησει του αγιου πνευματος επληϑυνοντο 32 εγενετο δε πετρον διερχομενον δια παντων κατελϑειν και προς τους αγιους τους κατοικουντας λυδδαν 33 ευρεν δε εκει ανϑρωπον τινα αινεαν ονοματι εξ ετων οκτω κατακειμενον επι κραββατω ος ην παραλελυμενος 34 και ειπεν αυτω ο πετρος αινεα ιαται σε ιησους ο χριστος αναστηϑι και στρωσον σεαυτω και ευϑεως ανεστη 35 και ειδον αυτον παντες οι κατοικουντες λυδδαν και τον σαρωναν οιτινες επεστρεψαν επι τον κυριον 36 εν ιοππη δε τις ην μαϑητρια ονοματι ταβιϑα η διερμηνευομενη λεγεται δορκας αυτη ην πληρης αγαϑων εργων και ελεημοσυνων ων εποιει 37 εγενετο δε εν ταις ημεραις εκειναις ασϑενησασαν αυτην αποϑανειν λουσαντες δε αυτην εϑηκαν εν υπερωω 38 εγγυς δε ουσης λυδδης τη ιοππη οι μαϑηται ακουσαντες οτι πετρος εστιν εν αυτη απεστειλαν δυο ανδρας προς αυτον παρακαλουντες μη οκνησαι διελϑειν εως αυτων 39 αναστας δε πετρος συνηλϑεν αυτοις ον παραγενομενον ανηγαγον εις το υπερωον και παρεστησαν αυτω πασαι αι χηραι κλαιουσαι και επιδεικνυμεναι χιτωνας και ιματια οσα εποιει μετ αυτων ουσα η δορκας 40 εκβαλων δε εξω παντας ο πετρος ϑεις τα γονατα προσηυξατο και επιστρεψας προς το σωμα ειπεν ταβιϑα αναστηϑι η δε ηνοιξεν τους οϕϑαλμους αυτης και ιδουσα τον πετρον ανεκαϑισεν 41 δους δε αυτη χειρα ανεστησεν αυτην ϕωνησας δε τους αγιους και τας χηρας παρεστησεν αυτην ζωσαν 42 γνωστον δε εγενετο καϑ ολης της ιοππης και πολλοι επιστευσαν επι τον κυριον 43 εγενετο δε ημερας ικανας μειναι αυτον εν ιοππη παρα τινι σιμωνι βυρσει
Πραξεις Αποστολων caput 10
1 ανηρ δε τις ην εν καισαρεια ονοματι κορνηλιος εκατονταρχης εκ σπειρης της καλουμενης ιταλικης 2 ευσεβης και ϕοβουμενος τον ϑεον συν παντι τω οικω αυτου ποιων τε ελεημοσυνας πολλας τω λαω και δεομενος του ϑεου διαπαντος 3 ειδεν εν οραματι ϕανερως ωσει ωραν εννατην της ημερας αγγελον του ϑεου εισελϑοντα προς αυτον και ειποντα αυτω κορνηλιε 4 ο δε ατενισας αυτω και εμϕοβος γενομενος ειπεν τι εστιν κυριε ειπεν δε αυτω αι προσευχαι σου και αι ελεημοσυναι σου ανεβησαν εις μνημοσυνον ενωπιον του ϑεου 5 και νυν πεμψον εις ιοππην ανδρας και μεταπεμψαι σιμωνα ος επικαλειται πετρος 6 ουτος ξενιζεται παρα τινι σιμωνι βυρσει ω εστιν οικια παρα ϑαλασσαν ουτος λαλησει σοι τι σε δει ποιειν 7 ως δε απηλϑεν ο αγγελος ο λαλων τω κορνηλιω ϕωνησας δυο των οικετων αυτου και στρατιωτην ευσεβη των προσκαρτερουντων αυτω 8 και εξηγησαμενος αυτοις απαντα απεστειλεν αυτους εις την ιοππην 9 τη δε επαυριον οδοιπορουντων εκεινων και τη πολει εγγιζοντων ανεβη πετρος επι το δωμα προσευξασϑαι περι ωραν εκτην 10 εγενετο δε προσπεινος και ηϑελεν γευσασϑαι παρασκευαζοντων δε εκεινων επεπεσεν επ αυτον εκστασις 11 και ϑεωρει τον ουρανον ανεωγμενον και καταβαινον επ αυτον σκευος τι ως οϑονην μεγαλην τεσσαρσιν αρχαις δεδεμενον και καϑιεμενον επι της γης 12 εν ω υπηρχεν παντα τα τετραποδα της γης και τα ϑηρια και τα ερπετα και τα πετεινα του ουρανου 13 και εγενετο ϕωνη προς αυτον αναστας πετρε ϑυσον και ϕαγε 14 ο δε πετρος ειπεν μηδαμως κυριε οτι ουδεποτε εϕαγον παν κοινον η ακαϑαρτον 15 και ϕωνη παλιν εκ δευτερου προς αυτον α ο ϑεος εκαϑαρισεν συ μη κοινου 16 τουτο δε εγενετο επι τρις και παλιν ανεληϕϑη το σκευος εις τον ουρανον 17 ως δε εν εαυτω διηπορει ο πετρος τι αν ειη το οραμα ο ειδεν και ιδου οι ανδρες οι απεσταλμενοι απο του κορνηλιου διερωτησαντες την οικιαν σιμωνος επεστησαν επι τον πυλωνα 18 και ϕωνησαντες επυνϑανοντο ει σιμων ο επικαλουμενος πετρος ενϑαδε ξενιζεται 19 του δε πετρου ενϑυμουμενου περι του οραματος ειπεν αυτω το πνευμα ιδου ανδρες τρεις ζητουσιν σε 20 αλλα αναστας καταβηϑι και πορευου συν αυτοις μηδεν διακρινομενος διοτι εγω απεσταλκα αυτους 21 καταβας δε πετρος προς τους ανδρας τους απεσταλμενους απο του κορνηλιου προς αυτον ειπεν ιδου εγω ειμι ον ζητειτε τις η αιτια δι ην παρεστε 22 οι δε ειπον κορνηλιος εκατονταρχης ανηρ δικαιος και ϕοβουμενος τον ϑεον μαρτυρουμενος τε υπο ολου του εϑνους των ιουδαιων εχρηματισϑη υπο αγγελου αγιου μεταπεμψασϑαι σε εις τον οικον αυτου και ακουσαι ρηματα παρα σου 23 εισκαλεσαμενος ουν αυτους εξενισεν τη δε επαυριον ο πετρος εξηλϑεν συν αυτοις και τινες των αδελϕων των απο της ιοππης συνηλϑον αυτω 24 και τη επαυριον εισηλϑον εις την καισαρειαν ο δε κορνηλιος ην προσδοκων αυτους συγκαλεσαμενος τους συγγενεις αυτου και τους αναγκαιους ϕιλους 25 ως δε εγενετο εισελϑειν τον πετρον συναντησας αυτω ο κορνηλιος πεσων επι τους ποδας προσεκυνησεν 26 ο δε πετρος αυτον ηγειρεν λεγων αναστηϑι καγω αυτος ανϑρωπος ειμι 27 και συνομιλων αυτω εισηλϑεν και ευρισκει συνεληλυϑοτας πολλους 28 εϕη τε προς αυτους υμεις επιστασϑε ως αϑεμιτον εστιν ανδρι ιουδαιω κολλασϑαι η προσερχεσϑαι αλλοϕυλω και εμοι ο ϑεος εδειξεν μηδενα κοινον η ακαϑαρτον λεγειν ανϑρωπον 29 διο και αναντιρρητως ηλϑον μεταπεμϕϑεις πυνϑανομαι ουν τινι λογω μετεπεμψασϑε με 30 και ο κορνηλιος εϕη απο τεταρτης ημερας μεχρι ταυτης της ωρας ημην νηστευων και την εννατην ωραν προσευχομενος εν τω οικω μου και ιδου ανηρ εστη ενωπιον μου εν εσϑητι λαμπρα 31 και ϕησιν κορνηλιε εισηκουσϑη σου η προσευχη και αι ελεημοσυναι σου εμνησϑησαν ενωπιον του ϑεου 32 πεμψον ουν εις ιοππην και μετακαλεσαι σιμωνα ος επικαλειται πετρος ουτος ξενιζεται εν οικια σιμωνος βυρσεως παρα ϑαλασσαν ος παραγενομενος λαλησει σοι 33 εξαυτης ουν επεμψα προς σε συ τε καλως εποιησας παραγενομενος νυν ουν παντες ημεις ενωπιον του ϑεου παρεσμεν ακουσαι παντα τα προστεταγμενα σοι υπο του ϑεου 34 ανοιξας δε πετρος το στομα ειπεν επ αληϑειας καταλαμβανομαι οτι ουκ εστιν προσωποληπτης ο ϑεος 35 αλλ εν παντι εϑνει ο ϕοβουμενος αυτον και εργαζομενος δικαιοσυνην δεκτος αυτω εστιν 36 τον λογον ον απεστειλεν τοις υιοις ισραηλ ευαγγελιζομενος ειρηνην δια ιησου χριστου ουτος εστιν παντων κυριος 37 υμεις οιδατε το γενομενον ρημα καϑ ολης της ιουδαιας αρξαμενον απο της γαλιλαιας μετα το βαπτισμα ο εκηρυξεν ιωαννης 38 ιησουν τον απο ναζαρετ ως εχρισεν αυτον ο ϑεος πνευματι αγιω και δυναμει ος διηλϑεν ευεργετων και ιωμενος παντας τους καταδυναστευομενους υπο του διαβολου οτι ο ϑεος ην μετ αυτου 39 και ημεις εσμεν μαρτυρες παντων ων εποιησεν εν τε τη χωρα των ιουδαιων και εν ιερουσαλημ ον ανειλον κρεμασαντες επι ξυλου 40 τουτον ο ϑεος ηγειρεν τη τριτη ημερα και εδωκεν αυτον εμϕανη γενεσϑαι 41 ου παντι τω λαω αλλα μαρτυσιν τοις προκεχειροτονημενοις υπο του ϑεου ημιν οιτινες συνεϕαγομεν και συνεπιομεν αυτω μετα το αναστηναι αυτον εκ νεκρων 42 και παρηγγειλεν ημιν κηρυξαι τω λαω και διαμαρτυρασϑαι οτι αυτος εστιν ο ωρισμενος υπο του ϑεου κριτης ζωντων και νεκρων 43 τουτω παντες οι προϕηται μαρτυρουσιν αϕεσιν αμαρτιων λαβειν δια του ονοματος αυτου παντα τον πιστευοντα εις αυτον 44 ετι λαλουντος του πετρου τα ρηματα ταυτα επεπεσεν το πνευμα το αγιον επι παντας τους ακουοντας τον λογον 45 και εξεστησαν οι εκ περιτομης πιστοι οσοι συνηλϑον τω πετρω οτι και επι τα εϑνη η δωρεα του αγιου πνευματος εκκεχυται 46 ηκουον γαρ αυτων λαλουντων γλωσσαις και μεγαλυνοντων τον ϑεον τοτε απεκριϑη ο πετρος 47 μητι το υδωρ κωλυσαι δυναται τις του μη βαπτισϑηναι τουτους οιτινες το πνευμα το αγιον ελαβον καϑως και ημεις 48 προσεταξεν τε αυτους βαπτισϑηναι εν τω ονοματι του κυριου τοτε ηρωτησαν αυτον επιμειναι ημερας τινας
Πραξεις Αποστολων caput 11
1 ηκουσαν δε οι αποστολοι και οι αδελϕοι οι οντες κατα την ιουδαιαν οτι και τα εϑνη εδεξαντο τον λογον του ϑεου 2 και οτε ανεβη πετρος εις ιεροσολυμα διεκρινοντο προς αυτον οι εκ περιτομης 3 λεγοντες οτι προς ανδρας ακροβυστιαν εχοντας εισηλϑες και συνεϕαγες αυτοις 4 αρξαμενος δε ο πετρος εξετιϑετο αυτοις καϑεξης λεγων 5 εγω ημην εν πολει ιοππη προσευχομενος και ειδον εν εκστασει οραμα καταβαινον σκευος τι ως οϑονην μεγαλην τεσσαρσιν αρχαις καϑιεμενην εκ του ουρανου και ηλϑεν αχρις εμου 6 εις ην ατενισας κατενοουν και ειδον τα τετραποδα της γης και τα ϑηρια και τα ερπετα και τα πετεινα του ουρανου 7 ηκουσα δε ϕωνης λεγουσης μοι αναστας πετρε ϑυσον και ϕαγε 8 ειπον δε μηδαμως κυριε οτι παν κοινον η ακαϑαρτον ουδεποτε εισηλϑεν εις το στομα μου 9 απεκριϑη δε μοι ϕωνη εκ δευτερου εκ του ουρανου α ο ϑεος εκαϑαρισεν συ μη κοινου 10 τουτο δε εγενετο επι τρις και παλιν ανεσπασϑη απαντα εις τον ουρανον 11 και ιδου εξαυτης τρεις ανδρες επεστησαν επι την οικιαν εν η ημην απεσταλμενοι απο καισαρειας προς με 12 ειπεν δε μοι το πνευμα συνελϑειν αυτοις μηδεν διακρινομενον ηλϑον δε συν εμοι και οι εξ αδελϕοι ουτοι και εισηλϑομεν εις τον οικον του ανδρος 13 απηγγειλεν τε ημιν πως ειδεν τον αγγελον εν τω οικω αυτου σταϑεντα και ειποντα αυτω αποστειλον εις ιοππην ανδρας και μεταπεμψαι σιμωνα τον επικαλουμενον πετρον 14 ος λαλησει ρηματα προς σε εν οις σωϑηση συ και πας ο οικος σου 15 εν δε τω αρξασϑαι με λαλειν επεπεσεν το πνευμα το αγιον επ αυτους ωσπερ και εϕ ημας εν αρχη 16 εμνησϑην δε του ρηματος κυριου ως ελεγεν ιωαννης μεν εβαπτισεν υδατι υμεις δε βαπτισϑησεσϑε εν πνευματι αγιω 17 ει ουν την ισην δωρεαν εδωκεν αυτοις ο ϑεος ως και ημιν πιστευσασιν επι τον κυριον ιησουν χριστον εγω δε τις ημην δυνατος κωλυσαι τον ϑεον 18 ακουσαντες δε ταυτα ησυχασαν και εδοξαζον τον ϑεον λεγοντες αραγε και τοις εϑνεσιν ο ϑεος την μετανοιαν εδωκεν εις ζωην 19 οι μεν ουν διασπαρεντες απο της ϑλιψεως της γενομενης επι στεϕανω διηλϑον εως ϕοινικης και κυπρου και αντιοχειας μηδενι λαλουντες τον λογον ει μη μονον ιουδαιοις 20 ησαν δε τινες εξ αυτων ανδρες κυπριοι και κυρηναιοι οιτινες εισελϑοντες εις αντιοχειαν ελαλουν προς τους ελληνιστας ευαγγελιζομενοι τον κυριον ιησουν 21 και ην χειρ κυριου μετ αυτων πολυς τε αριϑμος πιστευσας επεστρεψεν επι τον κυριον 22 ηκουσϑη δε ο λογος εις τα ωτα της εκκλησιας της εν ιεροσολυμοις περι αυτων και εξαπεστειλαν βαρναβαν διελϑειν εως αντιοχειας 23 ος παραγενομενος και ιδων την χαριν του ϑεου εχαρη και παρεκαλει παντας τη προϑεσει της καρδιας προσμενειν τω κυριω 24 οτι ην ανηρ αγαϑος και πληρης πνευματος αγιου και πιστεως και προσετεϑη οχλος ικανος τω κυριω 25 εξηλϑεν δε εις ταρσον ο βαρναβας αναζητησαι σαυλον 26 και ευρων αυτον ηγαγεν αυτον εις αντιοχειαν εγενετο δε αυτους ενιαυτον ολον συναχϑηναι εν τη εκκλησια και διδαξαι οχλον ικανον χρηματισαι τε πρωτον εν αντιοχεια τους μαϑητας χριστιανους 27 εν ταυταις δε ταις ημεραις κατηλϑον απο ιεροσολυμων προϕηται εις αντιοχειαν 28 αναστας δε εις εξ αυτων ονοματι αγαβος εσημανεν δια του πνευματος λιμον μεγαν μελλειν εσεσϑαι εϕ ολην την οικουμενην οστις και εγενετο επι κλαυδιου καισαρος 29 των δε μαϑητων καϑως ηυπορειτο τις ωρισαν εκαστος αυτων εις διακονιαν πεμψαι τοις κατοικουσιν εν τη ιουδαια αδελϕοις 30 ο και εποιησαν αποστειλαντες προς τους πρεσβυτερους δια χειρος βαρναβα και σαυλου
Πραξεις Αποστολων caput 12
1 κατ εκεινον δε τον καιρον επεβαλεν ηρωδης ο βασιλευς τας χειρας κακωσαι τινας των απο της εκκλησιας 2 ανειλεν δε ιακωβον τον αδελϕον ιωαννου μαχαιρα 3 και ιδων οτι αρεστον εστιν τοις ιουδαιοις προσεϑετο συλλαβειν και πετρον ησαν δε ημεραι των αζυμων 4 ον και πιασας εϑετο εις ϕυλακην παραδους τεσσαρσιν τετραδιοις στρατιωτων ϕυλασσειν αυτον βουλομενος μετα το πασχα αναγαγειν αυτον τω λαω 5 ο μεν ουν πετρος ετηρειτο εν τη ϕυλακη προσευχη δε ην εκτενης γινομενη υπο της εκκλησιας προς τον ϑεον υπερ αυτου 6 οτε δε εμελλεν αυτον προαγειν ο ηρωδης τη νυκτι εκεινη ην ο πετρος κοιμωμενος μεταξυ δυο στρατιωτων δεδεμενος αλυσεσιν δυσιν ϕυλακες τε προ της ϑυρας ετηρουν την ϕυλακην 7 και ιδου αγγελος κυριου επεστη και ϕως ελαμψεν εν τω οικηματι παταξας δε την πλευραν του πετρου ηγειρεν αυτον λεγων αναστα εν ταχει και εξεπεσον αυτου αι αλυσεις εκ των χειρων 8 ειπεν τε ο αγγελος προς αυτον περιζωσαι και υποδησαι τα σανδαλια σου εποιησεν δε ουτως και λεγει αυτω περιβαλου το ιματιον σου και ακολουϑει μοι 9 και εξελϑων ηκολουϑει αυτω και ουκ ηδει οτι αληϑες εστιν το γινομενον δια του αγγελου εδοκει δε οραμα βλεπειν 10 διελϑοντες δε πρωτην ϕυλακην και δευτεραν ηλϑον επι την πυλην την σιδηραν την ϕερουσαν εις την πολιν ητις αυτοματη ηνοιχϑη αυτοις και εξελϑοντες προηλϑον ρυμην μιαν και ευϑεως απεστη ο αγγελος απ αυτου 11 και ο πετρος γενομενος εν εαυτω ειπεν νυν οιδα αληϑως οτι εξαπεστειλεν κυριος τον αγγελον αυτου και εξειλετο με εκ χειρος ηρωδου και πασης της προσδοκιας του λαου των ιουδαιων 12 συνιδων τε ηλϑεν επι την οικιαν μαριας της μητρος ιωαννου του επικαλουμενου μαρκου ου ησαν ικανοι συνηϑροισμενοι και προσευχομενοι 13 κρουσαντος δε του πετρου την ϑυραν του πυλωνος προσηλϑεν παιδισκη υπακουσαι ονοματι ροδη 14 και επιγνουσα την ϕωνην του πετρου απο της χαρας ουκ ηνοιξεν τον πυλωνα εισδραμουσα δε απηγγειλεν εσταναι τον πετρον προ του πυλωνος 15 οι δε προς αυτην ειπον μαινη η δε διισχυριζετο ουτως εχειν οι δ ελεγον ο αγγελος αυτου εστιν 16 ο δε πετρος επεμενεν κρουων ανοιξαντες δε ειδον αυτον και εξεστησαν 17 κατασεισας δε αυτοις τη χειρι σιγαν διηγησατο αυτοις πως ο κυριος αυτον εξηγαγεν εκ της ϕυλακης ειπεν δε απαγγειλατε ιακωβω και τοις αδελϕοις ταυτα και εξελϑων επορευϑη εις ετερον τοπον 18 γενομενης δε ημερας ην ταραχος ουκ ολιγος εν τοις στρατιωταις τι αρα ο πετρος εγενετο 19 ηρωδης δε επιζητησας αυτον και μη ευρων ανακρινας τους ϕυλακας εκελευσεν απαχϑηναι και κατελϑων απο της ιουδαιας εις την καισαρειαν διετριβεν 20 ην δε ο ηρωδης ϑυμομαχων τυριοις και σιδωνιοις ομοϑυμαδον δε παρησαν προς αυτον και πεισαντες βλαστον τον επι του κοιτωνος του βασιλεως ητουντο ειρηνην δια το τρεϕεσϑαι αυτων την χωραν απο της βασιλικης 21 τακτη δε ημερα ο ηρωδης ενδυσαμενος εσϑητα βασιλικην και καϑισας επι του βηματος εδημηγορει προς αυτους 22 ο δε δημος επεϕωνει ϑεου ϕωνη και ουκ ανϑρωπου 23 παραχρημα δε επαταξεν αυτον αγγελος κυριου ανϑ ων ουκ εδωκεν την δοξαν τω ϑεω και γενομενος σκωληκοβρωτος εξεψυξεν 24 ο δε λογος του ϑεου ηυξανεν και επληϑυνετο 25 βαρναβας δε και σαυλος υπεστρεψαν εξ ιερουσαλημ πληρωσαντες την διακονιαν συμπαραλαβοντες και ιωαννην τον επικληϑεντα μαρκον
Πραξεις Αποστολων caput 13
1 ησαν δε τινες εν αντιοχεια κατα την ουσαν εκκλησιαν προϕηται και διδασκαλοι ο τε βαρναβας και συμεων ο καλουμενος νιγερ και λουκιος ο κυρηναιος μαναην τε ηρωδου του τετραρχου συντροϕος και σαυλος 2 λειτουργουντων δε αυτων τω κυριω και νηστευοντων ειπεν το πνευμα το αγιον αϕορισατε δη μοι τον τε βαρναβαν και τον σαυλον εις το εργον ο προσκεκλημαι αυτους 3 τοτε νηστευσαντες και προσευξαμενοι και επιϑεντες τας χειρας αυτοις απελυσαν 4 ουτοι μεν ουν εκπεμϕϑεντες υπο του πνευματος του αγιου κατηλϑον εις την σελευκειαν εκειϑεν τε απεπλευσαν εις την κυπρον 5 και γενομενοι εν σαλαμινι κατηγγελλον τον λογον του ϑεου εν ταις συναγωγαις των ιουδαιων ειχον δε και ιωαννην υπηρετην 6 διελϑοντες δε την νησον αχρι παϕου ευρον τινα μαγον ψευδοπροϕητην ιουδαιον ω ονομα βαριησους 7 ος ην συν τω ανϑυπατω σεργιω παυλω ανδρι συνετω ουτος προσκαλεσαμενος βαρναβαν και σαυλον επεζητησεν ακουσαι τον λογον του ϑεου 8 ανϑιστατο δε αυτοις ελυμας ο μαγος ουτως γαρ μεϑερμηνευεται το ονομα αυτου ζητων διαστρεψαι τον ανϑυπατον απο της πιστεως 9 σαυλος δε ο και παυλος πλησϑεις πνευματος αγιου και ατενισας εις αυτον 10 ειπεν ω πληρης παντος δολου και πασης ραδιουργιας υιε διαβολου εχϑρε πασης δικαιοσυνης ου παυση διαστρεϕων τας οδους κυριου τας ευϑειας 11 και νυν ιδου χειρ του κυριου επι σε και εση τυϕλος μη βλεπων τον ηλιον αχρι καιρου παραχρημα δε επεπεσεν επ αυτον αχλυς και σκοτος και περιαγων εζητει χειραγωγους 12 τοτε ιδων ο ανϑυπατος το γεγονος επιστευσεν εκπλησσομενος επι τη διδαχη του κυριου 13 αναχϑεντες δε απο της παϕου οι περι τον παυλον ηλϑον εις περγην της παμϕυλιας ιωαννης δε αποχωρησας απ αυτων υπεστρεψεν εις ιεροσολυμα 14 αυτοι δε διελϑοντες απο της περγης παρεγενοντο εις αντιοχειαν της πισιδιας και εισελϑοντες εις την συναγωγην τη ημερα των σαββατων εκαϑισαν 15 μετα δε την αναγνωσιν του νομου και των προϕητων απεστειλαν οι αρχισυναγωγοι προς αυτους λεγοντες ανδρες αδελϕοι ει εστιν λογος εν υμιν παρακλησεως προς τον λαον λεγετε 16 αναστας δε παυλος και κατασεισας τη χειρι ειπεν ανδρες ισραηλιται και οι ϕοβουμενοι τον ϑεον ακουσατε 17 ο ϑεος του λαου τουτου ισραηλ εξελεξατο τους πατερας ημων και τον λαον υψωσεν εν τη παροικια εν γη αιγυπτω και μετα βραχιονος υψηλου εξηγαγεν αυτους εξ αυτης 18 και ως τεσσαρακονταετη χρονον ετροποϕορησεν αυτους εν τη ερημω 19 και καϑελων εϑνη επτα εν γη χανααν κατεκληροδοτησεν αυτοις την γην αυτων 20 και μετα ταυτα ως ετεσιν τετρακοσιοις και πεντηκοντα εδωκεν κριτας εως σαμουηλ του προϕητου 21 κακειϑεν ητησαντο βασιλεα και εδωκεν αυτοις ο ϑεος τον σαουλ υιον κις ανδρα εκ ϕυλης βενιαμιν ετη τεσσαρακοντα 22 και μεταστησας αυτον ηγειρεν αυτοις τον δαβιδ εις βασιλεα ω και ειπεν μαρτυρησας ευρον δαβιδ τον του ιεσσαι ανδρα κατα την καρδιαν μου ος ποιησει παντα τα ϑεληματα μου 23 τουτου ο ϑεος απο του σπερματος κατ επαγγελιαν ηγειρεν τω ισραηλ σωτηρα ιησουν 24 προκηρυξαντος ιωαννου προ προσωπου της εισοδου αυτου βαπτισμα μετανοιας παντι τω λαω ισραηλ 25 ως δε επληρου ο ιωαννης τον δρομον ελεγεν τινα με υπονοειτε ειναι ουκ ειμι εγω αλλ ιδου ερχεται μετ εμε ου ουκ ειμι αξιος το υποδημα των ποδων λυσαι 26 ανδρες αδελϕοι υιοι γενους αβρααμ και οι εν υμιν ϕοβουμενοι τον ϑεον υμιν ο λογος της σωτηριας ταυτης απεσταλη 27 οι γαρ κατοικουντες εν ιερουσαλημ και οι αρχοντες αυτων τουτον αγνοησαντες και τας ϕωνας των προϕητων τας κατα παν σαββατον αναγινωσκομενας κριναντες επληρωσαν 28 και μηδεμιαν αιτιαν ϑανατου ευροντες ητησαντο πιλατον αναιρεϑηναι αυτον 29 ως δε ετελεσαν απαντα τα περι αυτου γεγραμμενα καϑελοντες απο του ξυλου εϑηκαν εις μνημειον 30 ο δε ϑεος ηγειρεν αυτον εκ νεκρων 31 ος ωϕϑη επι ημερας πλειους τοις συναναβασιν αυτω απο της γαλιλαιας εις ιερουσαλημ οιτινες εισιν μαρτυρες αυτου προς τον λαον 32 και ημεις υμας ευαγγελιζομεϑα την προς τους πατερας επαγγελιαν γενομενην οτι ταυτην ο ϑεος εκπεπληρωκεν τοις τεκνοις αυτων ημιν αναστησας ιησουν 33 ως και εν τω ψαλμω τω δευτερω γεγραπται υιος μου ει συ εγω σημερον γεγεννηκα σε 34 οτι δε ανεστησεν αυτον εκ νεκρων μηκετι μελλοντα υποστρεϕειν εις διαϕϑοραν ουτως ειρηκεν οτι δωσω υμιν τα οσια δαβιδ τα πιστα 35 διο και εν ετερω λεγει ου δωσεις τον οσιον σου ιδειν διαϕϑοραν 36 δαβιδ μεν γαρ ιδια γενεα υπηρετησας τη του ϑεου βουλη εκοιμηϑη και προσετεϑη προς τους πατερας αυτου και ειδεν διαϕϑοραν 37 ον δε ο ϑεος ηγειρεν ουκ ειδεν διαϕϑοραν 38 γνωστον ουν εστω υμιν ανδρες αδελϕοι οτι δια τουτου υμιν αϕεσις αμαρτιων καταγγελλεται 39 και απο παντων ων ουκ ηδυνηϑητε εν τω νομω μωσεως δικαιωϑηναι εν τουτω πας ο πιστευων δικαιουται 40 βλεπετε ουν μη επελϑη εϕ υμας το ειρημενον εν τοις προϕηταις 41 ιδετε οι καταϕρονηται και ϑαυμασατε και αϕανισϑητε οτι εργον εγω εργαζομαι εν ταις ημεραις υμων εργον ω ου μη πιστευσητε εαν τις εκδιηγηται υμιν 42 εξιοντων δε εκ της συναγωγης των ιουδαιων παρεκαλουν τα εϑνη εις το μεταξυ σαββατον λαληϑηναι αυτοις τα ρηματα ταυτα 43 λυϑεισης δε της συναγωγης ηκολουϑησαν πολλοι των ιουδαιων και των σεβομενων προσηλυτων τω παυλω και τω βαρναβα οιτινες προσλαλουντες αυτοις επειϑον αυτους επιμενειν τη χαριτι του ϑεου 44 τω δε ερχομενω σαββατω σχεδον πασα η πολις συνηχϑη ακουσαι τον λογον του ϑεου 45 ιδοντες δε οι ιουδαιοι τους οχλους επλησϑησαν ζηλου και αντελεγον τοις υπο του παυλου λεγομενοις αντιλεγοντες και βλασϕημουντες 46 παρρησιασαμενοι δε ο παυλος και ο βαρναβας ειπον υμιν ην αναγκαιον πρωτον λαληϑηναι τον λογον του ϑεου επειδη δε απωϑεισϑε αυτον και ουκ αξιους κρινετε εαυτους της αιωνιου ζωης ιδου στρεϕομεϑα εις τα εϑνη 47 ουτως γαρ εντεταλται ημιν ο κυριος τεϑεικα σε εις ϕως εϑνων του ειναι σε εις σωτηριαν εως εσχατου της γης 48 ακουοντα δε τα εϑνη εχαιρον και εδοξαζον τον λογον του κυριου και επιστευσαν οσοι ησαν τεταγμενοι εις ζωην αιωνιον 49 διεϕερετο δε ο λογος του κυριου δι ολης της χωρας 50 οι δε ιουδαιοι παρωτρυναν τας σεβομενας γυναικας και τας ευσχημονας και τους πρωτους της πολεως και επηγειραν διωγμον επι τον παυλον και τον βαρναβαν και εξεβαλον αυτους απο των οριων αυτων 51 οι δε εκτιναξαμενοι τον κονιορτον των ποδων αυτων επ αυτους ηλϑον εις ικονιον 52 οι δε μαϑηται επληρουντο χαρας και πνευματος αγιου
Πραξεις Αποστολων caput 14
1 εγενετο δε εν ικονιω κατα το αυτο εισελϑειν αυτους εις την συναγωγην των ιουδαιων και λαλησαι ουτως ωστε πιστευσαι ιουδαιων τε και ελληνων πολυ πληϑος 2 οι δε απειϑουντες ιουδαιοι επηγειραν και εκακωσαν τας ψυχας των εϑνων κατα των αδελϕων 3 ικανον μεν ουν χρονον διετριψαν παρρησιαζομενοι επι τω κυριω τω μαρτυρουντι τω λογω της χαριτος αυτου και διδοντι σημεια και τερατα γινεσϑαι δια των χειρων αυτων 4 εσχισϑη δε το πληϑος της πολεως και οι μεν ησαν συν τοις ιουδαιοις οι δε συν τοις αποστολοις 5 ως δε εγενετο ορμη των εϑνων τε και ιουδαιων συν τοις αρχουσιν αυτων υβρισαι και λιϑοβολησαι αυτους 6 συνιδοντες κατεϕυγον εις τας πολεις της λυκαονιας λυστραν και δερβην και την περιχωρον 7 κακει ησαν ευαγγελιζομενοι 8 και τις ανηρ εν λυστροις αδυνατος τοις ποσιν εκαϑητο χωλος εκ κοιλιας μητρος αυτου υπαρχων ος ουδεποτε περιπεπατηκει 9 ουτος ηκουεν του παυλου λαλουντος ος ατενισας αυτω και ιδων οτι πιστιν εχει του σωϑηναι 10 ειπεν μεγαλη τη ϕωνη αναστηϑι επι τους ποδας σου ορϑος και ηλλετο και περιεπατει 11 οι δε οχλοι ιδοντες ο εποιησεν ο παυλος επηραν την ϕωνην αυτων λυκαονιστι λεγοντες οι ϑεοι ομοιωϑεντες ανϑρωποις κατεβησαν προς ημας 12 εκαλουν τε τον μεν βαρναβαν δια τον δε παυλον ερμην επειδη αυτος ην ο ηγουμενος του λογου 13 ο δε ιερευς του διος του οντος προ της πολεως αυτων ταυρους και στεμματα επι τους πυλωνας ενεγκας συν τοις οχλοις ηϑελεν ϑυειν 14 ακουσαντες δε οι αποστολοι βαρναβας και παυλος διαρρηξαντες τα ιματια αυτων εισεπηδησαν εις τον οχλον κραζοντες 15 και λεγοντες ανδρες τι ταυτα ποιειτε και ημεις ομοιοπαϑεις εσμεν υμιν ανϑρωποι ευαγγελιζομενοι υμας απο τουτων των ματαιων επιστρεϕειν επι τον ϑεον τον ζωντα ος εποιησεν τον ουρανον και την γην και την ϑαλασσαν και παντα τα εν αυτοις 16 ος εν ταις παρωχημεναις γενεαις ειασεν παντα τα εϑνη πορευεσϑαι ταις οδοις αυτων 17 και τοι γε ουκ αμαρτυρον εαυτον αϕηκεν αγαϑοποιων ουρανοϑεν ημιν υετους διδους και καιρους καρποϕορους εμπιπλων τροϕης και ευϕροσυνης τας καρδιας ημων 18 και ταυτα λεγοντες μολις κατεπαυσαν τους οχλους του μη ϑυειν αυτοις 19 επηλϑον δε απο αντιοχειας και ικονιου ιουδαιοι και πεισαντες τους οχλους και λιϑασαντες τον παυλον εσυρον εξω της πολεως νομισαντες αυτον τεϑναναι 20 κυκλωσαντων δε αυτον των μαϑητων αναστας εισηλϑεν εις την πολιν και τη επαυριον εξηλϑεν συν τω βαρναβα εις δερβην 21 ευαγγελισαμενοι τε την πολιν εκεινην και μαϑητευσαντες ικανους υπεστρεψαν εις την λυστραν και ικονιον και αντιοχειαν 22 επιστηριζοντες τας ψυχας των μαϑητων παρακαλουντες εμμενειν τη πιστει και οτι δια πολλων ϑλιψεων δει ημας εισελϑειν εις την βασιλειαν του ϑεου 23 χειροτονησαντες δε αυτοις πρεσβυτερους κατ εκκλησιαν προσευξαμενοι μετα νηστειων παρεϑεντο αυτους τω κυριω εις ον πεπιστευκεισαν 24 και διελϑοντες την πισιδιαν ηλϑον εις παμϕυλιαν 25 και λαλησαντες εν περγη τον λογον κατεβησαν εις ατταλειαν 26 κακειϑεν απεπλευσαν εις αντιοχειαν οϑεν ησαν παραδεδομενοι τη χαριτι του ϑεου εις το εργον ο επληρωσαν 27 παραγενομενοι δε και συναγαγοντες την εκκλησιαν ανηγγειλαν οσα εποιησεν ο ϑεος μετ αυτων και οτι ηνοιξεν τοις εϑνεσιν ϑυραν πιστεως 28 διετριβον δε εκει χρονον ουκ ολιγον συν τοις μαϑηταις
Πραξεις Αποστολων caput 15
1 και τινες κατελϑοντες απο της ιουδαιας εδιδασκον τους αδελϕους οτι εαν μη περιτεμνησϑε τω εϑει μωυσεως ου δυνασϑε σωϑηναι 2 γενομενης ουν στασεως και συζητησεως ουκ ολιγης τω παυλω και τω βαρναβα προς αυτους εταξαν αναβαινειν παυλον και βαρναβαν και τινας αλλους εξ αυτων προς τους αποστολους και πρεσβυτερους εις ιερουσαλημ περι του ζητηματος τουτου 3 οι μεν ουν προπεμϕϑεντες υπο της εκκλησιας διηρχοντο την ϕοινικην και σαμαρειαν εκδιηγουμενοι την επιστροϕην των εϑνων και εποιουν χαραν μεγαλην πασιν τοις αδελϕοις 4 παραγενομενοι δε εις ιερουσαλημ απεδεχϑησαν υπο της εκκλησιας και των αποστολων και των πρεσβυτερων ανηγγειλαν τε οσα ο ϑεος εποιησεν μετ αυτων 5 εξανεστησαν δε τινες των απο της αιρεσεως των ϕαρισαιων πεπιστευκοτες λεγοντες οτι δει περιτεμνειν αυτους παραγγελλειν τε τηρειν τον νομον μωυσεως 6 συνηχϑησαν δε οι αποστολοι και οι πρεσβυτεροι ιδειν περι του λογου τουτου 7 πολλης δε συζητησεως γενομενης αναστας πετρος ειπεν προς αυτους ανδρες αδελϕοι υμεις επιστασϑε οτι αϕ ημερων αρχαιων ο ϑεος εν ημιν εξελεξατο δια του στοματος μου ακουσαι τα εϑνη τον λογον του ευαγγελιου και πιστευσαι 8 και ο καρδιογνωστης ϑεος εμαρτυρησεν αυτοις δους αυτοις το πνευμα το αγιον καϑως και ημιν 9 και ουδεν διεκρινεν μεταξυ ημων τε και αυτων τη πιστει καϑαρισας τας καρδιας αυτων 10 νυν ουν τι πειραζετε τον ϑεον επιϑειναι ζυγον επι τον τραχηλον των μαϑητων ον ουτε οι πατερες ημων ουτε ημεις ισχυσαμεν βαστασαι 11 αλλα δια της χαριτος κυριου ιησου χριστου πιστευομεν σωϑηναι καϑ ον τροπον κακεινοι 12 εσιγησεν δε παν το πληϑος και ηκουον βαρναβα και παυλου εξηγουμενων οσα εποιησεν ο ϑεος σημεια και τερατα εν τοις εϑνεσιν δι αυτων 13 μετα δε το σιγησαι αυτους απεκριϑη ιακωβος λεγων ανδρες αδελϕοι ακουσατε μου 14 συμεων εξηγησατο καϑως πρωτον ο ϑεος επεσκεψατο λαβειν εξ εϑνων λαον επι τω ονοματι αυτου 15 και τουτω συμϕωνουσιν οι λογοι των προϕητων καϑως γεγραπται 16 μετα ταυτα αναστρεψω και ανοικοδομησω την σκηνην δαβιδ την πεπτωκυιαν και τα κατεσκαμμενα αυτης ανοικοδομησω και ανορϑωσω αυτην 17 οπως αν εκζητησωσιν οι καταλοιποι των ανϑρωπων τον κυριον και παντα τα εϑνη εϕ ους επικεκληται το ονομα μου επ αυτους λεγει κυριος ο ποιων ταυτα παντα 18 γνωστα απ αιωνος εστιν τω ϑεω παντα τα εργα αυτου 19 διο εγω κρινω μη παρενοχλειν τοις απο των εϑνων επιστρεϕουσιν επι τον ϑεον 20 αλλα επιστειλαι αυτοις του απεχεσϑαι απο των αλισγηματων των ειδωλων και της πορνειας και του πνικτου και του αιματος 21 μωσης γαρ εκ γενεων αρχαιων κατα πολιν τους κηρυσσοντας αυτον εχει εν ταις συναγωγαις κατα παν σαββατον αναγινωσκομενος 22 τοτε εδοξεν τοις αποστολοις και τοις πρεσβυτεροις συν ολη τη εκκλησια εκλεξαμενους ανδρας εξ αυτων πεμψαι εις αντιοχειαν συν τω παυλω και βαρναβα ιουδαν τον επικαλουμενον βαρσαβαν και σιλαν ανδρας ηγουμενους εν τοις αδελϕοις 23 γραψαντες δια χειρος αυτων ταδε οι αποστολοι και οι πρεσβυτεροι και οι αδελϕοι τοις κατα την αντιοχειαν και συριαν και κιλικιαν αδελϕοις τοις εξ εϑνων χαιρειν 24 επειδη ηκουσαμεν οτι τινες εξ ημων εξελϑοντες εταραξαν υμας λογοις ανασκευαζοντες τας ψυχας υμων λεγοντες περιτεμνεσϑαι και τηρειν τον νομον οις ου διεστειλαμεϑα 25 εδοξεν ημιν γενομενοις ομοϑυμαδον εκλεξαμενους ανδρας πεμψαι προς υμας συν τοις αγαπητοις ημων βαρναβα και παυλω 26 ανϑρωποις παραδεδωκοσιν τας ψυχας αυτων υπερ του ονοματος του κυριου ημων ιησου χριστου 27 απεσταλκαμεν ουν ιουδαν και σιλαν και αυτους δια λογου απαγγελλοντας τα αυτα 28 εδοξεν γαρ τω αγιω πνευματι και ημιν μηδεν πλεον επιτιϑεσϑαι υμιν βαρος πλην των επαναγκες τουτων 29 απεχεσϑαι ειδωλοϑυτων και αιματος και πνικτου και πορνειας εξ ων διατηρουντες εαυτους ευ πραξετε ερρωσϑε 30 οι μεν ουν απολυϑεντες ηλϑον εις αντιοχειαν και συναγαγοντες το πληϑος επεδωκαν την επιστολην 31 αναγνοντες δε εχαρησαν επι τη παρακλησει 32 ιουδας τε και σιλας και αυτοι προϕηται οντες δια λογου πολλου παρεκαλεσαν τους αδελϕους και επεστηριξαν 33 ποιησαντες δε χρονον απελυϑησαν μετ ειρηνης απο των αδελϕων προς τους αποστολους 34 εδοξεν δε τω σιλα επιμειναι αυτου 35 παυλος δε και βαρναβας διετριβον εν αντιοχεια διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι μετα και ετερων πολλων τον λογον του κυριου 36 μετα δε τινας ημερας ειπεν παυλος προς βαρναβαν επιστρεψαντες δη επισκεψωμεϑα τους αδελϕους ημων κατα πασαν πολιν εν αις κατηγγειλαμεν τον λογον του κυριου πως εχουσιν 37 βαρναβας δε εβουλευσατο συμπαραλαβειν τον ιωαννην τον καλουμενον μαρκον 38 παυλος δε ηξιου τον αποσταντα απ αυτων απο παμϕυλιας και μη συνελϑοντα αυτοις εις το εργον μη συμπαραλαβειν τουτον 39 εγενετο ουν παροξυσμος ωστε αποχωρισϑηναι αυτους απ αλληλων τον τε βαρναβαν παραλαβοντα τον μαρκον εκπλευσαι εις κυπρον 40 παυλος δε επιλεξαμενος σιλαν εξηλϑεν παραδοϑεις τη χαριτι του ϑεου υπο των αδελϕων 41 διηρχετο δε την συριαν και κιλικιαν επιστηριζων τας εκκλησιας
Πραξεις Αποστολων caput 16
1 κατηντησεν δε εις δερβην και λυστραν και ιδου μαϑητης τις ην εκει ονοματι τιμοϑεος υιος γυναικος τινος ιουδαιας πιστης πατρος δε ελληνος 2 ος εμαρτυρειτο υπο των εν λυστροις και ικονιω αδελϕων 3 τουτον ηϑελησεν ο παυλος συν αυτω εξελϑειν και λαβων περιετεμεν αυτον δια τους ιουδαιους τους οντας εν τοις τοποις εκεινοις ηδεισαν γαρ απαντες τον πατερα αυτου οτι ελλην υπηρχεν 4 ως δε διεπορευοντο τας πολεις παρεδιδουν αυτοις ϕυλασσειν τα δογματα τα κεκριμενα υπο των αποστολων και των πρεσβυτερων των εν ιερουσαλημ 5 αι μεν ουν εκκλησιαι εστερεουντο τη πιστει και επερισσευον τω αριϑμω καϑ ημεραν 6 διελϑοντες δε την ϕρυγιαν και την γαλατικην χωραν κωλυϑεντες υπο του αγιου πνευματος λαλησαι τον λογον εν τη ασια 7 ελϑοντες κατα την μυσιαν επειραζον κατα την βιϑυνιαν πορευεσϑαι και ουκ ειασεν αυτους το πνευμα 8 παρελϑοντες δε την μυσιαν κατεβησαν εις τρωαδα 9 και οραμα δια της νυκτος ωϕϑη τω παυλω ανηρ τις ην μακεδων εστως παρακαλων αυτον και λεγων διαβας εις μακεδονιαν βοηϑησον ημιν 10 ως δε το οραμα ειδεν ευϑεως εζητησαμεν εξελϑειν εις την μακεδονιαν συμβιβαζοντες οτι προσκεκληται ημας ο κυριος ευαγγελισασϑαι αυτους 11 αναχϑεντες ουν απο της τρωαδος ευϑυδρομησαμεν εις σαμοϑρακην τη τε επιουση εις νεαπολιν 12 εκειϑεν τε εις ϕιλιππους ητις εστιν πρωτη της μεριδος της μακεδονιας πολις κολωνια ημεν δε εν ταυτη τη πολει διατριβοντες ημερας τινας 13 τη τε ημερα των σαββατων εξηλϑομεν εξω της πολεως παρα ποταμον ου ενομιζετο προσευχη ειναι και καϑισαντες ελαλουμεν ταις συνελϑουσαις γυναιξιν 14 και τις γυνη ονοματι λυδια πορϕυροπωλις πολεως ϑυατειρων σεβομενη τον ϑεον ηκουεν ης ο κυριος διηνοιξεν την καρδιαν προσεχειν τοις λαλουμενοις υπο του παυλου 15 ως δε εβαπτισϑη και ο οικος αυτης παρεκαλεσεν λεγουσα ει κεκρικατε με πιστην τω κυριω ειναι εισελϑοντες εις τον οικον μου μεινατε και παρεβιασατο ημας 16 εγενετο δε πορευομενων ημων εις προσευχην παιδισκην τινα εχουσαν πνευμα πυϑωνος απαντησαι ημιν ητις εργασιαν πολλην παρειχεν τοις κυριοις αυτης μαντευομενη 17 αυτη κατακολουϑησασα τω παυλω και ημιν εκραζεν λεγουσα ουτοι οι ανϑρωποι δουλοι του ϑεου του υψιστου εισιν οιτινες καταγγελλουσιν ημιν οδον σωτηριας 18 τουτο δε εποιει επι πολλας ημερας διαπονηϑεις δε ο παυλος και επιστρεψας τω πνευματι ειπεν παραγγελλω σοι εν τω ονοματι ιησου χριστου εξελϑειν απ αυτης και εξηλϑεν αυτη τη ωρα 19 ιδοντες δε οι κυριοι αυτης οτι εξηλϑεν η ελπις της εργασιας αυτων επιλαβομενοι τον παυλον και τον σιλαν ειλκυσαν εις την αγοραν επι τους αρχοντας 20 και προσαγαγοντες αυτους τοις στρατηγοις ειπον ουτοι οι ανϑρωποι εκταρασσουσιν ημων την πολιν ιουδαιοι υπαρχοντες 21 και καταγγελλουσιν εϑη α ουκ εξεστιν ημιν παραδεχεσϑαι ουδε ποιειν ρωμαιοις ουσιν 22 και συνεπεστη ο οχλος κατ αυτων και οι στρατηγοι περιρρηξαντες αυτων τα ιματια εκελευον ραβδιζειν 23 πολλας τε επιϑεντες αυτοις πληγας εβαλον εις ϕυλακην παραγγειλαντες τω δεσμοϕυλακι ασϕαλως τηρειν αυτους 24 ος παραγγελιαν τοιαυτην ειληϕως εβαλεν αυτους εις την εσωτεραν ϕυλακην και τους ποδας αυτων ησϕαλισατο εις το ξυλον 25 κατα δε το μεσονυκτιον παυλος και σιλας προσευχομενοι υμνουν τον ϑεον επηκροωντο δε αυτων οι δεσμιοι 26 αϕνω δε σεισμος εγενετο μεγας ωστε σαλευϑηναι τα ϑεμελια του δεσμωτηριου ανεωχϑησαν τε παραχρημα αι ϑυραι πασαι και παντων τα δεσμα ανεϑη 27 εξυπνος δε γενομενος ο δεσμοϕυλαξ και ιδων ανεωγμενας τας ϑυρας της ϕυλακης σπασαμενος μαχαιραν εμελλεν εαυτον αναιρειν νομιζων εκπεϕευγεναι τους δεσμιους 28 εϕωνησεν δε ϕωνη μεγαλη ο παυλος λεγων μηδεν πραξης σεαυτω κακον απαντες γαρ εσμεν ενϑαδε 29 αιτησας δε ϕωτα εισεπηδησεν και εντρομος γενομενος προσεπεσεν τω παυλω και τω σιλα 30 και προαγαγων αυτους εξω εϕη κυριοι τι με δει ποιειν ινα σωϑω 31 οι δε ειπον πιστευσον επι τον κυριον ιησουν χριστον και σωϑηση συ και ο οικος σου 32 και ελαλησαν αυτω τον λογον του κυριου και πασιν τοις εν τη οικια αυτου 33 και παραλαβων αυτους εν εκεινη τη ωρα της νυκτος ελουσεν απο των πληγων και εβαπτισϑη αυτος και οι αυτου παντες παραχρημα 34 αναγαγων τε αυτους εις τον οικον αυτου παρεϑηκεν τραπεζαν και ηγαλλιασατο πανοικι πεπιστευκως τω ϑεω 35 ημερας δε γενομενης απεστειλαν οι στρατηγοι τους ραβδουχους λεγοντες απολυσον τους ανϑρωπους εκεινους 36 απηγγειλεν δε ο δεσμοϕυλαξ τους λογους τουτους προς τον παυλον οτι απεσταλκασιν οι στρατηγοι ινα απολυϑητε νυν ουν εξελϑοντες πορευεσϑε εν ειρηνη 37 ο δε παυλος εϕη προς αυτους δειραντες ημας δημοσια ακατακριτους ανϑρωπους ρωμαιους υπαρχοντας εβαλον εις ϕυλακην και νυν λαϑρα ημας εκβαλλουσιν ου γαρ αλλα ελϑοντες αυτοι ημας εξαγαγετωσαν 38 ανηγγειλαν δε τοις στρατηγοις οι ραβδουχοι τα ρηματα ταυτα και εϕοβηϑησαν ακουσαντες οτι ρωμαιοι εισιν 39 και ελϑοντες παρεκαλεσαν αυτους και εξαγαγοντες ηρωτων εξελϑειν της πολεως 40 εξελϑοντες δε εκ της ϕυλακης εισηλϑον εις την λυδιαν και ιδοντες τους αδελϕους παρεκαλεσαν αυτους και εξηλϑον
Πραξεις Αποστολων caput 17
1 διοδευσαντες δε την αμϕιπολιν και απολλωνιαν ηλϑον εις ϑεσσαλονικην οπου ην η συναγωγη των ιουδαιων 2 κατα δε το ειωϑος τω παυλω εισηλϑεν προς αυτους και επι σαββατα τρια διελεγετο αυτοις απο των γραϕων 3 διανοιγων και παρατιϑεμενος οτι τον χριστον εδει παϑειν και αναστηναι εκ νεκρων και οτι ουτος εστιν ο χριστος ιησους ον εγω καταγγελλω υμιν 4 και τινες εξ αυτων επεισϑησαν και προσεκληρωϑησαν τω παυλω και τω σιλα των τε σεβομενων ελληνων πολυ πληϑος γυναικων τε των πρωτων ουκ ολιγαι 5 ζηλωσαντες δε οι απειϑουντες ιουδαιοι και προσλαβομενοι των αγοραιων τινας ανδρας πονηρους και οχλοποιησαντες εϑορυβουν την πολιν επισταντες τε τη οικια ιασονος εζητουν αυτους αγαγειν εις τον δημον 6 μη ευροντες δε αυτους εσυρον τον ιασονα και τινας αδελϕους επι τους πολιταρχας βοωντες οτι οι την οικουμενην αναστατωσαντες ουτοι και ενϑαδε παρεισιν 7 ους υποδεδεκται ιασων και ουτοι παντες απεναντι των δογματων καισαρος πραττουσιν βασιλεα λεγοντες ετερον ειναι ιησουν 8 εταραξαν δε τον οχλον και τους πολιταρχας ακουοντας ταυτα 9 και λαβοντες το ικανον παρα του ιασονος και των λοιπων απελυσαν αυτους 10 οι δε αδελϕοι ευϑεως δια της νυκτος εξεπεμψαν τον τε παυλον και τον σιλαν εις βεροιαν οιτινες παραγενομενοι εις την συναγωγην των ιουδαιων απηεσαν 11 ουτοι δε ησαν ευγενεστεροι των εν ϑεσσαλονικη οιτινες εδεξαντο τον λογον μετα πασης προϑυμιας το καϑ ημεραν ανακρινοντες τας γραϕας ει εχοι ταυτα ουτως 12 πολλοι μεν ουν εξ αυτων επιστευσαν και των ελληνιδων γυναικων των ευσχημονων και ανδρων ουκ ολιγοι 13 ως δε εγνωσαν οι απο της ϑεσσαλονικης ιουδαιοι οτι και εν τη βεροια κατηγγελη υπο του παυλου ο λογος του ϑεου ηλϑον κακει σαλευοντες τους οχλους 14 ευϑεως δε τοτε τον παυλον εξαπεστειλαν οι αδελϕοι πορευεσϑαι ως επι την ϑαλασσαν υπεμενον δε ο τε σιλας και ο τιμοϑεος εκει 15 οι δε καϑιστωντες τον παυλον ηγαγον αυτον εως αϑηνων και λαβοντες εντολην προς τον σιλαν και τιμοϑεον ινα ως ταχιστα ελϑωσιν προς αυτον εξηεσαν 16 εν δε ταις αϑηναις εκδεχομενου αυτους του παυλου παρωξυνετο το πνευμα αυτου εν αυτω ϑεωρουντι κατειδωλον ουσαν την πολιν 17 διελεγετο μεν ουν εν τη συναγωγη τοις ιουδαιοις και τοις σεβομενοις και εν τη αγορα κατα πασαν ημεραν προς τους παρατυγχανοντας 18 τινες δε των επικουρειων και των στωικων ϕιλοσοϕων συνεβαλλον αυτω και τινες ελεγον τι αν ϑελοι ο σπερμολογος ουτος λεγειν οι δε ξενων δαιμονιων δοκει καταγγελευς ειναι οτι τον ιησουν και την αναστασιν αυτοις ευηγγελιζετο 19 επιλαβομενοι τε αυτου επι τον αρειον παγον ηγαγον λεγοντες δυναμεϑα γνωναι τις η καινη αυτη η υπο σου λαλουμενη διδαχη 20 ξενιζοντα γαρ τινα εισϕερεις εις τας ακοας ημων βουλομεϑα ουν γνωναι τι αν ϑελοι ταυτα ειναι 21 αϑηναιοι δε παντες και οι επιδημουντες ξενοι εις ουδεν ετερον ευκαιρουν η λεγειν τι και ακουειν καινοτερον 22 σταϑεις δε ο παυλος εν μεσω του αρειου παγου εϕη ανδρες αϑηναιοι κατα παντα ως δεισιδαιμονεστερους υμας ϑεωρω 23 διερχομενος γαρ και αναϑεωρων τα σεβασματα υμων ευρον και βωμον εν ω επεγεγραπτο αγνωστω ϑεω ον ουν αγνοουντες ευσεβειτε τουτον εγω καταγγελλω υμιν 24 ο ϑεος ο ποιησας τον κοσμον και παντα τα εν αυτω ουτος ουρανου και γης κυριος υπαρχων ουκ εν χειροποιητοις ναοις κατοικει 25 ουδε υπο χειρων ανϑρωπων ϑεραπευεται προσδεομενος τινος αυτος διδους πασιν ζωην και πνοην κατα παντα 26 εποιησεν τε εξ ενος αιματος παν εϑνος ανϑρωπων κατοικειν επι παν το προσωπον της γης ορισας προτεταγμενους καιρους και τας οροϑεσιας της κατοικιας αυτων 27 ζητειν τον κυριον ει αρα γε ψηλαϕησειαν αυτον και ευροιεν καιτοιγε ου μακραν απο ενος εκαστου ημων υπαρχοντα 28 εν αυτω γαρ ζωμεν και κινουμεϑα και εσμεν ως και τινες των καϑ υμας ποιητων ειρηκασιν του γαρ και γενος εσμεν 29 γενος ουν υπαρχοντες του ϑεου ουκ οϕειλομεν νομιζειν χρυσω η αργυρω η λιϑω χαραγματι τεχνης και ενϑυμησεως ανϑρωπου το ϑειον ειναι ομοιον 30 τους μεν ουν χρονους της αγνοιας υπεριδων ο ϑεος τα νυν παραγγελλει τοις ανϑρωποις πασιν πανταχου μετανοειν 31 διοτι εστησεν ημεραν εν η μελλει κρινειν την οικουμενην εν δικαιοσυνη εν ανδρι ω ωρισεν πιστιν παρασχων πασιν αναστησας αυτον εκ νεκρων 32 ακουσαντες δε αναστασιν νεκρων οι μεν εχλευαζον οι δε ειπον ακουσομεϑα σου παλιν περι τουτου 33 και ουτως ο παυλος εξηλϑεν εκ μεσου αυτων 34 τινες δε ανδρες κολληϑεντες αυτω επιστευσαν εν οις και διονυσιος ο αρεοπαγιτης και γυνη ονοματι δαμαρις και ετεροι συν αυτοις
Πραξεις Αποστολων caput 18
1 μετα δε ταυτα χωρισϑεις ο παυλος εκ των αϑηνων ηλϑεν εις κορινϑον 2 και ευρων τινα ιουδαιον ονοματι ακυλαν ποντικον τω γενει προσϕατως εληλυϑοτα απο της ιταλιας και πρισκιλλαν γυναικα αυτου δια το διατεταχεναι κλαυδιον χωριζεσϑαι παντας τους ιουδαιους εκ της ρωμης προσηλϑεν αυτοις 3 και δια το ομοτεχνον ειναι εμενεν παρ αυτοις και ειργαζετο ησαν γαρ σκηνοποιοι την τεχνην 4 διελεγετο δε εν τη συναγωγη κατα παν σαββατον επειϑεν τε ιουδαιους και ελληνας 5 ως δε κατηλϑον απο της μακεδονιας ο τε σιλας και ο τιμοϑεος συνειχετο τω πνευματι ο παυλος διαμαρτυρομενος τοις ιουδαιοις τον χριστον ιησουν 6 αντιτασσομενων δε αυτων και βλασϕημουντων εκτιναξαμενος τα ιματια ειπεν προς αυτους το αιμα υμων επι την κεϕαλην υμων καϑαρος εγω απο του νυν εις τα εϑνη πορευσομαι 7 και μεταβας εκειϑεν ηλϑεν εις οικιαν τινος ονοματι ιουστου σεβομενου τον ϑεον ου η οικια ην συνομορουσα τη συναγωγη 8 κρισπος δε ο αρχισυναγωγος επιστευσεν τω κυριω συν ολω τω οικω αυτου και πολλοι των κορινϑιων ακουοντες επιστευον και εβαπτιζοντο 9 ειπεν δε ο κυριος δι οραματος εν νυκτι τω παυλω μη ϕοβου αλλα λαλει και μη σιωπησης 10 διοτι εγω ειμι μετα σου και ουδεις επιϑησεται σοι του κακωσαι σε διοτι λαος εστιν μοι πολυς εν τη πολει ταυτη 11 εκαϑισεν τε ενιαυτον και μηνας εξ διδασκων εν αυτοις τον λογον του ϑεου 12 γαλλιωνος δε ανϑυπατευοντος της αχαιας κατεπεστησαν ομοϑυμαδον οι ιουδαιοι τω παυλω και ηγαγον αυτον επι το βημα 13 λεγοντες οτι παρα τον νομον ουτος αναπειϑει τους ανϑρωπους σεβεσϑαι τον ϑεον 14 μελλοντος δε του παυλου ανοιγειν το στομα ειπεν ο γαλλιων προς τους ιουδαιους ει μεν ουν ην αδικημα τι η ραδιουργημα πονηρον ω ιουδαιοι κατα λογον αν ηνεσχομην υμων 15 ει δε ζητημα εστιν περι λογου και ονοματων και νομου του καϑ υμας οψεσϑε αυτοι κριτης γαρ εγω τουτων ου βουλομαι ειναι 16 και απηλασεν αυτους απο του βηματος 17 επιλαβομενοι δε παντες οι ελληνες σωσϑενην τον αρχισυναγωγον ετυπτον εμπροσϑεν του βηματος και ουδεν τουτων τω γαλλιωνι εμελεν 18 ο δε παυλος ετι προσμεινας ημερας ικανας τοις αδελϕοις αποταξαμενος εξεπλει εις την συριαν και συν αυτω πρισκιλλα και ακυλας κειραμενος την κεϕαλην εν κεγχρεαις ειχεν γαρ ευχην 19 κατηντησεν δε εις εϕεσον κακεινους κατελιπεν αυτου αυτος δε εισελϑων εις την συναγωγην διελεχϑη τοις ιουδαιοις 20 ερωτωντων δε αυτων επι πλειονα χρονον μειναι παρ αυτοις ουκ επενευσεν 21 αλλ απεταξατο αυτοις ειπων δει με παντως την εορτην την ερχομενην ποιησαι εις ιεροσολυμα παλιν δε ανακαμψω προς υμας του ϑεου ϑελοντος και ανηχϑη απο της εϕεσου 22 και κατελϑων εις καισαρειαν αναβας και ασπασαμενος την εκκλησιαν κατεβη εις αντιοχειαν 23 και ποιησας χρονον τινα εξηλϑεν διερχομενος καϑεξης την γαλατικην χωραν και ϕρυγιαν επιστηριζων παντας τους μαϑητας 24 ιουδαιος δε τις απολλως ονοματι αλεξανδρευς τω γενει ανηρ λογιος κατηντησεν εις εϕεσον δυνατος ων εν ταις γραϕαις 25 ουτος ην κατηχημενος την οδον του κυριου και ζεων τω πνευματι ελαλει και εδιδασκεν ακριβως τα περι του κυριου επισταμενος μονον το βαπτισμα ιωαννου 26 ουτος τε ηρξατο παρρησιαζεσϑαι εν τη συναγωγη ακουσαντες δε αυτου ακυλας και πρισκιλλα προσελαβοντο αυτον και ακριβεστερον αυτω εξεϑεντο την του ϑεου οδον 27 βουλομενου δε αυτου διελϑειν εις την αχαιαν προτρεψαμενοι οι αδελϕοι εγραψαν τοις μαϑηταις αποδεξασϑαι αυτον ος παραγενομενος συνεβαλετο πολυ τοις πεπιστευκοσιν δια της χαριτος 28 ευτονως γαρ τοις ιουδαιοις διακατηλεγχετο δημοσια επιδεικνυς δια των γραϕων ειναι τον χριστον ιησουν
Πραξεις Αποστολων caput 19
1 εγενετο δε εν τω τον απολλω ειναι εν κορινϑω παυλον διελϑοντα τα ανωτερικα μερη ελϑειν εις εϕεσον και ευρων τινας μαϑητας 2 ειπεν προς αυτους ει πνευμα αγιον ελαβετε πιστευσαντες οι δε ειπον προς αυτον αλλ ουδε ει πνευμα αγιον εστιν ηκουσαμεν 3 ειπεν τε προς αυτους εις τι ουν εβαπτισϑητε οι δε ειπον εις το ιωαννου βαπτισμα 4 ειπεν δε παυλος ιωαννης μεν εβαπτισεν βαπτισμα μετανοιας τω λαω λεγων εις τον ερχομενον μετ αυτον ινα πιστευσωσιν τουτεστιν εις τον χριστον ιησουν 5 ακουσαντες δε εβαπτισϑησαν εις το ονομα του κυριου ιησου 6 και επιϑεντος αυτοις του παυλου τας χειρας ηλϑεν το πνευμα το αγιον επ αυτους ελαλουν τε γλωσσαις και προεϕητευον 7 ησαν δε οι παντες ανδρες ωσει δεκαδυο 8 εισελϑων δε εις την συναγωγην επαρρησιαζετο επι μηνας τρεις διαλεγομενος και πειϑων τα περι της βασιλειας του ϑεου 9 ως δε τινες εσκληρυνοντο και ηπειϑουν κακολογουντες την οδον ενωπιον του πληϑους αποστας απ αυτων αϕωρισεν τους μαϑητας καϑ ημεραν διαλεγομενος εν τη σχολη τυραννου τινος 10 τουτο δε εγενετο επι ετη δυο ωστε παντας τους κατοικουντας την ασιαν ακουσαι τον λογον του κυριου ιησου ιουδαιους τε και ελληνας 11 δυναμεις τε ου τας τυχουσας εποιει ο ϑεος δια των χειρων παυλου 12 ωστε και επι τους ασϑενουντας επιϕερεσϑαι απο του χρωτος αυτου σουδαρια η σιμικινϑια και απαλλασσεσϑαι απ αυτων τας νοσους τα τε πνευματα τα πονηρα εξερχεσϑαι απ αυτων 13 επεχειρησαν δε τινες απο των περιερχομενων ιουδαιων εξορκιστων ονομαζειν επι τους εχοντας τα πνευματα τα πονηρα το ονομα του κυριου ιησου λεγοντες ορκιζομεν υμας τον ιησουν ον ο παυλος κηρυσσει 14 ησαν δε τινες υιοι σκευα ιουδαιου αρχιερεως επτα οι τουτο ποιουντες 15 αποκριϑεν δε το πνευμα το πονηρον ειπεν τον ιησουν γινωσκω και τον παυλον επισταμαι υμεις δε τινες εστε 16 και εϕαλλομενος επ αυτους ο ανϑρωπος εν ω ην το πνευμα το πονηρον και κατακυριευσας αυτων ισχυσεν κατ αυτων ωστε γυμνους και τετραυματισμενους εκϕυγειν εκ του οικου εκεινου 17 τουτο δε εγενετο γνωστον πασιν ιουδαιοις τε και ελλησιν τοις κατοικουσιν την εϕεσον και επεπεσεν ϕοβος επι παντας αυτους και εμεγαλυνετο το ονομα του κυριου ιησου 18 πολλοι τε των πεπιστευκοτων ηρχοντο εξομολογουμενοι και αναγγελλοντες τας πραξεις αυτων 19 ικανοι δε των τα περιεργα πραξαντων συνενεγκαντες τας βιβλους κατεκαιον ενωπιον παντων και συνεψηϕισαν τας τιμας αυτων και ευρον αργυριου μυριαδας πεντε 20 ουτως κατα κρατος ο λογος του κυριου ηυξανεν και ισχυεν 21 ως δε επληρωϑη ταυτα εϑετο ο παυλος εν τω πνευματι διελϑων την μακεδονιαν και αχαιαν πορευεσϑαι εις ιερουσαλημ ειπων οτι μετα το γενεσϑαι με εκει δει με και ρωμην ιδειν 22 αποστειλας δε εις την μακεδονιαν δυο των διακονουντων αυτω τιμοϑεον και εραστον αυτος επεσχεν χρονον εις την ασιαν 23 εγενετο δε κατα τον καιρον εκεινον ταραχος ουκ ολιγος περι της οδου 24 δημητριος γαρ τις ονοματι αργυροκοπος ποιων ναους αργυρους αρτεμιδος παρειχετο τοις τεχνιταις εργασιαν ουκ ολιγην 25 ους συναϑροισας και τους περι τα τοιαυτα εργατας ειπεν ανδρες επιστασϑε οτι εκ ταυτης της εργασιας η ευπορια ημων εστιν 26 και ϑεωρειτε και ακουετε οτι ου μονον εϕεσου αλλα σχεδον πασης της ασιας ο παυλος ουτος πεισας μετεστησεν ικανον οχλον λεγων οτι ουκ εισιν ϑεοι οι δια χειρων γινομενοι 27 ου μονον δε τουτο κινδυνευει ημιν το μερος εις απελεγμον ελϑειν αλλα και το της μεγαλης ϑεας αρτεμιδος ιερον εις ουδεν λογισϑηναι μελλειν δε και καϑαιρεισϑαι την μεγαλειοτητα αυτης ην ολη η ασια και η οικουμενη σεβεται 28 ακουσαντες δε και γενομενοι πληρεις ϑυμου εκραζον λεγοντες μεγαλη η αρτεμις εϕεσιων 29 και επλησϑη η πολις ολη συγχυσεως ωρμησαν τε ομοϑυμαδον εις το ϑεατρον συναρπασαντες γαιον και αρισταρχον μακεδονας συνεκδημους του παυλου 30 του δε παυλου βουλομενου εισελϑειν εις τον δημον ουκ ειων αυτον οι μαϑηται 31 τινες δε και των ασιαρχων οντες αυτω ϕιλοι πεμψαντες προς αυτον παρεκαλουν μη δουναι εαυτον εις το ϑεατρον 32 αλλοι μεν ουν αλλο τι εκραζον ην γαρ η εκκλησια συγκεχυμενη και οι πλειους ουκ ηδεισαν τινος ενεκεν συνεληλυϑεισαν 33 εκ δε του οχλου προεβιβασαν αλεξανδρον προβαλοντων αυτον των ιουδαιων ο δε αλεξανδρος κατασεισας την χειρα ηϑελεν απολογεισϑαι τω δημω 34 επιγνοντων δε οτι ιουδαιος εστιν ϕωνη εγενετο μια εκ παντων ως επι ωρας δυο κραζοντων μεγαλη η αρτεμις εϕεσιων 35 καταστειλας δε ο γραμματευς τον οχλον ϕησιν ανδρες εϕεσιοι τις γαρ εστιν ανϑρωπος ος ου γινωσκει την εϕεσιων πολιν νεωκορον ουσαν της μεγαλης ϑεας αρτεμιδος και του διοπετους 36 αναντιρρητων ουν οντων τουτων δεον εστιν υμας κατεσταλμενους υπαρχειν και μηδεν προπετες πραττειν 37 ηγαγετε γαρ τους ανδρας τουτους ουτε ιεροσυλους ουτε βλασϕημουντας την ϑεαν υμων 38 ει μεν ουν δημητριος και οι συν αυτω τεχνιται προς τινα λογον εχουσιν αγοραιοι αγονται και ανϑυπατοι εισιν εγκαλειτωσαν αλληλοις 39 ει δε τι περι ετερων επιζητειτε εν τη εννομω εκκλησια επιλυϑησεται 40 και γαρ κινδυνευομεν εγκαλεισϑαι στασεως περι της σημερον μηδενος αιτιου υπαρχοντος περι ου δυνησομεϑα αποδουναι λογον της συστροϕης ταυτης 41 και ταυτα ειπων απελυσεν την εκκλησιαν
Πραξεις Αποστολων caput 20
1 μετα δε το παυσασϑαι τον ϑορυβον προσκαλεσαμενος ο παυλος τους μαϑητας και ασπασαμενος εξηλϑεν πορευϑηναι εις την μακεδονιαν 2 διελϑων δε τα μερη εκεινα και παρακαλεσας αυτους λογω πολλω ηλϑεν εις την ελλαδα 3 ποιησας τε μηνας τρεις γενομενης αυτω επιβουλης υπο των ιουδαιων μελλοντι αναγεσϑαι εις την συριαν εγενετο γνωμη του υποστρεϕειν δια μακεδονιας 4 συνειπετο δε αυτω αχρι της ασιας σωπατρος βεροιαιος ϑεσσαλονικεων δε αρισταρχος και σεκουνδος και γαιος δερβαιος και τιμοϑεος ασιανοι δε τυχικος και τροϕιμος 5 ουτοι προελϑοντες εμενον ημας εν τρωαδι 6 ημεις δε εξεπλευσαμεν μετα τας ημερας των αζυμων απο ϕιλιππων και ηλϑομεν προς αυτους εις την τρωαδα αχρις ημερων πεντε ου διετριψαμεν ημερας επτα 7 εν δε τη μια των σαββατων συνηγμενων των μαϑητων του κλασαι αρτον ο παυλος διελεγετο αυτοις μελλων εξιεναι τη επαυριον παρετεινεν τε τον λογον μεχρι μεσονυκτιου 8 ησαν δε λαμπαδες ικαναι εν τω υπερωω ου ησαν συνηγμενοι 9 καϑημενος δε τις νεανιας ονοματι ευτυχος επι της ϑυριδος καταϕερομενος υπνω βαϑει διαλεγομενου του παυλου επι πλειον κατενεχϑεις απο του υπνου επεσεν απο του τριστεγου κατω και ηρϑη νεκρος 10 καταβας δε ο παυλος επεπεσεν αυτω και συμπεριλαβων ειπεν μη ϑορυβεισϑε η γαρ ψυχη αυτου εν αυτω εστιν 11 αναβας δε και κλασας αρτον και γευσαμενος εϕ ικανον τε ομιλησας αχρις αυγης ουτως εξηλϑεν 12 ηγαγον δε τον παιδα ζωντα και παρεκληϑησαν ου μετριως 13 ημεις δε προελϑοντες επι το πλοιον ανηχϑημεν εις την ασσον εκειϑεν μελλοντες αναλαμβανειν τον παυλον ουτως γαρ ην διατεταγμενος μελλων αυτος πεζευειν 14 ως δε συνεβαλεν ημιν εις την ασσον αναλαβοντες αυτον ηλϑομεν εις μιτυληνην 15 κακειϑεν αποπλευσαντες τη επιουση κατηντησαμεν αντικρυ χιου τη δε ετερα παρεβαλομεν εις σαμον και μειναντες εν τρωγυλλιω τη εχομενη ηλϑομεν εις μιλητον 16 εκρινεν γαρ ο παυλος παραπλευσαι την εϕεσον οπως μη γενηται αυτω χρονοτριβησαι εν τη ασια εσπευδεν γαρ ει δυνατον ην αυτω την ημεραν της πεντηκοστης γενεσϑαι εις ιεροσολυμα 17 απο δε της μιλητου πεμψας εις εϕεσον μετεκαλεσατο τους πρεσβυτερους της εκκλησιας 18 ως δε παρεγενοντο προς αυτον ειπεν αυτοις υμεις επιστασϑε απο πρωτης ημερας αϕ ης επεβην εις την ασιαν πως μεϑ υμων τον παντα χρονον εγενομην 19 δουλευων τω κυριω μετα πασης ταπεινοϕροσυνης και πολλων δακρυων και πειρασμων των συμβαντων μοι εν ταις επιβουλαις των ιουδαιων 20 ως ουδεν υπεστειλαμην των συμϕεροντων του μη αναγγειλαι υμιν και διδαξαι υμας δημοσια και κατ οικους 21 διαμαρτυρομενος ιουδαιοις τε και ελλησιν την εις τον ϑεον μετανοιαν και πιστιν την εις τον κυριον ημων ιησουν χριστον 22 και νυν ιδου εγω δεδεμενος τω πνευματι πορευομαι εις ιερουσαλημ τα εν αυτη συναντησοντα μοι μη ειδως 23 πλην οτι το πνευμα το αγιον κατα πολιν διαμαρτυρεται λεγον οτι δεσμα με και ϑλιψεις μενουσιν 24 αλλ ουδενος λογον ποιουμαι ουδε εχω την ψυχην μου τιμιαν εμαυτω ως τελειωσαι τον δρομον μου μετα χαρας και την διακονιαν ην ελαβον παρα του κυριου ιησου διαμαρτυρασϑαι το ευαγγελιον της χαριτος του ϑεου 25 και νυν ιδου εγω οιδα οτι ουκετι οψεσϑε το προσωπον μου υμεις παντες εν οις διηλϑον κηρυσσων την βασιλειαν του ϑεου 26 διο μαρτυρομαι υμιν εν τη σημερον ημερα οτι καϑαρος εγω απο του αιματος παντων 27 ου γαρ υπεστειλαμην του μη αναγγειλαι υμιν πασαν την βουλην του ϑεου 28 προσεχετε ουν εαυτοις και παντι τω ποιμνιω εν ω υμας το πνευμα το αγιον εϑετο επισκοπους ποιμαινειν την εκκλησιαν του ϑεου ην περιεποιησατο δια του ιδιου αιματος 29 εγω γαρ οιδα τουτο οτι εισελευσονται μετα την αϕιξιν μου λυκοι βαρεις εις υμας μη ϕειδομενοι του ποιμνιου 30 και εξ υμων αυτων αναστησονται ανδρες λαλουντες διεστραμμενα του αποσπαν τους μαϑητας οπισω αυτων 31 διο γρηγορειτε μνημονευοντες οτι τριετιαν νυκτα και ημεραν ουκ επαυσαμην μετα δακρυων νουϑετων ενα εκαστον 32 και τανυν παρατιϑεμαι υμας αδελϕοι τω ϑεω και τω λογω της χαριτος αυτου τω δυναμενω εποικοδομησαι και δουναι υμιν κληρονομιαν εν τοις ηγιασμενοις πασιν 33 αργυριου η χρυσιου η ιματισμου ουδενος επεϑυμησα 34 αυτοι δε γινωσκετε οτι ταις χρειαις μου και τοις ουσιν μετ εμου υπηρετησαν αι χειρες αυται 35 παντα υπεδειξα υμιν οτι ουτως κοπιωντας δει αντιλαμβανεσϑαι των ασϑενουντων μνημονευειν τε των λογων του κυριου ιησου οτι αυτος ειπεν μακαριον εστιν διδοναι μαλλον η λαμβανειν 36 και ταυτα ειπων ϑεις τα γονατα αυτου συν πασιν αυτοις προσηυξατο 37 ικανος δε εγενετο κλαυϑμος παντων και επιπεσοντες επι τον τραχηλον του παυλου κατεϕιλουν αυτον 38 οδυνωμενοι μαλιστα επι τω λογω ω ειρηκει οτι ουκετι μελλουσιν το προσωπον αυτου ϑεωρειν προεπεμπον δε αυτον εις το πλοιον
Πραξεις Αποστολων caput 21
1 ως δε εγενετο αναχϑηναι ημας αποσπασϑεντας απ αυτων ευϑυδρομησαντες ηλϑομεν εις την κων τη δε εξης εις την ροδον κακειϑεν εις παταρα 2 και ευροντες πλοιον διαπερων εις ϕοινικην επιβαντες ανηχϑημεν 3 αναϕαναντες δε την κυπρον και καταλιποντες αυτην ευωνυμον επλεομεν εις συριαν και κατηχϑημεν εις τυρον εκεισε γαρ ην το πλοιον αποϕορτιζομενον τον γομον 4 και ανευροντες τους μαϑητας επεμειναμεν αυτου ημερας επτα οιτινες τω παυλω ελεγον δια του πνευματος μη αναβαινειν εις ιερουσαλημ 5 οτε δε εγενετο ημας εξαρτισαι τας ημερας εξελϑοντες επορευομεϑα προπεμποντων ημας παντων συν γυναιξιν και τεκνοις εως εξω της πολεως και ϑεντες τα γονατα επι τον αιγιαλον προσηυξαμεϑα 6 και ασπασαμενοι αλληλους επεβημεν εις το πλοιον εκεινοι δε υπεστρεψαν εις τα ιδια 7 ημεις δε τον πλουν διανυσαντες απο τυρου κατηντησαμεν εις πτολεμαιδα και ασπασαμενοι τους αδελϕους εμειναμεν ημεραν μιαν παρ αυτοις 8 τη δε επαυριον εξελϑοντες οι περι τον παυλον ηλϑον εις καισαρειαν και εισελϑοντες εις τον οικον ϕιλιππου του ευαγγελιστου του οντος εκ των επτα εμειναμεν παρ αυτω 9 τουτω δε ησαν ϑυγατερες παρϑενοι τεσσαρες προϕητευουσαι 10 επιμενοντων δε ημων ημερας πλειους κατηλϑεν τις απο της ιουδαιας προϕητης ονοματι αγαβος 11 και ελϑων προς ημας και αρας την ζωνην του παυλου δησας τε αυτου τας χειρας και τους ποδας ειπεν ταδε λεγει το πνευμα το αγιον τον ανδρα ου εστιν η ζωνη αυτη ουτως δησουσιν εν ιερουσαλημ οι ιουδαιοι και παραδωσουσιν εις χειρας εϑνων 12 ως δε ηκουσαμεν ταυτα παρεκαλουμεν ημεις τε και οι εντοπιοι του μη αναβαινειν αυτον εις ιερουσαλημ 13 απεκριϑη δε ο παυλος τι ποιειτε κλαιοντες και συνϑρυπτοντες μου την καρδιαν εγω γαρ ου μονον δεϑηναι αλλα και αποϑανειν εις ιερουσαλημ ετοιμως εχω υπερ του ονοματος του κυριου ιησου 14 μη πειϑομενου δε αυτου ησυχασαμεν ειποντες το ϑελημα του κυριου γενεσϑω 15 μετα δε τας ημερας ταυτας αποσκευασαμενοι ανεβαινομεν εις ιερουσαλημ 16 συνηλϑον δε και των μαϑητων απο καισαρειας συν ημιν αγοντες παρ ω ξενισϑωμεν μνασωνι τινι κυπριω αρχαιω μαϑητη 17 γενομενων δε ημων εις ιεροσολυμα ασμενως εδεξαντο ημας οι αδελϕοι 18 τη δε επιουση εισηει ο παυλος συν ημιν προς ιακωβον παντες τε παρεγενοντο οι πρεσβυτεροι 19 και ασπασαμενος αυτους εξηγειτο καϑ εν εκαστον ων εποιησεν ο ϑεος εν τοις εϑνεσιν δια της διακονιας αυτου 20 οι δε ακουσαντες εδοξαζον τον κυριον ειπον τε αυτω ϑεωρεις αδελϕε ποσαι μυριαδες εισιν ιουδαιων των πεπιστευκοτων και παντες ζηλωται του νομου υπαρχουσιν 21 κατηχηϑησαν δε περι σου οτι αποστασιαν διδασκεις απο μωσεως τους κατα τα εϑνη παντας ιουδαιους λεγων μη περιτεμνειν αυτους τα τεκνα μηδε τοις εϑεσιν περιπατειν 22 τι ουν εστιν παντως δει πληϑος συνελϑειν ακουσονται γαρ οτι εληλυϑας 23 τουτο ουν ποιησον ο σοι λεγομεν εισιν ημιν ανδρες τεσσαρες ευχην εχοντες εϕ εαυτων 24 τουτους παραλαβων αγνισϑητι συν αυτοις και δαπανησον επ αυτοις ινα ξυρησωνται την κεϕαλην και γνωσιν παντες οτι ων κατηχηνται περι σου ουδεν εστιν αλλα στοιχεις και αυτος τον νομον ϕυλασσων 25 περι δε των πεπιστευκοτων εϑνων ημεις επεστειλαμεν κριναντες μηδεν τοιουτον τηρειν αυτους ει μη ϕυλασσεσϑαι αυτους το τε ειδωλοϑυτον και το αιμα και πνικτον και πορνειαν 26 τοτε ο παυλος παραλαβων τους ανδρας τη εχομενη ημερα συν αυτοις αγνισϑεις εισηει εις το ιερον διαγγελλων την εκπληρωσιν των ημερων του αγνισμου εως ου προσηνεχϑη υπερ ενος εκαστου αυτων η προσϕορα 27 ως δε εμελλον αι επτα ημεραι συντελεισϑαι οι απο της ασιας ιουδαιοι ϑεασαμενοι αυτον εν τω ιερω συνεχεον παντα τον οχλον και επεβαλον τας χειρας επ αυτον 28 κραζοντες ανδρες ισραηλιται βοηϑειτε ουτος εστιν ο ανϑρωπος ο κατα του λαου και του νομου και του τοπου τουτου παντας πανταχου διδασκων ετι τε και ελληνας εισηγαγεν εις το ιερον και κεκοινωκεν τον αγιον τοπον τουτον 29 ησαν γαρ προεωρακοτες τροϕιμον τον εϕεσιον εν τη πολει συν αυτω ον ενομιζον οτι εις το ιερον εισηγαγεν ο παυλος 30 εκινηϑη τε η πολις ολη και εγενετο συνδρομη του λαου και επιλαβομενοι του παυλου ειλκον αυτον εξω του ιερου και ευϑεως εκλεισϑησαν αι ϑυραι 31 ζητουντων δε αυτον αποκτειναι ανεβη ϕασις τω χιλιαρχω της σπειρης οτι ολη συγκεχυται ιερουσαλημ 32 ος εξαυτης παραλαβων στρατιωτας και εκατονταρχους κατεδραμεν επ αυτους οι δε ιδοντες τον χιλιαρχον και τους στρατιωτας επαυσαντο τυπτοντες τον παυλον 33 τοτε εγγισας ο χιλιαρχος επελαβετο αυτου και εκελευσεν δεϑηναι αλυσεσιν δυσιν και επυνϑανετο τις αν ειη και τι εστιν πεποιηκως 34 αλλοι δε αλλο τι εβοων εν τω οχλω μη δυναμενος δε γνωναι το ασϕαλες δια τον ϑορυβον εκελευσεν αγεσϑαι αυτον εις την παρεμβολην 35 οτε δε εγενετο επι τους αναβαϑμους συνεβη βασταζεσϑαι αυτον υπο των στρατιωτων δια την βιαν του οχλου 36 ηκολουϑει γαρ το πληϑος του λαου κραζον αιρε αυτον 37 μελλων τε εισαγεσϑαι εις την παρεμβολην ο παυλος λεγει τω χιλιαρχω ει εξεστιν μοι ειπειν τι προς σε ο δε εϕη ελληνιστι γινωσκεις 38 ουκ αρα συ ει ο αιγυπτιος ο προ τουτων των ημερων αναστατωσας και εξαγαγων εις την ερημον τους τετρακισχιλιους ανδρας των σικαριων 39 ειπεν δε ο παυλος εγω ανϑρωπος μεν ειμι ιουδαιος ταρσευς της κιλικιας ουκ ασημου πολεως πολιτης δεομαι δε σου επιτρεψον μοι λαλησαι προς τον λαον 40 επιτρεψαντος δε αυτου ο παυλος εστως επι των αναβαϑμων κατεσεισεν τη χειρι τω λαω πολλης δε σιγης γενομενης προσεϕωνησεν τη εβραιδι διαλεκτω λεγων
Πραξεις Αποστολων caput 22
1 ανδρες αδελϕοι και πατερες ακουσατε μου της προς υμας νυν απολογιας 2 ακουσαντες δε οτι τη εβραιδι διαλεκτω προσεϕωνει αυτοις μαλλον παρεσχον ησυχιαν και ϕησιν 3 εγω μεν ειμι ανηρ ιουδαιος γεγεννημενος εν ταρσω της κιλικιας ανατεϑραμμενος δε εν τη πολει ταυτη παρα τους ποδας γαμαλιηλ πεπαιδευμενος κατα ακριβειαν του πατρωου νομου ζηλωτης υπαρχων του ϑεου καϑως παντες υμεις εστε σημερον 4 ος ταυτην την οδον εδιωξα αχρι ϑανατου δεσμευων και παραδιδους εις ϕυλακας ανδρας τε και γυναικας 5 ως και ο αρχιερευς μαρτυρει μοι και παν το πρεσβυτεριον παρ ων και επιστολας δεξαμενος προς τους αδελϕους εις δαμασκον επορευομην αξων και τους εκεισε οντας δεδεμενους εις ιερουσαλημ ινα τιμωρηϑωσιν 6 εγενετο δε μοι πορευομενω και εγγιζοντι τη δαμασκω περι μεσημβριαν εξαιϕνης εκ του ουρανου περιαστραψαι ϕως ικανον περι εμε 7 επεσον τε εις το εδαϕος και ηκουσα ϕωνης λεγουσης μοι σαουλ σαουλ τι με διωκεις 8 εγω δε απεκριϑην τις ει κυριε ειπεν τε προς με εγω ειμι ιησους ο ναζωραιος ον συ διωκεις 9 οι δε συν εμοι οντες το μεν ϕως εϑεασαντο και εμϕοβοι εγενοντο την δε ϕωνην ουκ ηκουσαν του λαλουντος μοι 10 ειπον δε τι ποιησω κυριε ο δε κυριος ειπεν προς με αναστας πορευου εις δαμασκον κακει σοι λαληϑησεται περι παντων ων τετακται σοι ποιησαι 11 ως δε ουκ ενεβλεπον απο της δοξης του ϕωτος εκεινου χειραγωγουμενος υπο των συνοντων μοι ηλϑον εις δαμασκον 12 ανανιας δε τις ανηρ ευσεβης κατα τον νομον μαρτυρουμενος υπο παντων των κατοικουντων ιουδαιων 13 ελϑων προς με και επιστας ειπεν μοι σαουλ αδελϕε αναβλεψον καγω αυτη τη ωρα ανεβλεψα εις αυτον 14 ο δε ειπεν ο ϑεος των πατερων ημων προεχειρισατο σε γνωναι το ϑελημα αυτου και ιδειν τον δικαιον και ακουσαι ϕωνην εκ του στοματος αυτου 15 οτι εση μαρτυς αυτω προς παντας ανϑρωπους ων εωρακας και ηκουσας 16 και νυν τι μελλεις αναστας βαπτισαι και απολουσαι τας αμαρτιας σου επικαλεσαμενος το ονομα του κυριου 17 εγενετο δε μοι υποστρεψαντι εις ιερουσαλημ και προσευχομενου μου εν τω ιερω γενεσϑαι με εν εκστασει 18 και ιδειν αυτον λεγοντα μοι σπευσον και εξελϑε εν ταχει εξ ιερουσαλημ διοτι ου παραδεξονται σου την μαρτυριαν περι εμου 19 καγω ειπον κυριε αυτοι επιστανται οτι εγω ημην ϕυλακιζων και δερων κατα τας συναγωγας τους πιστευοντας επι σε 20 και οτε εξεχειτο το αιμα στεϕανου του μαρτυρος σου και αυτος ημην εϕεστως και συνευδοκων τη αναιρεσει αυτου και ϕυλασσων τα ιματια των αναιρουντων αυτον 21 και ειπεν προς με πορευου οτι εγω εις εϑνη μακραν εξαποστελω σε 22 ηκουον δε αυτου αχρι τουτου του λογου και επηραν την ϕωνην αυτων λεγοντες αιρε απο της γης τον τοιουτον ου γαρ καϑηκον αυτον ζην 23 κραυγαζοντων δε αυτων και ριπτουντων τα ιματια και κονιορτον βαλλοντων εις τον αερα 24 εκελευσεν αυτον ο χιλιαρχος αγεσϑαι εις την παρεμβολην ειπων μαστιξιν ανεταζεσϑαι αυτον ινα επιγνω δι ην αιτιαν ουτως επεϕωνουν αυτω 25 ως δε προετεινεν αυτον τοις ιμασιν ειπεν προς τον εστωτα εκατονταρχον ο παυλος ει ανϑρωπον ρωμαιον και ακατακριτον εξεστιν υμιν μαστιζειν 26 ακουσας δε ο εκατονταρχος προσελϑων απηγγειλεν τω χιλιαρχω λεγων ορα τι μελλεις ποιειν ο γαρ ανϑρωπος ουτος ρωμαιος εστιν 27 προσελϑων δε ο χιλιαρχος ειπεν αυτω λεγε μοι ει συ ρωμαιος ει ο δε εϕη ναι 28 απεκριϑη τε ο χιλιαρχος εγω πολλου κεϕαλαιου την πολιτειαν ταυτην εκτησαμην ο δε παυλος εϕη εγω δε και γεγεννημαι 29 ευϑεως ουν απεστησαν απ αυτου οι μελλοντες αυτον ανεταζειν και ο χιλιαρχος δε εϕοβηϑη επιγνους οτι ρωμαιος εστιν και οτι ην αυτον δεδεκως 30 τη δε επαυριον βουλομενος γνωναι το ασϕαλες το τι κατηγορειται παρα των ιουδαιων ελυσεν αυτον απο των δεσμων και εκελευσεν ελϑειν τους αρχιερεις και ολον το συνεδριον αυτων και καταγαγων τον παυλον εστησεν εις αυτους
Πραξεις Αποστολων caput 23
1 ατενισας δε ο παυλος τω συνεδριω ειπεν ανδρες αδελϕοι εγω παση συνειδησει αγαϑη πεπολιτευμαι τω ϑεω αχρι ταυτης της ημερας 2 ο δε αρχιερευς ανανιας επεταξεν τοις παρεστωσιν αυτω τυπτειν αυτου το στομα 3 τοτε ο παυλος προς αυτον ειπεν τυπτειν σε μελλει ο ϑεος τοιχε κεκονιαμενε και συ καϑη κρινων με κατα τον νομον και παρανομων κελευεις με τυπτεσϑαι 4 οι δε παρεστωτες ειπον τον αρχιερεα του ϑεου λοιδορεις 5 εϕη τε ο παυλος ουκ ηδειν αδελϕοι οτι εστιν αρχιερευς γεγραπται γαρ αρχοντα του λαου σου ουκ ερεις κακως 6 γνους δε ο παυλος οτι το εν μερος εστιν σαδδουκαιων το δε ετερον ϕαρισαιων εκραξεν εν τω συνεδριω ανδρες αδελϕοι εγω ϕαρισαιος ειμι υιος ϕαρισαιου περι ελπιδος και αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι 7 τουτο δε αυτου λαλησαντος εγενετο στασις των ϕαρισαιων και των σαδδουκαιων και εσχισϑη το πληϑος 8 σαδδουκαιοι μεν γαρ λεγουσιν μη ειναι αναστασιν μηδε αγγελον μητε πνευμα ϕαρισαιοι δε ομολογουσιν τα αμϕοτερα 9 εγενετο δε κραυγη μεγαλη και ανασταντες οι γραμματεις του μερους των ϕαρισαιων διεμαχοντο λεγοντες ουδεν κακον ευρισκομεν εν τω ανϑρωπω τουτω ει δε πνευμα ελαλησεν αυτω η αγγελος μη ϑεομαχωμεν 10 πολλης δε γενομενης στασεως ευλαβηϑεις ο χιλιαρχος μη διασπασϑη ο παυλος υπ αυτων εκελευσεν το στρατευμα καταβαν αρπασαι αυτον εκ μεσου αυτων αγειν τε εις την παρεμβολην 11 τη δε επιουση νυκτι επιστας αυτω ο κυριος ειπεν ϑαρσει παυλε ως γαρ διεμαρτυρω τα περι εμου εις ιερουσαλημ ουτως σε δει και εις ρωμην μαρτυρησαι 12 γενομενης δε ημερας ποιησαντες τινες των ιουδαιων συστροϕην ανεϑεματισαν εαυτους λεγοντες μητε ϕαγειν μητε πιειν εως ου αποκτεινωσιν τον παυλον 13 ησαν δε πλειους τεσσαρακοντα οι ταυτην την συνωμοσιαν πεποιηκοτες 14 οιτινες προσελϑοντες τοις αρχιερευσιν και τοις πρεσβυτεροις ειπον αναϑεματι ανεϑεματισαμεν εαυτους μηδενος γευσασϑαι εως ου αποκτεινωμεν τον παυλον 15 νυν ουν υμεις εμϕανισατε τω χιλιαρχω συν τω συνεδριω οπως αυριον αυτον καταγαγη προς υμας ως μελλοντας διαγινωσκειν ακριβεστερον τα περι αυτου ημεις δε προ του εγγισαι αυτον ετοιμοι εσμεν του ανελειν αυτον 16 ακουσας δε ο υιος της αδελϕης παυλου το ενεδρον παραγενομενος και εισελϑων εις την παρεμβολην απηγγειλεν τω παυλω 17 προσκαλεσαμενος δε ο παυλος ενα των εκατονταρχων εϕη τον νεανιαν τουτον απαγαγε προς τον χιλιαρχον εχει γαρ τι απαγγειλαι αυτω 18 ο μεν ουν παραλαβων αυτον ηγαγεν προς τον χιλιαρχον και ϕησιν ο δεσμιος παυλος προσκαλεσαμενος με ηρωτησεν τουτον τον νεανιαν αγαγειν προς σε εχοντα τι λαλησαι σοι 19 επιλαβομενος δε της χειρος αυτου ο χιλιαρχος και αναχωρησας κατ ιδιαν επυνϑανετο τι εστιν ο εχεις απαγγειλαι μοι 20 ειπεν δε οτι οι ιουδαιοι συνεϑεντο του ερωτησαι σε οπως αυριον εις το συνεδριον καταγαγης τον παυλον ως μελλοντες τι ακριβεστερον πυνϑανεσϑαι περι αυτου 21 συ ουν μη πεισϑης αυτοις ενεδρευουσιν γαρ αυτον εξ αυτων ανδρες πλειους τεσσαρακοντα οιτινες ανεϑεματισαν εαυτους μητε ϕαγειν μητε πιειν εως ου ανελωσιν αυτον και νυν ετοιμοι εισιν προσδεχομενοι την απο σου επαγγελιαν 22 ο μεν ουν χιλιαρχος απελυσεν τον νεανιαν παραγγειλας μηδενι εκλαλησαι οτι ταυτα ενεϕανισας προς με 23 και προσκαλεσαμενος δυο τινας των εκατονταρχων ειπεν ετοιμασατε στρατιωτας διακοσιους οπως πορευϑωσιν εως καισαρειας και ιππεις εβδομηκοντα και δεξιολαβους διακοσιους απο τριτης ωρας της νυκτος 24 κτηνη τε παραστησαι ινα επιβιβασαντες τον παυλον διασωσωσιν προς ϕηλικα τον ηγεμονα 25 γραψας επιστολην περιεχουσαν τον τυπον τουτον 26 κλαυδιος λυσιας τω κρατιστω ηγεμονι ϕηλικι χαιρειν 27 τον ανδρα τουτον συλληϕϑεντα υπο των ιουδαιων και μελλοντα αναιρεισϑαι υπ αυτων επιστας συν τω στρατευματι εξειλομην αυτον μαϑων οτι ρωμαιος εστιν 28 βουλομενος δε γνωναι την αιτιαν δι ην ενεκαλουν αυτω κατηγαγον αυτον εις το συνεδριον αυτων 29 ον ευρον εγκαλουμενον περι ζητηματων του νομου αυτων μηδεν δε αξιον ϑανατου η δεσμων εγκλημα εχοντα 30 μηνυϑεισης δε μοι επιβουλης εις τον ανδρα μελλειν εσεσϑαι υπο των ιουδαιων εξαυτης επεμψα προς σε παραγγειλας και τοις κατηγοροις λεγειν τα προς αυτον επι σου ερρωσο 31 οι μεν ουν στρατιωται κατα το διατεταγμενον αυτοις αναλαβοντες τον παυλον ηγαγον δια της νυκτος εις την αντιπατριδα 32 τη δε επαυριον εασαντες τους ιππεις πορευεσϑαι συν αυτω υπεστρεψαν εις την παρεμβολην 33 οιτινες εισελϑοντες εις την καισαρειαν και αναδοντες την επιστολην τω ηγεμονι παρεστησαν και τον παυλον αυτω 34 αναγνους δε ο ηγεμων και επερωτησας εκ ποιας επαρχιας εστιν και πυϑομενος οτι απο κιλικιας 35 διακουσομαι σου εϕη οταν και οι κατηγοροι σου παραγενωνται εκελευσεν τε αυτον εν τω πραιτωριω του ηρωδου ϕυλασσεσϑαι
Πραξεις Αποστολων caput 24
1 μετα δε πεντε ημερας κατεβη ο αρχιερευς ανανιας μετα των πρεσβυτερων και ρητορος τερτυλλου τινος οιτινες ενεϕανισαν τω ηγεμονι κατα του παυλου 2 κληϑεντος δε αυτου ηρξατο κατηγορειν ο τερτυλλος λεγων 3 πολλης ειρηνης τυγχανοντες δια σου και κατορϑωματων γινομενων τω εϑνει τουτω δια της σης προνοιας παντη τε και πανταχου αποδεχομεϑα κρατιστε ϕηλιξ μετα πασης ευχαριστιας 4 ινα δε μη επι πλειον σε εγκοπτω παρακαλω ακουσαι σε ημων συντομως τη ση επιεικεια 5 ευροντες γαρ τον ανδρα τουτον λοιμον και κινουντα στασιν πασιν τοις ιουδαιοις τοις κατα την οικουμενην πρωτοστατην τε της των ναζωραιων αιρεσεως 6 ος και το ιερον επειρασεν βεβηλωσαι ον και εκρατησαμεν και κατα τον ημετερον νομον ηϑελησαμεν κρινειν 7 παρελϑων δε λυσιας ο χιλιαρχος μετα πολλης βιας εκ των χειρων ημων απηγαγεν 8 κελευσας τους κατηγορους αυτου ερχεσϑαι επι σε παρ ου δυνηση αυτος ανακρινας περι παντων τουτων επιγνωναι ων ημεις κατηγορουμεν αυτου 9 συνεϑεντο δε και οι ιουδαιοι ϕασκοντες ταυτα ουτως εχειν 10 απεκριϑη δε ο παυλος νευσαντος αυτω του ηγεμονος λεγειν εκ πολλων ετων οντα σε κριτην τω εϑνει τουτω επισταμενος ευϑυμοτερον τα περι εμαυτου απολογουμαι 11 δυναμενου σου γνωναι οτι ου πλειους εισιν μοι ημεραι η δεκαδυο αϕ ης ανεβην προσκυνησων εν ιερουσαλημ 12 και ουτε εν τω ιερω ευρον με προς τινα διαλεγομενον η επισυστασιν ποιουντα οχλου ουτε εν ταις συναγωγαις ουτε κατα την πολιν 13 ουτε παραστησαι με δυνανται περι ων νυν κατηγορουσιν μου 14 ομολογω δε τουτο σοι οτι κατα την οδον ην λεγουσιν αιρεσιν ουτως λατρευω τω πατρωω ϑεω πιστευων πασιν τοις κατα τον νομον και τοις προϕηταις γεγραμμενοις 15 ελπιδα εχων εις τον ϑεον ην και αυτοι ουτοι προσδεχονται αναστασιν μελλειν εσεσϑαι νεκρων δικαιων τε και αδικων 16 εν τουτω δε αυτος ασκω απροσκοπον συνειδησιν εχειν προς τον ϑεον και τους ανϑρωπους διαπαντος 17 δι ετων δε πλειονων παρεγενομην ελεημοσυνας ποιησων εις το εϑνος μου και προσϕορας 18 εν οις ευρον με ηγνισμενον εν τω ιερω ου μετα οχλου ουδε μετα ϑορυβου τινες δε απο της ασιας ιουδαιοι 19 ους δει επι σου παρειναι και κατηγορειν ει τι εχοιεν προς με 20 η αυτοι ουτοι ειπατωσαν ει τι ευρον εν εμοι αδικημα σταντος μου επι του συνεδριου 21 η περι μιας ταυτης ϕωνης ης εκραξα εστως εν αυτοις οτι περι αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι σημερον υϕ υμων 22 ακουσας δε ταυτα ο ϕηλιξ ανεβαλετο αυτους ακριβεστερον ειδως τα περι της οδου ειπων οταν λυσιας ο χιλιαρχος καταβη διαγνωσομαι τα καϑ υμας 23 διαταξαμενος τε τω εκατονταρχη τηρεισϑαι τον παυλον εχειν τε ανεσιν και μηδενα κωλυειν των ιδιων αυτου υπηρετειν η προσερχεσϑαι αυτω 24 μετα δε ημερας τινας παραγενομενος ο ϕηλιξ συν δρουσιλλη τη γυναικι αυτου ουση ιουδαια μετεπεμψατο τον παυλον και ηκουσεν αυτου περι της εις χριστον πιστεως 25 διαλεγομενου δε αυτου περι δικαιοσυνης και εγκρατειας και του κριματος του μελλοντος εσεσϑαι εμϕοβος γενομενος ο ϕηλιξ απεκριϑη το νυν εχον πορευου καιρον δε μεταλαβων μετακαλεσομαι σε 26 αμα δε και ελπιζων οτι χρηματα δοϑησεται αυτω υπο του παυλου οπως λυση αυτον διο και πυκνοτερον αυτον μεταπεμπομενος ωμιλει αυτω 27 διετιας δε πληρωϑεισης ελαβεν διαδοχον ο ϕηλιξ πορκιον ϕηστον ϑελων τε χαριτας καταϑεσϑαι τοις ιουδαιοις ο ϕηλιξ κατελιπεν τον παυλον δεδεμενον
Πραξεις Αποστολων caput 25
1 ϕηστος ουν επιβας τη επαρχια μετα τρεις ημερας ανεβη εις ιεροσολυμα απο καισαρειας 2 ενεϕανισαν δε αυτω ο αρχιερευς και οι πρωτοι των ιουδαιων κατα του παυλου και παρεκαλουν αυτον 3 αιτουμενοι χαριν κατ αυτου οπως μεταπεμψηται αυτον εις ιερουσαλημ ενεδραν ποιουντες ανελειν αυτον κατα την οδον 4 ο μεν ουν ϕηστος απεκριϑη τηρεισϑαι τον παυλον εν καισαρεια εαυτον δε μελλειν εν ταχει εκπορευεσϑαι 5 οι ουν δυνατοι εν υμιν ϕησιν συγκαταβαντες ει τι εστιν εν τω ανδρι τουτω κατηγορειτωσαν αυτου 6 διατριψας δε εν αυτοις ημερας πλειους η δεκα καταβας εις καισαρειαν τη επαυριον καϑισας επι του βηματος εκελευσεν τον παυλον αχϑηναι 7 παραγενομενου δε αυτου περιεστησαν οι απο ιεροσολυμων καταβεβηκοτες ιουδαιοι πολλα και βαρεα αιτιαματα ϕεροντες κατα του παυλου α ουκ ισχυον αποδειξαι 8 απολογουμενου αυτου οτι ουτε εις τον νομον των ιουδαιων ουτε εις το ιερον ουτε εις καισαρα τι ημαρτον 9 ο ϕηστος δε τοις ιουδαιοις ϑελων χαριν καταϑεσϑαι αποκριϑεις τω παυλω ειπεν ϑελεις εις ιεροσολυμα αναβας εκει περι τουτων κρινεσϑαι επ εμου 10 ειπεν δε ο παυλος επι του βηματος καισαρος εστως ειμι ου με δει κρινεσϑαι ιουδαιους ουδεν ηδικησα ως και συ καλλιον επιγινωσκεις 11 ει μεν γαρ αδικω και αξιον ϑανατου πεπραχα τι ου παραιτουμαι το αποϑανειν ει δε ουδεν εστιν ων ουτοι κατηγορουσιν μου ουδεις με δυναται αυτοις χαρισασϑαι καισαρα επικαλουμαι 12 τοτε ο ϕηστος συλλαλησας μετα του συμβουλιου απεκριϑη καισαρα επικεκλησαι επι καισαρα πορευση 13 ημερων δε διαγενομενων τινων αγριππας ο βασιλευς και βερνικη κατηντησαν εις καισαρειαν ασπασομενοι τον ϕηστον 14 ως δε πλειους ημερας διετριβον εκει ο ϕηστος τω βασιλει ανεϑετο τα κατα τον παυλον λεγων ανηρ τις εστιν καταλελειμμενος υπο ϕηλικος δεσμιος 15 περι ου γενομενου μου εις ιεροσολυμα ενεϕανισαν οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι των ιουδαιων αιτουμενοι κατ αυτου δικην 16 προς ους απεκριϑην οτι ουκ εστιν εϑος ρωμαιοις χαριζεσϑαι τινα ανϑρωπον εις απωλειαν πριν η ο κατηγορουμενος κατα προσωπον εχοι τους κατηγορους τοπον τε απολογιας λαβοι περι του εγκληματος 17 συνελϑοντων ουν αυτων ενϑαδε αναβολην μηδεμιαν ποιησαμενος τη εξης καϑισας επι του βηματος εκελευσα αχϑηναι τον ανδρα 18 περι ου σταϑεντες οι κατηγοροι ουδεμιαν αιτιαν επεϕερον ων υπενοουν εγω 19 ζητηματα δε τινα περι της ιδιας δεισιδαιμονιας ειχον προς αυτον και περι τινος ιησου τεϑνηκοτος ον εϕασκεν ο παυλος ζην 20 απορουμενος δε εγω εις την περι τουτου ζητησιν ελεγον ει βουλοιτο πορευεσϑαι εις ιερουσαλημ κακει κρινεσϑαι περι τουτων 21 του δε παυλου επικαλεσαμενου τηρηϑηναι αυτον εις την του σεβαστου διαγνωσιν εκελευσα τηρεισϑαι αυτον εως ου πεμψω αυτον προς καισαρα 22 αγριππας δε προς τον ϕηστον εϕη εβουλομην και αυτος του ανϑρωπου ακουσαι ο δε αυριον ϕησιν ακουση αυτου 23 τη ουν επαυριον ελϑοντος του αγριππα και της βερνικης μετα πολλης ϕαντασιας και εισελϑοντων εις το ακροατηριον συν τε τοις χιλιαρχοις και ανδρασιν τοις κατ εξοχην ουσιν της πολεως και κελευσαντος του ϕηστου ηχϑη ο παυλος 24 και ϕησιν ο ϕηστος αγριππα βασιλευ και παντες οι συμπαροντες ημιν ανδρες ϑεωρειτε τουτον περι ου παν το πληϑος των ιουδαιων ενετυχον μοι εν τε ιεροσολυμοις και ενϑαδε επιβοωντες μη δειν ζην αυτον μηκετι 25 εγω δε καταλαβομενος μηδεν αξιον ϑανατου αυτον πεπραχεναι και αυτου δε τουτου επικαλεσαμενου τον σεβαστον εκρινα πεμπειν αυτον 26 περι ου ασϕαλες τι γραψαι τω κυριω ουκ εχω διο προηγαγον αυτον εϕ υμων και μαλιστα επι σου βασιλευ αγριππα οπως της ανακρισεως γενομενης σχω τι γραψαι 27 αλογον γαρ μοι δοκει πεμποντα δεσμιον μη και τας κατ αυτου αιτιας σημαναι
Πραξεις Αποστολων caput 26
1 αγριππας δε προς τον παυλον εϕη επιτρεπεται σοι υπερ σεαυτου λεγειν τοτε ο παυλος απελογειτο εκτεινας την χειρα 2 περι παντων ων εγκαλουμαι υπο ιουδαιων βασιλευ αγριππα ηγημαι εμαυτον μακαριον μελλων απολογεισϑαι επι σου σημερον 3 μαλιστα γνωστην οντα σε παντων των κατα ιουδαιους εϑων τε και ζητηματων διο δεομαι σου μακροϑυμως ακουσαι μου 4 την μεν ουν βιωσιν μου την εκ νεοτητος την απ αρχης γενομενην εν τω εϑνει μου εν ιεροσολυμοις ισασιν παντες οι ιουδαιοι 5 προγινωσκοντες με ανωϑεν εαν ϑελωσιν μαρτυρειν οτι κατα την ακριβεστατην αιρεσιν της ημετερας ϑρησκειας εζησα ϕαρισαιος 6 και νυν επ ελπιδι της προς τους πατερας επαγγελιας γενομενης υπο του ϑεου εστηκα κρινομενος 7 εις ην το δωδεκαϕυλον ημων εν εκτενεια νυκτα και ημεραν λατρευον ελπιζει καταντησαι περι ης ελπιδος εγκαλουμαι βασιλευ αγριππα υπο των ιουδαιων 8 τι απιστον κρινεται παρ υμιν ει ο ϑεος νεκρους εγειρει 9 εγω μεν ουν εδοξα εμαυτω προς το ονομα ιησου του ναζωραιου δειν πολλα εναντια πραξαι 10 ο και εποιησα εν ιεροσολυμοις και πολλους των αγιων εγω ϕυλακαις κατεκλεισα την παρα των αρχιερεων εξουσιαν λαβων αναιρουμενων τε αυτων κατηνεγκα ψηϕον 11 και κατα πασας τας συναγωγας πολλακις τιμωρων αυτους ηναγκαζον βλασϕημειν περισσως τε εμμαινομενος αυτοις εδιωκον εως και εις τας εξω πολεις 12 εν οις και πορευομενος εις την δαμασκον μετ εξουσιας και επιτροπης της παρα των αρχιερεων 13 ημερας μεσης κατα την οδον ειδον βασιλευ ουρανοϑεν υπερ την λαμπροτητα του ηλιου περιλαμψαν με ϕως και τους συν εμοι πορευομενους 14 παντων δε καταπεσοντων ημων εις την γην ηκουσα ϕωνην λαλουσαν προς με και λεγουσαν τη εβραιδι διαλεκτω σαουλ σαουλ τι με διωκεις σκληρον σοι προς κεντρα λακτιζειν 15 εγω δε ειπον τις ει κυριε ο δε ειπεν εγω ειμι ιησους ον συ διωκεις 16 αλλα αναστηϑι και στηϑι επι τους ποδας σου εις τουτο γαρ ωϕϑην σοι προχειρισασϑαι σε υπηρετην και μαρτυρα ων τε ειδες ων τε οϕϑησομαι σοι 17 εξαιρουμενος σε εκ του λαου και των εϑνων εις ους νυν σε αποστελλω 18 ανοιξαι οϕϑαλμους αυτων του επιστρεψαι απο σκοτους εις ϕως και της εξουσιας του σατανα επι τον ϑεον του λαβειν αυτους αϕεσιν αμαρτιων και κληρον εν τοις ηγιασμενοις πιστει τη εις εμε 19 οϑεν βασιλευ αγριππα ουκ εγενομην απειϑης τη ουρανιω οπτασια 20 αλλα τοις εν δαμασκω πρωτον και ιεροσολυμοις εις πασαν τε την χωραν της ιουδαιας και τοις εϑνεσιν απαγγελλων μετανοειν και επιστρεϕειν επι τον ϑεον αξια της μετανοιας εργα πρασσοντας 21 ενεκα τουτων με οι ιουδαιοι συλλαβομενοι εν τω ιερω επειρωντο διαχειρισασϑαι 22 επικουριας ουν τυχων της παρα του ϑεου αχρι της ημερας ταυτης εστηκα μαρτυρουμενος μικρω τε και μεγαλω ουδεν εκτος λεγων ων τε οι προϕηται ελαλησαν μελλοντων γινεσϑαι και μωσης 23 ει παϑητος ο χριστος ει πρωτος εξ αναστασεως νεκρων ϕως μελλει καταγγελλειν τω λαω και τοις εϑνεσιν 24 ταυτα δε αυτου απολογουμενου ο ϕηστος μεγαλη τη ϕωνη εϕη μαινη παυλε τα πολλα σε γραμματα εις μανιαν περιτρεπει 25 ο δε ου μαινομαι ϕησιν κρατιστε ϕηστε αλλ αληϑειας και σωϕροσυνης ρηματα αποϕϑεγγομαι 26 επισταται γαρ περι τουτων ο βασιλευς προς ον και παρρησιαζομενος λαλω λανϑανειν γαρ αυτον τι τουτων ου πειϑομαι ουδεν ου γαρ εστιν εν γωνια πεπραγμενον τουτο 27 πιστευεις βασιλευ αγριππα τοις προϕηταις οιδα οτι πιστευεις 28 ο δε αγριππας προς τον παυλον εϕη εν ολιγω με πειϑεις χριστιανον γενεσϑαι 29 ο δε παυλος ειπεν ευξαιμην αν τω ϑεω και εν ολιγω και εν πολλω ου μονον σε αλλα και παντας τους ακουοντας μου σημερον γενεσϑαι τοιουτους οποιος καγω ειμι παρεκτος των δεσμων τουτων 30 και ταυτα ειποντος αυτου ανεστη ο βασιλευς και ο ηγεμων η τε βερνικη και οι συγκαϑημενοι αυτοις 31 και αναχωρησαντες ελαλουν προς αλληλους λεγοντες οτι ουδεν ϑανατου αξιον η δεσμων πρασσει ο ανϑρωπος ουτος 32 αγριππας δε τω ϕηστω εϕη απολελυσϑαι εδυνατο ο ανϑρωπος ουτος ει μη επεκεκλητο καισαρα
Πραξεις Αποστολων caput 27
1 ως δε εκριϑη του αποπλειν ημας εις την ιταλιαν παρεδιδουν τον τε παυλον και τινας ετερους δεσμωτας εκατονταρχη ονοματι ιουλιω σπειρης σεβαστης 2 επιβαντες δε πλοιω αδραμυττηνω μελλοντες πλειν τους κατα την ασιαν τοπους ανηχϑημεν οντος συν ημιν αρισταρχου μακεδονος ϑεσσαλονικεως 3 τη τε ετερα κατηχϑημεν εις σιδωνα ϕιλανϑρωπως τε ο ιουλιος τω παυλω χρησαμενος επετρεψεν προς ϕιλους πορευϑεντα επιμελειας τυχειν 4 κακειϑεν αναχϑεντες υπεπλευσαμεν την κυπρον δια το τους ανεμους ειναι εναντιους 5 το τε πελαγος το κατα την κιλικιαν και παμϕυλιαν διαπλευσαντες κατηλϑομεν εις μυρα της λυκιας 6 κακει ευρων ο εκατονταρχος πλοιον αλεξανδρινον πλεον εις την ιταλιαν ενεβιβασεν ημας εις αυτο 7 εν ικαναις δε ημεραις βραδυπλοουντες και μολις γενομενοι κατα την κνιδον μη προσεωντος ημας του ανεμου υπεπλευσαμεν την κρητην κατα σαλμωνην 8 μολις τε παραλεγομενοι αυτην ηλϑομεν εις τοπον τινα καλουμενον καλους λιμενας ω εγγυς ην πολις λασαια 9 ικανου δε χρονου διαγενομενου και οντος ηδη επισϕαλους του πλοος δια το και την νηστειαν ηδη παρεληλυϑεναι παρηνει ο παυλος 10 λεγων αυτοις ανδρες ϑεωρω οτι μετα υβρεως και πολλης ζημιας ου μονον του ϕορτου και του πλοιου αλλα και των ψυχων ημων μελλειν εσεσϑαι τον πλουν 11 ο δε εκατονταρχος τω κυβερνητη και τω ναυκληρω επειϑετο μαλλον η τοις υπο του παυλου λεγομενοις 12 ανευϑετου δε του λιμενος υπαρχοντος προς παραχειμασιαν οι πλειους εϑεντο βουλην αναχϑηναι κακειϑεν ειπως δυναιντο καταντησαντες εις ϕοινικα παραχειμασαι λιμενα της κρητης βλεποντα κατα λιβα και κατα χωρον 13 υποπνευσαντος δε νοτου δοξαντες της προϑεσεως κεκρατηκεναι αραντες ασσον παρελεγοντο την κρητην 14 μετ ου πολυ δε εβαλεν κατ αυτης ανεμος τυϕωνικος ο καλουμενος ευροκλυδων 15 συναρπασϑεντος δε του πλοιου και μη δυναμενου αντοϕϑαλμειν τω ανεμω επιδοντες εϕερομεϑα 16 νησιον δε τι υποδραμοντες καλουμενον κλαυδην μολις ισχυσαμεν περικρατεις γενεσϑαι της σκαϕης 17 ην αραντες βοηϑειαις εχρωντο υποζωννυντες το πλοιον ϕοβουμενοι τε μη εις την συρτιν εκπεσωσιν χαλασαντες το σκευος ουτως εϕεροντο 18 σϕοδρως δε χειμαζομενων ημων τη εξης εκβολην εποιουντο 19 και τη τριτη αυτοχειρες την σκευην του πλοιου ερριψαμεν 20 μητε δε ηλιου μητε αστρων επιϕαινοντων επι πλειονας ημερας χειμωνος τε ουκ ολιγου επικειμενου λοιπον περιηρειτο πασα ελπις του σωζεσϑαι ημας 21 πολλης δε ασιτιας υπαρχουσης τοτε σταϑεις ο παυλος εν μεσω αυτων ειπεν εδει μεν ω ανδρες πειϑαρχησαντας μοι μη αναγεσϑαι απο της κρητης κερδησαι τε την υβριν ταυτην και την ζημιαν 22 και τανυν παραινω υμας ευϑυμειν αποβολη γαρ ψυχης ουδεμια εσται εξ υμων πλην του πλοιου 23 παρεστη γαρ μοι τη νυκτι ταυτη αγγελος του ϑεου ου ειμι ω και λατρευω 24 λεγων μη ϕοβου παυλε καισαρι σε δει παραστηναι και ιδου κεχαρισται σοι ο ϑεος παντας τους πλεοντας μετα σου 25 διο ευϑυμειτε ανδρες πιστευω γαρ τω ϑεω οτι ουτως εσται καϑ ον τροπον λελαληται μοι 26 εις νησον δε τινα δει ημας εκπεσειν 27 ως δε τεσσαρεσκαιδεκατη νυξ εγενετο διαϕερομενων ημων εν τω αδρια κατα μεσον της νυκτος υπενοουν οι ναυται προσαγειν τινα αυτοις χωραν 28 και βολισαντες ευρον οργυιας εικοσι βραχυ δε διαστησαντες και παλιν βολισαντες ευρον οργυιας δεκαπεντε 29 ϕοβουμενοι τε μηπως εις τραχεις τοπους εκπεσωσιν εκ πρυμνης ριψαντες αγκυρας τεσσαρας ηυχοντο ημεραν γενεσϑαι 30 των δε ναυτων ζητουντων ϕυγειν εκ του πλοιου και χαλασαντων την σκαϕην εις την ϑαλασσαν προϕασει ως εκ πρωρας μελλοντων αγκυρας εκτεινειν 31 ειπεν ο παυλος τω εκατονταρχη και τοις στρατιωταις εαν μη ουτοι μεινωσιν εν τω πλοιω υμεις σωϑηναι ου δυνασϑε 32 τοτε οι στρατιωται απεκοψαν τα σχοινια της σκαϕης και ειασαν αυτην εκπεσειν 33 αχρι δε ου εμελλεν ημερα γινεσϑαι παρεκαλει ο παυλος απαντας μεταλαβειν τροϕης λεγων τεσσαρεσκαιδεκατην σημερον ημεραν προσδοκωντες ασιτοι διατελειτε μηδεν προσλαβομενοι 34 διο παρακαλω υμας προσλαβειν τροϕης τουτο γαρ προς της υμετερας σωτηριας υπαρχει ουδενος γαρ υμων ϑριξ εκ της κεϕαλης πεσειται 35 ειπων δε ταυτα και λαβων αρτον ευχαριστησεν τω ϑεω ενωπιον παντων και κλασας ηρξατο εσϑιειν 36 ευϑυμοι δε γενομενοι παντες και αυτοι προσελαβοντο τροϕης 37 ημεν δε εν τω πλοιω αι πασαι ψυχαι διακοσιαι εβδομηκονταεξ 38 κορεσϑεντες δε τροϕης εκουϕιζον το πλοιον εκβαλλομενοι τον σιτον εις την ϑαλασσαν 39 οτε δε ημερα εγενετο την γην ουκ επεγινωσκον κολπον δε τινα κατενοουν εχοντα αιγιαλον εις ον εβουλευσαντο ει δυναιντο εξωσαι το πλοιον 40 και τας αγκυρας περιελοντες ειων εις την ϑαλασσαν αμα ανεντες τας ζευκτηριας των πηδαλιων και επαραντες τον αρτεμονα τη πνεουση κατειχον εις τον αιγιαλον 41 περιπεσοντες δε εις τοπον διϑαλασσον επωκειλαν την ναυν και η μεν πρωρα ερεισασα εμεινεν ασαλευτος η δε πρυμνα ελυετο υπο της βιας των κυματων 42 των δε στρατιωτων βουλη εγενετο ινα τους δεσμωτας αποκτεινωσιν μητις εκκολυμβησας διαϕυγοι 43 ο δε εκατονταρχος βουλομενος διασωσαι τον παυλον εκωλυσεν αυτους του βουληματος εκελευσεν τε τους δυναμενους κολυμβαν απορριψαντας πρωτους επι την γην εξιεναι 44 και τους λοιπους ους μεν επι σανισιν ους δε επι τινων των απο του πλοιου και ουτως εγενετο παντας διασωϑηναι επι την γην
Πραξεις Αποστολων caput 28
1 και διασωϑεντες τοτε επεγνωσαν οτι μελιτη η νησος καλειται 2 οι δε βαρβαροι παρειχον ου την τυχουσαν ϕιλανϑρωπιαν ημιν αναψαντες γαρ πυραν προσελαβοντο παντας ημας δια τον υετον τον εϕεστωτα και δια το ψυχος 3 συστρεψαντος δε του παυλου ϕρυγανων πληϑος και επιϑεντος επι την πυραν εχιδνα εκ της ϑερμης εξελϑουσα καϑηψεν της χειρος αυτου 4 ως δε ειδον οι βαρβαροι κρεμαμενον το ϑηριον εκ της χειρος αυτου ελεγον προς αλληλους παντως ϕονευς εστιν ο ανϑρωπος ουτος ον διασωϑεντα εκ της ϑαλασσης η δικη ζην ουκ ειασεν 5 ο μεν ουν αποτιναξας το ϑηριον εις το πυρ επαϑεν ουδεν κακον 6 οι δε προσεδοκων αυτον μελλειν πιμπρασϑαι η καταπιπτειν αϕνω νεκρον επι πολυ δε αυτων προσδοκωντων και ϑεωρουντων μηδεν ατοπον εις αυτον γινομενον μεταβαλλομενοι ελεγον ϑεον αυτον ειναι 7 εν δε τοις περι τον τοπον εκεινον υπηρχεν χωρια τω πρωτω της νησου ονοματι ποπλιω ος αναδεξαμενος ημας τρεις ημερας ϕιλοϕρονως εξενισεν 8 εγενετο δε τον πατερα του ποπλιου πυρετοις και δυσεντερια συνεχομενον κατακεισϑαι προς ον ο παυλος εισελϑων και προσευξαμενος επιϑεις τας χειρας αυτω ιασατο αυτον 9 τουτου ουν γενομενου και οι λοιποι οι εχοντες ασϑενειας εν τη νησω προσηρχοντο και εϑεραπευοντο 10 οι και πολλαις τιμαις ετιμησαν ημας και αναγομενοις επεϑεντο τα προς την χρειαν 11 μετα δε τρεις μηνας ανηχϑημεν εν πλοιω παρακεχειμακοτι εν τη νησω αλεξανδρινω παρασημω διοσκουροις 12 και καταχϑεντες εις συρακουσας επεμειναμεν ημερας τρεις 13 οϑεν περιελϑοντες κατηντησαμεν εις ρηγιον και μετα μιαν ημεραν επιγενομενου νοτου δευτεραιοι ηλϑομεν εις ποτιολους 14 ου ευροντες αδελϕους παρεκληϑημεν επ αυτοις επιμειναι ημερας επτα και ουτως εις την ρωμην ηλϑομεν 15 κακειϑεν οι αδελϕοι ακουσαντες τα περι ημων εξηλϑον εις απαντησιν ημιν αχρις αππιου ϕορου και τριων ταβερνων ους ιδων ο παυλος ευχαριστησας τω ϑεω ελαβεν ϑαρσος 16 οτε δε ηλϑομεν εις ρωμην ο εκατονταρχος παρεδωκεν τους δεσμιους τω στρατοπεδαρχη τω δε παυλω επετραπη μενειν καϑ εαυτον συν τω ϕυλασσοντι αυτον στρατιωτη 17 εγενετο δε μετα ημερας τρεις συγκαλεσασϑαι τον παυλον τους οντας των ιουδαιων πρωτους συνελϑοντων δε αυτων ελεγεν προς αυτους ανδρες αδελϕοι εγω ουδεν εναντιον ποιησας τω λαω η τοις εϑεσιν τοις πατρωοις δεσμιος εξ ιεροσολυμων παρεδοϑην εις τας χειρας των ρωμαιων 18 οιτινες ανακριναντες με εβουλοντο απολυσαι δια το μηδεμιαν αιτιαν ϑανατου υπαρχειν εν εμοι 19 αντιλεγοντων δε των ιουδαιων ηναγκασϑην επικαλεσασϑαι καισαρα ουχ ως του εϑνους μου εχων τι κατηγορησαι 20 δια ταυτην ουν την αιτιαν παρεκαλεσα υμας ιδειν και προσλαλησαι ενεκεν γαρ της ελπιδος του ισραηλ την αλυσιν ταυτην περικειμαι 21 οι δε προς αυτον ειπον ημεις ουτε γραμματα περι σου εδεξαμεϑα απο της ιουδαιας ουτε παραγενομενος τις των αδελϕων απηγγειλεν η ελαλησεν τι περι σου πονηρον 22 αξιουμεν δε παρα σου ακουσαι α ϕρονεις περι μεν γαρ της αιρεσεως ταυτης γνωστον εστιν ημιν οτι πανταχου αντιλεγεται 23 ταξαμενοι δε αυτω ημεραν ηκον προς αυτον εις την ξενιαν πλειονες οις εξετιϑετο διαμαρτυρομενος την βασιλειαν του ϑεου πειϑων τε αυτους τα περι του ιησου απο τε του νομου μωσεως και των προϕητων απο πρωι εως εσπερας 24 και οι μεν επειϑοντο τοις λεγομενοις οι δε ηπιστουν 25 ασυμϕωνοι δε οντες προς αλληλους απελυοντο ειποντος του παυλου ρημα εν οτι καλως το πνευμα το αγιον ελαλησεν δια ησαιου του προϕητου προς τους πατερας ημων 26 λεγον πορευϑητι προς τον λαον τουτον και ειπε ακοη ακουσετε και ου μη συνητε και βλεποντες βλεψετε και ου μη ιδητε 27 επαχυνϑη γαρ η καρδια του λαου τουτου και τοις ωσιν βαρεως ηκουσαν και τους οϕϑαλμους αυτων εκαμμυσαν μηποτε ιδωσιν τοις οϕϑαλμοις και τοις ωσιν ακουσωσιν και τη καρδια συνωσιν και επιστρεψωσιν και ιασωμαι αυτους 28 γνωστον ουν εστω υμιν οτι τοις εϑνεσιν απεσταλη το σωτηριον του ϑεου αυτοι και ακουσονται 29 και ταυτα αυτου ειποντος απηλϑον οι ιουδαιοι πολλην εχοντες εν εαυτοις συζητησιν 30 εμεινεν δε ο παυλος διετιαν ολην εν ιδιω μισϑωματι και απεδεχετο παντας τους εισπορευομενους προς αυτον 31 κηρυσσων την βασιλειαν του ϑεου και διδασκων τα περι του κυριου ιησου χριστου μετα πασης παρρησιας ακωλυτως Εξπλιχιτ λιβερ Αχτυυμ Αποστολορυμ
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 1
1 παυλος δουλος ιησου χριστου κλητος αποστολος αϕωρισμενος εις ευαγγελιον ϑεου 2 ο προεπηγγειλατο δια των προϕητων αυτου εν γραϕαις αγιαις 3 περι του υιου αυτου του γενομενου εκ σπερματος δαβιδ κατα σαρκα 4 του ορισϑεντος υιου ϑεου εν δυναμει κατα πνευμα αγιωσυνης εξ αναστασεως νεκρων ιησου χριστου του κυριου ημων 5 δι ου ελαβομεν χαριν και αποστολην εις υπακοην πιστεως εν πασιν τοις εϑνεσιν υπερ του ονοματος αυτου 6 εν οις εστε και υμεις κλητοι ιησου χριστου 7 πασιν τοις ουσιν εν ρωμη αγαπητοις ϑεου κλητοις αγιοις χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 8 πρωτον μεν ευχαριστω τω ϑεω μου δια ιησου χριστου υπερ παντων υμων οτι η πιστις υμων καταγγελλεται εν ολω τω κοσμω 9 μαρτυς γαρ μου εστιν ο ϑεος ω λατρευω εν τω πνευματι μου εν τω ευαγγελιω του υιου αυτου ως αδιαλειπτως μνειαν υμων ποιουμαι 10 παντοτε επι των προσευχων μου δεομενος ειπως ηδη ποτε ευοδωϑησομαι εν τω ϑεληματι του ϑεου ελϑειν προς υμας 11 επιποϑω γαρ ιδειν υμας ινα τι μεταδω χαρισμα υμιν πνευματικον εις το στηριχϑηναι υμας 12 τουτο δε εστιν συμπαρακληϑηναι εν υμιν δια της εν αλληλοις πιστεως υμων τε και εμου 13 ου ϑελω δε υμας αγνοειν αδελϕοι οτι πολλακις προεϑεμην ελϑειν προς υμας και εκωλυϑην αχρι του δευρο ινα καρπον τινα σχω και εν υμιν καϑως και εν τοις λοιποις εϑνεσιν 14 ελλησιν τε και βαρβαροις σοϕοις τε και ανοητοις οϕειλετης ειμι 15 ουτως το κατ εμε προϑυμον και υμιν τοις εν ρωμη ευαγγελισασϑαι 16 ου γαρ επαισχυνομαι το ευαγγελιον του χριστου δυναμις γαρ ϑεου εστιν εις σωτηριαν παντι τω πιστευοντι ιουδαιω τε πρωτον και ελληνι 17 δικαιοσυνη γαρ ϑεου εν αυτω αποκαλυπτεται εκ πιστεως εις πιστιν καϑως γεγραπται ο δε δικαιος εκ πιστεως ζησεται 18 αποκαλυπτεται γαρ οργη ϑεου απ ουρανου επι πασαν ασεβειαν και αδικιαν ανϑρωπων των την αληϑειαν εν αδικια κατεχοντων 19 διοτι το γνωστον του ϑεου ϕανερον εστιν εν αυτοις ο γαρ ϑεος αυτοις εϕανερωσεν 20 τα γαρ αορατα αυτου απο κτισεως κοσμου τοις ποιημασιν νοουμενα καϑοραται η τε αιδιος αυτου δυναμις και ϑειοτης εις το ειναι αυτους αναπολογητους 21 διοτι γνοντες τον ϑεον ουχ ως ϑεον εδοξασαν η ευχαριστησαν αλλ εματαιωϑησαν εν τοις διαλογισμοις αυτων και εσκοτισϑη η ασυνετος αυτων καρδια 22 ϕασκοντες ειναι σοϕοι εμωρανϑησαν 23 και ηλλαξαν την δοξαν του αϕϑαρτου ϑεου εν ομοιωματι εικονος ϕϑαρτου ανϑρωπου και πετεινων και τετραποδων και ερπετων 24 διο και παρεδωκεν αυτους ο ϑεος εν ταις επιϑυμιαις των καρδιων αυτων εις ακαϑαρσιαν του ατιμαζεσϑαι τα σωματα αυτων εν εαυτοις 25 οιτινες μετηλλαξαν την αληϑειαν του ϑεου εν τω ψευδει και εσεβασϑησαν και ελατρευσαν τη κτισει παρα τον κτισαντα ος εστιν ευλογητος εις τους αιωνας αμην 26 δια τουτο παρεδωκεν αυτους ο ϑεος εις παϑη ατιμιας αι τε γαρ ϑηλειαι αυτων μετηλλαξαν την ϕυσικην χρησιν εις την παρα ϕυσιν 27 ομοιως τε και οι αρρενες αϕεντες την ϕυσικην χρησιν της ϑηλειας εξεκαυϑησαν εν τη ορεξει αυτων εις αλληλους αρσενες εν αρσεσιν την ασχημοσυνην κατεργαζομενοι και την αντιμισϑιαν ην εδει της πλανης αυτων εν εαυτοις απολαμβανοντες 28 και καϑως ουκ εδοκιμασαν τον ϑεον εχειν εν επιγνωσει παρεδωκεν αυτους ο ϑεος εις αδοκιμον νουν ποιειν τα μη καϑηκοντα 29 πεπληρωμενους παση αδικια πορνεια πονηρια πλεονεξια κακια μεστους ϕϑονου ϕονου εριδος δολου κακοηϑειας ψιϑυριστας 30 καταλαλους ϑεοστυγεις υβριστας υπερηϕανους αλαζονας εϕευρετας κακων γονευσιν απειϑεις 31 ασυνετους ασυνϑετους αστοργους ασπονδους ανελεημονας 32 οιτινες το δικαιωμα του ϑεου επιγνοντες οτι οι τα τοιαυτα πρασσοντες αξιοι ϑανατου εισιν ου μονον αυτα ποιουσιν αλλα και συνευδοκουσιν τοις πρασσουσιν
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 2
1 διο αναπολογητος ει ω ανϑρωπε πας ο κρινων εν ω γαρ κρινεις τον ετερον σεαυτον κατακρινεις τα γαρ αυτα πρασσεις ο κρινων 2 οιδαμεν δε οτι το κριμα του ϑεου εστιν κατα αληϑειαν επι τους τα τοιαυτα πρασσοντας 3 λογιζη δε τουτο ω ανϑρωπε ο κρινων τους τα τοιαυτα πρασσοντας και ποιων αυτα οτι συ εκϕευξη το κριμα του ϑεου 4 η του πλουτου της χρηστοτητος αυτου και της ανοχης και της μακροϑυμιας καταϕρονεις αγνοων οτι το χρηστον του ϑεου εις μετανοιαν σε αγει 5 κατα δε την σκληροτητα σου και αμετανοητον καρδιαν ϑησαυριζεις σεαυτω οργην εν ημερα οργης και αποκαλυψεως δικαιοκρισιας του ϑεου 6 ος αποδωσει εκαστω κατα τα εργα αυτου 7 τοις μεν καϑ υπομονην εργου αγαϑου δοξαν και τιμην και αϕϑαρσιαν ζητουσιν ζωην αιωνιον 8 τοις δε εξ εριϑειας και απειϑουσιν μεν τη αληϑεια πειϑομενοις δε τη αδικια ϑυμος και οργη 9 ϑλιψις και στενοχωρια επι πασαν ψυχην ανϑρωπου του κατεργαζομενου το κακον ιουδαιου τε πρωτον και ελληνος 10 δοξα δε και τιμη και ειρηνη παντι τω εργαζομενω το αγαϑον ιουδαιω τε πρωτον και ελληνι 11 ου γαρ εστιν προσωποληψια παρα τω ϑεω 12 οσοι γαρ ανομως ημαρτον ανομως και απολουνται και οσοι εν νομω ημαρτον δια νομου κριϑησονται 13 ου γαρ οι ακροαται του νομου δικαιοι παρα τω ϑεω αλλ οι ποιηται του νομου δικαιωϑησονται 14 οταν γαρ εϑνη τα μη νομον εχοντα ϕυσει τα του νομου ποιη ουτοι νομον μη εχοντες εαυτοις εισιν νομος 15 οιτινες ενδεικνυνται το εργον του νομου γραπτον εν ταις καρδιαις αυτων συμμαρτυρουσης αυτων της συνειδησεως και μεταξυ αλληλων των λογισμων κατηγορουντων η και απολογουμενων 16 εν ημερα οτε κρινει ο ϑεος τα κρυπτα των ανϑρωπων κατα το ευαγγελιον μου δια ιησου χριστου 17 ιδε συ ιουδαιος επονομαζη και επαναπαυη τω νομω και καυχασαι εν ϑεω 18 και γινωσκεις το ϑελημα και δοκιμαζεις τα διαϕεροντα κατηχουμενος εκ του νομου 19 πεποιϑας τε σεαυτον οδηγον ειναι τυϕλων ϕως των εν σκοτει 20 παιδευτην αϕρονων διδασκαλον νηπιων εχοντα την μορϕωσιν της γνωσεως και της αληϑειας εν τω νομω 21 ο ουν διδασκων ετερον σεαυτον ου διδασκεις ο κηρυσσων μη κλεπτειν κλεπτεις 22 ο λεγων μη μοιχευειν μοιχευεις ο βδελυσσομενος τα ειδωλα ιεροσυλεις 23 ος εν νομω καυχασαι δια της παραβασεως του νομου τον ϑεον ατιμαζεις 24 το γαρ ονομα του ϑεου δι υμας βλασϕημειται εν τοις εϑνεσιν καϑως γεγραπται 25 περιτομη μεν γαρ ωϕελει εαν νομον πρασσης εαν δε παραβατης νομου ης η περιτομη σου ακροβυστια γεγονεν 26 εαν ουν η ακροβυστια τα δικαιωματα του νομου ϕυλασση ουχι η ακροβυστια αυτου εις περιτομην λογισϑησεται 27 και κρινει η εκ ϕυσεως ακροβυστια τον νομον τελουσα σε τον δια γραμματος και περιτομης παραβατην νομου 28 ου γαρ ο εν τω ϕανερω ιουδαιος εστιν ουδε η εν τω ϕανερω εν σαρκι περιτομη 29 αλλ ο εν τω κρυπτω ιουδαιος και περιτομη καρδιας εν πνευματι ου γραμματι ου ο επαινος ουκ εξ ανϑρωπων αλλ εκ του ϑεου
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 3
1 τι ουν το περισσον του ιουδαιου η τις η ωϕελεια της περιτομης 2 πολυ κατα παντα τροπον πρωτον μεν γαρ οτι επιστευϑησαν τα λογια του ϑεου 3 τι γαρ ει ηπιστησαν τινες μη η απιστια αυτων την πιστιν του ϑεου καταργησει 4 μη γενοιτο γινεσϑω δε ο ϑεος αληϑης πας δε ανϑρωπος ψευστης καϑως γεγραπται οπως αν δικαιωϑης εν τοις λογοις σου και νικησης εν τω κρινεσϑαι σε 5 ει δε η αδικια ημων ϑεου δικαιοσυνην συνιστησιν τι ερουμεν μη αδικος ο ϑεος ο επιϕερων την οργην κατα ανϑρωπον λεγω 6 μη γενοιτο επει πως κρινει ο ϑεος τον κοσμον 7 ει γαρ η αληϑεια του ϑεου εν τω εμω ψευσματι επερισσευσεν εις την δοξαν αυτου τι ετι καγω ως αμαρτωλος κρινομαι 8 και μη καϑως βλασϕημουμεϑα και καϑως ϕασιν τινες ημας λεγειν οτι ποιησωμεν τα κακα ινα ελϑη τα αγαϑα ων το κριμα ενδικον εστιν 9 τι ουν προεχομεϑα ου παντως προητιασαμεϑα γαρ ιουδαιους τε και ελληνας παντας υϕ αμαρτιαν ειναι 10 καϑως γεγραπται οτι ουκ εστιν δικαιος ουδε εις 11 ουκ εστιν ο συνιων ουκ εστιν ο εκζητων τον ϑεον 12 παντες εξεκλιναν αμα ηχρειωϑησαν ουκ εστιν ποιων χρηστοτητα ουκ εστιν εως ενος 13 ταϕος ανεωγμενος ο λαρυγξ αυτων ταις γλωσσαις αυτων εδολιουσαν ιος ασπιδων υπο τα χειλη αυτων 14 ων το στομα αρας και πικριας γεμει 15 οξεις οι ποδες αυτων εκχεαι αιμα 16 συντριμμα και ταλαιπωρια εν ταις οδοις αυτων 17 και οδον ειρηνης ουκ εγνωσαν 18 ουκ εστιν ϕοβος ϑεου απεναντι των οϕϑαλμων αυτων 19 οιδαμεν δε οτι οσα ο νομος λεγει τοις εν τω νομω λαλει ινα παν στομα ϕραγη και υποδικος γενηται πας ο κοσμος τω ϑεω 20 διοτι εξ εργων νομου ου δικαιωϑησεται πασα σαρξ ενωπιον αυτου δια γαρ νομου επιγνωσις αμαρτιας 21 νυνι δε χωρις νομου δικαιοσυνη ϑεου πεϕανερωται μαρτυρουμενη υπο του νομου και των προϕητων 22 δικαιοσυνη δε ϑεου δια πιστεως ιησου χριστου εις παντας και επι παντας τους πιστευοντας ου γαρ εστιν διαστολη 23 παντες γαρ ημαρτον και υστερουνται της δοξης του ϑεου 24 δικαιουμενοι δωρεαν τη αυτου χαριτι δια της απολυτρωσεως της εν χριστω ιησου 25 ον προεϑετο ο ϑεος ιλαστηριον δια της πιστεως εν τω αυτου αιματι εις ενδειξιν της δικαιοσυνης αυτου δια την παρεσιν των προγεγονοτων αμαρτηματων 26 εν τη ανοχη του ϑεου προς ενδειξιν της δικαιοσυνης αυτου εν τω νυν καιρω εις το ειναι αυτον δικαιον και δικαιουντα τον εκ πιστεως ιησου 27 που ουν η καυχησις εξεκλεισϑη δια ποιου νομου των εργων ουχι αλλα δια νομου πιστεως 28 λογιζομεϑα ουν πιστει δικαιουσϑαι ανϑρωπον χωρις εργων νομου 29 η ιουδαιων ο ϑεος μονον ουχι δε και εϑνων ναι και εϑνων 30 επειπερ εις ο ϑεος ος δικαιωσει περιτομην εκ πιστεως και ακροβυστιαν δια της πιστεως 31 νομον ουν καταργουμεν δια της πιστεως μη γενοιτο αλλα νομον ιστωμεν
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 4
1 τι ουν ερουμεν αβρααμ τον πατερα ημων ευρηκεναι κατα σαρκα 2 ει γαρ αβρααμ εξ εργων εδικαιωϑη εχει καυχημα αλλ ου προς τον ϑεον 3 τι γαρ η γραϕη λεγει επιστευσεν δε αβρααμ τω ϑεω και ελογισϑη αυτω εις δικαιοσυνην 4 τω δε εργαζομενω ο μισϑος ου λογιζεται κατα χαριν αλλα κατα το οϕειλημα 5 τω δε μη εργαζομενω πιστευοντι δε επι τον δικαιουντα τον ασεβη λογιζεται η πιστις αυτου εις δικαιοσυνην 6 καϑαπερ και δαβιδ λεγει τον μακαρισμον του ανϑρωπου ω ο ϑεος λογιζεται δικαιοσυνην χωρις εργων 7 μακαριοι ων αϕεϑησαν αι ανομιαι και ων επεκαλυϕϑησαν αι αμαρτιαι 8 μακαριος ανηρ ω ου μη λογισηται κυριος αμαρτιαν 9 ο μακαρισμος ουν ουτος επι την περιτομην η και επι την ακροβυστιαν λεγομεν γαρ οτι ελογισϑη τω αβρααμ η πιστις εις δικαιοσυνην 10 πως ουν ελογισϑη εν περιτομη οντι η εν ακροβυστια ουκ εν περιτομη αλλ εν ακροβυστια 11 και σημειον ελαβεν περιτομης σϕραγιδα της δικαιοσυνης της πιστεως της εν τη ακροβυστια εις το ειναι αυτον πατερα παντων των πιστευοντων δι ακροβυστιας εις το λογισϑηναι και αυτοις την δικαιοσυνην 12 και πατερα περιτομης τοις ουκ εκ περιτομης μονον αλλα και τοις στοιχουσιν τοις ιχνεσιν της εν τη ακροβυστια πιστεως του πατρος ημων αβρααμ 13 ου γαρ δια νομου η επαγγελια τω αβρααμ η τω σπερματι αυτου το κληρονομον αυτον ειναι του κοσμου αλλα δια δικαιοσυνης πιστεως 14 ει γαρ οι εκ νομου κληρονομοι κεκενωται η πιστις και κατηργηται η επαγγελια 15 ο γαρ νομος οργην κατεργαζεται ου γαρ ουκ εστιν νομος ουδε παραβασις 16 δια τουτο εκ πιστεως ινα κατα χαριν εις το ειναι βεβαιαν την επαγγελιαν παντι τω σπερματι ου τω εκ του νομου μονον αλλα και τω εκ πιστεως αβρααμ ος εστιν πατηρ παντων ημων 17 καϑως γεγραπται οτι πατερα πολλων εϑνων τεϑεικα σε κατεναντι ου επιστευσεν ϑεου του ζωοποιουντος τους νεκρους και καλουντος τα μη οντα ως οντα 18 ος παρ ελπιδα επ ελπιδι επιστευσεν εις το γενεσϑαι αυτον πατερα πολλων εϑνων κατα το ειρημενον ουτως εσται το σπερμα σου 19 και μη ασϑενησας τη πιστει ου κατενοησεν το εαυτου σωμα ηδη νενεκρωμενον εκατονταετης που υπαρχων και την νεκρωσιν της μητρας σαρρας 20 εις δε την επαγγελιαν του ϑεου ου διεκριϑη τη απιστια αλλ ενεδυναμωϑη τη πιστει δους δοξαν τω ϑεω 21 και πληροϕορηϑεις οτι ο επηγγελται δυνατος εστιν και ποιησαι 22 διο και ελογισϑη αυτω εις δικαιοσυνην 23 ουκ εγραϕη δε δι αυτον μονον οτι ελογισϑη αυτω 24 αλλα και δι ημας οις μελλει λογιζεσϑαι τοις πιστευουσιν επι τον εγειραντα ιησουν τον κυριον ημων εκ νεκρων 25 ος παρεδοϑη δια τα παραπτωματα ημων και ηγερϑη δια την δικαιωσιν ημων
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 5
1 δικαιωϑεντες ουν εκ πιστεως ειρηνην εχομεν προς τον ϑεον δια του κυριου ημων ιησου χριστου 2 δι ου και την προσαγωγην εσχηκαμεν τη πιστει εις την χαριν ταυτην εν η εστηκαμεν και καυχωμεϑα επ ελπιδι της δοξης του ϑεου 3 ου μονον δε αλλα και καυχωμεϑα εν ταις ϑλιψεσιν ειδοτες οτι η ϑλιψις υπομονην κατεργαζεται 4 η δε υπομονη δοκιμην η δε δοκιμη ελπιδα 5 η δε ελπις ου καταισχυνει οτι η αγαπη του ϑεου εκκεχυται εν ταις καρδιαις ημων δια πνευματος αγιου του δοϑεντος ημιν 6 ετι γαρ χριστος οντων ημων ασϑενων κατα καιρον υπερ ασεβων απεϑανεν 7 μολις γαρ υπερ δικαιου τις αποϑανειται υπερ γαρ του αγαϑου ταχα τις και τολμα αποϑανειν 8 συνιστησιν δε την εαυτου αγαπην εις ημας ο ϑεος οτι ετι αμαρτωλων οντων ημων χριστος υπερ ημων απεϑανεν 9 πολλω ουν μαλλον δικαιωϑεντες νυν εν τω αιματι αυτου σωϑησομεϑα δι αυτου απο της οργης 10 ει γαρ εχϑροι οντες κατηλλαγημεν τω ϑεω δια του ϑανατου του υιου αυτου πολλω μαλλον καταλλαγεντες σωϑησομεϑα εν τη ζωη αυτου 11 ου μονον δε αλλα και καυχωμενοι εν τω ϑεω δια του κυριου ημων ιησου χριστου δι ου νυν την καταλλαγην ελαβομεν 12 δια τουτο ωσπερ δι ενος ανϑρωπου η αμαρτια εις τον κοσμον εισηλϑεν και δια της αμαρτιας ο ϑανατος και ουτως εις παντας ανϑρωπους ο ϑανατος διηλϑεν εϕ ω παντες ημαρτον 13 αχρι γαρ νομου αμαρτια ην εν κοσμω αμαρτια δε ουκ ελλογειται μη οντος νομου 14 αλλ εβασιλευσεν ο ϑανατος απο αδαμ μεχρι μωσεως και επι τους μη αμαρτησαντας επι τω ομοιωματι της παραβασεως αδαμ ος εστιν τυπος του μελλοντος 15 αλλ ουχ ως το παραπτωμα ουτως και το χαρισμα ει γαρ τω του ενος παραπτωματι οι πολλοι απεϑανον πολλω μαλλον η χαρις του ϑεου και η δωρεα εν χαριτι τη του ενος ανϑρωπου ιησου χριστου εις τους πολλους επερισσευσεν 16 και ουχ ως δι ενος αμαρτησαντος το δωρημα το μεν γαρ κριμα εξ ενος εις κατακριμα το δε χαρισμα εκ πολλων παραπτωματων εις δικαιωμα 17 ει γαρ τω του ενος παραπτωματι ο ϑανατος εβασιλευσεν δια του ενος πολλω μαλλον οι την περισσειαν της χαριτος και της δωρεας της δικαιοσυνης λαμβανοντες εν ζωη βασιλευσουσιν δια του ενος ιησου χριστου 18 αρα ουν ως δι ενος παραπτωματος εις παντας ανϑρωπους εις κατακριμα ουτως και δι ενος δικαιωματος εις παντας ανϑρωπους εις δικαιωσιν ζωης 19 ωσπερ γαρ δια της παρακοης του ενος ανϑρωπου αμαρτωλοι κατεσταϑησαν οι πολλοι ουτως και δια της υπακοης του ενος δικαιοι κατασταϑησονται οι πολλοι 20 νομος δε παρεισηλϑεν ινα πλεοναση το παραπτωμα ου δε επλεονασεν η αμαρτια υπερεπερισσευσεν η χαρις 21 ινα ωσπερ εβασιλευσεν η αμαρτια εν τω ϑανατω ουτως και η χαρις βασιλευση δια δικαιοσυνης εις ζωην αιωνιον δια ιησου χριστου του κυριου ημων
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 6
1 τι ουν ερουμεν επιμενουμεν τη αμαρτια ινα η χαρις πλεοναση 2 μη γενοιτο οιτινες απεϑανομεν τη αμαρτια πως ετι ζησομεν εν αυτη 3 η αγνοειτε οτι οσοι εβαπτισϑημεν εις χριστον ιησουν εις τον ϑανατον αυτου εβαπτισϑημεν 4 συνεταϕημεν ουν αυτω δια του βαπτισματος εις τον ϑανατον ινα ωσπερ ηγερϑη χριστος εκ νεκρων δια της δοξης του πατρος ουτως και ημεις εν καινοτητι ζωης περιπατησωμεν 5 ει γαρ συμϕυτοι γεγοναμεν τω ομοιωματι του ϑανατου αυτου αλλα και της αναστασεως εσομεϑα 6 τουτο γινωσκοντες οτι ο παλαιος ημων ανϑρωπος συνεσταυρωϑη ινα καταργηϑη το σωμα της αμαρτιας του μηκετι δουλευειν ημας τη αμαρτια 7 ο γαρ αποϑανων δεδικαιωται απο της αμαρτιας 8 ει δε απεϑανομεν συν χριστω πιστευομεν οτι και συζησομεν αυτω 9 ειδοτες οτι χριστος εγερϑεις εκ νεκρων ουκετι αποϑνησκει ϑανατος αυτου ουκετι κυριευει 10 ο γαρ απεϑανεν τη αμαρτια απεϑανεν εϕαπαξ ο δε ζη ζη τω ϑεω 11 ουτως και υμεις λογιζεσϑε εαυτους νεκρους μεν ειναι τη αμαρτια ζωντας δε τω ϑεω εν χριστω ιησου τω κυριω ημων 12 μη ουν βασιλευετω η αμαρτια εν τω ϑνητω υμων σωματι εις το υπακουειν αυτη εν ταις επιϑυμιαις αυτου 13 μηδε παριστανετε τα μελη υμων οπλα αδικιας τη αμαρτια αλλα παραστησατε εαυτους τω ϑεω ως εκ νεκρων ζωντας και τα μελη υμων οπλα δικαιοσυνης τω ϑεω 14 αμαρτια γαρ υμων ου κυριευσει ου γαρ εστε υπο νομον αλλ υπο χαριν 15 τι ουν αμαρτησομεν οτι ουκ εσμεν υπο νομον αλλ υπο χαριν μη γενοιτο 16 ουκ οιδατε οτι ω παριστανετε εαυτους δουλους εις υπακοην δουλοι εστε ω υπακουετε ητοι αμαρτιας εις ϑανατον η υπακοης εις δικαιοσυνην 17 χαρις δε τω ϑεω οτι ητε δουλοι της αμαρτιας υπηκουσατε δε εκ καρδιας εις ον παρεδοϑητε τυπον διδαχης 18 ελευϑερωϑεντες δε απο της αμαρτιας εδουλωϑητε τη δικαιοσυνη 19 ανϑρωπινον λεγω δια την ασϑενειαν της σαρκος υμων ωσπερ γαρ παρεστησατε τα μελη υμων δουλα τη ακαϑαρσια και τη ανομια εις την ανομιαν ουτως νυν παραστησατε τα μελη υμων δουλα τη δικαιοσυνη εις αγιασμον 20 οτε γαρ δουλοι ητε της αμαρτιας ελευϑεροι ητε τη δικαιοσυνη 21 τινα ουν καρπον ειχετε τοτε εϕ οις νυν επαισχυνεσϑε το γαρ τελος εκεινων ϑανατος 22 νυνι δε ελευϑερωϑεντες απο της αμαρτιας δουλωϑεντες δε τω ϑεω εχετε τον καρπον υμων εις αγιασμον το δε τελος ζωην αιωνιον 23 τα γαρ οψωνια της αμαρτιας ϑανατος το δε χαρισμα του ϑεου ζωη αιωνιος εν χριστω ιησου τω κυριω ημων
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 7
1 η αγνοειτε αδελϕοι γινωσκουσιν γαρ νομον λαλω οτι ο νομος κυριευει του ανϑρωπου εϕ οσον χρονον ζη 2 η γαρ υπανδρος γυνη τω ζωντι ανδρι δεδεται νομω εαν δε αποϑανη ο ανηρ κατηργηται απο του νομου του ανδρος 3 αρα ουν ζωντος του ανδρος μοιχαλις χρηματισει εαν γενηται ανδρι ετερω εαν δε αποϑανη ο ανηρ ελευϑερα εστιν απο του νομου του μη ειναι αυτην μοιχαλιδα γενομενην ανδρι ετερω 4 ωστε αδελϕοι μου και υμεις εϑανατωϑητε τω νομω δια του σωματος του χριστου εις το γενεσϑαι υμας ετερω τω εκ νεκρων εγερϑεντι ινα καρποϕορησωμεν τω ϑεω 5 οτε γαρ ημεν εν τη σαρκι τα παϑηματα των αμαρτιων τα δια του νομου ενηργειτο εν τοις μελεσιν ημων εις το καρποϕορησαι τω ϑανατω 6 νυνι δε κατηργηϑημεν απο του νομου αποϑανοντες εν ω κατειχομεϑα ωστε δουλευειν ημας εν καινοτητι πνευματος και ου παλαιοτητι γραμματος 7 τι ουν ερουμεν ο νομος αμαρτια μη γενοιτο αλλα την αμαρτιαν ουκ εγνων ει μη δια νομου την τε γαρ επιϑυμιαν ουκ ηδειν ει μη ο νομος ελεγεν ουκ επιϑυμησεις 8 αϕορμην δε λαβουσα η αμαρτια δια της εντολης κατειργασατο εν εμοι πασαν επιϑυμιαν χωρις γαρ νομου αμαρτια νεκρα 9 εγω δε εζων χωρις νομου ποτε ελϑουσης δε της εντολης η αμαρτια ανεζησεν εγω δε απεϑανον 10 και ευρεϑη μοι η εντολη η εις ζωην αυτη εις ϑανατον 11 η γαρ αμαρτια αϕορμην λαβουσα δια της εντολης εξηπατησεν με και δι αυτης απεκτεινεν 12 ωστε ο μεν νομος αγιος και η εντολη αγια και δικαια και αγαϑη 13 το ουν αγαϑον εμοι γεγονεν ϑανατος μη γενοιτο αλλα η αμαρτια ινα ϕανη αμαρτια δια του αγαϑου μοι κατεργαζομενη ϑανατον ινα γενηται καϑ υπερβολην αμαρτωλος η αμαρτια δια της εντολης 14 οιδαμεν γαρ οτι ο νομος πνευματικος εστιν εγω δε σαρκικος ειμι πεπραμενος υπο την αμαρτιαν 15 ο γαρ κατεργαζομαι ου γινωσκω ου γαρ ο ϑελω τουτο πρασσω αλλ ο μισω τουτο ποιω 16 ει δε ο ου ϑελω τουτο ποιω συμϕημι τω νομω οτι καλος 17 νυνι δε ουκετι εγω κατεργαζομαι αυτο αλλ η οικουσα εν εμοι αμαρτια 18 οιδα γαρ οτι ουκ οικει εν εμοι τουτεστιν εν τη σαρκι μου αγαϑον το γαρ ϑελειν παρακειται μοι το δε κατεργαζεσϑαι το καλον ουχ ευρισκω 19 ου γαρ ο ϑελω ποιω αγαϑον αλλ ο ου ϑελω κακον τουτο πρασσω 20 ει δε ο ου ϑελω εγω τουτο ποιω ουκετι εγω κατεργαζομαι αυτο αλλ η οικουσα εν εμοι αμαρτια 21 ευρισκω αρα τον νομον τω ϑελοντι εμοι ποιειν το καλον οτι εμοι το κακον παρακειται 22 συνηδομαι γαρ τω νομω του ϑεου κατα τον εσω ανϑρωπον 23 βλεπω δε ετερον νομον εν τοις μελεσιν μου αντιστρατευομενον τω νομω του νοος μου και αιχμαλωτιζοντα με τω νομω της αμαρτιας τω οντι εν τοις μελεσιν μου 24 ταλαιπωρος εγω ανϑρωπος τις με ρυσεται εκ του σωματος του ϑανατου τουτου 25 ευχαριστω τω ϑεω δια ιησου χριστου του κυριου ημων αρα ουν αυτος εγω τω μεν νοι δουλευω νομω ϑεου τη δε σαρκι νομω αμαρτιας
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 8
1 ουδεν αρα νυν κατακριμα τοις εν χριστω ιησου μη κατα σαρκα περιπατουσιν αλλα κατα πνευμα 2 ο γαρ νομος του πνευματος της ζωης εν χριστω ιησου ηλευϑερωσεν με απο του νομου της αμαρτιας και του ϑανατου 3 το γαρ αδυνατον του νομου εν ω ησϑενει δια της σαρκος ο ϑεος τον εαυτου υιον πεμψας εν ομοιωματι σαρκος αμαρτιας και περι αμαρτιας κατεκρινεν την αμαρτιαν εν τη σαρκι 4 ινα το δικαιωμα του νομου πληρωϑη εν ημιν τοις μη κατα σαρκα περιπατουσιν αλλα κατα πνευμα 5 οι γαρ κατα σαρκα οντες τα της σαρκος ϕρονουσιν οι δε κατα πνευμα τα του πνευματος 6 το γαρ ϕρονημα της σαρκος ϑανατος το δε ϕρονημα του πνευματος ζωη και ειρηνη 7 διοτι το ϕρονημα της σαρκος εχϑρα εις ϑεον τω γαρ νομω του ϑεου ουχ υποτασσεται ουδε γαρ δυναται 8 οι δε εν σαρκι οντες ϑεω αρεσαι ου δυνανται 9 υμεις δε ουκ εστε εν σαρκι αλλ εν πνευματι ειπερ πνευμα ϑεου οικει εν υμιν ει δε τις πνευμα χριστου ουκ εχει ουτος ουκ εστιν αυτου 10 ει δε χριστος εν υμιν το μεν σωμα νεκρον δι αμαρτιαν το δε πνευμα ζωη δια δικαιοσυνην 11 ει δε το πνευμα του εγειραντος ιησουν εκ νεκρων οικει εν υμιν ο εγειρας τον χριστον εκ νεκρων ζωοποιησει και τα ϑνητα σωματα υμων δια το ενοικουν αυτου πνευμα εν υμιν 12 αρα ουν αδελϕοι οϕειλεται εσμεν ου τη σαρκι του κατα σαρκα ζην 13 ει γαρ κατα σαρκα ζητε μελλετε αποϑνησκειν ει δε πνευματι τας πραξεις του σωματος ϑανατουτε ζησεσϑε 14 οσοι γαρ πνευματι ϑεου αγονται ουτοι εισιν υιοι ϑεου 15 ου γαρ ελαβετε πνευμα δουλειας παλιν εις ϕοβον αλλ ελαβετε πνευμα υιοϑεσιας εν ω κραζομεν αββα ο πατηρ 16 αυτο το πνευμα συμμαρτυρει τω πνευματι ημων οτι εσμεν τεκνα ϑεου 17 ει δε τεκνα και κληρονομοι κληρονομοι μεν ϑεου συγκληρονομοι δε χριστου ειπερ συμπασχομεν ινα και συνδοξασϑωμεν 18 λογιζομαι γαρ οτι ουκ αξια τα παϑηματα του νυν καιρου προς την μελλουσαν δοξαν αποκαλυϕϑηναι εις ημας 19 η γαρ αποκαραδοκια της κτισεως την αποκαλυψιν των υιων του ϑεου απεκδεχεται 20 τη γαρ ματαιοτητι η κτισις υπεταγη ουχ εκουσα αλλα δια τον υποταξαντα επ ελπιδι 21 οτι και αυτη η κτισις ελευϑερωϑησεται απο της δουλειας της ϕϑορας εις την ελευϑεριαν της δοξης των τεκνων του ϑεου 22 οιδαμεν γαρ οτι πασα η κτισις συστεναζει και συνωδινει αχρι του νυν 23 ου μονον δε αλλα και αυτοι την απαρχην του πνευματος εχοντες και ημεις αυτοι εν εαυτοις στεναζομεν υιοϑεσιαν απεκδεχομενοι την απολυτρωσιν του σωματος ημων 24 τη γαρ ελπιδι εσωϑημεν ελπις δε βλεπομενη ουκ εστιν ελπις ο γαρ βλεπει τις τι και ελπιζει 25 ει δε ο ου βλεπομεν ελπιζομεν δι υπομονης απεκδεχομεϑα 26 ωσαυτως δε και το πνευμα συναντιλαμβανεται ταις ασϑενειαις ημων το γαρ τι προσευξωμεϑα καϑο δει ουκ οιδαμεν αλλ αυτο το πνευμα υπερεντυγχανει υπερ ημων στεναγμοις αλαλητοις 27 ο δε ερευνων τας καρδιας οιδεν τι το ϕρονημα του πνευματος οτι κατα ϑεον εντυγχανει υπερ αγιων 28 οιδαμεν δε οτι τοις αγαπωσιν τον ϑεον παντα συνεργει εις αγαϑον τοις κατα προϑεσιν κλητοις ουσιν 29 οτι ους προεγνω και προωρισεν συμμορϕους της εικονος του υιου αυτου εις το ειναι αυτον πρωτοτοκον εν πολλοις αδελϕοις 30 ους δε προωρισεν τουτους και εκαλεσεν και ους εκαλεσεν τουτους και εδικαιωσεν ους δε εδικαιωσεν τουτους και εδοξασεν 31 τι ουν ερουμεν προς ταυτα ει ο ϑεος υπερ ημων τις καϑ ημων 32 ος γε του ιδιου υιου ουκ εϕεισατο αλλ υπερ ημων παντων παρεδωκεν αυτον πως ουχι και συν αυτω τα παντα ημιν χαρισεται 33 τις εγκαλεσει κατα εκλεκτων ϑεου ϑεος ο δικαιων 34 τις ο κατακρινων χριστος ο αποϑανων μαλλον δε και εγερϑεις ος και εστιν εν δεξια του ϑεου ος και εντυγχανει υπερ ημων 35 τις ημας χωρισει απο της αγαπης του χριστου ϑλιψις η στενοχωρια η διωγμος η λιμος η γυμνοτης η κινδυνος η μαχαιρα 36 καϑως γεγραπται οτι ενεκα σου ϑανατουμεϑα ολην την ημεραν ελογισϑημεν ως προβατα σϕαγης 37 αλλ εν τουτοις πασιν υπερνικωμεν δια του αγαπησαντος ημας 38 πεπεισμαι γαρ οτι ουτε ϑανατος ουτε ζωη ουτε αγγελοι ουτε αρχαι ουτε δυναμεις ουτε ενεστωτα ουτε μελλοντα 39 ουτε υψωμα ουτε βαϑος ουτε τις κτισις ετερα δυνησεται ημας χωρισαι απο της αγαπης του ϑεου της εν χριστω ιησου τω κυριω ημων
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 9
1 αληϑειαν λεγω εν χριστω ου ψευδομαι συμμαρτυρουσης μοι της συνειδησεως μου εν πνευματι αγιω 2 οτι λυπη μοι εστιν μεγαλη και αδιαλειπτος οδυνη τη καρδια μου 3 ηυχομην γαρ αυτος εγω αναϑεμα ειναι απο του χριστου υπερ των αδελϕων μου των συγγενων μου κατα σαρκα 4 οιτινες εισιν ισραηλιται ων η υιοϑεσια και η δοξα και αι διαϑηκαι και η νομοϑεσια και η λατρεια και αι επαγγελιαι 5 ων οι πατερες και εξ ων ο χριστος το κατα σαρκα ο ων επι παντων ϑεος ευλογητος εις τους αιωνας αμην 6 ουχ οιον δε οτι εκπεπτωκεν ο λογος του ϑεου ου γαρ παντες οι εξ ισραηλ ουτοι ισραηλ 7 ουδ οτι εισιν σπερμα αβρααμ παντες τεκνα αλλ εν ισαακ κληϑησεται σοι σπερμα 8 τουτεστιν ου τα τεκνα της σαρκος ταυτα τεκνα του ϑεου αλλα τα τεκνα της επαγγελιας λογιζεται εις σπερμα 9 επαγγελιας γαρ ο λογος ουτος κατα τον καιρον τουτον ελευσομαι και εσται τη σαρρα υιος 10 ου μονον δε αλλα και ρεβεκκα εξ ενος κοιτην εχουσα ισαακ του πατρος ημων 11 μηπω γαρ γεννηϑεντων μηδε πραξαντων τι αγαϑον η κακον ινα η κατ εκλογην του ϑεου προϑεσις μενη ουκ εξ εργων αλλ εκ του καλουντος 12 ερρηϑη αυτη οτι ο μειζων δουλευσει τω ελασσονι 13 καϑως γεγραπται τον ιακωβ ηγαπησα τον δε ησαυ εμισησα 14 τι ουν ερουμεν μη αδικια παρα τω ϑεω μη γενοιτο 15 τω γαρ μωση λεγει ελεησω ον αν ελεω και οικτειρησω ον αν οικτειρω 16 αρα ουν ου του ϑελοντος ουδε του τρεχοντος αλλα του ελεουντος ϑεου 17 λεγει γαρ η γραϕη τω ϕαραω οτι εις αυτο τουτο εξηγειρα σε οπως ενδειξωμαι εν σοι την δυναμιν μου και οπως διαγγελη το ονομα μου εν παση τη γη 18 αρα ουν ον ϑελει ελεει ον δε ϑελει σκληρυνει 19 ερεις ουν μοι τι ετι μεμϕεται τω γαρ βουληματι αυτου τις ανϑεστηκεν 20 μενουνγε ω ανϑρωπε συ τις ει ο ανταποκρινομενος τω ϑεω μη ερει το πλασμα τω πλασαντι τι με εποιησας ουτως 21 η ουκ εχει εξουσιαν ο κεραμευς του πηλου εκ του αυτου ϕυραματος ποιησαι ο μεν εις τιμην σκευος ο δε εις ατιμιαν 22 ει δε ϑελων ο ϑεος ενδειξασϑαι την οργην και γνωρισαι το δυνατον αυτου ηνεγκεν εν πολλη μακροϑυμια σκευη οργης κατηρτισμενα εις απωλειαν 23 και ινα γνωριση τον πλουτον της δοξης αυτου επι σκευη ελεους α προητοιμασεν εις δοξαν 24 ους και εκαλεσεν ημας ου μονον εξ ιουδαιων αλλα και εξ εϑνων 25 ως και εν τω ωσηε λεγει καλεσω τον ου λαον μου λαον μου και την ουκ ηγαπημενην ηγαπημενην 26 και εσται εν τω τοπω ου ερρηϑη αυτοις ου λαος μου υμεις εκει κληϑησονται υιοι ϑεου ζωντος 27 ησαιας δε κραζει υπερ του ισραηλ εαν η ο αριϑμος των υιων ισραηλ ως η αμμος της ϑαλασσης το καταλειμμα σωϑησεται 28 λογον γαρ συντελων και συντεμνων εν δικαιοσυνη οτι λογον συντετμημενον ποιησει κυριος επι της γης 29 και καϑως προειρηκεν ησαιας ει μη κυριος σαβαωϑ εγκατελιπεν ημιν σπερμα ως σοδομα αν εγενηϑημεν και ως γομορρα αν ωμοιωϑημεν 30 τι ουν ερουμεν οτι εϑνη τα μη διωκοντα δικαιοσυνην κατελαβεν δικαιοσυνην δικαιοσυνην δε την εκ πιστεως 31 ισραηλ δε διωκων νομον δικαιοσυνης εις νομον δικαιοσυνης ουκ εϕϑασεν 32 διατι οτι ουκ εκ πιστεως αλλ ως εξ εργων νομου προσεκοψαν γαρ τω λιϑω του προσκομματος 33 καϑως γεγραπται ιδου τιϑημι εν σιων λιϑον προσκομματος και πετραν σκανδαλου και πας ο πιστευων επ αυτω ου καταισχυνϑησεται
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 10
1 αδελϕοι η μεν ευδοκια της εμης καρδιας και η δεησις η προς τον ϑεον υπερ του ισραηλ εστιν εις σωτηριαν 2 μαρτυρω γαρ αυτοις οτι ζηλον ϑεου εχουσιν αλλ ου κατ επιγνωσιν 3 αγνοουντες γαρ την του ϑεου δικαιοσυνην και την ιδιαν δικαιοσυνην ζητουντες στησαι τη δικαιοσυνη του ϑεου ουχ υπεταγησαν 4 τελος γαρ νομου χριστος εις δικαιοσυνην παντι τω πιστευοντι 5 μωσης γαρ γραϕει την δικαιοσυνην την εκ του νομου οτι ο ποιησας αυτα ανϑρωπος ζησεται εν αυτοις 6 η δε εκ πιστεως δικαιοσυνη ουτως λεγει μη ειπης εν τη καρδια σου τις αναβησεται εις τον ουρανον τουτ εστιν χριστον καταγαγειν 7 η τις καταβησεται εις την αβυσσον τουτ εστιν χριστον εκ νεκρων αναγαγειν 8 αλλα τι λεγει εγγυς σου το ρημα εστιν εν τω στοματι σου και εν τη καρδια σου τουτ εστιν το ρημα της πιστεως ο κηρυσσομεν 9 οτι εαν ομολογησης εν τω στοματι σου κυριον ιησουν και πιστευσης εν τη καρδια σου οτι ο ϑεος αυτον ηγειρεν εκ νεκρων σωϑηση 10 καρδια γαρ πιστευεται εις δικαιοσυνην στοματι δε ομολογειται εις σωτηριαν 11 λεγει γαρ η γραϕη πας ο πιστευων επ αυτω ου καταισχυνϑησεται 12 ου γαρ εστιν διαστολη ιουδαιου τε και ελληνος ο γαρ αυτος κυριος παντων πλουτων εις παντας τους επικαλουμενους αυτον 13 πας γαρ ος αν επικαλεσηται το ονομα κυριου σωϑησεται 14 πως ουν επικαλεσονται εις ον ουκ επιστευσαν πως δε πιστευσουσιν ου ουκ ηκουσαν πως δε ακουσουσιν χωρις κηρυσσοντος 15 πως δε κηρυξουσιν εαν μη αποσταλωσιν καϑως γεγραπται ως ωραιοι οι ποδες των ευαγγελιζομενων ειρηνην των ευαγγελιζομενων τα αγαϑα 16 αλλ ου παντες υπηκουσαν τω ευαγγελιω ησαιας γαρ λεγει κυριε τις επιστευσεν τη ακοη ημων 17 αρα η πιστις εξ ακοης η δε ακοη δια ρηματος ϑεου 18 αλλα λεγω μη ουκ ηκουσαν μενουνγε εις πασαν την γην εξηλϑεν ο ϕϑογγος αυτων και εις τα περατα της οικουμενης τα ρηματα αυτων 19 αλλα λεγω μη ουκ εγνω ισραηλ πρωτος μωσης λεγει εγω παραζηλωσω υμας επ ουκ εϑνει επι εϑνει ασυνετω παροργιω υμας 20 ησαιας δε αποτολμα και λεγει ευρεϑην τοις εμε μη ζητουσιν εμϕανης εγενομην τοις εμε μη επερωτωσιν 21 προς δε τον ισραηλ λεγει ολην την ημεραν εξεπετασα τας χειρας μου προς λαον απειϑουντα και αντιλεγοντα
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 11
1 λεγω ουν μη απωσατο ο ϑεος τον λαον αυτου μη γενοιτο και γαρ εγω ισραηλιτης ειμι εκ σπερματος αβρααμ ϕυλης βενιαμιν 2 ουκ απωσατο ο ϑεος τον λαον αυτου ον προεγνω η ουκ οιδατε εν ηλια τι λεγει η γραϕη ως εντυγχανει τω ϑεω κατα του ισραηλ λεγων 3 κυριε τους προϕητας σου απεκτειναν και τα ϑυσιαστηρια σου κατεσκαψαν καγω υπελειϕϑην μονος και ζητουσιν την ψυχην μου 4 αλλα τι λεγει αυτω ο χρηματισμος κατελιπον εμαυτω επτακισχιλιους ανδρας οιτινες ουκ εκαμψαν γονυ τη βααλ 5 ουτως ουν και εν τω νυν καιρω λειμμα κατ εκλογην χαριτος γεγονεν 6 ει δε χαριτι ουκετι εξ εργων επει η χαρις ουκετι γινεται χαρις ει δε εξ εργων ουκετι εστιν χαρις επει το εργον ουκετι εστιν εργον 7 τι ουν ο επιζητει ισραηλ τουτου ουκ επετυχεν η δε εκλογη επετυχεν οι δε λοιποι επωρωϑησαν 8 καϑως γεγραπται εδωκεν αυτοις ο ϑεος πνευμα κατανυξεως οϕϑαλμους του μη βλεπειν και ωτα του μη ακουειν εως της σημερον ημερας 9 και δαβιδ λεγει γενηϑητω η τραπεζα αυτων εις παγιδα και εις ϑηραν και εις σκανδαλον και εις ανταποδομα αυτοις 10 σκοτισϑητωσαν οι οϕϑαλμοι αυτων του μη βλεπειν και τον νωτον αυτων διαπαντος συγκαμψον 11 λεγω ουν μη επταισαν ινα πεσωσιν μη γενοιτο αλλα τω αυτων παραπτωματι η σωτηρια τοις εϑνεσιν εις το παραζηλωσαι αυτους 12 ει δε το παραπτωμα αυτων πλουτος κοσμου και το ηττημα αυτων πλουτος εϑνων ποσω μαλλον το πληρωμα αυτων 13 υμιν γαρ λεγω τοις εϑνεσιν εϕ οσον μεν ειμι εγω εϑνων αποστολος την διακονιαν μου δοξαζω 14 ει πως παραζηλωσω μου την σαρκα και σωσω τινας εξ αυτων 15 ει γαρ η αποβολη αυτων καταλλαγη κοσμου τις η προσληψις ει μη ζωη εκ νεκρων 16 ει δε η απαρχη αγια και το ϕυραμα και ει η ριζα αγια και οι κλαδοι 17 ει δε τινες των κλαδων εξεκλασϑησαν συ δε αγριελαιος ων ενεκεντρισϑης εν αυτοις και συγκοινωνος της ριζης και της πιοτητος της ελαιας εγενου 18 μη κατακαυχω των κλαδων ει δε κατακαυχασαι ου συ την ριζαν βασταζεις αλλ η ριζα σε 19 ερεις ουν εξεκλασϑησαν οι κλαδοι ινα εγω εγκεντρισϑω 20 καλως τη απιστια εξεκλασϑησαν συ δε τη πιστει εστηκας μη υψηλοϕρονει αλλα ϕοβου 21 ει γαρ ο ϑεος των κατα ϕυσιν κλαδων ουκ εϕεισατο μηπως ουδε σου ϕεισηται 22 ιδε ουν χρηστοτητα και αποτομιαν ϑεου επι μεν τους πεσοντας αποτομιαν επι δε σε χρηστοτητα εαν επιμεινης τη χρηστοτητι επει και συ εκκοπηση 23 και εκεινοι δε εαν μη επιμεινωσιν τη απιστια εγκεντρισϑησονται δυνατος γαρ εστιν ο ϑεος παλιν εγκεντρισαι αυτους 24 ει γαρ συ εκ της κατα ϕυσιν εξεκοπης αγριελαιου και παρα ϕυσιν ενεκεντρισϑης εις καλλιελαιον ποσω μαλλον ουτοι οι κατα ϕυσιν εγκεντρισϑησονται τη ιδια ελαια 25 ου γαρ ϑελω υμας αγνοειν αδελϕοι το μυστηριον τουτο ινα μη ητε παρ εαυτοις ϕρονιμοι οτι πωρωσις απο μερους τω ισραηλ γεγονεν αχρις ου το πληρωμα των εϑνων εισελϑη 26 και ουτως πας ισραηλ σωϑησεται καϑως γεγραπται ηξει εκ σιων ο ρυομενος και αποστρεψει ασεβειας απο ιακωβ 27 και αυτη αυτοις η παρ εμου διαϑηκη οταν αϕελωμαι τας αμαρτιας αυτων 28 κατα μεν το ευαγγελιον εχϑροι δι υμας κατα δε την εκλογην αγαπητοι δια τους πατερας 29 αμεταμελητα γαρ τα χαρισματα και η κλησις του ϑεου 30 ωσπερ γαρ και υμεις ποτε ηπειϑησατε τω ϑεω νυν δε ηλεηϑητε τη τουτων απειϑεια 31 ουτως και ουτοι νυν ηπειϑησαν τω υμετερω ελεει ινα και αυτοι ελεηϑωσιν 32 συνεκλεισεν γαρ ο ϑεος τους παντας εις απειϑειαν ινα τους παντας ελεηση 33 ω βαϑος πλουτου και σοϕιας και γνωσεως ϑεου ως ανεξερευνητα τα κριματα αυτου και ανεξιχνιαστοι αι οδοι αυτου 34 τις γαρ εγνω νουν κυριου η τις συμβουλος αυτου εγενετο 35 η τις προεδωκεν αυτω και ανταποδοϑησεται αυτω 36 οτι εξ αυτου και δι αυτου και εις αυτον τα παντα αυτω η δοξα εις τους αιωνας αμην
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 12
1 παρακαλω ουν υμας αδελϕοι δια των οικτιρμων του ϑεου παραστησαι τα σωματα υμων ϑυσιαν ζωσαν αγιαν ευαρεστον τω ϑεω την λογικην λατρειαν υμων 2 και μη συσχηματιζεσϑε τω αιωνι τουτω αλλα μεταμορϕουσϑε τη ανακαινωσει του νοος υμων εις το δοκιμαζειν υμας τι το ϑελημα του ϑεου το αγαϑον και ευαρεστον και τελειον 3 λεγω γαρ δια της χαριτος της δοϑεισης μοι παντι τω οντι εν υμιν μη υπερϕρονειν παρ ο δει ϕρονειν αλλα ϕρονειν εις το σωϕρονειν εκαστω ως ο ϑεος εμερισεν μετρον πιστεως 4 καϑαπερ γαρ εν ενι σωματι μελη πολλα εχομεν τα δε μελη παντα ου την αυτην εχει πραξιν 5 ουτως οι πολλοι εν σωμα εσμεν εν χριστω ο δε καϑ εις αλληλων μελη 6 εχοντες δε χαρισματα κατα την χαριν την δοϑεισαν ημιν διαϕορα ειτε προϕητειαν κατα την αναλογιαν της πιστεως 7 ειτε διακονιαν εν τη διακονια ειτε ο διδασκων εν τη διδασκαλια 8 ειτε ο παρακαλων εν τη παρακλησει ο μεταδιδους εν απλοτητι ο προισταμενος εν σπουδη ο ελεων εν ιλαροτητι 9 η αγαπη ανυποκριτος αποστυγουντες το πονηρον κολλωμενοι τω αγαϑω 10 τη ϕιλαδελϕια εις αλληλους ϕιλοστοργοι τη τιμη αλληλους προηγουμενοι 11 τη σπουδη μη οκνηροι τω πνευματι ζεοντες τω καιρω δουλευοντες 12 τη ελπιδι χαιροντες τη ϑλιψει υπομενοντες τη προσευχη προσκαρτερουντες 13 ταις χρειαις των αγιων κοινωνουντες την ϕιλοξενιαν διωκοντες 14 ευλογειτε τους διωκοντας υμας ευλογειτε και μη καταρασϑε 15 χαιρειν μετα χαιροντων και κλαιειν μετα κλαιοντων 16 το αυτο εις αλληλους ϕρονουντες μη τα υψηλα ϕρονουντες αλλα τοις ταπεινοις συναπαγομενοι μη γινεσϑε ϕρονιμοι παρ εαυτοις 17 μηδενι κακον αντι κακου αποδιδοντες προνοουμενοι καλα ενωπιον παντων ανϑρωπων 18 ει δυνατον το εξ υμων μετα παντων ανϑρωπων ειρηνευοντες 19 μη εαυτους εκδικουντες αγαπητοι αλλα δοτε τοπον τη οργη γεγραπται γαρ εμοι εκδικησις εγω ανταποδωσω λεγει κυριος 20 εαν ουν πεινα ο εχϑρος σου ψωμιζε αυτον εαν διψα ποτιζε αυτον τουτο γαρ ποιων ανϑρακας πυρος σωρευσεις επι την κεϕαλην αυτου 21 μη νικω υπο του κακου αλλα νικα εν τω αγαϑω το κακον
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 13
1 πασα ψυχη εξουσιαις υπερεχουσαις υποτασσεσϑω ου γαρ εστιν εξουσια ει μη απο ϑεου αι δε ουσαι εξουσιαι υπο του ϑεου τεταγμεναι εισιν 2 ωστε ο αντιτασσομενος τη εξουσια τη του ϑεου διαταγη ανϑεστηκεν οι δε ανϑεστηκοτες εαυτοις κριμα ληψονται 3 οι γαρ αρχοντες ουκ εισιν ϕοβος των αγαϑων εργων αλλα των κακων ϑελεις δε μη ϕοβεισϑαι την εξουσιαν το αγαϑον ποιει και εξεις επαινον εξ αυτης 4 ϑεου γαρ διακονος εστιν σοι εις το αγαϑον εαν δε το κακον ποιης ϕοβου ου γαρ εικη την μαχαιραν ϕορει ϑεου γαρ διακονος εστιν εκδικος εις οργην τω το κακον πρασσοντι 5 διο αναγκη υποτασσεσϑαι ου μονον δια την οργην αλλα και δια την συνειδησιν 6 δια τουτο γαρ και ϕορους τελειτε λειτουργοι γαρ ϑεου εισιν εις αυτο τουτο προσκαρτερουντες 7 αποδοτε ουν πασιν τας οϕειλας τω τον ϕορον τον ϕορον τω το τελος το τελος τω τον ϕοβον τον ϕοβον τω την τιμην την τιμην 8 μηδενι μηδεν οϕειλετε ει μη το αγαπαν αλληλους ο γαρ αγαπων τον ετερον νομον πεπληρωκεν 9 το γαρ ου μοιχευσεις ου ϕονευσεις ου κλεψεις ου ψευδομαρτυρησεις ουκ επιϑυμησεις και ει τις ετερα εντολη εν τουτω τω λογω ανακεϕαλαιουται εν τω αγαπησεις τον πλησιον σου ως εαυτον 10 η αγαπη τω πλησιον κακον ουκ εργαζεται πληρωμα ουν νομου η αγαπη 11 και τουτο ειδοτες τον καιρον οτι ωρα ημας ηδη εξ υπνου εγερϑηναι νυν γαρ εγγυτερον ημων η σωτηρια η οτε επιστευσαμεν 12 η νυξ προεκοψεν η δε ημερα ηγγικεν αποϑωμεϑα ουν τα εργα του σκοτους και ενδυσωμεϑα τα οπλα του ϕωτος 13 ως εν ημερα ευσχημονως περιπατησωμεν μη κωμοις και μεϑαις μη κοιταις και ασελγειαις μη εριδι και ζηλω 14 αλλ ενδυσασϑε τον κυριον ιησουν χριστον και της σαρκος προνοιαν μη ποιεισϑε εις επιϑυμιας
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 14
1 τον δε ασϑενουντα τη πιστει προσλαμβανεσϑε μη εις διακρισεις διαλογισμων 2 ος μεν πιστευει ϕαγειν παντα ο δε ασϑενων λαχανα εσϑιει 3 ο εσϑιων τον μη εσϑιοντα μη εξουϑενειτω και ο μη εσϑιων τον εσϑιοντα μη κρινετω ο ϑεος γαρ αυτον προσελαβετο 4 συ τις ει ο κρινων αλλοτριον οικετην τω ιδιω κυριω στηκει η πιπτει σταϑησεται δε δυνατος γαρ εστιν ο ϑεος στησαι αυτον 5 ος μεν κρινει ημεραν παρ ημεραν ος δε κρινει πασαν ημεραν εκαστος εν τω ιδιω νοι πληροϕορεισϑω 6 ο ϕρονων την ημεραν κυριω ϕρονει και ο μη ϕρονων την ημεραν κυριω ου ϕρονει ο εσϑιων κυριω εσϑιει ευχαριστει γαρ τω ϑεω και ο μη εσϑιων κυριω ουκ εσϑιει και ευχαριστει τω ϑεω 7 ουδεις γαρ ημων εαυτω ζη και ουδεις εαυτω αποϑνησκει 8 εαν τε γαρ ζωμεν τω κυριω ζωμεν εαν τε αποϑνησκωμεν τω κυριω αποϑνησκομεν εαν τε ουν ζωμεν εαν τε αποϑνησκωμεν του κυριου εσμεν 9 εις τουτο γαρ χριστος και απεϑανεν και ανεστη και ανεζησεν ινα και νεκρων και ζωντων κυριευση 10 συ δε τι κρινεις τον αδελϕον σου η και συ τι εξουϑενεις τον αδελϕον σου παντες γαρ παραστησομεϑα τω βηματι του χριστου 11 γεγραπται γαρ ζω εγω λεγει κυριος οτι εμοι καμψει παν γονυ και πασα γλωσσα εξομολογησεται τω ϑεω 12 αρα ουν εκαστος ημων περι εαυτου λογον δωσει τω ϑεω 13 μηκετι ουν αλληλους κρινωμεν αλλα τουτο κρινατε μαλλον το μη τιϑεναι προσκομμα τω αδελϕω η σκανδαλον 14 οιδα και πεπεισμαι εν κυριω ιησου οτι ουδεν κοινον δι εαυτου ει μη τω λογιζομενω τι κοινον ειναι εκεινω κοινον 15 ει δε δια βρωμα ο αδελϕος σου λυπειται ουκετι κατα αγαπην περιπατεις μη τω βρωματι σου εκεινον απολλυε υπερ ου χριστος απεϑανεν 16 μη βλασϕημεισϑω ουν υμων το αγαϑον 17 ου γαρ εστιν η βασιλεια του ϑεου βρωσις και ποσις αλλα δικαιοσυνη και ειρηνη και χαρα εν πνευματι αγιω 18 ο γαρ εν τουτοις δουλευων τω χριστω ευαρεστος τω ϑεω και δοκιμος τοις ανϑρωποις 19 αρα ουν τα της ειρηνης διωκωμεν και τα της οικοδομης της εις αλληλους 20 μη ενεκεν βρωματος καταλυε το εργον του ϑεου παντα μεν καϑαρα αλλα κακον τω ανϑρωπω τω δια προσκομματος εσϑιοντι 21 καλον το μη ϕαγειν κρεα μηδε πιειν οινον μηδε εν ω ο αδελϕος σου προσκοπτει η σκανδαλιζεται η ασϑενει 22 συ πιστιν εχεις κατα σαυτον εχε ενωπιον του ϑεου μακαριος ο μη κρινων εαυτον εν ω δοκιμαζει 23 ο δε διακρινομενος εαν ϕαγη κατακεκριται οτι ουκ εκ πιστεως παν δε ο ουκ εκ πιστεως αμαρτια εστιν
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 15
1 οϕειλομεν δε ημεις οι δυνατοι τα ασϑενηματα των αδυνατων βασταζειν και μη εαυτοις αρεσκειν 2 εκαστος γαρ ημων τω πλησιον αρεσκετω εις το αγαϑον προς οικοδομην 3 και γαρ ο χριστος ουχ εαυτω ηρεσεν αλλα καϑως γεγραπται οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσον επ εμε 4 οσα γαρ προεγραϕη εις την ημετεραν διδασκαλιαν προεγραϕη ινα δια της υπομονης και της παρακλησεως των γραϕων την ελπιδα εχωμεν 5 ο δε ϑεος της υπομονης και της παρακλησεως δωη υμιν το αυτο ϕρονειν εν αλληλοις κατα χριστον ιησουν 6 ινα ομοϑυμαδον εν ενι στοματι δοξαζητε τον ϑεον και πατερα του κυριου ημων ιησου χριστου 7 διο προσλαμβανεσϑε αλληλους καϑως και ο χριστος προσελαβετο ημας εις δοξαν ϑεου 8 λεγω δε ιησουν χριστον διακονον γεγενησϑαι περιτομης υπερ αληϑειας ϑεου εις το βεβαιωσαι τας επαγγελιας των πατερων 9 τα δε εϑνη υπερ ελεους δοξασαι τον ϑεον καϑως γεγραπται δια τουτο εξομολογησομαι σοι εν εϑνεσιν και τω ονοματι σου ψαλω 10 και παλιν λεγει ευϕρανϑητε εϑνη μετα του λαου αυτου 11 και παλιν αινειτε τον κυριον παντα τα εϑνη και επαινεσατε αυτον παντες οι λαοι 12 και παλιν ησαιας λεγει εσται η ριζα του ιεσσαι και ο ανισταμενος αρχειν εϑνων επ αυτω εϑνη ελπιουσιν 13 ο δε ϑεος της ελπιδος πληρωσαι υμας πασης χαρας και ειρηνης εν τω πιστευειν εις το περισσευειν υμας εν τη ελπιδι εν δυναμει πνευματος αγιου 14 πεπεισμαι δε αδελϕοι μου και αυτος εγω περι υμων οτι και αυτοι μεστοι εστε αγαϑωσυνης πεπληρωμενοι πασης γνωσεως δυναμενοι και αλληλους νουϑετειν 15 τολμηροτερον δε εγραψα υμιν αδελϕοι απο μερους ως επαναμιμνησκων υμας δια την χαριν την δοϑεισαν μοι υπο του ϑεου 16 εις το ειναι με λειτουργον ιησου χριστου εις τα εϑνη ιερουργουντα το ευαγγελιον του ϑεου ινα γενηται η προσϕορα των εϑνων ευπροσδεκτος ηγιασμενη εν πνευματι αγιω 17 εχω ουν καυχησιν εν χριστω ιησου τα προς ϑεον 18 ου γαρ τολμησω λαλειν τι ων ου κατειργασατο χριστος δι εμου εις υπακοην εϑνων λογω και εργω 19 εν δυναμει σημειων και τερατων εν δυναμει πνευματος ϑεου ωστε με απο ιερουσαλημ και κυκλω μεχρι του ιλλυρικου πεπληρωκεναι το ευαγγελιον του χριστου 20 ουτως δε ϕιλοτιμουμενον ευαγγελιζεσϑαι ουχ οπου ωνομασϑη χριστος ινα μη επ αλλοτριον ϑεμελιον οικοδομω 21 αλλα καϑως γεγραπται οις ουκ ανηγγελη περι αυτου οψονται και οι ουκ ακηκοασιν συνησουσιν 22 διο και ενεκοπτομην τα πολλα του ελϑειν προς υμας 23 νυνι δε μηκετι τοπον εχων εν τοις κλιμασιν τουτοις επιποϑιαν δε εχων του ελϑειν προς υμας απο πολλων ετων 24 ως εαν πορευωμαι εις την σπανιαν ελευσομαι προς υμας ελπιζω γαρ διαπορευομενος ϑεασασϑαι υμας και υϕ υμων προπεμϕϑηναι εκει εαν υμων πρωτον απο μερους εμπλησϑω 25 νυνι δε πορευομαι εις ιερουσαλημ διακονων τοις αγιοις 26 ευδοκησαν γαρ μακεδονια και αχαια κοινωνιαν τινα ποιησασϑαι εις τους πτωχους των αγιων των εν ιερουσαλημ 27 ευδοκησαν γαρ και οϕειλεται αυτων εισιν ει γαρ τοις πνευματικοις αυτων εκοινωνησαν τα εϑνη οϕειλουσιν και εν τοις σαρκικοις λειτουργησαι αυτοις 28 τουτο ουν επιτελεσας και σϕραγισαμενος αυτοις τον καρπον τουτον απελευσομαι δι υμων εις την σπανιαν 29 οιδα δε οτι ερχομενος προς υμας εν πληρωματι ευλογιας του ευαγγελιου του χριστου ελευσομαι 30 παρακαλω δε υμας αδελϕοι δια του κυριου ημων ιησου χριστου και δια της αγαπης του πνευματος συναγωνισασϑαι μοι εν ταις προσευχαις υπερ εμου προς τον ϑεον 31 ινα ρυσϑω απο των απειϑουντων εν τη ιουδαια και ινα η διακονια μου η εις ιερουσαλημ ευπροσδεκτος γενηται τοις αγιοις 32 ινα εν χαρα ελϑω προς υμας δια ϑεληματος ϑεου και συναναπαυσωμαι υμιν 33 ο δε ϑεος της ειρηνης μετα παντων υμων αμην
επιστολα Πρὸς Ρωμαίους caput 16
1 συνιστημι δε υμιν ϕοιβην την αδελϕην ημων ουσαν διακονον της εκκλησιας της εν κεγχρεαις 2 ινα αυτην προσδεξησϑε εν κυριω αξιως των αγιων και παραστητε αυτη εν ω αν υμων χρηζη πραγματι και γαρ αυτη προστατις πολλων εγενηϑη και αυτου εμου 3 ασπασασϑε πρισκιλλαν και ακυλαν τους συνεργους μου εν χριστω ιησου 4 οιτινες υπερ της ψυχης μου τον εαυτων τραχηλον υπεϑηκαν οις ουκ εγω μονος ευχαριστω αλλα και πασαι αι εκκλησιαι των εϑνων 5 και την κατ οικον αυτων εκκλησιαν ασπασασϑε επαινετον τον αγαπητον μου ος εστιν απαρχη της αχαιας εις χριστον 6 ασπασασϑε μαριαμ ητις πολλα εκοπιασεν εις ημας 7 ασπασασϑε ανδρονικον και ιουνιαν τους συγγενεις μου και συναιχμαλωτους μου οιτινες εισιν επισημοι εν τοις αποστολοις οι και προ εμου γεγονασιν εν χριστω 8 ασπασασϑε αμπλιαν τον αγαπητον μου εν κυριω 9 ασπασασϑε ουρβανον τον συνεργον ημων εν χριστω και σταχυν τον αγαπητον μου 10 ασπασασϑε απελλην τον δοκιμον εν χριστω ασπασασϑε τους εκ των αριστοβουλου 11 ασπασασϑε ηροδιωνα τον συγγενη μου ασπασασϑε τους εκ των ναρκισσου τους οντας εν κυριω 12 ασπασασϑε τρυϕαιναν και τρυϕωσαν τας κοπιωσας εν κυριω ασπασασϑε περσιδα την αγαπητην ητις πολλα εκοπιασεν εν κυριω 13 ασπασασϑε ρουϕον τον εκλεκτον εν κυριω και την μητερα αυτου και εμου 14 ασπασασϑε ασυγκριτον ϕλεγοντα ερμαν πατροβαν ερμην και τους συν αυτοις αδελϕους 15 ασπασασϑε ϕιλολογον και ιουλιαν νηρεα και την αδελϕην αυτου και ολυμπαν και τους συν αυτοις παντας αγιους 16 ασπασασϑε αλληλους εν ϕιληματι αγιω ασπαζονται υμας αι εκκλησιαι του χριστου 17 παρακαλω δε υμας αδελϕοι σκοπειν τους τας διχοστασιας και τα σκανδαλα παρα την διδαχην ην υμεις εμαϑετε ποιουντας και εκκλινατε απ αυτων 18 οι γαρ τοιουτοι τω κυριω ημων ιησου χριστω ου δουλευουσιν αλλα τη εαυτων κοιλια και δια της χρηστολογιας και ευλογιας εξαπατωσιν τας καρδιας των ακακων 19 η γαρ υμων υπακοη εις παντας αϕικετο χαιρω ουν το εϕ υμιν ϑελω δε υμας σοϕους μεν ειναι εις το αγαϑον ακεραιους δε εις το κακον 20 ο δε ϑεος της ειρηνης συντριψει τον σαταναν υπο τους ποδας υμων εν ταχει η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μεϑ υμων 21 ασπαζονται υμας τιμοϑεος ο συνεργος μου και λουκιος και ιασων και σωσιπατρος οι συγγενεις μου 22 ασπαζομαι υμας εγω τερτιος ο γραψας την επιστολην εν κυριω 23 ασπαζεται υμας γαιος ο ξενος μου και της εκκλησιας ολης ασπαζεται υμας εραστος ο οικονομος της πολεως και κουαρτος ο αδελϕος 24 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα παντων υμων αμην 25 τω δε δυναμενω υμας στηριξαι κατα το ευαγγελιον μου και το κηρυγμα ιησου χριστου κατα αποκαλυψιν μυστηριου χρονοις αιωνιοις σεσιγημενου 26 ϕανερωϑεντος δε νυν δια τε γραϕων προϕητικων κατ επιταγην του αιωνιου ϑεου εις υπακοην πιστεως εις παντα τα εϑνη γνωρισϑεντος 27 μονω σοϕω ϑεω δια ιησου χριστου ω η δοξα εις τους αιωνας αμην [προς ρωμαιους εγραϕη απο κορινϑου δια ϕοιβης της διακονου της εν κεγχρεαις εκκλησιας] Εξπλιχιτ επιστολα Πρὸς Ρωμαίους
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 1
1 παυλος κλητος αποστολος ιησου χριστου δια ϑεληματος ϑεου και σωσϑενης ο αδελϕος 2 τη εκκλησια του ϑεου τη ουση εν κορινϑω ηγιασμενοις εν χριστω ιησου κλητοις αγιοις συν πασιν τοις επικαλουμενοις το ονομα του κυριου ημων ιησου χριστου εν παντι τοπω αυτων τε και ημων 3 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 4 ευχαριστω τω ϑεω μου παντοτε περι υμων επι τη χαριτι του ϑεου τη δοϑειση υμιν εν χριστω ιησου 5 οτι εν παντι επλουτισϑητε εν αυτω εν παντι λογω και παση γνωσει 6 καϑως το μαρτυριον του χριστου εβεβαιωϑη εν υμιν 7 ωστε υμας μη υστερεισϑαι εν μηδενι χαρισματι απεκδεχομενους την αποκαλυψιν του κυριου ημων ιησου χριστου 8 ος και βεβαιωσει υμας εως τελους ανεγκλητους εν τη ημερα του κυριου ημων ιησου χριστου 9 πιστος ο ϑεος δι ου εκληϑητε εις κοινωνιαν του υιου αυτου ιησου χριστου του κυριου ημων 10 παρακαλω δε υμας αδελϕοι δια του ονοματος του κυριου ημων ιησου χριστου ινα το αυτο λεγητε παντες και μη η εν υμιν σχισματα ητε δε κατηρτισμενοι εν τω αυτω νοι και εν τη αυτη γνωμη 11 εδηλωϑη γαρ μοι περι υμων αδελϕοι μου υπο των χλοης οτι εριδες εν υμιν εισιν 12 λεγω δε τουτο οτι εκαστος υμων λεγει εγω μεν ειμι παυλου εγω δε απολλω εγω δε κηϕα εγω δε χριστου 13 μεμερισται ο χριστος μη παυλος εσταυρωϑη υπερ υμων η εις το ονομα παυλου εβαπτισϑητε 14 ευχαριστω τω ϑεω οτι ουδενα υμων εβαπτισα ει μη κρισπον και γαιον 15 ινα μη τις ειπη οτι εις το εμον ονομα εβαπτισα 16 εβαπτισα δε και τον στεϕανα οικον λοιπον ουκ οιδα ει τινα αλλον εβαπτισα 17 ου γαρ απεστειλεν με χριστος βαπτιζειν αλλ ευαγγελιζεσϑαι ουκ εν σοϕια λογου ινα μη κενωϑη ο σταυρος του χριστου 18 ο λογος γαρ ο του σταυρου τοις μεν απολλυμενοις μωρια εστιν τοις δε σωζομενοις ημιν δυναμις ϑεου εστιν 19 γεγραπται γαρ απολω την σοϕιαν των σοϕων και την συνεσιν των συνετων αϑετησω 20 που σοϕος που γραμματευς που συζητητης του αιωνος τουτου ουχι εμωρανεν ο ϑεος την σοϕιαν του κοσμου τουτου 21 επειδη γαρ εν τη σοϕια του ϑεου ουκ εγνω ο κοσμος δια της σοϕιας τον ϑεον ευδοκησεν ο ϑεος δια της μωριας του κηρυγματος σωσαι τους πιστευοντας 22 επειδη και ιουδαιοι σημειον αιτουσιν και ελληνες σοϕιαν ζητουσιν 23 ημεις δε κηρυσσομεν χριστον εσταυρωμενον ιουδαιοις μεν σκανδαλον ελλησιν δε μωριαν 24 αυτοις δε τοις κλητοις ιουδαιοις τε και ελλησιν χριστον ϑεου δυναμιν και ϑεου σοϕιαν 25 οτι το μωρον του ϑεου σοϕωτερον των ανϑρωπων εστιν και το ασϑενες του ϑεου ισχυροτερον των ανϑρωπων εστιν 26 βλεπετε γαρ την κλησιν υμων αδελϕοι οτι ου πολλοι σοϕοι κατα σαρκα ου πολλοι δυνατοι ου πολλοι ευγενεις 27 αλλα τα μωρα του κοσμου εξελεξατο ο ϑεος ινα τους σοϕους καταισχυνη και τα ασϑενη του κοσμου εξελεξατο ο ϑεος ινα καταισχυνη τα ισχυρα 28 και τα αγενη του κοσμου και τα εξουϑενημενα εξελεξατο ο ϑεος και τα μη οντα ινα τα οντα καταργηση 29 οπως μη καυχησηται πασα σαρξ ενωπιον αυτου 30 εξ αυτου δε υμεις εστε εν χριστω ιησου ος εγενηϑη ημιν σοϕια απο ϑεου δικαιοσυνη τε και αγιασμος και απολυτρωσις 31 ινα καϑως γεγραπται ο καυχωμενος εν κυριω καυχασϑω
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 2
1 καγω ελϑων προς υμας αδελϕοι ηλϑον ου καϑ υπεροχην λογου η σοϕιας καταγγελλων υμιν το μαρτυριον του ϑεου 2 ου γαρ εκρινα του ειδεναι τι εν υμιν ει μη ιησουν χριστον και τουτον εσταυρωμενον 3 και εγω εν ασϑενεια και εν ϕοβω και εν τρομω πολλω εγενομην προς υμας 4 και ο λογος μου και το κηρυγμα μου ουκ εν πειϑοις ανϑρωπινης σοϕιας λογοις αλλ εν αποδειξει πνευματος και δυναμεως 5 ινα η πιστις υμων μη η εν σοϕια ανϑρωπων αλλ εν δυναμει ϑεου 6 σοϕιαν δε λαλουμεν εν τοις τελειοις σοϕιαν δε ου του αιωνος τουτου ουδε των αρχοντων του αιωνος τουτου των καταργουμενων 7 αλλα λαλουμεν σοϕιαν ϑεου εν μυστηριω την αποκεκρυμμενην ην προωρισεν ο ϑεος προ των αιωνων εις δοξαν ημων 8 ην ουδεις των αρχοντων του αιωνος τουτου εγνωκεν ει γαρ εγνωσαν ουκ αν τον κυριον της δοξης εσταυρωσαν 9 αλλα καϑως γεγραπται α οϕϑαλμος ουκ ειδεν και ους ουκ ηκουσεν και επι καρδιαν ανϑρωπου ουκ ανεβη α ητοιμασεν ο ϑεος τοις αγαπωσιν αυτον 10 ημιν δε ο ϑεος απεκαλυψεν δια του πνευματος αυτου το γαρ πνευμα παντα ερευνα και τα βαϑη του ϑεου 11 τις γαρ οιδεν ανϑρωπων τα του ανϑρωπου ει μη το πνευμα του ανϑρωπου το εν αυτω ουτως και τα του ϑεου ουδεις οιδεν ει μη το πνευμα του ϑεου 12 ημεις δε ου το πνευμα του κοσμου ελαβομεν αλλα το πνευμα το εκ του ϑεου ινα ειδωμεν τα υπο του ϑεου χαρισϑεντα ημιν 13 α και λαλουμεν ουκ εν διδακτοις ανϑρωπινης σοϕιας λογοις αλλ εν διδακτοις πνευματος αγιου πνευματικοις πνευματικα συγκρινοντες 14 ψυχικος δε ανϑρωπος ου δεχεται τα του πνευματος του ϑεου μωρια γαρ αυτω εστιν και ου δυναται γνωναι οτι πνευματικως ανακρινεται 15 ο δε πνευματικος ανακρινει μεν παντα αυτος δε υπ ουδενος ανακρινεται 16 τις γαρ εγνω νουν κυριου ος συμβιβασει αυτον ημεις δε νουν χριστου εχομεν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 3
1 και εγω αδελϕοι ουκ ηδυνηϑην λαλησαι υμιν ως πνευματικοις αλλ ως σαρκικοις ως νηπιοις εν χριστω 2 γαλα υμας εποτισα και ου βρωμα ουπω γαρ ηδυνασϑε αλλ ουτε ετι νυν δυνασϑε 3 ετι γαρ σαρκικοι εστε οπου γαρ εν υμιν ζηλος και ερις και διχοστασιαι ουχι σαρκικοι εστε και κατα ανϑρωπον περιπατειτε 4 οταν γαρ λεγη τις εγω μεν ειμι παυλου ετερος δε εγω απολλω ουχι σαρκικοι εστε 5 τις ουν εστιν παυλος τις δε απολλως αλλ η διακονοι δι ων επιστευσατε και εκαστω ως ο κυριος εδωκεν 6 εγω εϕυτευσα απολλως εποτισεν αλλ ο ϑεος ηυξανεν 7 ωστε ουτε ο ϕυτευων εστιν τι ουτε ο ποτιζων αλλ ο αυξανων ϑεος 8 ο ϕυτευων δε και ο ποτιζων εν εισιν εκαστος δε τον ιδιον μισϑον ληψεται κατα τον ιδιον κοπον 9 ϑεου γαρ εσμεν συνεργοι ϑεου γεωργιον ϑεου οικοδομη εστε 10 κατα την χαριν του ϑεου την δοϑεισαν μοι ως σοϕος αρχιτεκτων ϑεμελιον τεϑεικα αλλος δε εποικοδομει εκαστος δε βλεπετω πως εποικοδομει 11 ϑεμελιον γαρ αλλον ουδεις δυναται ϑειναι παρα τον κειμενον ος εστιν ιησους ο χριστος 12 ει δε τις εποικοδομει επι τον ϑεμελιον τουτον χρυσον αργυρον λιϑους τιμιους ξυλα χορτον καλαμην 13 εκαστου το εργον ϕανερον γενησεται η γαρ ημερα δηλωσει οτι εν πυρι αποκαλυπτεται και εκαστου το εργον οποιον εστιν το πυρ δοκιμασει 14 ει τινος το εργον μενει ο επωκοδομησεν μισϑον ληψεται 15 ει τινος το εργον κατακαησεται ζημιωϑησεται αυτος δε σωϑησεται ουτως δε ως δια πυρος 16 ουκ οιδατε οτι ναος ϑεου εστε και το πνευμα του ϑεου οικει εν υμιν 17 ει τις τον ναον του ϑεου ϕϑειρει ϕϑερει τουτον ο ϑεος ο γαρ ναος του ϑεου αγιος εστιν οιτινες εστε υμεις 18 μηδεις εαυτον εξαπατατω ει τις δοκει σοϕος ειναι εν υμιν εν τω αιωνι τουτω μωρος γενεσϑω ινα γενηται σοϕος 19 η γαρ σοϕια του κοσμου τουτου μωρια παρα τω ϑεω εστιν γεγραπται γαρ ο δρασσομενος τους σοϕους εν τη πανουργια αυτων 20 και παλιν κυριος γινωσκει τους διαλογισμους των σοϕων οτι εισιν ματαιοι 21 ωστε μηδεις καυχασϑω εν ανϑρωποις παντα γαρ υμων εστιν 22 ειτε παυλος ειτε απολλως ειτε κηϕας ειτε κοσμος ειτε ζωη ειτε ϑανατος ειτε ενεστωτα ειτε μελλοντα παντα υμων εστιν 23 υμεις δε χριστου χριστος δε ϑεου
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 4
1 ουτως ημας λογιζεσϑω ανϑρωπος ως υπηρετας χριστου και οικονομους μυστηριων ϑεου 2 ο δε λοιπον ζητειται εν τοις οικονομοις ινα πιστος τις ευρεϑη 3 εμοι δε εις ελαχιστον εστιν ινα υϕ υμων ανακριϑω η υπο ανϑρωπινης ημερας αλλ ουδε εμαυτον ανακρινω 4 ουδεν γαρ εμαυτω συνοιδα αλλ ουκ εν τουτω δεδικαιωμαι ο δε ανακρινων με κυριος εστιν 5 ωστε μη προ καιρου τι κρινετε εως αν ελϑη ο κυριος ος και ϕωτισει τα κρυπτα του σκοτους και ϕανερωσει τας βουλας των καρδιων και τοτε ο επαινος γενησεται εκαστω απο του ϑεου 6 ταυτα δε αδελϕοι μετεσχηματισα εις εμαυτον και απολλω δι υμας ινα εν ημιν μαϑητε το μη υπερ ο γεγραπται ϕρονειν ινα μη εις υπερ του ενος ϕυσιουσϑε κατα του ετερου 7 τις γαρ σε διακρινει τι δε εχεις ο ουκ ελαβες ει δε και ελαβες τι καυχασαι ως μη λαβων 8 ηδη κεκορεσμενοι εστε ηδη επλουτησατε χωρις ημων εβασιλευσατε και οϕελον γε εβασιλευσατε ινα και ημεις υμιν συμβασιλευσωμεν 9 δοκω γαρ οτι ο ϑεος ημας τους αποστολους εσχατους απεδειξεν ως επιϑανατιους οτι ϑεατρον εγενηϑημεν τω κοσμω και αγγελοις και ανϑρωποις 10 ημεις μωροι δια χριστον υμεις δε ϕρονιμοι εν χριστω ημεις ασϑενεις υμεις δε ισχυροι υμεις ενδοξοι ημεις δε ατιμοι 11 αχρι της αρτι ωρας και πεινωμεν και διψωμεν και γυμνητευομεν και κολαϕιζομεϑα και αστατουμεν 12 και κοπιωμεν εργαζομενοι ταις ιδιαις χερσιν λοιδορουμενοι ευλογουμεν διωκομενοι ανεχομεϑα 13 βλασϕημουμενοι παρακαλουμεν ως περικαϑαρματα του κοσμου εγενηϑημεν παντων περιψημα εως αρτι 14 ουκ εντρεπων υμας γραϕω ταυτα αλλ ως τεκνα μου αγαπητα νουϑετω 15 εαν γαρ μυριους παιδαγωγους εχητε εν χριστω αλλ ου πολλους πατερας εν γαρ χριστω ιησου δια του ευαγγελιου εγω υμας εγεννησα 16 παρακαλω ουν υμας μιμηται μου γινεσϑε 17 δια τουτο επεμψα υμιν τιμοϑεον ος εστιν τεκνον μου αγαπητον και πιστον εν κυριω ος υμας αναμνησει τας οδους μου τας εν χριστω καϑως πανταχου εν παση εκκλησια διδασκω 18 ως μη ερχομενου δε μου προς υμας εϕυσιωϑησαν τινες 19 ελευσομαι δε ταχεως προς υμας εαν ο κυριος ϑεληση και γνωσομαι ου τον λογον των πεϕυσιωμενων αλλα την δυναμιν 20 ου γαρ εν λογω η βασιλεια του ϑεου αλλ εν δυναμει 21 τι ϑελετε εν ραβδω ελϑω προς υμας η εν αγαπη πνευματι τε πραοτητος
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 5
1 ολως ακουεται εν υμιν πορνεια και τοιαυτη πορνεια ητις ουδε εν τοις εϑνεσιν ονομαζεται ωστε γυναικα τινα του πατρος εχειν 2 και υμεις πεϕυσιωμενοι εστε και ουχι μαλλον επενϑησατε ινα εξαρϑη εκ μεσου υμων ο το εργον τουτο ποιησας 3 εγω μεν γαρ ως απων τω σωματι παρων δε τω πνευματι ηδη κεκρικα ως παρων τον ουτως τουτο κατεργασαμενον 4 εν τω ονοματι του κυριου ημων ιησου χριστου συναχϑεντων υμων και του εμου πνευματος συν τη δυναμει του κυριου ημων ιησου χριστου 5 παραδουναι τον τοιουτον τω σατανα εις ολεϑρον της σαρκος ινα το πνευμα σωϑη εν τη ημερα του κυριου ιησου 6 ου καλον το καυχημα υμων ουκ οιδατε οτι μικρα ζυμη ολον το ϕυραμα ζυμοι 7 εκκαϑαρατε ουν την παλαιαν ζυμην ινα ητε νεον ϕυραμα καϑως εστε αζυμοι και γαρ το πασχα ημων υπερ ημων ετυϑη χριστος 8 ωστε εορταζωμεν μη εν ζυμη παλαια μηδε εν ζυμη κακιας και πονηριας αλλ εν αζυμοις ειλικρινειας και αληϑειας 9 εγραψα υμιν εν τη επιστολη μη συναναμιγνυσϑαι πορνοις 10 και ου παντως τοις πορνοις του κοσμου τουτου η τοις πλεονεκταις η αρπαξιν η ειδωλολατραις επει οϕειλετε αρα εκ του κοσμου εξελϑειν 11 νυνι δε εγραψα υμιν μη συναναμιγνυσϑαι εαν τις αδελϕος ονομαζομενος η πορνος η πλεονεκτης η ειδωλολατρης η λοιδορος η μεϑυσος η αρπαξ τω τοιουτω μηδε συνεσϑιειν 12 τι γαρ μοι και τους εξω κρινειν ουχι τους εσω υμεις κρινετε 13 τους δε εξω ο ϑεος κρινει και εξαρειτε τον πονηρον εξ υμων αυτων
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 6
1 τολμα τις υμων πραγμα εχων προς τον ετερον κρινεσϑαι επι των αδικων και ουχι επι των αγιων 2 ουκ οιδατε οτι οι αγιοι τον κοσμον κρινουσιν και ει εν υμιν κρινεται ο κοσμος αναξιοι εστε κριτηριων ελαχιστων 3 ουκ οιδατε οτι αγγελους κρινουμεν μητι γε βιωτικα 4 βιωτικα μεν ουν κριτηρια εαν εχητε τους εξουϑενημενους εν τη εκκλησια τουτους καϑιζετε 5 προς εντροπην υμιν λεγω ουτως ουκ εστιν εν υμιν σοϕος ουδε εις ος δυνησεται διακριναι ανα μεσον του αδελϕου αυτου 6 αλλα αδελϕος μετα αδελϕου κρινεται και τουτο επι απιστων 7 ηδη μεν ουν ολως ηττημα εν υμιν εστιν οτι κριματα εχετε μεϑ εαυτων διατι ουχι μαλλον αδικεισϑε διατι ουχι μαλλον αποστερεισϑε 8 αλλα υμεις αδικειτε και αποστερειτε και ταυτα αδελϕους 9 η ουκ οιδατε οτι αδικοι βασιλειαν ϑεου ου κληρονομησουσιν μη πλανασϑε ουτε πορνοι ουτε ειδωλολατραι ουτε μοιχοι ουτε μαλακοι ουτε αρσενοκοιται 10 ουτε κλεπται ουτε πλεονεκται ουτε μεϑυσοι ου λοιδοροι ουχ αρπαγες βασιλειαν ϑεου ου κληρονομησουσιν 11 και ταυτα τινες ητε αλλα απελουσασϑε αλλα ηγιασϑητε αλλ εδικαιωϑητε εν τω ονοματι του κυριου ιησου και εν τω πνευματι του ϑεου ημων 12 παντα μοι εξεστιν αλλ ου παντα συμϕερει παντα μοι εξεστιν αλλ ουκ εγω εξουσιασϑησομαι υπο τινος 13 τα βρωματα τη κοιλια και η κοιλια τοις βρωμασιν ο δε ϑεος και ταυτην και ταυτα καταργησει το δε σωμα ου τη πορνεια αλλα τω κυριω και ο κυριος τω σωματι 14 ο δε ϑεος και τον κυριον ηγειρεν και ημας εξεγερει δια της δυναμεως αυτου 15 ουκ οιδατε οτι τα σωματα υμων μελη χριστου εστιν αρας ουν τα μελη του χριστου ποιησω πορνης μελη μη γενοιτο 16 η ουκ οιδατε οτι ο κολλωμενος τη πορνη εν σωμα εστιν εσονται γαρ ϕησιν οι δυο εις σαρκα μιαν 17 ο δε κολλωμενος τω κυριω εν πνευμα εστιν 18 ϕευγετε την πορνειαν παν αμαρτημα ο εαν ποιηση ανϑρωπος εκτος του σωματος εστιν ο δε πορνευων εις το ιδιον σωμα αμαρτανει 19 η ουκ οιδατε οτι το σωμα υμων ναος του εν υμιν αγιου πνευματος εστιν ου εχετε απο ϑεου και ουκ εστε εαυτων 20 ηγορασϑητε γαρ τιμης δοξασατε δη τον ϑεον εν τω σωματι υμων και εν τω πνευματι υμων ατινα εστιν του ϑεου
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 7
1 περι δε ων εγραψατε μοι καλον ανϑρωπω γυναικος μη απτεσϑαι 2 δια δε τας πορνειας εκαστος την εαυτου γυναικα εχετω και εκαστη τον ιδιον ανδρα εχετω 3 τη γυναικι ο ανηρ την οϕειλομενην ευνοιαν αποδιδοτω ομοιως δε και η γυνη τω ανδρι 4 η γυνη του ιδιου σωματος ουκ εξουσιαζει αλλ ο ανηρ ομοιως δε και ο ανηρ του ιδιου σωματος ουκ εξουσιαζει αλλ η γυνη 5 μη αποστερειτε αλληλους ει μη τι αν εκ συμϕωνου προς καιρον ινα σχολαζητε τη νηστεια και τη προσευχη και παλιν επι το αυτο συνερχησϑε ινα μη πειραζη υμας ο σατανας δια την ακρασιαν υμων 6 τουτο δε λεγω κατα συγγνωμην ου κατ επιταγην 7 ϑελω γαρ παντας ανϑρωπους ειναι ως και εμαυτον αλλ εκαστος ιδιον χαρισμα εχει εκ ϑεου ος μεν ουτως ος δε ουτως 8 λεγω δε τοις αγαμοις και ταις χηραις καλον αυτοις εστιν εαν μεινωσιν ως καγω 9 ει δε ουκ εγκρατευονται γαμησατωσαν κρεισσον γαρ εστιν γαμησαι η πυρουσϑαι 10 τοις δε γεγαμηκοσιν παραγγελλω ουκ εγω αλλ ο κυριος γυναικα απο ανδρος μη χωρισϑηναι 11 εαν δε και χωρισϑη μενετω αγαμος η τω ανδρι καταλλαγητω και ανδρα γυναικα μη αϕιεναι 12 τοις δε λοιποις εγω λεγω ουχ ο κυριος ει τις αδελϕος γυναικα εχει απιστον και αυτη συνευδοκει οικειν μετ αυτου μη αϕιετω αυτην 13 και γυνη ητις εχει ανδρα απιστον και αυτος συνευδοκει οικειν μετ αυτης μη αϕιετω αυτον 14 ηγιασται γαρ ο ανηρ ο απιστος εν τη γυναικι και ηγιασται η γυνη η απιστος εν τω ανδρι επει αρα τα τεκνα υμων ακαϑαρτα εστιν νυν δε αγια εστιν 15 ει δε ο απιστος χωριζεται χωριζεσϑω ου δεδουλωται ο αδελϕος η η αδελϕη εν τοις τοιουτοις εν δε ειρηνη κεκληκεν ημας ο ϑεος 16 τι γαρ οιδας γυναι ει τον ανδρα σωσεις η τι οιδας ανερ ει την γυναικα σωσεις 17 ει μη εκαστω ως εμερισεν ο ϑεος εκαστον ως κεκληκεν ο κυριος ουτως περιπατειτω και ουτως εν ταις εκκλησιαις πασαις διατασσομαι 18 περιτετμημενος τις εκληϑη μη επισπασϑω εν ακροβυστια τις εκληϑη μη περιτεμνεσϑω 19 η περιτομη ουδεν εστιν και η ακροβυστια ουδεν εστιν αλλα τηρησις εντολων ϑεου 20 εκαστος εν τη κλησει η εκληϑη εν ταυτη μενετω 21 δουλος εκληϑης μη σοι μελετω αλλ ει και δυνασαι ελευϑερος γενεσϑαι μαλλον χρησαι 22 ο γαρ εν κυριω κληϑεις δουλος απελευϑερος κυριου εστιν ομοιως και ο ελευϑερος κληϑεις δουλος εστιν χριστου 23 τιμης ηγορασϑητε μη γινεσϑε δουλοι ανϑρωπων 24 εκαστος εν ω εκληϑη αδελϕοι εν τουτω μενετω παρα τω ϑεω 25 περι δε των παρϑενων επιταγην κυριου ουκ εχω γνωμην δε διδωμι ως ηλεημενος υπο κυριου πιστος ειναι 26 νομιζω ουν τουτο καλον υπαρχειν δια την ενεστωσαν αναγκην οτι καλον ανϑρωπω το ουτως ειναι 27 δεδεσαι γυναικι μη ζητει λυσιν λελυσαι απο γυναικος μη ζητει γυναικα 28 εαν δε και γημης ουχ ημαρτες και εαν γημη η παρϑενος ουχ ημαρτεν ϑλιψιν δε τη σαρκι εξουσιν οι τοιουτοι εγω δε υμων ϕειδομαι 29 τουτο δε ϕημι αδελϕοι ο καιρος συνεσταλμενος το λοιπον εστιν ινα και οι εχοντες γυναικας ως μη εχοντες ωσιν 30 και οι κλαιοντες ως μη κλαιοντες και οι χαιροντες ως μη χαιροντες και οι αγοραζοντες ως μη κατεχοντες 31 και οι χρωμενοι τω κοσμω τουτω ως μη καταχρωμενοι παραγει γαρ το σχημα του κοσμου τουτου 32 ϑελω δε υμας αμεριμνους ειναι ο αγαμος μεριμνα τα του κυριου πως αρεσει τω κυριω 33 ο δε γαμησας μεριμνα τα του κοσμου πως αρεσει τη γυναικι 34 μεμερισται η γυνη και η παρϑενος η αγαμος μεριμνα τα του κυριου ινα η αγια και σωματι και πνευματι η δε γαμησασα μεριμνα τα του κοσμου πως αρεσει τω ανδρι 35 τουτο δε προς το υμων αυτων συμϕερον λεγω ουχ ινα βροχον υμιν επιβαλω αλλα προς το ευσχημον και ευπροσεδρον τω κυριω απερισπαστως 36 ει δε τις ασχημονειν επι την παρϑενον αυτου νομιζει εαν η υπερακμος και ουτως οϕειλει γινεσϑαι ο ϑελει ποιειτω ουχ αμαρτανει γαμειτωσαν 37 ος δε εστηκεν εδραιος εν τη καρδια μη εχων αναγκην εξουσιαν δε εχει περι του ιδιου ϑεληματος και τουτο κεκρικεν εν τη καρδια αυτου του τηρειν την εαυτου παρϑενον καλως ποιει 38 ωστε και ο εκγαμιζων καλως ποιει ο δε μη εκγαμιζων κρεισσον ποιει 39 γυνη δεδεται νομω εϕ οσον χρονον ζη ο ανηρ αυτης εαν δε κοιμηϑη ο ανηρ αυτης ελευϑερα εστιν ω ϑελει γαμηϑηναι μονον εν κυριω 40 μακαριωτερα δε εστιν εαν ουτως μεινη κατα την εμην γνωμην δοκω δε καγω πνευμα ϑεου εχειν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 7
1 περι δε των ειδωλοϑυτων οιδαμεν οτι παντες γνωσιν εχομεν η γνωσις ϕυσιοι η δε αγαπη οικοδομει 2 ει δε τις δοκει ειδεναι τι ουδεπω ουδεν εγνωκεν καϑως δει γνωναι 3 ει δε τις αγαπα τον ϑεον ουτος εγνωσται υπ αυτου 4 περι της βρωσεως ουν των ειδωλοϑυτων οιδαμεν οτι ουδεν ειδωλον εν κοσμω και οτι ουδεις ϑεος ετερος ει μη εις 5 και γαρ ειπερ εισιν λεγομενοι ϑεοι ειτε εν ουρανω ειτε επι της γης ωσπερ εισιν ϑεοι πολλοι και κυριοι πολλοι 6 αλλ ημιν εις ϑεος ο πατηρ εξ ου τα παντα και ημεις εις αυτον και εις κυριος ιησους χριστος δι ου τα παντα και ημεις δι αυτου 7 αλλ ουκ εν πασιν η γνωσις τινες δε τη συνειδησει του ειδωλου εως αρτι ως ειδωλοϑυτον εσϑιουσιν και η συνειδησις αυτων ασϑενης ουσα μολυνεται 8 βρωμα δε ημας ου παριστησιν τω ϑεω ουτε γαρ εαν ϕαγωμεν περισσευομεν ουτε εαν μη ϕαγωμεν υστερουμεϑα 9 βλεπετε δε μηπως η εξουσια υμων αυτη προσκομμα γενηται τοις ασϑενουσιν 10 εαν γαρ τις ιδη σε τον εχοντα γνωσιν εν ειδωλειω κατακειμενον ουχι η συνειδησις αυτου ασϑενους οντος οικοδομηϑησεται εις το τα ειδωλοϑυτα εσϑιειν 11 και απολειται ο ασϑενων αδελϕος επι τη ση γνωσει δι ον χριστος απεϑανεν 12 ουτως δε αμαρτανοντες εις τους αδελϕους και τυπτοντες αυτων την συνειδησιν ασϑενουσαν εις χριστον αμαρτανετε 13 διοπερ ει βρωμα σκανδαλιζει τον αδελϕον μου ου μη ϕαγω κρεα εις τον αιωνα ινα μη τον αδελϕον μου σκανδαλισω
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 9
1 ουκ ειμι αποστολος ουκ ειμι ελευϑερος ουχι ιησουν χριστον τον κυριον ημων εωρακα ου το εργον μου υμεις εστε εν κυριω 2 ει αλλοις ουκ ειμι αποστολος αλλα γε υμιν ειμι η γαρ σϕραγις της εμης αποστολης υμεις εστε εν κυριω 3 η εμη απολογια τοις εμε ανακρινουσιν αυτη εστιν 4 μη ουκ εχομεν εξουσιαν ϕαγειν και πιειν 5 μη ουκ εχομεν εξουσιαν αδελϕην γυναικα περιαγειν ως και οι λοιποι αποστολοι και οι αδελϕοι του κυριου και κηϕας 6 η μονος εγω και βαρναβας ουκ εχομεν εξουσιαν του μη εργαζεσϑαι 7 τις στρατευεται ιδιοις οψωνιοις ποτε τις ϕυτευει αμπελωνα και εκ του καρπου αυτου ουκ εσϑιει η τις ποιμαινει ποιμνην και εκ του γαλακτος της ποιμνης ουκ εσϑιει 8 μη κατα ανϑρωπον ταυτα λαλω η ουχι και ο νομος ταυτα λεγει 9 εν γαρ τω μωσεως νομω γεγραπται ου ϕιμωσεις βουν αλοωντα μη των βοων μελει τω ϑεω 10 η δι ημας παντως λεγει δι ημας γαρ εγραϕη οτι επ ελπιδι οϕειλει ο αροτριων αροτριαν και ο αλοων της ελπιδος αυτου μετεχειν επ ελπιδι 11 ει ημεις υμιν τα πνευματικα εσπειραμεν μεγα ει ημεις υμων τα σαρκικα ϑερισομεν 12 ει αλλοι της εξουσιας υμων μετεχουσιν ου μαλλον ημεις αλλ ουκ εχρησαμεϑα τη εξουσια ταυτη αλλα παντα στεγομεν ινα μη εγκοπην τινα δωμεν τω ευαγγελιω του χριστου 13 ουκ οιδατε οτι οι τα ιερα εργαζομενοι εκ του ιερου εσϑιουσιν οι τω ϑυσιαστηριω προσεδρευοντες τω ϑυσιαστηριω συμμεριζονται 14 ουτως και ο κυριος διεταξεν τοις το ευαγγελιον καταγγελλουσιν εκ του ευαγγελιου ζην 15 εγω δε ουδενι εχρησαμην τουτων ουκ εγραψα δε ταυτα ινα ουτως γενηται εν εμοι καλον γαρ μοι μαλλον αποϑανειν η το καυχημα μου ινα τις κενωση 16 εαν γαρ ευαγγελιζωμαι ουκ εστιν μοι καυχημα αναγκη γαρ μοι επικειται ουαι δε μοι εστιν εαν μη ευαγγελιζωμαι 17 ει γαρ εκων τουτο πρασσω μισϑον εχω ει δε ακων οικονομιαν πεπιστευμαι 18 τις ουν μοι εστιν ο μισϑος ινα ευαγγελιζομενος αδαπανον ϑησω το ευαγγελιον του χριστου εις το μη καταχρησασϑαι τη εξουσια μου εν τω ευαγγελιω 19 ελευϑερος γαρ ων εκ παντων πασιν εμαυτον εδουλωσα ινα τους πλειονας κερδησω 20 και εγενομην τοις ιουδαιοις ως ιουδαιος ινα ιουδαιους κερδησω τοις υπο νομον ως υπο νομον ινα τους υπο νομον κερδησω 21 τοις ανομοις ως ανομος μη ων ανομος ϑεω αλλ εννομος χριστω ινα κερδησω ανομους 22 εγενομην τοις ασϑενεσιν ως ασϑενης ινα τους ασϑενεις κερδησω τοις πασιν γεγονα τα παντα ινα παντως τινας σωσω 23 τουτο δε ποιω δια το ευαγγελιον ινα συγκοινωνος αυτου γενωμαι 24 ουκ οιδατε οτι οι εν σταδιω τρεχοντες παντες μεν τρεχουσιν εις δε λαμβανει το βραβειον ουτως τρεχετε ινα καταλαβητε 25 πας δε ο αγωνιζομενος παντα εγκρατευεται εκεινοι μεν ουν ινα ϕϑαρτον στεϕανον λαβωσιν ημεις δε αϕϑαρτον 26 εγω τοινυν ουτως τρεχω ως ουκ αδηλως ουτως πυκτευω ως ουκ αερα δερων 27 αλλ υπωπιαζω μου το σωμα και δουλαγωγω μηπως αλλοις κηρυξας αυτος αδοκιμος γενωμαι
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 10
1 ου ϑελω δε υμας αγνοειν αδελϕοι οτι οι πατερες ημων παντες υπο την νεϕελην ησαν και παντες δια της ϑαλασσης διηλϑον 2 και παντες εις τον μωσην εβαπτισαντο εν τη νεϕελη και εν τη ϑαλασση 3 και παντες το αυτο βρωμα πνευματικον εϕαγον 4 και παντες το αυτο πομα πνευματικον επιον επινον γαρ εκ πνευματικης ακολουϑουσης πετρας η δε πετρα ην ο χριστος 5 αλλ ουκ εν τοις πλειοσιν αυτων ευδοκησεν ο ϑεος κατεστρωϑησαν γαρ εν τη ερημω 6 ταυτα δε τυποι ημων εγενηϑησαν εις το μη ειναι ημας επιϑυμητας κακων καϑως κακεινοι επεϑυμησαν 7 μηδε ειδωλολατραι γινεσϑε καϑως τινες αυτων ως γεγραπται εκαϑισεν ο λαος ϕαγειν και πιειν και ανεστησαν παιζειν 8 μηδε πορνευωμεν καϑως τινες αυτων επορνευσαν και επεσον εν μια ημερα εικοσιτρεις χιλιαδες 9 μηδε εκπειραζωμεν τον χριστον καϑως και τινες αυτων επειρασαν και υπο των οϕεων απωλοντο 10 μηδε γογγυζετε καϑως και τινες αυτων εγογγυσαν και απωλοντο υπο του ολοϑρευτου 11 ταυτα δε παντα τυποι συνεβαινον εκεινοις εγραϕη δε προς νουϑεσιαν ημων εις ους τα τελη των αιωνων κατηντησεν 12 ωστε ο δοκων εσταναι βλεπετω μη πεση 13 πειρασμος υμας ουκ ειληϕεν ει μη ανϑρωπινος πιστος δε ο ϑεος ος ουκ εασει υμας πειρασϑηναι υπερ ο δυνασϑε αλλα ποιησει συν τω πειρασμω και την εκβασιν του δυνασϑαι υμας υπενεγκειν 14 διοπερ αγαπητοι μου ϕευγετε απο της ειδωλολατρειας 15 ως ϕρονιμοις λεγω κρινατε υμεις ο ϕημι 16 το ποτηριον της ευλογιας ο ευλογουμεν ουχι κοινωνια του αιματος του χριστου εστιν τον αρτον ον κλωμεν ουχι κοινωνια του σωματος του χριστου εστιν 17 οτι εις αρτος εν σωμα οι πολλοι εσμεν οι γαρ παντες εκ του ενος αρτου μετεχομεν 18 βλεπετε τον ισραηλ κατα σαρκα ουχι οι εσϑιοντες τας ϑυσιας κοινωνοι του ϑυσιαστηριου εισιν 19 τι ουν ϕημι οτι ειδωλον τι εστιν η οτι ειδωλοϑυτον τι εστιν 20 αλλ οτι α ϑυει τα εϑνη δαιμονιοις ϑυει και ου ϑεω ου ϑελω δε υμας κοινωνους των δαιμονιων γινεσϑαι 21 ου δυνασϑε ποτηριον κυριου πινειν και ποτηριον δαιμονιων ου δυνασϑε τραπεζης κυριου μετεχειν και τραπεζης δαιμονιων 22 η παραζηλουμεν τον κυριον μη ισχυροτεροι αυτου εσμεν 23 παντα μοι εξεστιν αλλ ου παντα συμϕερει παντα μοι εξεστιν αλλ ου παντα οικοδομει 24 μηδεις το εαυτου ζητειτω αλλα το του ετερου εκαστος 25 παν το εν μακελλω πωλουμενον εσϑιετε μηδεν ανακρινοντες δια την συνειδησιν 26 του γαρ κυριου η γη και το πληρωμα αυτης 27 ει δε τις καλει υμας των απιστων και ϑελετε πορευεσϑαι παν το παρατιϑεμενον υμιν εσϑιετε μηδεν ανακρινοντες δια την συνειδησιν 28 εαν δε τις υμιν ειπη τουτο ειδωλοϑυτον εστιν μη εσϑιετε δι εκεινον τον μηνυσαντα και την συνειδησιν του γαρ κυριου η γη και το πληρωμα αυτης 29 συνειδησιν δε λεγω ουχι την εαυτου αλλα την του ετερου ινα τι γαρ η ελευϑερια μου κρινεται υπο αλλης συνειδησεως 30 ει δε εγω χαριτι μετεχω τι βλασϕημουμαι υπερ ου εγω ευχαριστω 31 ειτε ουν εσϑιετε ειτε πινετε ειτε τι ποιειτε παντα εις δοξαν ϑεου ποιειτε 32 απροσκοποι γινεσϑε και ιουδαιοις και ελλησιν και τη εκκλησια του ϑεου 33 καϑως καγω παντα πασιν αρεσκω μη ζητων το εμαυτου συμϕερον αλλα το των πολλων ινα σωϑωσιν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 11
1 μιμηται μου γινεσϑε καϑως καγω χριστου 2 επαινω δε υμας αδελϕοι οτι παντα μου μεμνησϑε και καϑως παρεδωκα υμιν τας παραδοσεις κατεχετε 3 ϑελω δε υμας ειδεναι οτι παντος ανδρος η κεϕαλη ο χριστος εστιν κεϕαλη δε γυναικος ο ανηρ κεϕαλη δε χριστου ο ϑεος 4 πας ανηρ προσευχομενος η προϕητευων κατα κεϕαλης εχων καταισχυνει την κεϕαλην αυτου 5 πασα δε γυνη προσευχομενη η προϕητευουσα ακατακαλυπτω τη κεϕαλη καταισχυνει την κεϕαλην εαυτης εν γαρ εστιν και το αυτο τη εξυρημενη 6 ει γαρ ου κατακαλυπτεται γυνη και κειρασϑω ει δε αισχρον γυναικι το κειρασϑαι η ξυρασϑαι κατακαλυπτεσϑω 7 ανηρ μεν γαρ ουκ οϕειλει κατακαλυπτεσϑαι την κεϕαλην εικων και δοξα ϑεου υπαρχων γυνη δε δοξα ανδρος εστιν 8 ου γαρ εστιν ανηρ εκ γυναικος αλλα γυνη εξ ανδρος 9 και γαρ ουκ εκτισϑη ανηρ δια την γυναικα αλλα γυνη δια τον ανδρα 10 δια τουτο οϕειλει η γυνη εξουσιαν εχειν επι της κεϕαλης δια τους αγγελους 11 πλην ουτε ανηρ χωρις γυναικος ουτε γυνη χωρις ανδρος εν κυριω 12 ωσπερ γαρ η γυνη εκ του ανδρος ουτως και ο ανηρ δια της γυναικος τα δε παντα εκ του ϑεου 13 εν υμιν αυτοις κρινατε πρεπον εστιν γυναικα ακατακαλυπτον τω ϑεω προσευχεσϑαι 14 η ουδε αυτη η ϕυσις διδασκει υμας οτι ανηρ μεν εαν κομα ατιμια αυτω εστιν 15 γυνη δε εαν κομα δοξα αυτη εστιν οτι η κομη αντι περιβολαιου δεδοται αυτη 16 ει δε τις δοκει ϕιλονεικος ειναι ημεις τοιαυτην συνηϑειαν ουκ εχομεν ουδε αι εκκλησιαι του ϑεου 17 τουτο δε παραγγελλων ουκ επαινω οτι ουκ εις το κρειττον αλλ εις το ηττον συνερχεσϑε 18 πρωτον μεν γαρ συνερχομενων υμων εν τη εκκλησια ακουω σχισματα εν υμιν υπαρχειν και μερος τι πιστευω 19 δει γαρ και αιρεσεις εν υμιν ειναι ινα οι δοκιμοι ϕανεροι γενωνται εν υμιν 20 συνερχομενων ουν υμων επι το αυτο ουκ εστιν κυριακον δειπνον ϕαγειν 21 εκαστος γαρ το ιδιον δειπνον προλαμβανει εν τω ϕαγειν και ος μεν πεινα ος δε μεϑυει 22 μη γαρ οικιας ουκ εχετε εις το εσϑιειν και πινειν η της εκκλησιας του ϑεου καταϕρονειτε και καταισχυνετε τους μη εχοντας τι υμιν ειπω επαινεσω υμας εν τουτω ουκ επαινω 23 εγω γαρ παρελαβον απο του κυριου ο και παρεδωκα υμιν οτι ο κυριος ιησους εν τη νυκτι η παρεδιδοτο ελαβεν αρτον 24 και ευχαριστησας εκλασεν και ειπεν λαβετε ϕαγετε τουτο μου εστιν το σωμα το υπερ υμων κλωμενον τουτο ποιειτε εις την εμην αναμνησιν 25 ωσαυτως και το ποτηριον μετα το δειπνησαι λεγων τουτο το ποτηριον η καινη διαϑηκη εστιν εν τω εμω αιματι τουτο ποιειτε οσακις αν πινητε εις την εμην αναμνησιν 26 οσακις γαρ αν εσϑιητε τον αρτον τουτον και το ποτηριον τουτο πινητε τον ϑανατον του κυριου καταγγελλετε αχρις ου αν ελϑη 27 ωστε ος αν εσϑιη τον αρτον τουτον η πινη το ποτηριον του κυριου αναξιως ενοχος εσται του σωματος και αιματος του κυριου 28 δοκιμαζετω δε ανϑρωπος εαυτον και ουτως εκ του αρτου εσϑιετω και εκ του ποτηριου πινετω 29 ο γαρ εσϑιων και πινων αναξιως κριμα εαυτω εσϑιει και πινει μη διακρινων το σωμα του κυριου 30 δια τουτο εν υμιν πολλοι ασϑενεις και αρρωστοι και κοιμωνται ικανοι 31 ει γαρ εαυτους διεκρινομεν ουκ αν εκρινομεϑα 32 κρινομενοι δε υπο κυριου παιδευομεϑα ινα μη συν τω κοσμω κατακριϑωμεν 33 ωστε αδελϕοι μου συνερχομενοι εις το ϕαγειν αλληλους εκδεχεσϑε 34 ει δε τις πεινα εν οικω εσϑιετω ινα μη εις κριμα συνερχησϑε τα δε λοιπα ως αν ελϑω διαταξομαι
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 12
1 περι δε των πνευματικων αδελϕοι ου ϑελω υμας αγνοειν 2 οιδατε οτι εϑνη ητε προς τα ειδωλα τα αϕωνα ως αν ηγεσϑε απαγομενοι 3 διο γνωριζω υμιν οτι ουδεις εν πνευματι ϑεου λαλων λεγει αναϑεμα ιησουν και ουδεις δυναται ειπειν κυριον ιησουν ει μη εν πνευματι αγιω 4 διαιρεσεις δε χαρισματων εισιν το δε αυτο πνευμα 5 και διαιρεσεις διακονιων εισιν και ο αυτος κυριος 6 και διαιρεσεις ενεργηματων εισιν ο δε αυτος εστιν ϑεος ο ενεργων τα παντα εν πασιν 7 εκαστω δε διδοται η ϕανερωσις του πνευματος προς το συμϕερον 8 ω μεν γαρ δια του πνευματος διδοται λογος σοϕιας αλλω δε λογος γνωσεως κατα το αυτο πνευμα 9 ετερω δε πιστις εν τω αυτω πνευματι αλλω δε χαρισματα ιαματων εν τω αυτω πνευματι 10 αλλω δε ενεργηματα δυναμεων αλλω δε προϕητεια αλλω δε διακρισεις πνευματων ετερω δε γενη γλωσσων αλλω δε ερμηνεια γλωσσων 11 παντα δε ταυτα ενεργει το εν και το αυτο πνευμα διαιρουν ιδια εκαστω καϑως βουλεται 12 καϑαπερ γαρ το σωμα εν εστιν και μελη εχει πολλα παντα δε τα μελη του σωματος του ενος πολλα οντα εν εστιν σωμα ουτως και ο χριστος 13 και γαρ εν ενι πνευματι ημεις παντες εις εν σωμα εβαπτισϑημεν ειτε ιουδαιοι ειτε ελληνες ειτε δουλοι ειτε ελευϑεροι και παντες εις εν πνευμα εποτισϑημεν 14 και γαρ το σωμα ουκ εστιν εν μελος αλλα πολλα 15 εαν ειπη ο πους οτι ουκ ειμι χειρ ουκ ειμι εκ του σωματος ου παρα τουτο ουκ εστιν εκ του σωματος 16 και εαν ειπη το ους οτι ουκ ειμι οϕϑαλμος ουκ ειμι εκ του σωματος ου παρα τουτο ουκ εστιν εκ του σωματος 17 ει ολον το σωμα οϕϑαλμος που η ακοη ει ολον ακοη που η οσϕρησις 18 νυνι δε ο ϑεος εϑετο τα μελη εν εκαστον αυτων εν τω σωματι καϑως ηϑελησεν 19 ει δε ην τα παντα εν μελος που το σωμα 20 νυν δε πολλα μεν μελη εν δε σωμα 21 ου δυναται δε οϕϑαλμος ειπειν τη χειρι χρειαν σου ουκ εχω η παλιν η κεϕαλη τοις ποσιν χρειαν υμων ουκ εχω 22 αλλα πολλω μαλλον τα δοκουντα μελη του σωματος ασϑενεστερα υπαρχειν αναγκαια εστιν 23 και α δοκουμεν ατιμοτερα ειναι του σωματος τουτοις τιμην περισσοτεραν περιτιϑεμεν και τα ασχημονα ημων ευσχημοσυνην περισσοτεραν εχει 24 τα δε ευσχημονα ημων ου χρειαν εχει αλλ ο ϑεος συνεκερασεν το σωμα τω υστερουντι περισσοτεραν δους τιμην 25 ινα μη η σχισμα εν τω σωματι αλλα το αυτο υπερ αλληλων μεριμνωσιν τα μελη 26 και ειτε πασχει εν μελος συμπασχει παντα τα μελη ειτε δοξαζεται εν μελος συγχαιρει παντα τα μελη 27 υμεις δε εστε σωμα χριστου και μελη εκ μερους 28 και ους μεν εϑετο ο ϑεος εν τη εκκλησια πρωτον αποστολους δευτερον προϕητας τριτον διδασκαλους επειτα δυναμεις ειτα χαρισματα ιαματων αντιληψεις κυβερνησεις γενη γλωσσων 29 μη παντες αποστολοι μη παντες προϕηται μη παντες διδασκαλοι μη παντες δυναμεις 30 μη παντες χαρισματα εχουσιν ιαματων μη παντες γλωσσαις λαλουσιν μη παντες διερμηνευουσιν 31 ζηλουτε δε τα χαρισματα τα κρειττονα και ετι καϑ υπερβολην οδον υμιν δεικνυμι
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 13
1 εαν ταις γλωσσαις των ανϑρωπων λαλω και των αγγελων αγαπην δε μη εχω γεγονα χαλκος ηχων η κυμβαλον αλαλαζον 2 και εαν εχω προϕητειαν και ειδω τα μυστηρια παντα και πασαν την γνωσιν και εαν εχω πασαν την πιστιν ωστε ορη μεϑιστανειν αγαπην δε μη εχω ουϑεν ειμι 3 και εαν ψωμισω παντα τα υπαρχοντα μου και εαν παραδω το σωμα μου ινα καυϑησωμαι αγαπην δε μη εχω ουδεν ωϕελουμαι 4 η αγαπη μακροϑυμει χρηστευεται η αγαπη ου ζηλοι η αγαπη ου περπερευεται ου ϕυσιουται 5 ουκ ασχημονει ου ζητει τα εαυτης ου παροξυνεται ου λογιζεται το κακον 6 ου χαιρει επι τη αδικια συγχαιρει δε τη αληϑεια 7 παντα στεγει παντα πιστευει παντα ελπιζει παντα υπομενει 8 η αγαπη ουδεποτε εκπιπτει ειτε δε προϕητειαι καταργηϑησονται ειτε γλωσσαι παυσονται ειτε γνωσις καταργηϑησεται 9 εκ μερους γαρ γινωσκομεν και εκ μερους προϕητευομεν 10 οταν δε ελϑη το τελειον τοτε το εκ μερους καταργηϑησεται 11 οτε ημην νηπιος ως νηπιος ελαλουν ως νηπιος εϕρονουν ως νηπιος ελογιζομην οτε δε γεγονα ανηρ κατηργηκα τα του νηπιου 12 βλεπομεν γαρ αρτι δι εσοπτρου εν αινιγματι τοτε δε προσωπον προς προσωπον αρτι γινωσκω εκ μερους τοτε δε επιγνωσομαι καϑως και επεγνωσϑην 13 νυνι δε μενει πιστις ελπις αγαπη τα τρια ταυτα μειζων δε τουτων η αγαπη
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 14
1 διωκετε την αγαπην ζηλουτε δε τα πνευματικα μαλλον δε ινα προϕητευητε 2 ο γαρ λαλων γλωσση ουκ ανϑρωποις λαλει αλλα τω ϑεω ουδεις γαρ ακουει πνευματι δε λαλει μυστηρια 3 ο δε προϕητευων ανϑρωποις λαλει οικοδομην και παρακλησιν και παραμυϑιαν 4 ο λαλων γλωσση εαυτον οικοδομει ο δε προϕητευων εκκλησιαν οικοδομει 5 ϑελω δε παντας υμας λαλειν γλωσσαις μαλλον δε ινα προϕητευητε μειζων γαρ ο προϕητευων η ο λαλων γλωσσαις εκτος ει μη διερμηνευη ινα η εκκλησια οικοδομην λαβη 6 νυνι δε αδελϕοι εαν ελϑω προς υμας γλωσσαις λαλων τι υμας ωϕελησω εαν μη υμιν λαλησω η εν αποκαλυψει η εν γνωσει η εν προϕητεια η εν διδαχη 7 ομως τα αψυχα ϕωνην διδοντα ειτε αυλος ειτε κιϑαρα εαν διαστολην τοις ϕϑογγοις μη δω πως γνωσϑησεται το αυλουμενον η το κιϑαριζομενον 8 και γαρ εαν αδηλον ϕωνην σαλπιγξ δω τις παρασκευασεται εις πολεμον 9 ουτως και υμεις δια της γλωσσης εαν μη ευσημον λογον δωτε πως γνωσϑησεται το λαλουμενον εσεσϑε γαρ εις αερα λαλουντες 10 τοσαυτα ει τυχοι γενη ϕωνων εστιν εν κοσμω και ουδεν αυτων αϕωνον 11 εαν ουν μη ειδω την δυναμιν της ϕωνης εσομαι τω λαλουντι βαρβαρος και ο λαλων εν εμοι βαρβαρος 12 ουτως και υμεις επει ζηλωται εστε πνευματων προς την οικοδομην της εκκλησιας ζητειτε ινα περισσευητε 13 διοπερ ο λαλων γλωσση προσευχεσϑω ινα διερμηνευη 14 εαν γαρ προσευχωμαι γλωσση το πνευμα μου προσευχεται ο δε νους μου ακαρπος εστιν 15 τι ουν εστιν προσευξομαι τω πνευματι προσευξομαι δε και τω νοι ψαλω τω πνευματι ψαλω δε και τω νοι 16 επει εαν ευλογησης τω πνευματι ο αναπληρων τον τοπον του ιδιωτου πως ερει το αμην επι τη ση ευχαριστια επειδη τι λεγεις ουκ οιδεν 17 συ μεν γαρ καλως ευχαριστεις αλλ ο ετερος ουκ οικοδομειται 18 ευχαριστω τω ϑεω μου παντων υμων μαλλον γλωσσαις λαλων 19 αλλ εν εκκλησια ϑελω πεντε λογους δια του νοος μου λαλησαι ινα και αλλους κατηχησω η μυριους λογους εν γλωσση 20 αδελϕοι μη παιδια γινεσϑε ταις ϕρεσιν αλλα τη κακια νηπιαζετε ταις δε ϕρεσιν τελειοι γινεσϑε 21 εν τω νομω γεγραπται οτι εν ετερογλωσσοις και εν χειλεσιν ετεροις λαλησω τω λαω τουτω και ουδ ουτως εισακουσονται μου λεγει κυριος 22 ωστε αι γλωσσαι εις σημειον εισιν ου τοις πιστευουσιν αλλα τοις απιστοις η δε προϕητεια ου τοις απιστοις αλλα τοις πιστευουσιν 23 εαν ουν συνελϑη η εκκλησια ολη επι το αυτο και παντες γλωσσαις λαλωσιν εισελϑωσιν δε ιδιωται η απιστοι ουκ ερουσιν οτι μαινεσϑε 24 εαν δε παντες προϕητευωσιν εισελϑη δε τις απιστος η ιδιωτης ελεγχεται υπο παντων ανακρινεται υπο παντων 25 και ουτως τα κρυπτα της καρδιας αυτου ϕανερα γινεται και ουτως πεσων επι προσωπον προσκυνησει τω ϑεω απαγγελλων οτι ο ϑεος οντως εν υμιν εστιν 26 τι ουν εστιν αδελϕοι οταν συνερχησϑε εκαστος υμων ψαλμον εχει διδαχην εχει γλωσσαν εχει αποκαλυψιν εχει ερμηνειαν εχει παντα προς οικοδομην γενεσϑω 27 ειτε γλωσση τις λαλει κατα δυο η το πλειστον τρεις και ανα μερος και εις διερμηνευετω 28 εαν δε μη η διερμηνευτης σιγατω εν εκκλησια εαυτω δε λαλειτω και τω ϑεω 29 προϕηται δε δυο η τρεις λαλειτωσαν και οι αλλοι διακρινετωσαν 30 εαν δε αλλω αποκαλυϕϑη καϑημενω ο πρωτος σιγατω 31 δυνασϑε γαρ καϑ ενα παντες προϕητευειν ινα παντες μανϑανωσιν και παντες παρακαλωνται 32 και πνευματα προϕητων προϕηταις υποτασσεται 33 ου γαρ εστιν ακαταστασιας ο ϑεος αλλ ειρηνης ως εν πασαις ταις εκκλησιαις των αγιων 34 αι γυναικες υμων εν ταις εκκλησιαις σιγατωσαν ου γαρ επιτετραπται αυταις λαλειν αλλ υποτασσεσϑαι καϑως και ο νομος λεγει 35 ει δε τι μαϑειν ϑελουσιν εν οικω τους ιδιους ανδρας επερωτατωσαν αισχρον γαρ εστιν γυναιξιν εν εκκλησια λαλειν 36 η αϕ υμων ο λογος του ϑεου εξηλϑεν η εις υμας μονους κατηντησεν 37 ει τις δοκει προϕητης ειναι η πνευματικος επιγινωσκετω α γραϕω υμιν οτι του κυριου εισιν εντολαι 38 ει δε τις αγνοει αγνοειτω 39 ωστε αδελϕοι ζηλουτε το προϕητευειν και το λαλειν γλωσσαις μη κωλυετε 40 παντα ευσχημονως και κατα ταξιν γινεσϑω
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 15
1 γνωριζω δε υμιν αδελϕοι το ευαγγελιον ο ευηγγελισαμην υμιν ο και παρελαβετε εν ω και εστηκατε 2 δι ου και σωζεσϑε τινι λογω ευηγγελισαμην υμιν ει κατεχετε εκτος ει μη εικη επιστευσατε 3 παρεδωκα γαρ υμιν εν πρωτοις ο και παρελαβον οτι χριστος απεϑανεν υπερ των αμαρτιων ημων κατα τας γραϕας 4 και οτι εταϕη και οτι εγηγερται τη τριτη ημερα κατα τας γραϕας 5 και οτι ωϕϑη κηϕα ειτα τοις δωδεκα 6 επειτα ωϕϑη επανω πεντακοσιοις αδελϕοις εϕαπαξ εξ ων οι πλειους μενουσιν εως αρτι τινες δε και εκοιμηϑησαν 7 επειτα ωϕϑη ιακωβω ειτα τοις αποστολοις πασιν 8 εσχατον δε παντων ωσπερει τω εκτρωματι ωϕϑη καμοι 9 εγω γαρ ειμι ο ελαχιστος των αποστολων ος ουκ ειμι ικανος καλεισϑαι αποστολος διοτι εδιωξα την εκκλησιαν του ϑεου 10 χαριτι δε ϑεου ειμι ο ειμι και η χαρις αυτου η εις εμε ου κενη εγενηϑη αλλα περισσοτερον αυτων παντων εκοπιασα ουκ εγω δε αλλ η χαρις του ϑεου η συν εμοι 11 ειτε ουν εγω ειτε εκεινοι ουτως κηρυσσομεν και ουτως επιστευσατε 12 ει δε χριστος κηρυσσεται οτι εκ νεκρων εγηγερται πως λεγουσιν τινες εν υμιν οτι αναστασις νεκρων ουκ εστιν 13 ει δε αναστασις νεκρων ουκ εστιν ουδε χριστος εγηγερται 14 ει δε χριστος ουκ εγηγερται κενον αρα το κηρυγμα ημων κενη δε και η πιστις υμων 15 ευρισκομεϑα δε και ψευδομαρτυρες του ϑεου οτι εμαρτυρησαμεν κατα του ϑεου οτι ηγειρεν τον χριστον ον ουκ ηγειρεν ειπερ αρα νεκροι ουκ εγειρονται 16 ει γαρ νεκροι ουκ εγειρονται ουδε χριστος εγηγερται 17 ει δε χριστος ουκ εγηγερται ματαια η πιστις υμων ετι εστε εν ταις αμαρτιαις υμων 18 αρα και οι κοιμηϑεντες εν χριστω απωλοντο 19 ει εν τη ζωη ταυτη ηλπικοτες εσμεν εν χριστω μονον ελεεινοτεροι παντων ανϑρωπων εσμεν 20 νυνι δε χριστος εγηγερται εκ νεκρων απαρχη των κεκοιμημενων εγενετο 21 επειδη γαρ δι ανϑρωπου ο ϑανατος και δι ανϑρωπου αναστασις νεκρων 22 ωσπερ γαρ εν τω αδαμ παντες αποϑνησκουσιν ουτως και εν τω χριστω παντες ζωοποιηϑησονται 23 εκαστος δε εν τω ιδιω ταγματι απαρχη χριστος επειτα οι χριστου εν τη παρουσια αυτου 24 ειτα το τελος οταν παραδω την βασιλειαν τω ϑεω και πατρι οταν καταργηση πασαν αρχην και πασαν εξουσιαν και δυναμιν 25 δει γαρ αυτον βασιλευειν αχρις ου αν ϑη παντας τους εχϑρους υπο τους ποδας αυτου 26 εσχατος εχϑρος καταργειται ο ϑανατος 27 παντα γαρ υπεταξεν υπο τους ποδας αυτου οταν δε ειπη οτι παντα υποτετακται δηλον οτι εκτος του υποταξαντος αυτω τα παντα 28 οταν δε υποταγη αυτω τα παντα τοτε και αυτος ο υιος υποταγησεται τω υποταξαντι αυτω τα παντα ινα η ο ϑεος τα παντα εν πασιν 29 επει τι ποιησουσιν οι βαπτιζομενοι υπερ των νεκρων ει ολως νεκροι ουκ εγειρονται τι και βαπτιζονται υπερ των νεκρων 30 τι και ημεις κινδυνευομεν πασαν ωραν 31 καϑ ημεραν αποϑνησκω νη την ημετεραν καυχησιν ην εχω εν χριστω ιησου τω κυριω ημων 32 ει κατα ανϑρωπον εϑηριομαχησα εν εϕεσω τι μοι το οϕελος ει νεκροι ουκ εγειρονται ϕαγωμεν και πιωμεν αυριον γαρ αποϑνησκομεν 33 μη πλανασϑε ϕϑειρουσιν ηϑη χρησϑ ομιλιαι κακαι 34 εκνηψατε δικαιως και μη αμαρτανετε αγνωσιαν γαρ ϑεου τινες εχουσιν προς εντροπην υμιν λεγω 35 αλλ ερει τις πως εγειρονται οι νεκροι ποιω δε σωματι ερχονται 36 αϕρον συ ο σπειρεις ου ζωοποιειται εαν μη αποϑανη 37 και ο σπειρεις ου το σωμα το γενησομενον σπειρεις αλλα γυμνον κοκκον ει τυχοι σιτου η τινος των λοιπων 38 ο δε ϑεος αυτω διδωσιν σωμα καϑως ηϑελησεν και εκαστω των σπερματων το ιδιον σωμα 39 ου πασα σαρξ η αυτη σαρξ αλλα αλλη μεν σαρξ ανϑρωπων αλλη δε σαρξ κτηνων αλλη δε ιχϑυων αλλη δε πτηνων 40 και σωματα επουρανια και σωματα επιγεια αλλ ετερα μεν η των επουρανιων δοξα ετερα δε η των επιγειων 41 αλλη δοξα ηλιου και αλλη δοξα σεληνης και αλλη δοξα αστερων αστηρ γαρ αστερος διαϕερει εν δοξη 42 ουτως και η αναστασις των νεκρων σπειρεται εν ϕϑορα εγειρεται εν αϕϑαρσια 43 σπειρεται εν ατιμια εγειρεται εν δοξη σπειρεται εν ασϑενεια εγειρεται εν δυναμει 44 σπειρεται σωμα ψυχικον εγειρεται σωμα πνευματικον εστιν σωμα ψυχικον και εστιν σωμα πνευματικον 45 ουτως και γεγραπται εγενετο ο πρωτος ανϑρωπος αδαμ εις ψυχην ζωσαν ο εσχατος αδαμ εις πνευμα ζωοποιουν 46 αλλ ου πρωτον το πνευματικον αλλα το ψυχικον επειτα το πνευματικον 47 ο πρωτος ανϑρωπος εκ γης χοικος ο δευτερος ανϑρωπος ο κυριος εξ ουρανου 48 οιος ο χοικος τοιουτοι και οι χοικοι και οιος ο επουρανιος τοιουτοι και οι επουρανιοι 49 και καϑως εϕορεσαμεν την εικονα του χοικου ϕορεσομεν και την εικονα του επουρανιου 50 τουτο δε ϕημι αδελϕοι οτι σαρξ και αιμα βασιλειαν ϑεου κληρονομησαι ου δυνανται ουδε η ϕϑορα την αϕϑαρσιαν κληρονομει 51 ιδου μυστηριον υμιν λεγω παντες μεν ου κοιμηϑησομεϑα παντες δε αλλαγησομεϑα 52 εν ατομω εν ριπη οϕϑαλμου εν τη εσχατη σαλπιγγι σαλπισει γαρ και οι νεκροι εγερϑησονται αϕϑαρτοι και ημεις αλλαγησομεϑα 53 δει γαρ το ϕϑαρτον τουτο ενδυσασϑαι αϕϑαρσιαν και το ϑνητον τουτο ενδυσασϑαι αϑανασιαν 54 οταν δε το ϕϑαρτον τουτο ενδυσηται αϕϑαρσιαν και το ϑνητον τουτο ενδυσηται αϑανασιαν τοτε γενησεται ο λογος ο γεγραμμενος κατεποϑη ο ϑανατος εις νικος 55 που σου ϑανατε το κεντρον που σου αδη το νικος 56 το δε κεντρον του ϑανατου η αμαρτια η δε δυναμις της αμαρτιας ο νομος 57 τω δε ϑεω χαρις τω διδοντι ημιν το νικος δια του κυριου ημων ιησου χριστου 58 ωστε αδελϕοι μου αγαπητοι εδραιοι γινεσϑε αμετακινητοι περισσευοντες εν τω εργω του κυριου παντοτε ειδοτες οτι ο κοπος υμων ουκ εστιν κενος εν κυριω
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ caput 16
1 περι δε της λογιας της εις τους αγιους ωσπερ διεταξα ταις εκκλησιαις της γαλατιας ουτως και υμεις ποιησατε 2 κατα μιαν σαββατων εκαστος υμων παρ εαυτω τιϑετω ϑησαυριζων ο τι αν ευοδωται ινα μη οταν ελϑω τοτε λογιαι γινωνται 3 οταν δε παραγενωμαι ους εαν δοκιμασητε δι επιστολων τουτους πεμψω απενεγκειν την χαριν υμων εις ιερουσαλημ 4 εαν δε η αξιον του καμε πορευεσϑαι συν εμοι πορευσονται 5 ελευσομαι δε προς υμας οταν μακεδονιαν διελϑω μακεδονιαν γαρ διερχομαι 6 προς υμας δε τυχον παραμενω η και παραχειμασω ινα υμεις με προπεμψητε ου εαν πορευωμαι 7 ου ϑελω γαρ υμας αρτι εν παροδω ιδειν ελπιζω δε χρονον τινα επιμειναι προς υμας εαν ο κυριος επιτρεπη 8 επιμενω δε εν εϕεσω εως της πεντηκοστης 9 ϑυρα γαρ μοι ανεωγεν μεγαλη και ενεργης και αντικειμενοι πολλοι 10 εαν δε ελϑη τιμοϑεος βλεπετε ινα αϕοβως γενηται προς υμας το γαρ εργον κυριου εργαζεται ως και εγω 11 μη τις ουν αυτον εξουϑενηση προπεμψατε δε αυτον εν ειρηνη ινα ελϑη προς με εκδεχομαι γαρ αυτον μετα των αδελϕων 12 περι δε απολλω του αδελϕου πολλα παρεκαλεσα αυτον ινα ελϑη προς υμας μετα των αδελϕων και παντως ουκ ην ϑελημα ινα νυν ελϑη ελευσεται δε οταν ευκαιρηση 13 γρηγορειτε στηκετε εν τη πιστει ανδριζεσϑε κραταιουσϑε 14 παντα υμων εν αγαπη γινεσϑω 15 παρακαλω δε υμας αδελϕοι οιδατε την οικιαν στεϕανα οτι εστιν απαρχη της αχαιας και εις διακονιαν τοις αγιοις εταξαν εαυτους 16 ινα και υμεις υποτασσησϑε τοις τοιουτοις και παντι τω συνεργουντι και κοπιωντι 17 χαιρω δε επι τη παρουσια στεϕανα και ϕουρτουνατου και αχαικου οτι το υμων υστερημα ουτοι ανεπληρωσαν 18 ανεπαυσαν γαρ το εμον πνευμα και το υμων επιγινωσκετε ουν τους τοιουτους 19 ασπαζονται υμας αι εκκλησιαι της ασιας ασπαζονται υμας εν κυριω πολλα ακυλας και πρισκιλλα συν τη κατ οικον αυτων εκκλησια 20 ασπαζονται υμας οι αδελϕοι παντες ασπασασϑε αλληλους εν ϕιληματι αγιω 21 ο ασπασμος τη εμη χειρι παυλου 22 ει τις ου ϕιλει τον κυριον ιησουν χριστον ητω αναϑεμα μαραν αϑα 23 η χαρις του κυριου ιησου χριστου μεϑ υμων 24 η αγαπη μου μετα παντων υμων εν χριστω ιησου αμην [προς κορινϑιους πρωτη εγραϕη απο ϕιλιππων δια στεϕανα και ϕουρτουνατου και αχαικου και τιμοϑεου Εξπλιχιτ επιστολα Πρὸς Κορινϑίους αʹ
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 1
1 παυλος αποστολος ιησου χριστου δια ϑεληματος ϑεου και τιμοϑεος ο αδελϕος τη εκκλησια του ϑεου τη ουση εν κορινϑω συν τοις αγιοις πασιν τοις ουσιν εν ολη τη αχαια 2 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 3 ευλογητος ο ϑεος και πατηρ του κυριου ημων ιησου χριστου ο πατηρ των οικτιρμων και ϑεος πασης παρακλησεως 4 ο παρακαλων ημας επι παση τη ϑλιψει ημων εις το δυνασϑαι ημας παρακαλειν τους εν παση ϑλιψει δια της παρακλησεως ης παρακαλουμεϑα αυτοι υπο του ϑεου 5 οτι καϑως περισσευει τα παϑηματα του χριστου εις ημας ουτως δια χριστου περισσευει και η παρακλησις ημων 6 ειτε δε ϑλιβομεϑα υπερ της υμων παρακλησεως και σωτηριας της ενεργουμενης εν υπομονη των αυτων παϑηματων ων και ημεις πασχομεν ειτε παρακαλουμεϑα υπερ της υμων παρακλησεως και σωτηριας και η ελπις ημων βεβαια υπερ υμων 7 ειδοτες οτι ωσπερ κοινωνοι εστε των παϑηματων ουτως και της παρακλησεως 8 ου γαρ ϑελομεν υμας αγνοειν αδελϕοι υπερ της ϑλιψεως ημων της γενομενης ημιν εν τη ασια οτι καϑ υπερβολην εβαρηϑημεν υπερ δυναμιν ωστε εξαπορηϑηναι ημας και του ζην 9 αλλα αυτοι εν εαυτοις το αποκριμα του ϑανατου εσχηκαμεν ινα μη πεποιϑοτες ωμεν εϕ εαυτοις αλλ επι τω ϑεω τω εγειροντι τους νεκρους 10 ος εκ τηλικουτου ϑανατου ερρυσατο ημας και ρυεται εις ον ηλπικαμεν οτι και ετι ρυσεται 11 συνυπουργουντων και υμων υπερ ημων τη δεησει ινα εκ πολλων προσωπων το εις ημας χαρισμα δια πολλων ευχαριστηϑη υπερ ημων 12 η γαρ καυχησις ημων αυτη εστιν το μαρτυριον της συνειδησεως ημων οτι εν απλοτητι και ειλικρινεια ϑεου ουκ εν σοϕια σαρκικη αλλ εν χαριτι ϑεου ανεστραϕημεν εν τω κοσμω περισσοτερως δε προς υμας 13 ου γαρ αλλα γραϕομεν υμιν αλλ η α αναγινωσκετε η και επιγινωσκετε ελπιζω δε οτι και εως τελους επιγνωσεσϑε 14 καϑως και επεγνωτε ημας απο μερους οτι καυχημα υμων εσμεν καϑαπερ και υμεις ημων εν τη ημερα του κυριου ιησου 15 και ταυτη τη πεποιϑησει εβουλομην προς υμας ελϑειν προτερον ινα δευτεραν χαριν εχητε 16 και δι υμων διελϑειν εις μακεδονιαν και παλιν απο μακεδονιας ελϑειν προς υμας και υϕ υμων προπεμϕϑηναι εις την ιουδαιαν 17 τουτο ουν βουλευομενος μη τι αρα τη ελαϕρια εχρησαμην η α βουλευομαι κατα σαρκα βουλευομαι ινα η παρ εμοι το ναι ναι και το ου ου 18 πιστος δε ο ϑεος οτι ο λογος ημων ο προς υμας ουκ εγενετο ναι και ου 19 ο γαρ του ϑεου υιος ιησους χριστος ο εν υμιν δι ημων κηρυχϑεις δι εμου και σιλουανου και τιμοϑεου ουκ εγενετο ναι και ου αλλα ναι εν αυτω γεγονεν 20 οσαι γαρ επαγγελιαι ϑεου εν αυτω το ναι και εν αυτω το αμην τω ϑεω προς δοξαν δι ημων 21 ο δε βεβαιων ημας συν υμιν εις χριστον και χρισας ημας ϑεος 22 ο και σϕραγισαμενος ημας και δους τον αρραβωνα του πνευματος εν ταις καρδιαις ημων 23 εγω δε μαρτυρα τον ϑεον επικαλουμαι επι την εμην ψυχην οτι ϕειδομενος υμων ουκετι ηλϑον εις κορινϑον 24 ουχ οτι κυριευομεν υμων της πιστεως αλλα συνεργοι εσμεν της χαρας υμων τη γαρ πιστει εστηκατε
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 2
1 εκρινα δε εμαυτω τουτο το μη παλιν ελϑειν εν λυπη προς υμας 2 ει γαρ εγω λυπω υμας και τις εστιν ο ευϕραινων με ει μη ο λυπουμενος εξ εμου 3 και εγραψα υμιν τουτο αυτο ινα μη ελϑων λυπην εχω αϕ ων εδει με χαιρειν πεποιϑως επι παντας υμας οτι η εμη χαρα παντων υμων εστιν 4 εκ γαρ πολλης ϑλιψεως και συνοχης καρδιας εγραψα υμιν δια πολλων δακρυων ουχ ινα λυπηϑητε αλλα την αγαπην ινα γνωτε ην εχω περισσοτερως εις υμας 5 ει δε τις λελυπηκεν ουκ εμε λελυπηκεν αλλ απο μερους ινα μη επιβαρω παντας υμας 6 ικανον τω τοιουτω η επιτιμια αυτη η υπο των πλειονων 7 ωστε τουναντιον μαλλον υμας χαρισασϑαι και παρακαλεσαι μηπως τη περισσοτερα λυπη καταποϑη ο τοιουτος 8 διο παρακαλω υμας κυρωσαι εις αυτον αγαπην 9 εις τουτο γαρ και εγραψα ινα γνω την δοκιμην υμων ει εις παντα υπηκοοι εστε 10 ω δε τι χαριζεσϑε και εγω και γαρ εγω ει τι κεχαρισμαι ω κεχαρισμαι δι υμας εν προσωπω χριστου 11 ινα μη πλεονεκτηϑωμεν υπο του σατανα ου γαρ αυτου τα νοηματα αγνοουμεν 12 ελϑων δε εις την τρωαδα εις το ευαγγελιον του χριστου και ϑυρας μοι ανεωγμενης εν κυριω 13 ουκ εσχηκα ανεσιν τω πνευματι μου τω μη ευρειν με τιτον τον αδελϕον μου αλλα αποταξαμενος αυτοις εξηλϑον εις μακεδονιαν 14 τω δε ϑεω χαρις τω παντοτε ϑριαμβευοντι ημας εν τω χριστω και την οσμην της γνωσεως αυτου ϕανερουντι δι ημων εν παντι τοπω 15 οτι χριστου ευωδια εσμεν τω ϑεω εν τοις σωζομενοις και εν τοις απολλυμενοις 16 οις μεν οσμη ϑανατου εις ϑανατον οις δε οσμη ζωης εις ζωην και προς ταυτα τις ικανος 17 ου γαρ εσμεν ως οι πολλοι καπηλευοντες τον λογον του ϑεου αλλ ως εξ ειλικρινειας αλλ ως εκ ϑεου κατενωπιον του ϑεου εν χριστω λαλουμεν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 3
1 αρχομεϑα παλιν εαυτους συνιστανειν ει μη χρηζομεν ως τινες συστατικων επιστολων προς υμας η εξ υμων συστατικων 2 η επιστολη ημων υμεις εστε εγγεγραμμενη εν ταις καρδιαις ημων γινωσκομενη και αναγινωσκομενη υπο παντων ανϑρωπων 3 ϕανερουμενοι οτι εστε επιστολη χριστου διακονηϑεισα υϕ ημων εγγεγραμμενη ου μελανι αλλα πνευματι ϑεου ζωντος ουκ εν πλαξιν λιϑιναις αλλ εν πλαξιν καρδιας σαρκιναις 4 πεποιϑησιν δε τοιαυτην εχομεν δια του χριστου προς τον ϑεον 5 ουχ οτι ικανοι εσμεν αϕ εαυτων λογισασϑαι τι ως εξ εαυτων αλλ η ικανοτης ημων εκ του ϑεου 6 ος και ικανωσεν ημας διακονους καινης διαϑηκης ου γραμματος αλλα πνευματος το γαρ γραμμα αποκτεινει το δε πνευμα ζωοποιει 7 ει δε η διακονια του ϑανατου εν γραμμασιν εντετυπωμενη εν λιϑοις εγενηϑη εν δοξη ωστε μη δυνασϑαι ατενισαι τους υιους ισραηλ εις το προσωπον μωσεως δια την δοξαν του προσωπου αυτου την καταργουμενην 8 πως ουχι μαλλον η διακονια του πνευματος εσται εν δοξη 9 ει γαρ η διακονια της κατακρισεως δοξα πολλω μαλλον περισσευει η διακονια της δικαιοσυνης εν δοξη 10 και γαρ ουδε δεδοξασται το δεδοξασμενον εν τουτω τω μερει ενεκεν της υπερβαλλουσης δοξης 11 ει γαρ το καταργουμενον δια δοξης πολλω μαλλον το μενον εν δοξη 12 εχοντες ουν τοιαυτην ελπιδα πολλη παρρησια χρωμεϑα 13 και ου καϑαπερ μωσης ετιϑει καλυμμα επι το προσωπον εαυτου προς το μη ατενισαι τους υιους ισραηλ εις το τελος του καταργουμενου 14 αλλ επωρωϑη τα νοηματα αυτων αχρι γαρ της σημερον το αυτο καλυμμα επι τη αναγνωσει της παλαιας διαϑηκης μενει μη ανακαλυπτομενον ο τι εν χριστω καταργειται 15 αλλ εως σημερον ηνικα αναγινωσκεται μωσης καλυμμα επι την καρδιαν αυτων κειται 16 ηνικα δ αν επιστρεψη προς κυριον περιαιρειται το καλυμμα 17 ο δε κυριος το πνευμα εστιν ου δε το πνευμα κυριου εκει ελευϑερια 18 ημεις δε παντες ανακεκαλυμμενω προσωπω την δοξαν κυριου κατοπτριζομενοι την αυτην εικονα μεταμορϕουμεϑα απο δοξης εις δοξαν καϑαπερ απο κυριου πνευματος
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 4
1 δια τουτο εχοντες την διακονιαν ταυτην καϑως ηλεηϑημεν ουκ εκκακουμεν 2 αλλ απειπαμεϑα τα κρυπτα της αισχυνης μη περιπατουντες εν πανουργια μηδε δολουντες τον λογον του ϑεου αλλα τη ϕανερωσει της αληϑειας συνιστωντες εαυτους προς πασαν συνειδησιν ανϑρωπων ενωπιον του ϑεου 3 ει δε και εστιν κεκαλυμμενον το ευαγγελιον ημων εν τοις απολλυμενοις εστιν κεκαλυμμενον 4 εν οις ο ϑεος του αιωνος τουτου ετυϕλωσεν τα νοηματα των απιστων εις το μη αυγασαι αυτοις τον ϕωτισμον του ευαγγελιου της δοξης του χριστου ος εστιν εικων του ϑεου 5 ου γαρ εαυτους κηρυσσομεν αλλα χριστον ιησουν κυριον εαυτους δε δουλους υμων δια ιησουν 6 οτι ο ϑεος ο ειπων εκ σκοτους ϕως λαμψαι ος ελαμψεν εν ταις καρδιαις ημων προς ϕωτισμον της γνωσεως της δοξης του ϑεου εν προσωπω ιησου χριστου 7 εχομεν δε τον ϑησαυρον τουτον εν οστρακινοις σκευεσιν ινα η υπερβολη της δυναμεως η του ϑεου και μη εξ ημων 8 εν παντι ϑλιβομενοι αλλ ου στενοχωρουμενοι απορουμενοι αλλ ουκ εξαπορουμενοι 9 διωκομενοι αλλ ουκ εγκαταλειπομενοι καταβαλλομενοι αλλ ουκ απολλυμενοι 10 παντοτε την νεκρωσιν του κυριου ιησου εν τω σωματι περιϕεροντες ινα και η ζωη του ιησου εν τω σωματι ημων ϕανερωϑη 11 αει γαρ ημεις οι ζωντες εις ϑανατον παραδιδομεϑα δια ιησουν ινα και η ζωη του ιησου ϕανερωϑη εν τη ϑνητη σαρκι ημων 12 ωστε ο μεν ϑανατος εν ημιν ενεργειται η δε ζωη εν υμιν 13 εχοντες δε το αυτο πνευμα της πιστεως κατα το γεγραμμενον επιστευσα διο ελαλησα και ημεις πιστευομεν διο και λαλουμεν 14 ειδοτες οτι ο εγειρας τον κυριον ιησουν και ημας δια ιησου εγερει και παραστησει συν υμιν 15 τα γαρ παντα δι υμας ινα η χαρις πλεονασασα δια των πλειονων την ευχαριστιαν περισσευση εις την δοξαν του ϑεου 16 διο ουκ εκκακουμεν αλλ ει και ο εξω ημων ανϑρωπος διαϕϑειρεται αλλ ο εσωϑεν ανακαινουται ημερα και ημερα 17 το γαρ παραυτικα ελαϕρον της ϑλιψεως ημων καϑ υπερβολην εις υπερβολην αιωνιον βαρος δοξης κατεργαζεται ημιν 18 μη σκοπουντων ημων τα βλεπομενα αλλα τα μη βλεπομενα τα γαρ βλεπομενα προσκαιρα τα δε μη βλεπομενα αιωνια
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 5
1 οιδαμεν γαρ οτι εαν η επιγειος ημων οικια του σκηνους καταλυϑη οικοδομην εκ ϑεου εχομεν οικιαν αχειροποιητον αιωνιον εν τοις ουρανοις 2 και γαρ εν τουτω στεναζομεν το οικητηριον ημων το εξ ουρανου επενδυσασϑαι επιποϑουντες 3 ειγε και ενδυσαμενοι ου γυμνοι ευρεϑησομεϑα 4 και γαρ οι οντες εν τω σκηνει στεναζομεν βαρουμενοι επειδη ου ϑελομεν εκδυσασϑαι αλλ επενδυσασϑαι ινα καταποϑη το ϑνητον υπο της ζωης 5 ο δε κατεργασαμενος ημας εις αυτο τουτο ϑεος ο και δους ημιν τον αρραβωνα του πνευματος 6 ϑαρρουντες ουν παντοτε και ειδοτες οτι ενδημουντες εν τω σωματι εκδημουμεν απο του κυριου 7 δια πιστεως γαρ περιπατουμεν ου δια ειδους 8 ϑαρρουμεν δε και ευδοκουμεν μαλλον εκδημησαι εκ του σωματος και ενδημησαι προς τον κυριον 9 διο και ϕιλοτιμουμεϑα ειτε ενδημουντες ειτε εκδημουντες ευαρεστοι αυτω ειναι 10 τους γαρ παντας ημας ϕανερωϑηναι δει εμπροσϑεν του βηματος του χριστου ινα κομισηται εκαστος τα δια του σωματος προς α επραξεν ειτε αγαϑον ειτε κακον 11 ειδοτες ουν τον ϕοβον του κυριου ανϑρωπους πειϑομεν ϑεω δε πεϕανερωμεϑα ελπιζω δε και εν ταις συνειδησεσιν υμων πεϕανερωσϑαι 12 ου γαρ παλιν εαυτους συνιστανομεν υμιν αλλα αϕορμην διδοντες υμιν καυχηματος υπερ ημων ινα εχητε προς τους εν προσωπω καυχωμενους και ου καρδια 13 ειτε γαρ εξεστημεν ϑεω ειτε σωϕρονουμεν υμιν 14 η γαρ αγαπη του χριστου συνεχει ημας κριναντας τουτο οτι ει εις υπερ παντων απεϑανεν αρα οι παντες απεϑανον 15 και υπερ παντων απεϑανεν ινα οι ζωντες μηκετι εαυτοις ζωσιν αλλα τω υπερ αυτων αποϑανοντι και εγερϑεντι 16 ωστε ημεις απο του νυν ουδενα οιδαμεν κατα σαρκα ει δε και εγνωκαμεν κατα σαρκα χριστον αλλα νυν ουκετι γινωσκομεν 17 ωστε ει τις εν χριστω καινη κτισις τα αρχαια παρηλϑεν ιδου γεγονεν καινα τα παντα 18 τα δε παντα εκ του ϑεου του καταλλαξαντος ημας εαυτω δια ιησου χριστου και δοντος ημιν την διακονιαν της καταλλαγης 19 ως οτι ϑεος ην εν χριστω κοσμον καταλλασσων εαυτω μη λογιζομενος αυτοις τα παραπτωματα αυτων και ϑεμενος εν ημιν τον λογον της καταλλαγης 20 υπερ χριστου ουν πρεσβευομεν ως του ϑεου παρακαλουντος δι ημων δεομεϑα υπερ χριστου καταλλαγητε τω ϑεω 21 τον γαρ μη γνοντα αμαρτιαν υπερ ημων αμαρτιαν εποιησεν ινα ημεις γινωμεϑα δικαιοσυνη ϑεου εν αυτω
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 6
1 συνεργουντες δε και παρακαλουμεν μη εις κενον την χαριν του ϑεου δεξασϑαι υμας 2 λεγει γαρ καιρω δεκτω επηκουσα σου και εν ημερα σωτηριας εβοηϑησα σοι ιδου νυν καιρος ευπροσδεκτος ιδου νυν ημερα σωτηριας 3 μηδεμιαν εν μηδενι διδοντες προσκοπην ινα μη μωμηϑη η διακονια 4 αλλ εν παντι συνιστωντες εαυτους ως ϑεου διακονοι εν υπομονη πολλη εν ϑλιψεσιν εν αναγκαις εν στενοχωριαις 5 εν πληγαις εν ϕυλακαις εν ακαταστασιαις εν κοποις εν αγρυπνιαις εν νηστειαις 6 εν αγνοτητι εν γνωσει εν μακροϑυμια εν χρηστοτητι εν πνευματι αγιω εν αγαπη ανυποκριτω 7 εν λογω αληϑειας εν δυναμει ϑεου δια των οπλων της δικαιοσυνης των δεξιων και αριστερων 8 δια δοξης και ατιμιας δια δυσϕημιας και ευϕημιας ως πλανοι και αληϑεις 9 ως αγνοουμενοι και επιγινωσκομενοι ως αποϑνησκοντες και ιδου ζωμεν ως παιδευομενοι και μη ϑανατουμενοι 10 ως λυπουμενοι αει δε χαιροντες ως πτωχοι πολλους δε πλουτιζοντες ως μηδεν εχοντες και παντα κατεχοντες 11 το στομα ημων ανεωγεν προς υμας κορινϑιοι η καρδια ημων πεπλατυνται 12 ου στενοχωρεισϑε εν ημιν στενοχωρεισϑε δε εν τοις σπλαγχνοις υμων 13 την δε αυτην αντιμισϑιαν ως τεκνοις λεγω πλατυνϑητε και υμεις 14 μη γινεσϑε ετεροζυγουντες απιστοις τις γαρ μετοχη δικαιοσυνη και ανομια τις δε κοινωνια ϕωτι προς σκοτος 15 τις δε συμϕωνησις χριστω προς βελιαρ η τις μερις πιστω μετα απιστου 16 τις δε συγκαταϑεσις ναω ϑεου μετα ειδωλων υμεις γαρ ναος ϑεου εστε ζωντος καϑως ειπεν ο ϑεος οτι ενοικησω εν αυτοις και εμπεριπατησω και εσομαι αυτων ϑεος και αυτοι εσονται μοι λαος 17 διο εξελϑετε εκ μεσου αυτων και αϕορισϑητε λεγει κυριος και ακαϑαρτου μη απτεσϑε καγω εισδεξομαι υμας 18 και εσομαι υμιν εις πατερα και υμεις εσεσϑε μοι εις υιους και ϑυγατερας λεγει κυριος παντοκρατωρ
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 7
1 ταυτας ουν εχοντες τας επαγγελιας αγαπητοι καϑαρισωμεν εαυτους απο παντος μολυσμου σαρκος και πνευματος επιτελουντες αγιωσυνην εν ϕοβω ϑεου 2 χωρησατε ημας ουδενα ηδικησαμεν ουδενα εϕϑειραμεν ουδενα επλεονεκτησαμεν 3 ου προς κατακρισιν λεγω προειρηκα γαρ οτι εν ταις καρδιαις ημων εστε εις το συναποϑανειν και συζην 4 πολλη μοι παρρησια προς υμας πολλη μοι καυχησις υπερ υμων πεπληρωμαι τη παρακλησει υπερπερισσευομαι τη χαρα επι παση τη ϑλιψει ημων 5 και γαρ ελϑοντων ημων εις μακεδονιαν ουδεμιαν εσχηκεν ανεσιν η σαρξ ημων αλλ εν παντι ϑλιβομενοι εξωϑεν μαχαι εσωϑεν ϕοβοι 6 αλλ ο παρακαλων τους ταπεινους παρεκαλεσεν ημας ο ϑεος εν τη παρουσια τιτου 7 ου μονον δε εν τη παρουσια αυτου αλλα και εν τη παρακλησει η παρεκληϑη εϕ υμιν αναγγελλων ημιν την υμων επιποϑησιν τον υμων οδυρμον τον υμων ζηλον υπερ εμου ωστε με μαλλον χαρηναι 8 οτι ει και ελυπησα υμας εν τη επιστολη ου μεταμελομαι ει και μετεμελομην βλεπω γαρ οτι η επιστολη εκεινη ει και προς ωραν ελυπησεν υμας 9 νυν χαιρω ουχ οτι ελυπηϑητε αλλ οτι ελυπηϑητε εις μετανοιαν ελυπηϑητε γαρ κατα ϑεον ινα εν μηδενι ζημιωϑητε εξ ημων 10 η γαρ κατα ϑεον λυπη μετανοιαν εις σωτηριαν αμεταμελητον κατεργαζεται η δε του κοσμου λυπη ϑανατον κατεργαζεται 11 ιδου γαρ αυτο τουτο το κατα ϑεον λυπηϑηναι υμας ποσην κατειργασατο υμιν σπουδην αλλα απολογιαν αλλα αγανακτησιν αλλα ϕοβον αλλα επιποϑησιν αλλα ζηλον αλλ εκδικησιν εν παντι συνεστησατε εαυτους αγνους ειναι εν τω πραγματι 12 αρα ει και εγραψα υμιν ουχ εινεκεν του αδικησαντος ουδε εινεκεν του αδικηϑεντος αλλ εινεκεν του ϕανερωϑηναι την σπουδην υμων την υπερ ημων προς υμας ενωπιον του ϑεου 13 δια τουτο παρακεκλημεϑα επι τη παρακλησει υμων περισσοτερως δε μαλλον εχαρημεν επι τη χαρα τιτου οτι αναπεπαυται το πνευμα αυτου απο παντων υμων 14 οτι ει τι αυτω υπερ υμων κεκαυχημαι ου κατησχυνϑην αλλ ως παντα εν αληϑεια ελαλησαμεν υμιν ουτως και η καυχησις ημων η επι τιτου αληϑεια εγενηϑη 15 και τα σπλαγχνα αυτου περισσοτερως εις υμας εστιν αναμιμνησκομενου την παντων υμων υπακοην ως μετα ϕοβου και τρομου εδεξασϑε αυτον 16 χαιρω οτι εν παντι ϑαρρω εν υμιν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 8
1 γνωριζομεν δε υμιν αδελϕοι την χαριν του ϑεου την δεδομενην εν ταις εκκλησιαις της μακεδονιας 2 οτι εν πολλη δοκιμη ϑλιψεως η περισσεια της χαρας αυτων και η κατα βαϑους πτωχεια αυτων επερισσευσεν εις τον πλουτον της απλοτητος αυτων 3 οτι κατα δυναμιν μαρτυρω και υπερ δυναμιν αυϑαιρετοι 4 μετα πολλης παρακλησεως δεομενοι ημων την χαριν και την κοινωνιαν της διακονιας της εις τους αγιους δεξασϑαι ημας 5 και ου καϑως ηλπισαμεν αλλ εαυτους εδωκαν πρωτον τω κυριω και ημιν δια ϑεληματος ϑεου 6 εις το παρακαλεσαι ημας τιτον ινα καϑως προενηρξατο ουτως και επιτελεση εις υμας και την χαριν ταυτην 7 αλλ ωσπερ εν παντι περισσευετε πιστει και λογω και γνωσει και παση σπουδη και τη εξ υμων εν ημιν αγαπη ινα και εν ταυτη τη χαριτι περισσευητε 8 ου κατ επιταγην λεγω αλλα δια της ετερων σπουδης και το της υμετερας αγαπης γνησιον δοκιμαζων 9 γινωσκετε γαρ την χαριν του κυριου ημων ιησου χριστου οτι δι υμας επτωχευσεν πλουσιος ων ινα υμεις τη εκεινου πτωχεια πλουτησητε 10 και γνωμην εν τουτω διδωμι τουτο γαρ υμιν συμϕερει οιτινες ου μονον το ποιησαι αλλα και το ϑελειν προενηρξασϑε απο περυσι 11 νυνι δε και το ποιησαι επιτελεσατε οπως καϑαπερ η προϑυμια του ϑελειν ουτως και το επιτελεσαι εκ του εχειν 12 ει γαρ η προϑυμια προκειται καϑο εαν εχη τις ευπροσδεκτος ου καϑο ουκ εχει 13 ου γαρ ινα αλλοις ανεσις υμιν δε ϑλιψις αλλ εξ ισοτητος εν τω νυν καιρω το υμων περισσευμα εις το εκεινων υστερημα 14 ινα και το εκεινων περισσευμα γενηται εις το υμων υστερημα οπως γενηται ισοτης 15 καϑως γεγραπται ο το πολυ ουκ επλεονασεν και ο το ολιγον ουκ ηλαττονησεν 16 χαρις δε τω ϑεω τω διδοντι την αυτην σπουδην υπερ υμων εν τη καρδια τιτου 17 οτι την μεν παρακλησιν εδεξατο σπουδαιοτερος δε υπαρχων αυϑαιρετος εξηλϑεν προς υμας 18 συνεπεμψαμεν δε μετ αυτου τον αδελϕον ου ο επαινος εν τω ευαγγελιω δια πασων των εκκλησιων 19 ου μονον δε αλλα και χειροτονηϑεις υπο των εκκλησιων συνεκδημος ημων συν τη χαριτι ταυτη τη διακονουμενη υϕ ημων προς την αυτου του κυριου δοξαν και προϑυμιαν υμων 20 στελλομενοι τουτο μη τις ημας μωμησηται εν τη αδροτητι ταυτη τη διακονουμενη υϕ ημων 21 προνοουμενοι καλα ου μονον ενωπιον κυριου αλλα και ενωπιον ανϑρωπων 22 συνεπεμψαμεν δε αυτοις τον αδελϕον ημων ον εδοκιμασαμεν εν πολλοις πολλακις σπουδαιον οντα νυνι δε πολυ σπουδαιοτερον πεποιϑησει πολλη τη εις υμας 23 ειτε υπερ τιτου κοινωνος εμος και εις υμας συνεργος ειτε αδελϕοι ημων αποστολοι εκκλησιων δοξα χριστου 24 την ουν ενδειξιν της αγαπης υμων και ημων καυχησεως υπερ υμων εις αυτους ενδειξασϑε και εις προσωπον των εκκλησιων
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 9
1 περι μεν γαρ της διακονιας της εις τους αγιους περισσον μοι εστιν το γραϕειν υμιν 2 οιδα γαρ την προϑυμιαν υμων ην υπερ υμων καυχωμαι μακεδοσιν οτι αχαια παρεσκευασται απο περυσι και ο εξ υμων ζηλος ηρεϑισεν τους πλειονας 3 επεμψα δε τους αδελϕους ινα μη το καυχημα ημων το υπερ υμων κενωϑη εν τω μερει τουτω ινα καϑως ελεγον παρεσκευασμενοι ητε 4 μηπως εαν ελϑωσιν συν εμοι μακεδονες και ευρωσιν υμας απαρασκευαστους καταισχυνϑωμεν ημεις ινα μη λεγωμεν υμεις εν τη υποστασει ταυτη της καυχησεως 5 αναγκαιον ουν ηγησαμην παρακαλεσαι τους αδελϕους ινα προελϑωσιν εις υμας και προκαταρτισωσιν την προκατηγγελμενην ευλογιαν υμων ταυτην ετοιμην ειναι ουτως ως ευλογιαν και μη ωσπερ πλεονεξιαν 6 τουτο δε ο σπειρων ϕειδομενως ϕειδομενως και ϑερισει και ο σπειρων επ ευλογιαις επ ευλογιαις και ϑερισει 7 εκαστος καϑως προαιρειται τη καρδια μη εκ λυπης η εξ αναγκης ιλαρον γαρ δοτην αγαπα ο ϑεος 8 δυνατος δε ο ϑεος πασαν χαριν περισσευσαι εις υμας ινα εν παντι παντοτε πασαν αυταρκειαν εχοντες περισσευητε εις παν εργον αγαϑον 9 καϑως γεγραπται εσκορπισεν εδωκεν τοις πενησιν η δικαιοσυνη αυτου μενει εις τον αιωνα 10 ο δε επιχορηγων σπερμα τω σπειροντι και αρτον εις βρωσιν χορηγησαι και πληϑυναι τον σπορον υμων και αυξησαι τα γεννηματα της δικαιοσυνης υμων 11 εν παντι πλουτιζομενοι εις πασαν απλοτητα ητις κατεργαζεται δι ημων ευχαριστιαν τω ϑεω 12 οτι η διακονια της λειτουργιας ταυτης ου μονον εστιν προσαναπληρουσα τα υστερηματα των αγιων αλλα και περισσευουσα δια πολλων ευχαριστιων τω ϑεω 13 δια της δοκιμης της διακονιας ταυτης δοξαζοντες τον ϑεον επι τη υποταγη της ομολογιας υμων εις το ευαγγελιον του χριστου και απλοτητι της κοινωνιας εις αυτους και εις παντας 14 και αυτων δεησει υπερ υμων επιποϑουντων υμας δια την υπερβαλλουσαν χαριν του ϑεου εϕ υμιν 15 χαρις δε τω ϑεω επι τη ανεκδιηγητω αυτου δωρεα
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 10
1 αυτος δε εγω παυλος παρακαλω υμας δια της πραοτητος και επιεικειας του χριστου ος κατα προσωπον μεν ταπεινος εν υμιν απων δε ϑαρρω εις υμας 2 δεομαι δε το μη παρων ϑαρρησαι τη πεποιϑησει η λογιζομαι τολμησαι επι τινας τους λογιζομενους ημας ως κατα σαρκα περιπατουντας 3 εν σαρκι γαρ περιπατουντες ου κατα σαρκα στρατευομεϑα 4 τα γαρ οπλα της στρατειας ημων ου σαρκικα αλλα δυνατα τω ϑεω προς καϑαιρεσιν οχυρωματων 5 λογισμους καϑαιρουντες και παν υψωμα επαιρομενον κατα της γνωσεως του ϑεου και αιχμαλωτιζοντες παν νοημα εις την υπακοην του χριστου 6 και εν ετοιμω εχοντες εκδικησαι πασαν παρακοην οταν πληρωϑη υμων η υπακοη 7 τα κατα προσωπον βλεπετε ει τις πεποιϑεν εαυτω χριστου ειναι τουτο λογιζεσϑω παλιν αϕ εαυτου οτι καϑως αυτος χριστου ουτως και ημεις χριστου 8 εαν τε γαρ και περισσοτερον τι καυχησωμαι περι της εξουσιας ημων ης εδωκεν ο κυριος ημιν εις οικοδομην και ουκ εις καϑαιρεσιν υμων ουκ αισχυνϑησομαι 9 ινα μη δοξω ως αν εκϕοβειν υμας δια των επιστολων 10 οτι αι μεν επιστολαι ϕησιν βαρειαι και ισχυραι η δε παρουσια του σωματος ασϑενης και ο λογος εξουϑενημενος 11 τουτο λογιζεσϑω ο τοιουτος οτι οιοι εσμεν τω λογω δι επιστολων αποντες τοιουτοι και παροντες τω εργω 12 ου γαρ τολμωμεν εγκριναι η συγκριναι εαυτους τισιν των εαυτους συνιστανοντων αλλα αυτοι εν εαυτοις εαυτους μετρουντες και συγκρινοντες εαυτους εαυτοις ου συνιουσιν 13 ημεις δε ουχι εις τα αμετρα καυχησομεϑα αλλα κατα το μετρον του κανονος ου εμερισεν ημιν ο ϑεος μετρου εϕικεσϑαι αχρι και υμων 14 ου γαρ ως μη εϕικνουμενοι εις υμας υπερεκτεινομεν εαυτους αχρι γαρ και υμων εϕϑασαμεν εν τω ευαγγελιω του χριστου 15 ουκ εις τα αμετρα καυχωμενοι εν αλλοτριοις κοποις ελπιδα δε εχοντες αυξανομενης της πιστεως υμων εν υμιν μεγαλυνϑηναι κατα τον κανονα ημων εις περισσειαν 16 εις τα υπερεκεινα υμων ευαγγελισασϑαι ουκ εν αλλοτριω κανονι εις τα ετοιμα καυχησασϑαι 17 ο δε καυχωμενος εν κυριω καυχασϑω 18 ου γαρ ο εαυτον συνιστων εκεινος εστιν δοκιμος αλλ ον ο κυριος συνιστησιν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 11
1 οϕελον ανειχεσϑε μου μικρον τη αϕροσυνη αλλα και ανεχεσϑε μου 2 ζηλω γαρ υμας ϑεου ζηλω ηρμοσαμην γαρ υμας ενι ανδρι παρϑενον αγνην παραστησαι τω χριστω 3 ϕοβουμαι δε μηπως ως ο οϕις ευαν εξηπατησεν εν τη πανουργια αυτου ουτως ϕϑαρη τα νοηματα υμων απο της απλοτητος της εις τον χριστον 4 ει μεν γαρ ο ερχομενος αλλον ιησουν κηρυσσει ον ουκ εκηρυξαμεν η πνευμα ετερον λαμβανετε ο ουκ ελαβετε η ευαγγελιον ετερον ο ουκ εδεξασϑε καλως ηνειχεσϑε 5 λογιζομαι γαρ μηδεν υστερηκεναι των υπερ λιαν αποστολων 6 ει δε και ιδιωτης τω λογω αλλ ου τη γνωσει αλλ εν παντι ϕανερωϑεντες εν πασιν εις υμας 7 η αμαρτιαν εποιησα εμαυτον ταπεινων ινα υμεις υψωϑητε οτι δωρεαν το του ϑεου ευαγγελιον ευηγγελισαμην υμιν 8 αλλας εκκλησιας εσυλησα λαβων οψωνιον προς την υμων διακονιαν 9 και παρων προς υμας και υστερηϑεις ου κατεναρκησα ουδενος το γαρ υστερημα μου προσανεπληρωσαν οι αδελϕοι ελϑοντες απο μακεδονιας και εν παντι αβαρη υμιν εμαυτον ετηρησα και τηρησω 10 εστιν αληϑεια χριστου εν εμοι οτι η καυχησις αυτη ου σϕραγισεται εις εμε εν τοις κλιμασιν της αχαιας 11 διατι οτι ουκ αγαπω υμας ο ϑεος οιδεν 12 ο δε ποιω και ποιησω ινα εκκοψω την αϕορμην των ϑελοντων αϕορμην ινα εν ω καυχωνται ευρεϑωσιν καϑως και ημεις 13 οι γαρ τοιουτοι ψευδαποστολοι εργαται δολιοι μετασχηματιζομενοι εις αποστολους χριστου 14 και ου ϑαυμαστον αυτος γαρ ο σατανας μετασχηματιζεται εις αγγελον ϕωτος 15 ου μεγα ουν ει και οι διακονοι αυτου μετασχηματιζονται ως διακονοι δικαιοσυνης ων το τελος εσται κατα τα εργα αυτων 16 παλιν λεγω μη τις με δοξη αϕρονα ειναι ει δε μηγε καν ως αϕρονα δεξασϑε με ινα μικρον τι καγω καυχησωμαι 17 ο λαλω ου λαλω κατα κυριον αλλ ως εν αϕροσυνη εν ταυτη τη υποστασει της καυχησεως 18 επει πολλοι καυχωνται κατα την σαρκα καγω καυχησομαι 19 ηδεως γαρ ανεχεσϑε των αϕρονων ϕρονιμοι οντες 20 ανεχεσϑε γαρ ει τις υμας καταδουλοι ει τις κατεσϑιει ει τις λαμβανει ει τις επαιρεται ει τις υμας εις προσωπον δερει 21 κατα ατιμιαν λεγω ως οτι ημεις ησϑενησαμεν εν ω δ αν τις τολμα εν αϕροσυνη λεγω τολμω καγω 22 εβραιοι εισιν καγω ισραηλιται εισιν καγω σπερμα αβρααμ εισιν καγω 23 διακονοι χριστου εισιν παραϕρονων λαλω υπερ εγω εν κοποις περισσοτερως εν πληγαις υπερβαλλοντως εν ϕυλακαις περισσοτερως εν ϑανατοις πολλακις 24 υπο ιουδαιων πεντακις τεσσαρακοντα παρα μιαν ελαβον 25 τρις ερραβδισϑην απαξ ελιϑασϑην τρις εναυαγησα νυχϑημερον εν τω βυϑω πεποιηκα 26 οδοιποριαις πολλακις κινδυνοις ποταμων κινδυνοις ληστων κινδυνοις εκ γενους κινδυνοις εξ εϑνων κινδυνοις εν πολει κινδυνοις εν ερημια κινδυνοις εν ϑαλασση κινδυνοις εν ψευδαδελϕοις 27 εν κοπω και μοχϑω εν αγρυπνιαις πολλακις εν λιμω και διψει εν νηστειαις πολλακις εν ψυχει και γυμνοτητι 28 χωρις των παρεκτος η επισυστασις μου η καϑ ημεραν η μεριμνα πασων των εκκλησιων 29 τις ασϑενει και ουκ ασϑενω τις σκανδαλιζεται και ουκ εγω πυρουμαι 30 ει καυχασϑαι δει τα της ασϑενειας μου καυχησομαι 31 ο ϑεος και πατηρ του κυριου ημων ιησου χριστου οιδεν ο ων ευλογητος εις τους αιωνας οτι ου ψευδομαι 32 εν δαμασκω ο εϑναρχης αρετα του βασιλεως εϕρουρει την δαμασκηνων πολιν πιασαι με ϑελων 33 και δια ϑυριδος εν σαργανη εχαλασϑην δια του τειχους και εξεϕυγον τας χειρας αυτου
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 12
1 καυχασϑαι δη ου συμϕερει μοι ελευσομαι γαρ εις οπτασιας και αποκαλυψεις κυριου 2 οιδα ανϑρωπον εν χριστω προ ετων δεκατεσσαρων ειτε εν σωματι ουκ οιδα ειτε εκτος του σωματος ουκ οιδα ο ϑεος οιδεν αρπαγεντα τον τοιουτον εως τριτου ουρανου 3 και οιδα τον τοιουτον ανϑρωπον ειτε εν σωματι ειτε εκτος του σωματος ουκ οιδα ο ϑεος οιδεν 4 οτι ηρπαγη εις τον παραδεισον και ηκουσεν αρρητα ρηματα α ουκ εξον ανϑρωπω λαλησαι 5 υπερ του τοιουτου καυχησομαι υπερ δε εμαυτου ου καυχησομαι ει μη εν ταις ασϑενειαις μου 6 εαν γαρ ϑελησω καυχησασϑαι ουκ εσομαι αϕρων αληϑειαν γαρ ερω ϕειδομαι δε μη τις εις εμε λογισηται υπερ ο βλεπει με η ακουει τι εξ εμου 7 και τη υπερβολη των αποκαλυψεων ινα μη υπεραιρωμαι εδοϑη μοι σκολοψ τη σαρκι αγγελος σαταν ινα με κολαϕιζη ινα μη υπεραιρωμαι 8 υπερ τουτου τρις τον κυριον παρεκαλεσα ινα αποστη απ εμου 9 και ειρηκεν μοι αρκει σοι η χαρις μου η γαρ δυναμις μου εν ασϑενεια τελειουται ηδιστα ουν μαλλον καυχησομαι εν ταις ασϑενειαις μου ινα επισκηνωση επ εμε η δυναμις του χριστου 10 διο ευδοκω εν ασϑενειαις εν υβρεσιν εν αναγκαις εν διωγμοις εν στενοχωριαις υπερ χριστου οταν γαρ ασϑενω τοτε δυνατος ειμι 11 γεγονα αϕρων καυχωμενος υμεις με ηναγκασατε εγω γαρ ωϕειλον υϕ υμων συνιστασϑαι ουδεν γαρ υστερησα των υπερ λιαν αποστολων ει και ουδεν ειμι 12 τα μεν σημεια του αποστολου κατειργασϑη εν υμιν εν παση υπομονη εν σημειοις και τερασιν και δυναμεσιν 13 τι γαρ εστιν ο ηττηϑητε υπερ τας λοιπας εκκλησιας ει μη οτι αυτος εγω ου κατεναρκησα υμων χαρισασϑε μοι την αδικιαν ταυτην 14 ιδου τριτον ετοιμως εχω ελϑειν προς υμας και ου καταναρκησω υμων ου γαρ ζητω τα υμων αλλ υμας ου γαρ οϕειλει τα τεκνα τοις γονευσιν ϑησαυριζειν αλλ οι γονεις τοις τεκνοις 15 εγω δε ηδιστα δαπανησω και εκδαπανηϑησομαι υπερ των ψυχων υμων ει και περισσοτερως υμας αγαπων ηττον αγαπωμαι 16 εστω δε εγω ου κατεβαρησα υμας αλλ υπαρχων πανουργος δολω υμας ελαβον 17 μη τινα ων απεσταλκα προς υμας δι αυτου επλεονεκτησα υμας 18 παρεκαλεσα τιτον και συναπεστειλα τον αδελϕον μη τι επλεονεκτησεν υμας τιτος ου τω αυτω πνευματι περιεπατησαμεν ου τοις αυτοις ιχνεσιν 19 παλιν δοκειτε οτι υμιν απολογουμεϑα κατενωπιον του ϑεου εν χριστω λαλουμεν τα δε παντα αγαπητοι υπερ της υμων οικοδομης 20 ϕοβουμαι γαρ μηπως ελϑων ουχ οιους ϑελω ευρω υμας καγω ευρεϑω υμιν οιον ου ϑελετε μηπως ερεις ζηλοι ϑυμοι εριϑειαι καταλαλιαι ψιϑυρισμοι ϕυσιωσεις ακαταστασιαι 21 μη παλιν ελϑοντα με ταπεινωση ο ϑεος μου προς υμας και πενϑησω πολλους των προημαρτηκοτων και μη μετανοησαντων επι τη ακαϑαρσια και πορνεια και ασελγεια η επραξαν
επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ caput 13
1 τριτον τουτο ερχομαι προς υμας επι στοματος δυο μαρτυρων και τριων σταϑησεται παν ρημα 2 προειρηκα και προλεγω ως παρων το δευτερον και απων νυν γραϕω τοις προημαρτηκοσιν και τοις λοιποις πασιν οτι εαν ελϑω εις το παλιν ου ϕεισομαι 3 επει δοκιμην ζητειτε του εν εμοι λαλουντος χριστου ος εις υμας ουκ ασϑενει αλλα δυνατει εν υμιν 4 και γαρ ει εσταυρωϑη εξ ασϑενειας αλλα ζη εκ δυναμεως ϑεου και γαρ ημεις ασϑενουμεν εν αυτω αλλα ζησομεϑα συν αυτω εκ δυναμεως ϑεου εις υμας 5 εαυτους πειραζετε ει εστε εν τη πιστει εαυτους δοκιμαζετε η ουκ επιγινωσκετε εαυτους οτι ιησους χριστος εν υμιν εστιν ει μη τι αδοκιμοι εστε 6 ελπιζω δε οτι γνωσεσϑε οτι ημεις ουκ εσμεν αδοκιμοι 7 ευχομαι δε προς τον ϑεον μη ποιησαι υμας κακον μηδεν ουχ ινα ημεις δοκιμοι ϕανωμεν αλλ ινα υμεις το καλον ποιητε ημεις δε ως αδοκιμοι ωμεν 8 ου γαρ δυναμεϑα τι κατα της αληϑειας αλλ υπερ της αληϑειας 9 χαιρομεν γαρ οταν ημεις ασϑενωμεν υμεις δε δυνατοι ητε τουτο δε και ευχομεϑα την υμων καταρτισιν 10 δια τουτο ταυτα απων γραϕω ινα παρων μη αποτομως χρησωμαι κατα την εξουσιαν ην εδωκεν μοι ο κυριος εις οικοδομην και ουκ εις καϑαιρεσιν 11 λοιπον αδελϕοι χαιρετε καταρτιζεσϑε παρακαλεισϑε το αυτο ϕρονειτε ειρηνευετε και ο ϑεος της αγαπης και ειρηνης εσται μεϑ υμων 12 ασπασασϑε αλληλους εν αγιω ϕιληματι 13 ασπαζονται υμας οι αγιοι παντες 14 η χαρις του κυριου ιησου χριστου και η αγαπη του ϑεου και η κοινωνια του αγιου πνευματος μετα παντων υμων αμην [προς κορινϑιους δευτερα εγραϕη απο ϕιλιππων της μακεδονιας δια τιτου και λουκα] Εξπλιχιτ επιστολα Πρὸς Κορινϑίους βʹ
επιστολα Πρὸς Γαλάτας
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 1
1 παυλος αποστολος ουκ απ ανϑρωπων ουδε δι ανϑρωπου αλλα δια ιησου χριστου και ϑεου πατρος του εγειραντος αυτον εκ νεκρων 2 και οι συν εμοι παντες αδελϕοι ταις εκκλησιαις της γαλατιας 3 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος και κυριου ημων ιησου χριστου 4 του δοντος εαυτον υπερ των αμαρτιων ημων οπως εξεληται ημας εκ του ενεστωτος αιωνος πονηρου κατα το ϑελημα του ϑεου και πατρος ημων 5 ω η δοξα εις τους αιωνας των αιωνων αμην 6 ϑαυμαζω οτι ουτως ταχεως μετατιϑεσϑε απο του καλεσαντος υμας εν χαριτι χριστου εις ετερον ευαγγελιον 7 ο ουκ εστιν αλλο ει μη τινες εισιν οι ταρασσοντες υμας και ϑελοντες μεταστρεψαι το ευαγγελιον του χριστου 8 αλλα και εαν ημεις η αγγελος εξ ουρανου ευαγγελιζηται υμιν παρ ο ευηγγελισαμεϑα υμιν αναϑεμα εστω 9 ως προειρηκαμεν και αρτι παλιν λεγω ει τις υμας ευαγγελιζεται παρ ο παρελαβετε αναϑεμα εστω 10 αρτι γαρ ανϑρωπους πειϑω η τον ϑεον η ζητω ανϑρωποις αρεσκειν ει γαρ ετι ανϑρωποις ηρεσκον χριστου δουλος ουκ αν ημην 11 γνωριζω δε υμιν αδελϕοι το ευαγγελιον το ευαγγελισϑεν υπ εμου οτι ουκ εστιν κατα ανϑρωπον 12 ουδε γαρ εγω παρα ανϑρωπου παρελαβον αυτο ουτε εδιδαχϑην αλλα δι αποκαλυψεως ιησου χριστου 13 ηκουσατε γαρ την εμην αναστροϕην ποτε εν τω ιουδαισμω οτι καϑ υπερβολην εδιωκον την εκκλησιαν του ϑεου και επορϑουν αυτην 14 και προεκοπτον εν τω ιουδαισμω υπερ πολλους συνηλικιωτας εν τω γενει μου περισσοτερως ζηλωτης υπαρχων των πατρικων μου παραδοσεων 15 οτε δε ευδοκησεν ο ϑεος ο αϕορισας με εκ κοιλιας μητρος μου και καλεσας δια της χαριτος αυτου 16 αποκαλυψαι τον υιον αυτου εν εμοι ινα ευαγγελιζωμαι αυτον εν τοις εϑνεσιν ευϑεως ου προσανεϑεμην σαρκι και αιματι 17 ουδε ανηλϑον εις ιεροσολυμα προς τους προ εμου αποστολους αλλ απηλϑον εις αραβιαν και παλιν υπεστρεψα εις δαμασκον 18 επειτα μετα ετη τρια ανηλϑον εις ιεροσολυμα ιστορησαι πετρον και επεμεινα προς αυτον ημερας δεκαπεντε 19 ετερον δε των αποστολων ουκ ειδον ει μη ιακωβον τον αδελϕον του κυριου 20 α δε γραϕω υμιν ιδου ενωπιον του ϑεου οτι ου ψευδομαι 21 επειτα ηλϑον εις τα κλιματα της συριας και της κιλικιας 22 ημην δε αγνοουμενος τω προσωπω ταις εκκλησιαις της ιουδαιας ταις εν χριστω 23 μονον δε ακουοντες ησαν οτι ο διωκων ημας ποτε νυν ευαγγελιζεται την πιστιν ην ποτε επορϑει 24 και εδοξαζον εν εμοι τον ϑεον
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 2
1 επειτα δια δεκατεσσαρων ετων παλιν ανεβην εις ιεροσολυμα μετα βαρναβα συμπαραλαβων και τιτον 2 ανεβην δε κατα αποκαλυψιν και ανεϑεμην αυτοις το ευαγγελιον ο κηρυσσω εν τοις εϑνεσιν κατ ιδιαν δε τοις δοκουσιν μηπως εις κενον τρεχω η εδραμον 3 αλλ ουδε τιτος ο συν εμοι ελλην ων ηναγκασϑη περιτμηϑηναι 4 δια δε τους παρεισακτους ψευδαδελϕους οιτινες παρεισηλϑον κατασκοπησαι την ελευϑεριαν ημων ην εχομεν εν χριστω ιησου ινα ημας καταδουλωσωνται 5 οις ουδε προς ωραν ειξαμεν τη υποταγη ινα η αληϑεια του ευαγγελιου διαμεινη προς υμας 6 απο δε των δοκουντων ειναι τι οποιοι ποτε ησαν ουδεν μοι διαϕερει προσωπον ϑεος ανϑρωπου ου λαμβανει εμοι γαρ οι δοκουντες ουδεν προσανεϑεντο 7 αλλα τουναντιον ιδοντες οτι πεπιστευμαι το ευαγγελιον της ακροβυστιας καϑως πετρος της περιτομης 8 ο γαρ ενεργησας πετρω εις αποστολην της περιτομης ενηργησεν και εμοι εις τα εϑνη 9 και γνοντες την χαριν την δοϑεισαν μοι ιακωβος και κηϕας και ιωαννης οι δοκουντες στυλοι ειναι δεξιας εδωκαν εμοι και βαρναβα κοινωνιας ινα ημεις εις τα εϑνη αυτοι δε εις την περιτομην 10 μονον των πτωχων ινα μνημονευωμεν ο και εσπουδασα αυτο τουτο ποιησαι 11 οτε δε ηλϑεν πετρος εις αντιοχειαν κατα προσωπον αυτω αντεστην οτι κατεγνωσμενος ην 12 προ του γαρ ελϑειν τινας απο ιακωβου μετα των εϑνων συνησϑιεν οτε δε ηλϑον υπεστελλεν και αϕωριζεν εαυτον ϕοβουμενος τους εκ περιτομης 13 και συνυπεκριϑησαν αυτω και οι λοιποι ιουδαιοι ωστε και βαρναβας συναπηχϑη αυτων τη υποκρισει 14 αλλ οτε ειδον οτι ουκ ορϑοποδουσιν προς την αληϑειαν του ευαγγελιου ειπον τω πετρω εμπροσϑεν παντων ει συ ιουδαιος υπαρχων εϑνικως ζης και ουκ ιουδαικως τι τα εϑνη αναγκαζεις ιουδαιζειν 15 ημεις ϕυσει ιουδαιοι και ουκ εξ εϑνων αμαρτωλοι 16 ειδοτες οτι ου δικαιουται ανϑρωπος εξ εργων νομου εαν μη δια πιστεως ιησου χριστου και ημεις εις χριστον ιησουν επιστευσαμεν ινα δικαιωϑωμεν εκ πιστεως χριστου και ουκ εξ εργων νομου διοτι ου δικαιωϑησεται εξ εργων νομου πασα σαρξ 17 ει δε ζητουντες δικαιωϑηναι εν χριστω ευρεϑημεν και αυτοι αμαρτωλοι αρα χριστος αμαρτιας διακονος μη γενοιτο 18 ει γαρ α κατελυσα ταυτα παλιν οικοδομω παραβατην εμαυτον συνιστημι 19 εγω γαρ δια νομου νομω απεϑανον ινα ϑεω ζησω 20 χριστω συνεσταυρωμαι ζω δε ουκετι εγω ζη δε εν εμοι χριστος ο δε νυν ζω εν σαρκι εν πιστει ζω τη του υιου του ϑεου του αγαπησαντος με και παραδοντος εαυτον υπερ εμου 21 ουκ αϑετω την χαριν του ϑεου ει γαρ δια νομου δικαιοσυνη αρα χριστος δωρεαν απεϑανεν
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 3
1 ω ανοητοι γαλαται τις υμας εβασκανεν τη αληϑεια μη πειϑεσϑαι οις κατ οϕϑαλμους ιησους χριστος προεγραϕη εν υμιν εσταυρωμενος 2 τουτο μονον ϑελω μαϑειν αϕ υμων εξ εργων νομου το πνευμα ελαβετε η εξ ακοης πιστεως 3 ουτως ανοητοι εστε εναρξαμενοι πνευματι νυν σαρκι επιτελεισϑε 4 τοσαυτα επαϑετε εικη ειγε και εικη 5 ο ουν επιχορηγων υμιν το πνευμα και ενεργων δυναμεις εν υμιν εξ εργων νομου η εξ ακοης πιστεως 6 καϑως αβρααμ επιστευσεν τω ϑεω και ελογισϑη αυτω εις δικαιοσυνην 7 γινωσκετε αρα οτι οι εκ πιστεως ουτοι εισιν υιοι αβρααμ 8 προιδουσα δε η γραϕη οτι εκ πιστεως δικαιοι τα εϑνη ο ϑεος προευηγγελισατο τω αβρααμ οτι ενευλογηϑησονται εν σοι παντα τα εϑνη 9 ωστε οι εκ πιστεως ευλογουνται συν τω πιστω αβρααμ 10 οσοι γαρ εξ εργων νομου εισιν υπο καταραν εισιν γεγραπται γαρ επικαταρατος πας ος ουκ εμμενει εν πασιν τοις γεγραμμενοις εν τω βιβλιω του νομου του ποιησαι αυτα 11 οτι δε εν νομω ουδεις δικαιουται παρα τω ϑεω δηλον οτι ο δικαιος εκ πιστεως ζησεται 12 ο δε νομος ουκ εστιν εκ πιστεως αλλ ο ποιησας αυτα ανϑρωπος ζησεται εν αυτοις 13 χριστος ημας εξηγορασεν εκ της καταρας του νομου γενομενος υπερ ημων καταρα γεγραπται γαρ επικαταρατος πας ο κρεμαμενος επι ξυλου 14 ινα εις τα εϑνη η ευλογια του αβρααμ γενηται εν χριστω ιησου ινα την επαγγελιαν του πνευματος λαβωμεν δια της πιστεως 15 αδελϕοι κατα ανϑρωπον λεγω ομως ανϑρωπου κεκυρωμενην διαϑηκην ουδεις αϑετει η επιδιατασσεται 16 τω δε αβρααμ ερρηϑησαν αι επαγγελιαι και τω σπερματι αυτου ου λεγει και τοις σπερμασιν ως επι πολλων αλλ ως εϕ ενος και τω σπερματι σου ος εστιν χριστος 17 τουτο δε λεγω διαϑηκην προκεκυρωμενην υπο του ϑεου εις χριστον ο μετα ετη τετρακοσια και τριακοντα γεγονως νομος ουκ ακυροι εις το καταργησαι την επαγγελιαν 18 ει γαρ εκ νομου η κληρονομια ουκετι εξ επαγγελιας τω δε αβρααμ δι επαγγελιας κεχαρισται ο ϑεος 19 τι ουν ο νομος των παραβασεων χαριν προσετεϑη αχρις ου ελϑη το σπερμα ω επηγγελται διαταγεις δι αγγελων εν χειρι μεσιτου 20 ο δε μεσιτης ενος ουκ εστιν ο δε ϑεος εις εστιν 21 ο ουν νομος κατα των επαγγελιων του ϑεου μη γενοιτο ει γαρ εδοϑη νομος ο δυναμενος ζωοποιησαι οντως αν εκ νομου ην η δικαιοσυνη 22 αλλα συνεκλεισεν η γραϕη τα παντα υπο αμαρτιαν ινα η επαγγελια εκ πιστεως ιησου χριστου δοϑη τοις πιστευουσιν 23 προ του δε ελϑειν την πιστιν υπο νομον εϕρουρουμεϑα συγκεκλεισμενοι εις την μελλουσαν πιστιν αποκαλυϕϑηναι 24 ωστε ο νομος παιδαγωγος ημων γεγονεν εις χριστον ινα εκ πιστεως δικαιωϑωμεν 25 ελϑουσης δε της πιστεως ουκετι υπο παιδαγωγον εσμεν 26 παντες γαρ υιοι ϑεου εστε δια της πιστεως εν χριστω ιησου 27 οσοι γαρ εις χριστον εβαπτισϑητε χριστον ενεδυσασϑε 28 ουκ ενι ιουδαιος ουδε ελλην ουκ ενι δουλος ουδε ελευϑερος ουκ ενι αρσεν και ϑηλυ παντες γαρ υμεις εις εστε εν χριστω ιησου 29 ει δε υμεις χριστου αρα του αβρααμ σπερμα εστε και κατ επαγγελιαν κληρονομοι
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 4
1 λεγω δε εϕ οσον χρονον ο κληρονομος νηπιος εστιν ουδεν διαϕερει δουλου κυριος παντων ων 2 αλλα υπο επιτροπους εστιν και οικονομους αχρι της προϑεσμιας του πατρος 3 ουτως και ημεις οτε ημεν νηπιοι υπο τα στοιχεια του κοσμου ημεν δεδουλωμενοι 4 οτε δε ηλϑεν το πληρωμα του χρονου εξαπεστειλεν ο ϑεος τον υιον αυτου γενομενον εκ γυναικος γενομενον υπο νομον 5 ινα τους υπο νομον εξαγοραση ινα την υιοϑεσιαν απολαβωμεν 6 οτι δε εστε υιοι εξαπεστειλεν ο ϑεος το πνευμα του υιου αυτου εις τας καρδιας υμων κραζον αββα ο πατηρ 7 ωστε ουκετι ει δουλος αλλ υιος ει δε υιος και κληρονομος ϑεου δια χριστου 8 αλλα τοτε μεν ουκ ειδοτες ϑεον εδουλευσατε τοις μη ϕυσει ουσιν ϑεοις 9 νυν δε γνοντες ϑεον μαλλον δε γνωσϑεντες υπο ϑεου πως επιστρεϕετε παλιν επι τα ασϑενη και πτωχα στοιχεια οις παλιν ανωϑεν δουλευειν ϑελετε 10 ημερας παρατηρεισϑε και μηνας και καιρους και ενιαυτους 11 ϕοβουμαι υμας μηπως εικη κεκοπιακα εις υμας 12 γινεσϑε ως εγω οτι καγω ως υμεις αδελϕοι δεομαι υμων ουδεν με ηδικησατε 13 οιδατε δε οτι δι ασϑενειαν της σαρκος ευηγγελισαμην υμιν το προτερον 14 και τον πειρασμον μου τον εν τη σαρκι μου ουκ εξουϑενησατε ουδε εξεπτυσατε αλλ ως αγγελον ϑεου εδεξασϑε με ως χριστον ιησουν 15 τις ουν ην ο μακαρισμος υμων μαρτυρω γαρ υμιν οτι ει δυνατον τους οϕϑαλμους υμων εξορυξαντες αν εδωκατε μοι 16 ωστε εχϑρος υμων γεγονα αληϑευων υμιν 17 ζηλουσιν υμας ου καλως αλλα εκκλεισαι υμας ϑελουσιν ινα αυτους ζηλουτε 18 καλον δε το ζηλουσϑαι εν καλω παντοτε και μη μονον εν τω παρειναι με προς υμας 19 τεκνια μου ους παλιν ωδινω αχρις ου μορϕωϑη χριστος εν υμιν 20 ηϑελον δε παρειναι προς υμας αρτι και αλλαξαι την ϕωνην μου οτι απορουμαι εν υμιν 21 λεγετε μοι οι υπο νομον ϑελοντες ειναι τον νομον ουκ ακουετε 22 γεγραπται γαρ οτι αβρααμ δυο υιους εσχεν ενα εκ της παιδισκης και ενα εκ της ελευϑερας 23 αλλ ο μεν εκ της παιδισκης κατα σαρκα γεγεννηται ο δε εκ της ελευϑερας δια της επαγγελιας 24 ατινα εστιν αλληγορουμενα αυται γαρ εισιν αι δυο διαϑηκαι μια μεν απο ορους σινα εις δουλειαν γεννωσα ητις εστιν αγαρ 25 το γαρ αγαρ σινα ορος εστιν εν τη αραβια συστοιχει δε τη νυν ιερουσαλημ δουλευει δε μετα των τεκνων αυτης 26 η δε ανω ιερουσαλημ ελευϑερα εστιν ητις εστιν μητηρ παντων ημων 27 γεγραπται γαρ ευϕρανϑητι στειρα η ου τικτουσα ρηξον και βοησον η ουκ ωδινουσα οτι πολλα τα τεκνα της ερημου μαλλον η της εχουσης τον ανδρα 28 ημεις δε αδελϕοι κατα ισαακ επαγγελιας τεκνα εσμεν 29 αλλ ωσπερ τοτε ο κατα σαρκα γεννηϑεις εδιωκεν τον κατα πνευμα ουτως και νυν 30 αλλα τι λεγει η γραϕη εκβαλε την παιδισκην και τον υιον αυτης ου γαρ μη κληρονομηση ο υιος της παιδισκης μετα του υιου της ελευϑερας 31 αρα αδελϕοι ουκ εσμεν παιδισκης τεκνα αλλα της ελευϑερας
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 5
1 τη ελευϑερια ουν η χριστος ημας ηλευϑερωσεν στηκετε και μη παλιν ζυγω δουλειας ενεχεσϑε 2 ιδε εγω παυλος λεγω υμιν οτι εαν περιτεμνησϑε χριστος υμας ουδεν ωϕελησει 3 μαρτυρομαι δε παλιν παντι ανϑρωπω περιτεμνομενω οτι οϕειλετης εστιν ολον τον νομον ποιησαι 4 κατηργηϑητε απο του χριστου οιτινες εν νομω δικαιουσϑε της χαριτος εξεπεσατε 5 ημεις γαρ πνευματι εκ πιστεως ελπιδα δικαιοσυνης απεκδεχομεϑα 6 εν γαρ χριστω ιησου ουτε περιτομη τι ισχυει ουτε ακροβυστια αλλα πιστις δι αγαπης ενεργουμενη 7 ετρεχετε καλως τις υμας ανεκοψεν τη αληϑεια μη πειϑεσϑαι 8 η πεισμονη ουκ εκ του καλουντος υμας 9 μικρα ζυμη ολον το ϕυραμα ζυμοι 10 εγω πεποιϑα εις υμας εν κυριω οτι ουδεν αλλο ϕρονησετε ο δε ταρασσων υμας βαστασει το κριμα οστις αν η 11 εγω δε αδελϕοι ει περιτομην ετι κηρυσσω τι ετι διωκομαι αρα κατηργηται το σκανδαλον του σταυρου 12 οϕελον και αποκοψονται οι αναστατουντες υμας 13 υμεις γαρ επ ελευϑερια εκληϑητε αδελϕοι μονον μη την ελευϑεριαν εις αϕορμην τη σαρκι αλλα δια της αγαπης δουλευετε αλληλοις 14 ο γαρ πας νομος εν ενι λογω πληρουται εν τω αγαπησεις τον πλησιον σου ως εαυτον 15 ει δε αλληλους δακνετε και κατεσϑιετε βλεπετε μη υπο αλληλων αναλωϑητε 16 λεγω δε πνευματι περιπατειτε και επιϑυμιαν σαρκος ου μη τελεσητε 17 η γαρ σαρξ επιϑυμει κατα του πνευματος το δε πνευμα κατα της σαρκος ταυτα δε αντικειται αλληλοις ινα μη α αν ϑελητε ταυτα ποιητε 18 ει δε πνευματι αγεσϑε ουκ εστε υπο νομον 19 ϕανερα δε εστιν τα εργα της σαρκος ατινα εστιν μοιχεια πορνεια ακαϑαρσια ασελγεια 20 ειδωλολατρεια ϕαρμακεια εχϑραι ερεις ζηλοι ϑυμοι εριϑειαι διχοστασιαι αιρεσεις 21 ϕϑονοι ϕονοι μεϑαι κωμοι και τα ομοια τουτοις α προλεγω υμιν καϑως και προειπον οτι οι τα τοιαυτα πρασσοντες βασιλειαν ϑεου ου κληρονομησουσιν 22 ο δε καρπος του πνευματος εστιν αγαπη χαρα ειρηνη μακροϑυμια χρηστοτης αγαϑωσυνη πιστις 23 πραοτης εγκρατεια κατα των τοιουτων ουκ εστιν νομος 24 οι δε του χριστου την σαρκα εσταυρωσαν συν τοις παϑημασιν και ταις επιϑυμιαις 25 ει ζωμεν πνευματι πνευματι και στοιχωμεν 26 μη γινωμεϑα κενοδοξοι αλληλους προκαλουμενοι αλληλοις ϕϑονουντες
επιστολα Πρὸς Γαλάτας caput 6
1 αδελϕοι εαν και προληϕϑη ανϑρωπος εν τινι παραπτωματι υμεις οι πνευματικοι καταρτιζετε τον τοιουτον εν πνευματι πραοτητος σκοπων σεαυτον μη και συ πειρασϑης 2 αλληλων τα βαρη βασταζετε και ουτως αναπληρωσατε τον νομον του χριστου 3 ει γαρ δοκει τις ειναι τι μηδεν ων εαυτον ϕρεναπατα 4 το δε εργον εαυτου δοκιμαζετω εκαστος και τοτε εις εαυτον μονον το καυχημα εξει και ουκ εις τον ετερον 5 εκαστος γαρ το ιδιον ϕορτιον βαστασει 6 κοινωνειτω δε ο κατηχουμενος τον λογον τω κατηχουντι εν πασιν αγαϑοις 7 μη πλανασϑε ϑεος ου μυκτηριζεται ο γαρ εαν σπειρη ανϑρωπος τουτο και ϑερισει 8 οτι ο σπειρων εις την σαρκα εαυτου εκ της σαρκος ϑερισει ϕϑοραν ο δε σπειρων εις το πνευμα εκ του πνευματος ϑερισει ζωην αιωνιον 9 το δε καλον ποιουντες μη εκκακωμεν καιρω γαρ ιδιω ϑερισομεν μη εκλυομενοι 10 αρα ουν ως καιρον εχομεν εργαζωμεϑα το αγαϑον προς παντας μαλιστα δε προς τους οικειους της πιστεως 11 ιδετε πηλικοις υμιν γραμμασιν εγραψα τη εμη χειρι 12 οσοι ϑελουσιν ευπροσωπησαι εν σαρκι ουτοι αναγκαζουσιν υμας περιτεμνεσϑαι μονον ινα μη τω σταυρω του χριστου διωκωνται 13 ουδε γαρ οι περιτεμνομενοι αυτοι νομον ϕυλασσουσιν αλλα ϑελουσιν υμας περιτεμνεσϑαι ινα εν τη υμετερα σαρκι καυχησωνται 14 εμοι δε μη γενοιτο καυχασϑαι ει μη εν τω σταυρω του κυριου ημων ιησου χριστου δι ου εμοι κοσμος εσταυρωται καγω τω κοσμω 15 εν γαρ χριστω ιησου ουτε περιτομη τι ισχυει ουτε ακροβυστια αλλα καινη κτισις 16 και οσοι τω κανονι τουτω στοιχησουσιν ειρηνη επ αυτους και ελεος και επι τον ισραηλ του ϑεου 17 του λοιπου κοπους μοι μηδεις παρεχετω εγω γαρ τα στιγματα του κυριου ιησου εν τω σωματι μου βασταζω 18 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα του πνευματος υμων αδελϕοι αμην [προς γαλατας εγραϕη απο ρωμης] Εξπλιχιτ επιστολα Πρὸς Γαλάτας
επιστολα προς Εϕεσιους
επιστολα προς Εϕεσιους caput 1
1 παυλος αποστολος ιησου χριστου δια ϑεληματος ϑεου τοις αγιοις τοις ουσιν εν εϕεσω και πιστοις εν χριστω ιησου 2 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 3 ευλογητος ο ϑεος και πατηρ του κυριου ημων ιησου χριστου ο ευλογησας ημας εν παση ευλογια πνευματικη εν τοις επουρανιοις χριστω 4 καϑως εξελεξατο ημας εν αυτω προ καταβολης κοσμου ειναι ημας αγιους και αμωμους κατενωπιον αυτου εν αγαπη 5 προορισας ημας εις υιοϑεσιαν δια ιησου χριστου εις αυτον κατα την ευδοκιαν του ϑεληματος αυτου 6 εις επαινον δοξης της χαριτος αυτου εν η εχαριτωσεν ημας εν τω ηγαπημενω 7 εν ω εχομεν την απολυτρωσιν δια του αιματος αυτου την αϕεσιν των παραπτωματων κατα τον πλουτον της χαριτος αυτου 8 ης επερισσευσεν εις ημας εν παση σοϕια και ϕρονησει 9 γνωρισας ημιν το μυστηριον του ϑεληματος αυτου κατα την ευδοκιαν αυτου ην προεϑετο εν αυτω 10 εις οικονομιαν του πληρωματος των καιρων ανακεϕαλαιωσασϑαι τα παντα εν τω χριστω τα τε εν τοις ουρανοις και τα επι της γης 11 εν αυτω εν ω και εκληρωϑημεν προορισϑεντες κατα προϑεσιν του τα παντα ενεργουντος κατα την βουλην του ϑεληματος αυτου 12 εις το ειναι ημας εις επαινον της δοξης αυτου τους προηλπικοτας εν τω χριστω 13 εν ω και υμεις ακουσαντες τον λογον της αληϑειας το ευαγγελιον της σωτηριας υμων εν ω και πιστευσαντες εσϕραγισϑητε τω πνευματι της επαγγελιας τω αγιω 14 ος εστιν αρραβων της κληρονομιας ημων εις απολυτρωσιν της περιποιησεως εις επαινον της δοξης αυτου 15 δια τουτο καγω ακουσας την καϑ υμας πιστιν εν τω κυριω ιησου και την αγαπην την εις παντας τους αγιους 16 ου παυομαι ευχαριστων υπερ υμων μνειαν υμων ποιουμενος επι των προσευχων μου 17 ινα ο ϑεος του κυριου ημων ιησου χριστου ο πατηρ της δοξης δωη υμιν πνευμα σοϕιας και αποκαλυψεως εν επιγνωσει αυτου 18 πεϕωτισμενους τους οϕϑαλμους της διανοιας υμων εις το ειδεναι υμας τις εστιν η ελπις της κλησεως αυτου και τις ο πλουτος της δοξης της κληρονομιας αυτου εν τοις αγιοις 19 και τι το υπερβαλλον μεγεϑος της δυναμεως αυτου εις ημας τους πιστευοντας κατα την ενεργειαν του κρατους της ισχυος αυτου 20 ην ενηργησεν εν τω χριστω εγειρας αυτον εκ νεκρων και εκαϑισεν εν δεξια αυτου εν τοις επουρανιοις 21 υπερανω πασης αρχης και εξουσιας και δυναμεως και κυριοτητος και παντος ονοματος ονομαζομενου ου μονον εν τω αιωνι τουτω αλλα και εν τω μελλοντι 22 και παντα υπεταξεν υπο τους ποδας αυτου και αυτον εδωκεν κεϕαλην υπερ παντα τη εκκλησια 23 ητις εστιν το σωμα αυτου το πληρωμα του παντα εν πασιν πληρουμενου
επιστολα προς Εϕεσιους caput 2
1 και υμας οντας νεκρους τοις παραπτωμασιν και ταις αμαρτιαις 2 εν αις ποτε περιεπατησατε κατα τον αιωνα του κοσμου τουτου κατα τον αρχοντα της εξουσιας του αερος του πνευματος του νυν ενεργουντος εν τοις υιοις της απειϑειας 3 εν οις και ημεις παντες ανεστραϕημεν ποτε εν ταις επιϑυμιαις της σαρκος ημων ποιουντες τα ϑεληματα της σαρκος και των διανοιων και ημεν τεκνα ϕυσει οργης ως και οι λοιποι 4 ο δε ϑεος πλουσιος ων εν ελεει δια την πολλην αγαπην αυτου ην ηγαπησεν ημας 5 και οντας ημας νεκρους τοις παραπτωμασιν συνεζωοποιησεν τω χριστω χαριτι εστε σεσωσμενοι 6 και συνηγειρεν και συνεκαϑισεν εν τοις επουρανιοις εν χριστω ιησου 7 ινα ενδειξηται εν τοις αιωσιν τοις επερχομενοις τον υπερβαλλοντα πλουτον της χαριτος αυτου εν χρηστοτητι εϕ ημας εν χριστω ιησου 8 τη γαρ χαριτι εστε σεσωσμενοι δια της πιστεως και τουτο ουκ εξ υμων ϑεου το δωρον 9 ουκ εξ εργων ινα μη τις καυχησηται 10 αυτου γαρ εσμεν ποιημα κτισϑεντες εν χριστω ιησου επι εργοις αγαϑοις οις προητοιμασεν ο ϑεος ινα εν αυτοις περιπατησωμεν 11 διο μνημονευετε οτι υμεις ποτε τα εϑνη εν σαρκι οι λεγομενοι ακροβυστια υπο της λεγομενης περιτομης εν σαρκι χειροποιητου 12 οτι ητε εν τω καιρω εκεινω χωρις χριστου απηλλοτριωμενοι της πολιτειας του ισραηλ και ξενοι των διαϑηκων της επαγγελιας ελπιδα μη εχοντες και αϑεοι εν τω κοσμω 13 νυνι δε εν χριστω ιησου υμεις οι ποτε οντες μακραν εγγυς εγενηϑητε εν τω αιματι του χριστου 14 αυτος γαρ εστιν η ειρηνη ημων ο ποιησας τα αμϕοτερα εν και το μεσοτοιχον του ϕραγμου λυσας 15 την εχϑραν εν τη σαρκι αυτου τον νομον των εντολων εν δογμασιν καταργησας ινα τους δυο κτιση εν εαυτω εις ενα καινον ανϑρωπον ποιων ειρηνην 16 και αποκαταλλαξη τους αμϕοτερους εν ενι σωματι τω ϑεω δια του σταυρου αποκτεινας την εχϑραν εν αυτω 17 και ελϑων ευηγγελισατο ειρηνην υμιν τοις μακραν και τοις εγγυς 18 οτι δι αυτου εχομεν την προσαγωγην οι αμϕοτεροι εν ενι πνευματι προς τον πατερα 19 αρα ουν ουκετι εστε ξενοι και παροικοι αλλα συμπολιται των αγιων και οικειοι του ϑεου 20 εποικοδομηϑεντες επι τω ϑεμελιω των αποστολων και προϕητων οντος ακρογωνιαιου αυτου ιησου χριστου 21 εν ω πασα η οικοδομη συναρμολογουμενη αυξει εις ναον αγιον εν κυριω 22 εν ω και υμεις συνοικοδομεισϑε εις κατοικητηριον του ϑεου εν πνευματι
επιστολα προς Εϕεσιους caput 3
1 τουτου χαριν εγω παυλος ο δεσμιος του χριστου ιησου υπερ υμων των εϑνων 2 ειγε ηκουσατε την οικονομιαν της χαριτος του ϑεου της δοϑεισης μοι εις υμας 3 οτι κατα αποκαλυψιν εγνωρισεν μοι το μυστηριον καϑως προεγραψα εν ολιγω 4 προς ο δυνασϑε αναγινωσκοντες νοησαι την συνεσιν μου εν τω μυστηριω του χριστου 5 ο εν ετεραις γενεαις ουκ εγνωρισϑη τοις υιοις των ανϑρωπων ως νυν απεκαλυϕϑη τοις αγιοις αποστολοις αυτου και προϕηταις εν πνευματι 6 ειναι τα εϑνη συγκληρονομα και συσσωμα και συμμετοχα της επαγγελιας αυτου εν τω χριστω δια του ευαγγελιου 7 ου εγενομην διακονος κατα την δωρεαν της χαριτος του ϑεου την δοϑεισαν μοι κατα την ενεργειαν της δυναμεως αυτου 8 εμοι τω ελαχιστοτερω παντων των αγιων εδοϑη η χαρις αυτη εν τοις εϑνεσιν ευαγγελισασϑαι τον ανεξιχνιαστον πλουτον του χριστου 9 και ϕωτισαι παντας τις η κοινωνια του μυστηριου του αποκεκρυμμενου απο των αιωνων εν τω ϑεω τω τα παντα κτισαντι δια ιησου χριστου 10 ινα γνωρισϑη νυν ταις αρχαις και ταις εξουσιαις εν τοις επουρανιοις δια της εκκλησιας η πολυποικιλος σοϕια του ϑεου 11 κατα προϑεσιν των αιωνων ην εποιησεν εν χριστω ιησου τω κυριω ημων 12 εν ω εχομεν την παρρησιαν και την προσαγωγην εν πεποιϑησει δια της πιστεως αυτου 13 διο αιτουμαι μη εκκακειν εν ταις ϑλιψεσιν μου υπερ υμων ητις εστιν δοξα υμων 14 τουτου χαριν καμπτω τα γονατα μου προς τον πατερα του κυριου ημων ιησου χριστου 15 εξ ου πασα πατρια εν ουρανοις και επι γης ονομαζεται 16 ινα δωη υμιν κατα τον πλουτον της δοξης αυτου δυναμει κραταιωϑηναι δια του πνευματος αυτου εις τον εσω ανϑρωπον 17 κατοικησαι τον χριστον δια της πιστεως εν ταις καρδιαις υμων 18 εν αγαπη ερριζωμενοι και τεϑεμελιωμενοι ινα εξισχυσητε καταλαβεσϑαι συν πασιν τοις αγιοις τι το πλατος και μηκος και βαϑος και υψος 19 γνωναι τε την υπερβαλλουσαν της γνωσεως αγαπην του χριστου ινα πληρωϑητε εις παν το πληρωμα του ϑεου 20 τω δε δυναμενω υπερ παντα ποιησαι υπερ εκ περισσου ων αιτουμεϑα η νοουμεν κατα την δυναμιν την ενεργουμενην εν ημιν 21 αυτω η δοξα εν τη εκκλησια εν χριστω ιησου εις πασας τας γενεας του αιωνος των αιωνων αμην
επιστολα προς Εϕεσιους caput 4
1 παρακαλω ουν υμας εγω ο δεσμιος εν κυριω αξιως περιπατησαι της κλησεως ης εκληϑητε 2 μετα πασης ταπεινοϕροσυνης και πραοτητος μετα μακροϑυμιας ανεχομενοι αλληλων εν αγαπη 3 σπουδαζοντες τηρειν την ενοτητα του πνευματος εν τω συνδεσμω της ειρηνης 4 εν σωμα και εν πνευμα καϑως και εκληϑητε εν μια ελπιδι της κλησεως υμων 5 εις κυριος μια πιστις εν βαπτισμα 6 εις ϑεος και πατηρ παντων ο επι παντων και δια παντων και εν πασιν υμιν 7 ενι δε εκαστω ημων εδοϑη η χαρις κατα το μετρον της δωρεας του χριστου 8 διο λεγει αναβας εις υψος ηχμαλωτευσεν αιχμαλωσιαν και εδωκεν δοματα τοις ανϑρωποις 9 το δε ανεβη τι εστιν ει μη οτι και κατεβη πρωτον εις τα κατωτερα μερη της γης 10 ο καταβας αυτος εστιν και ο αναβας υπερανω παντων των ουρανων ινα πληρωση τα παντα 11 και αυτος εδωκεν τους μεν αποστολους τους δε προϕητας τους δε ευαγγελιστας τους δε ποιμενας και διδασκαλους 12 προς τον καταρτισμον των αγιων εις εργον διακονιας εις οικοδομην του σωματος του χριστου 13 μεχρι καταντησωμεν οι παντες εις την ενοτητα της πιστεως και της επιγνωσεως του υιου του ϑεου εις ανδρα τελειον εις μετρον ηλικιας του πληρωματος του χριστου 14 ινα μηκετι ωμεν νηπιοι κλυδωνιζομενοι και περιϕερομενοι παντι ανεμω της διδασκαλιας εν τη κυβεια των ανϑρωπων εν πανουργια προς την μεϑοδειαν της πλανης 15 αληϑευοντες δε εν αγαπη αυξησωμεν εις αυτον τα παντα ος εστιν η κεϕαλη ο χριστος 16 εξ ου παν το σωμα συναρμολογουμενον και συμβιβαζομενον δια πασης αϕης της επιχορηγιας κατ ενεργειαν εν μετρω ενος εκαστου μερους την αυξησιν του σωματος ποιειται εις οικοδομην εαυτου εν αγαπη 17 τουτο ουν λεγω και μαρτυρομαι εν κυριω μηκετι υμας περιπατειν καϑως και τα λοιπα εϑνη περιπατει εν ματαιοτητι του νοος αυτων 18 εσκοτισμενοι τη διανοια οντες απηλλοτριωμενοι της ζωης του ϑεου δια την αγνοιαν την ουσαν εν αυτοις δια την πωρωσιν της καρδιας αυτων 19 οιτινες απηλγηκοτες εαυτους παρεδωκαν τη ασελγεια εις εργασιαν ακαϑαρσιας πασης εν πλεονεξια 20 υμεις δε ουχ ουτως εμαϑετε τον χριστον 21 ειγε αυτον ηκουσατε και εν αυτω εδιδαχϑητε καϑως εστιν αληϑεια εν τω ιησου 22 αποϑεσϑαι υμας κατα την προτεραν αναστροϕην τον παλαιον ανϑρωπον τον ϕϑειρομενον κατα τας επιϑυμιας της απατης 23 ανανεουσϑαι δε τω πνευματι του νοος υμων 24 και ενδυσασϑαι τον καινον ανϑρωπον τον κατα ϑεον κτισϑεντα εν δικαιοσυνη και οσιοτητι της αληϑειας 25 διο αποϑεμενοι το ψευδος λαλειτε αληϑειαν εκαστος μετα του πλησιον αυτου οτι εσμεν αλληλων μελη 26 οργιζεσϑε και μη αμαρτανετε ο ηλιος μη επιδυετω επι τω παροργισμω υμων 27 μητε διδοτε τοπον τω διαβολω 28 ο κλεπτων μηκετι κλεπτετω μαλλον δε κοπιατω εργαζομενος το αγαϑον ταις χερσιν ινα εχη μεταδιδοναι τω χρειαν εχοντι 29 πας λογος σαπρος εκ του στοματος υμων μη εκπορευεσϑω αλλ ει τις αγαϑος προς οικοδομην της χρειας ινα δω χαριν τοις ακουουσιν 30 και μη λυπειτε το πνευμα το αγιον του ϑεου εν ω εσϕραγισϑητε εις ημεραν απολυτρωσεως 31 πασα πικρια και ϑυμος και οργη και κραυγη και βλασϕημια αρϑητω αϕ υμων συν παση κακια 32 γινεσϑε δε εις αλληλους χρηστοι ευσπλαγχνοι χαριζομενοι εαυτοις καϑως και ο ϑεος εν χριστω εχαρισατο υμιν
επιστολα προς Εϕεσιους caput 5
1 γινεσϑε ουν μιμηται του ϑεου ως τεκνα αγαπητα 2 και περιπατειτε εν αγαπη καϑως και ο χριστος ηγαπησεν ημας και παρεδωκεν εαυτον υπερ ημων προσϕοραν και ϑυσιαν τω ϑεω εις οσμην ευωδιας 3 πορνεια δε και πασα ακαϑαρσια η πλεονεξια μηδε ονομαζεσϑω εν υμιν καϑως πρεπει αγιοις 4 και αισχροτης και μωρολογια η ευτραπελια τα ουκ ανηκοντα αλλα μαλλον ευχαριστια 5 τουτο γαρ εστε γινωσκοντες οτι πας πορνος η ακαϑαρτος η πλεονεκτης ος εστιν ειδωλολατρης ουκ εχει κληρονομιαν εν τη βασιλεια του χριστου και ϑεου 6 μηδεις υμας απατατω κενοις λογοις δια ταυτα γαρ ερχεται η οργη του ϑεου επι τους υιους της απειϑειας 7 μη ουν γινεσϑε συμμετοχοι αυτων 8 ητε γαρ ποτε σκοτος νυν δε ϕως εν κυριω ως τεκνα ϕωτος περιπατειτε 9 ο γαρ καρπος του πνευματος εν παση αγαϑωσυνη και δικαιοσυνη και αληϑεια 10 δοκιμαζοντες τι εστιν ευαρεστον τω κυριω 11 και μη συγκοινωνειτε τοις εργοις τοις ακαρποις του σκοτους μαλλον δε και ελεγχετε 12 τα γαρ κρυϕη γινομενα υπ αυτων αισχρον εστιν και λεγειν 13 τα δε παντα ελεγχομενα υπο του ϕωτος ϕανερουται παν γαρ το ϕανερουμενον ϕως εστιν 14 διο λεγει εγειραι ο καϑευδων και αναστα εκ των νεκρων και επιϕαυσει σοι ο χριστος 15 βλεπετε ουν πως ακριβως περιπατειτε μη ως ασοϕοι αλλ ως σοϕοι 16 εξαγοραζομενοι τον καιρον οτι αι ημεραι πονηραι εισιν 17 δια τουτο μη γινεσϑε αϕρονες αλλα συνιεντες τι το ϑελημα του κυριου 18 και μη μεϑυσκεσϑε οινω εν ω εστιν ασωτια αλλα πληρουσϑε εν πνευματι 19 λαλουντες εαυτοις ψαλμοις και υμνοις και ωδαις πνευματικαις αδοντες και ψαλλοντες εν τη καρδια υμων τω κυριω 20 ευχαριστουντες παντοτε υπερ παντων εν ονοματι του κυριου ημων ιησου χριστου τω ϑεω και πατρι 21 υποτασσομενοι αλληλοις εν ϕοβω ϑεου 22 αι γυναικες τοις ιδιοις ανδρασιν υποτασσεσϑε ως τω κυριω 23 οτι ο ανηρ εστιν κεϕαλη της γυναικος ως και ο χριστος κεϕαλη της εκκλησιας και αυτος εστιν σωτηρ του σωματος 24 αλλ ωσπερ η εκκλησια υποτασσεται τω χριστω ουτως και αι γυναικες τοις ιδιοις ανδρασιν εν παντι 25 οι ανδρες αγαπατε τας γυναικας εαυτων καϑως και ο χριστος ηγαπησεν την εκκλησιαν και εαυτον παρεδωκεν υπερ αυτης 26 ινα αυτην αγιαση καϑαρισας τω λουτρω του υδατος εν ρηματι 27 ινα παραστηση αυτην εαυτω ενδοξον την εκκλησιαν μη εχουσαν σπιλον η ρυτιδα η τι των τοιουτων αλλ ινα η αγια και αμωμος 28 ουτως οϕειλουσιν οι ανδρες αγαπαν τας εαυτων γυναικας ως τα εαυτων σωματα ο αγαπων την εαυτου γυναικα εαυτον αγαπα 29 ουδεις γαρ ποτε την εαυτου σαρκα εμισησεν αλλ εκτρεϕει και ϑαλπει αυτην καϑως και ο κυριος την εκκλησιαν 30 οτι μελη εσμεν του σωματος αυτου εκ της σαρκος αυτου και εκ των οστεων αυτου 31 αντι τουτου καταλειψει ανϑρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα και προσκολληϑησεται προς την γυναικα αυτου και εσονται οι δυο εις σαρκα μιαν 32 το μυστηριον τουτο μεγα εστιν εγω δε λεγω εις χριστον και εις την εκκλησιαν 33 πλην και υμεις οι καϑ ενα εκαστος την εαυτου γυναικα ουτως αγαπατω ως εαυτον η δε γυνη ινα ϕοβηται τον ανδρα
επιστολα προς Εϕεσιους caput 6
1 τα τεκνα υπακουετε τοις γονευσιν υμων εν κυριω τουτο γαρ εστιν δικαιον 2 τιμα τον πατερα σου και την μητερα ητις εστιν εντολη πρωτη εν επαγγελια 3 ινα ευ σοι γενηται και εση μακροχρονιος επι της γης 4 και οι πατερες μη παροργιζετε τα τεκνα υμων αλλ εκτρεϕετε αυτα εν παιδεια και νουϑεσια κυριου 5 οι δουλοι υπακουετε τοις κυριοις κατα σαρκα μετα ϕοβου και τρομου εν απλοτητι της καρδιας υμων ως τω χριστω 6 μη κατ οϕϑαλμοδουλειαν ως ανϑρωπαρεσκοι αλλ ως δουλοι του χριστου ποιουντες το ϑελημα του ϑεου εκ ψυχης 7 μετ ευνοιας δουλευοντες τω κυριω και ουκ ανϑρωποις 8 ειδοτες οτι ο εαν τι εκαστος ποιηση αγαϑον τουτο κομιειται παρα του κυριου ειτε δουλος ειτε ελευϑερος 9 και οι κυριοι τα αυτα ποιειτε προς αυτους ανιεντες την απειλην ειδοτες οτι και υμων αυτων ο κυριος εστιν εν ουρανοις και προσωποληψια ουκ εστιν παρ αυτω 10 το λοιπον αδελϕοι μου ενδυναμουσϑε εν κυριω και εν τω κρατει της ισχυος αυτου 11 ενδυσασϑε την πανοπλιαν του ϑεου προς το δυνασϑαι υμας στηναι προς τας μεϑοδειας του διαβολου 12 οτι ουκ εστιν ημιν η παλη προς αιμα και σαρκα αλλα προς τας αρχας προς τας εξουσιας προς τους κοσμοκρατορας του σκοτους του αιωνος τουτου προς τα πνευματικα της πονηριας εν τοις επουρανιοις 13 δια τουτο αναλαβετε την πανοπλιαν του ϑεου ινα δυνηϑητε αντιστηναι εν τη ημερα τη πονηρα και απαντα κατεργασαμενοι στηναι 14 στητε ουν περιζωσαμενοι την οσϕυν υμων εν αληϑεια και ενδυσαμενοι τον ϑωρακα της δικαιοσυνης 15 και υποδησαμενοι τους ποδας εν ετοιμασια του ευαγγελιου της ειρηνης 16 επι πασιν αναλαβοντες τον ϑυρεον της πιστεως εν ω δυνησεσϑε παντα τα βελη του πονηρου τα πεπυρωμενα σβεσαι 17 και την περικεϕαλαιαν του σωτηριου δεξασϑε και την μαχαιραν του πνευματος ο εστιν ρημα ϑεου 18 δια πασης προσευχης και δεησεως προσευχομενοι εν παντι καιρω εν πνευματι και εις αυτο τουτο αγρυπνουντες εν παση προσκαρτερησει και δεησει περι παντων των αγιων 19 και υπερ εμου ινα μοι δοϑειη λογος εν ανοιξει του στοματος μου εν παρρησια γνωρισαι το μυστηριον του ευαγγελιου 20 υπερ ου πρεσβευω εν αλυσει ινα εν αυτω παρρησιασωμαι ως δει με λαλησαι 21 ινα δε ειδητε και υμεις τα κατ εμε τι πρασσω παντα υμιν γνωρισει τυχικος ο αγαπητος αδελϕος και πιστος διακονος εν κυριω 22 ον επεμψα προς υμας εις αυτο τουτο ινα γνωτε τα περι ημων και παρακαλεση τας καρδιας υμων 23 ειρηνη τοις αδελϕοις και αγαπη μετα πιστεως απο ϑεου πατρος και κυριου ιησου χριστου 24 η χαρις μετα παντων των αγαπωντων τον κυριον ημων ιησουν χριστον εν αϕϑαρσια αμην [προς εϕεσιους εγραϕη απο ρωμης δια τυχικου] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Επηεσιοσ
επιστολα προς Φιλιππησιους
επιστολα προς Φιλιππησιους caput 1
1 παυλος και τιμοϑεος δουλοι ιησου χριστου πασιν τοις αγιοις εν χριστω ιησου τοις ουσιν εν ϕιλιπποις συν επισκοποις και διακονοις 2 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 3 ευχαριστω τω ϑεω μου επι παση τη μνεια υμων 4 παντοτε εν παση δεησει μου υπερ παντων υμων μετα χαρας την δεησιν ποιουμενος 5 επι τη κοινωνια υμων εις το ευαγγελιον απο πρωτης ημερας αχρι του νυν 6 πεποιϑως αυτο τουτο οτι ο εναρξαμενος εν υμιν εργον αγαϑον επιτελεσει αχρις ημερας ιησου χριστου 7 καϑως εστιν δικαιον εμοι τουτο ϕρονειν υπερ παντων υμων δια το εχειν με εν τη καρδια υμας εν τε τοις δεσμοις μου και τη απολογια και βεβαιωσει του ευαγγελιου συγκοινωνους μου της χαριτος παντας υμας οντας 8 μαρτυς γαρ μου εστιν ο ϑεος ως επιποϑω παντας υμας εν σπλαγχνοις ιησου χριστου 9 και τουτο προσευχομαι ινα η αγαπη υμων ετι μαλλον και μαλλον περισσευη εν επιγνωσει και παση αισϑησει 10 εις το δοκιμαζειν υμας τα διαϕεροντα ινα ητε ειλικρινεις και απροσκοποι εις ημεραν χριστου 11 πεπληρωμενοι καρπων δικαιοσυνης των δια ιησου χριστου εις δοξαν και επαινον ϑεου 12 γινωσκειν δε υμας βουλομαι αδελϕοι οτι τα κατ εμε μαλλον εις προκοπην του ευαγγελιου εληλυϑεν 13 ωστε τους δεσμους μου ϕανερους εν χριστω γενεσϑαι εν ολω τω πραιτωριω και τοις λοιποις πασιν 14 και τους πλειονας των αδελϕων εν κυριω πεποιϑοτας τοις δεσμοις μου περισσοτερως τολμαν αϕοβως τον λογον λαλειν 15 τινες μεν και δια ϕϑονον και εριν τινες δε και δι ευδοκιαν τον χριστον κηρυσσουσιν 16 οι μεν εξ εριϑειας τον χριστον καταγγελλουσιν ουχ αγνως οιομενοι ϑλιψιν επιϕερειν τοις δεσμοις μου 17 οι δε εξ αγαπης ειδοτες οτι εις απολογιαν του ευαγγελιου κειμαι 18 τι γαρ πλην παντι τροπω ειτε προϕασει ειτε αληϑεια χριστος καταγγελλεται και εν τουτω χαιρω αλλα και χαρησομαι 19 οιδα γαρ οτι τουτο μοι αποβησεται εις σωτηριαν δια της υμων δεησεως και επιχορηγιας του πνευματος ιησου χριστου 20 κατα την αποκαραδοκιαν και ελπιδα μου οτι εν ουδενι αισχυνϑησομαι αλλ εν παση παρρησια ως παντοτε και νυν μεγαλυνϑησεται χριστος εν τω σωματι μου ειτε δια ζωης ειτε δια ϑανατου 21 εμοι γαρ το ζην χριστος και το αποϑανειν κερδος 22 ει δε το ζην εν σαρκι τουτο μοι καρπος εργου και τι αιρησομαι ου γνωριζω 23 συνεχομαι γαρ εκ των δυο την επιϑυμιαν εχων εις το αναλυσαι και συν χριστω ειναι πολλω μαλλον κρεισσον 24 το δε επιμενειν εν τη σαρκι αναγκαιοτερον δι υμας 25 και τουτο πεποιϑως οιδα οτι μενω και συμπαραμενω πασιν υμιν εις την υμων προκοπην και χαραν της πιστεως 26 ινα το καυχημα υμων περισσευη εν χριστω ιησου εν εμοι δια της εμης παρουσιας παλιν προς υμας 27 μονον αξιως του ευαγγελιου του χριστου πολιτευεσϑε ινα ειτε ελϑων και ιδων υμας ειτε απων ακουσω τα περι υμων οτι στηκετε εν ενι πνευματι μια ψυχη συναϑλουντες τη πιστει του ευαγγελιου 28 και μη πτυρομενοι εν μηδενι υπο των αντικειμενων ητις αυτοις μεν εστιν ενδειξις απωλειας υμιν δε σωτηριας και τουτο απο ϑεου 29 οτι υμιν εχαρισϑη το υπερ χριστου ου μονον το εις αυτον πιστευειν αλλα και το υπερ αυτου πασχειν 30 τον αυτον αγωνα εχοντες οιον ιδετε εν εμοι και νυν ακουετε εν εμοι
επιστολα προς Φιλιππησιους caput 2
1 ει τις ουν παρακλησις εν χριστω ει τι παραμυϑιον αγαπης ει τις κοινωνια πνευματος ει τινα σπλαγχνα και οικτιρμοι 2 πληρωσατε μου την χαραν ινα το αυτο ϕρονητε την αυτην αγαπην εχοντες συμψυχοι το εν ϕρονουντες 3 μηδεν κατα εριϑειαν η κενοδοξιαν αλλα τη ταπεινοϕροσυνη αλληλους ηγουμενοι υπερεχοντας εαυτων 4 μη τα εαυτων εκαστος σκοπειτε αλλα και τα ετερων εκαστος 5 τουτο γαρ ϕρονεισϑω εν υμιν ο και εν χριστω ιησου 6 ος εν μορϕη ϑεου υπαρχων ουχ αρπαγμον ηγησατο το ειναι ισα ϑεω 7 αλλ εαυτον εκενωσεν μορϕην δουλου λαβων εν ομοιωματι ανϑρωπων γενομενος 8 και σχηματι ευρεϑεις ως ανϑρωπος εταπεινωσεν εαυτον γενομενος υπηκοος μεχρι ϑανατου ϑανατου δε σταυρου 9 διο και ο ϑεος αυτον υπερυψωσεν και εχαρισατο αυτω ονομα το υπερ παν ονομα 10 ινα εν τω ονοματι ιησου παν γονυ καμψη επουρανιων και επιγειων και καταχϑονιων 11 και πασα γλωσσα εξομολογησηται οτι κυριος ιησους χριστος εις δοξαν ϑεου πατρος 12 ωστε αγαπητοι μου καϑως παντοτε υπηκουσατε μη ως εν τη παρουσια μου μονον αλλα νυν πολλω μαλλον εν τη απουσια μου μετα ϕοβου και τρομου την εαυτων σωτηριαν κατεργαζεσϑε 13 ο ϑεος γαρ εστιν ο ενεργων εν υμιν και το ϑελειν και το ενεργειν υπερ της ευδοκιας 14 παντα ποιειτε χωρις γογγυσμων και διαλογισμων 15 ινα γενησϑε αμεμπτοι και ακεραιοι τεκνα ϑεου αμωμητα εν μεσω γενεας σκολιας και διεστραμμενης εν οις ϕαινεσϑε ως ϕωστηρες εν κοσμω 16 λογον ζωης επεχοντες εις καυχημα εμοι εις ημεραν χριστου οτι ουκ εις κενον εδραμον ουδε εις κενον εκοπιασα 17 αλλ ει και σπενδομαι επι τη ϑυσια και λειτουργια της πιστεως υμων χαιρω και συγχαιρω πασιν υμιν 18 το δ αυτο και υμεις χαιρετε και συγχαιρετε μοι 19 ελπιζω δε εν κυριω ιησου τιμοϑεον ταχεως πεμψαι υμιν ινα καγω ευψυχω γνους τα περι υμων 20 ουδενα γαρ εχω ισοψυχον οστις γνησιως τα περι υμων μεριμνησει 21 οι παντες γαρ τα εαυτων ζητουσιν ου τα του χριστου ιησου 22 την δε δοκιμην αυτου γινωσκετε οτι ως πατρι τεκνον συν εμοι εδουλευσεν εις το ευαγγελιον 23 τουτον μεν ουν ελπιζω πεμψαι ως αν απιδω τα περι εμε εξαυτης 24 πεποιϑα δε εν κυριω οτι και αυτος ταχεως ελευσομαι 25 αναγκαιον δε ηγησαμην επαϕροδιτον τον αδελϕον και συνεργον και συστρατιωτην μου υμων δε αποστολον και λειτουργον της χρειας μου πεμψαι προς υμας 26 επειδη επιποϑων ην παντας υμας και αδημονων διοτι ηκουσατε οτι ησϑενησεν 27 και γαρ ησϑενησεν παραπλησιον ϑανατω αλλ ο ϑεος αυτον ηλεησεν ουκ αυτον δε μονον αλλα και εμε ινα μη λυπην επι λυπη σχω 28 σπουδαιοτερως ουν επεμψα αυτον ινα ιδοντες αυτον παλιν χαρητε καγω αλυποτερος ω 29 προσδεχεσϑε ουν αυτον εν κυριω μετα πασης χαρας και τους τοιουτους εντιμους εχετε 30 οτι δια το εργον του χριστου μεχρι ϑανατου ηγγισεν παραβουλευσαμενος τη ψυχη ινα αναπληρωση το υμων υστερημα της προς με λειτουργιας
επιστολα προς Φιλιππησιους caput 3
1 το λοιπον αδελϕοι μου χαιρετε εν κυριω τα αυτα γραϕειν υμιν εμοι μεν ουκ οκνηρον υμιν δε ασϕαλες 2 βλεπετε τους κυνας βλεπετε τους κακους εργατας βλεπετε την κατατομην 3 ημεις γαρ εσμεν η περιτομη οι πνευματι ϑεω λατρευοντες και καυχωμενοι εν χριστω ιησου και ουκ εν σαρκι πεποιϑοτες 4 καιπερ εγω εχων πεποιϑησιν και εν σαρκι ει τις δοκει αλλος πεποιϑεναι εν σαρκι εγω μαλλον 5 περιτομη οκταημερος εκ γενους ισραηλ ϕυλης βενιαμιν εβραιος εξ εβραιων κατα νομον ϕαρισαιος 6 κατα ζηλον διωκων την εκκλησιαν κατα δικαιοσυνην την εν νομω γενομενος αμεμπτος 7 αλλ ατινα ην μοι κερδη ταυτα ηγημαι δια τον χριστον ζημιαν 8 αλλα μενουνγε και ηγουμαι παντα ζημιαν ειναι δια το υπερεχον της γνωσεως χριστου ιησου του κυριου μου δι ον τα παντα εζημιωϑην και ηγουμαι σκυβαλα ειναι ινα χριστον κερδησω 9 και ευρεϑω εν αυτω μη εχων εμην δικαιοσυνην την εκ νομου αλλα την δια πιστεως χριστου την εκ ϑεου δικαιοσυνην επι τη πιστει 10 του γνωναι αυτον και την δυναμιν της αναστασεως αυτου και την κοινωνιαν των παϑηματων αυτου συμμορϕουμενος τω ϑανατω αυτου 11 ει πως καταντησω εις την εξαναστασιν των νεκρων 12 ουχ οτι ηδη ελαβον η ηδη τετελειωμαι διωκω δε ει και καταλαβω εϕ ω και κατεληϕϑην υπο του χριστου ιησου 13 αδελϕοι εγω εμαυτον ου λογιζομαι κατειληϕεναι εν δε τα μεν οπισω επιλανϑανομενος τοις δε εμπροσϑεν επεκτεινομενος 14 κατα σκοπον διωκω επι το βραβειον της ανω κλησεως του ϑεου εν χριστω ιησου 15 οσοι ουν τελειοι τουτο ϕρονωμεν και ει τι ετερως ϕρονειτε και τουτο ο ϑεος υμιν αποκαλυψει 16 πλην εις ο εϕϑασαμεν τω αυτω στοιχειν κανονι το αυτο ϕρονειν 17 συμμιμηται μου γινεσϑε αδελϕοι και σκοπειτε τους ουτως περιπατουντας καϑως εχετε τυπον ημας 18 πολλοι γαρ περιπατουσιν ους πολλακις ελεγον υμιν νυν δε και κλαιων λεγω τους εχϑρους του σταυρου του χριστου 19 ων το τελος απωλεια ων ο ϑεος η κοιλια και η δοξα εν τη αισχυνη αυτων οι τα επιγεια ϕρονουντες 20 ημων γαρ το πολιτευμα εν ουρανοις υπαρχει εξ ου και σωτηρα απεκδεχομεϑα κυριον ιησουν χριστον 21 ος μετασχηματισει το σωμα της ταπεινωσεως ημων εις το γενεσϑαι αυτο συμμορϕον τω σωματι της δοξης αυτου κατα την ενεργειαν του δυνασϑαι αυτον και υποταξαι εαυτω τα παντα
επιστολα προς Φιλιππησιους caput 4
1 ωστε αδελϕοι μου αγαπητοι και επιποϑητοι χαρα και στεϕανος μου ουτως στηκετε εν κυριω αγαπητοι 2 ευωδιαν παρακαλω και συντυχην παρακαλω το αυτο ϕρονειν εν κυριω 3 και ερωτω και σε συζυγε γνησιε συλλαμβανου αυταις αιτινες εν τω ευαγγελιω συνηϑλησαν μοι μετα και κλημεντος και των λοιπων συνεργων μου ων τα ονοματα εν βιβλω ζωης 4 χαιρετε εν κυριω παντοτε παλιν ερω χαιρετε 5 το επιεικες υμων γνωσϑητω πασιν ανϑρωποις ο κυριος εγγυς 6 μηδεν μεριμνατε αλλ εν παντι τη προσευχη και τη δεησει μετα ευχαριστιας τα αιτηματα υμων γνωριζεσϑω προς τον ϑεον 7 και η ειρηνη του ϑεου η υπερεχουσα παντα νουν ϕρουρησει τας καρδιας υμων και τα νοηματα υμων εν χριστω ιησου 8 το λοιπον αδελϕοι οσα εστιν αληϑη οσα σεμνα οσα δικαια οσα αγνα οσα προσϕιλη οσα ευϕημα ει τις αρετη και ει τις επαινος ταυτα λογιζεσϑε 9 α και εμαϑετε και παρελαβετε και ηκουσατε και ειδετε εν εμοι ταυτα πρασσετε και ο ϑεος της ειρηνης εσται μεϑ υμων 10 εχαρην δε εν κυριω μεγαλως οτι ηδη ποτε ανεϑαλετε το υπερ εμου ϕρονειν εϕ ω και εϕρονειτε ηκαιρεισϑε δε 11 ουχ οτι καϑ υστερησιν λεγω εγω γαρ εμαϑον εν οις ειμι αυταρκης ειναι 12 οιδα δε ταπεινουσϑαι οιδα και περισσευειν εν παντι και εν πασιν μεμυημαι και χορταζεσϑαι και πειναν και περισσευειν και υστερεισϑαι 13 παντα ισχυω εν τω ενδυναμουντι με χριστω 14 πλην καλως εποιησατε συγκοινωνησαντες μου τη ϑλιψει 15 οιδατε δε και υμεις ϕιλιππησιοι οτι εν αρχη του ευαγγελιου οτε εξηλϑον απο μακεδονιας ουδεμια μοι εκκλησια εκοινωνησεν εις λογον δοσεως και ληψεως ει μη υμεις μονοι 16 οτι και εν ϑεσσαλονικη και απαξ και δις εις την χρειαν μοι επεμψατε 17 ουχ οτι επιζητω το δομα αλλ επιζητω τον καρπον τον πλεοναζοντα εις λογον υμων 18 απεχω δε παντα και περισσευω πεπληρωμαι δεξαμενος παρα επαϕροδιτου τα παρ υμων οσμην ευωδιας ϑυσιαν δεκτην ευαρεστον τω ϑεω 19 ο δε ϑεος μου πληρωσει πασαν χρειαν υμων κατα τον πλουτον αυτου εν δοξη εν χριστω ιησου 20 τω δε ϑεω και πατρι ημων η δοξα εις τους αιωνας των αιωνων αμην 21 ασπασασϑε παντα αγιον εν χριστω ιησου ασπαζονται υμας οι συν εμοι αδελϕοι 22 ασπαζονται υμας παντες οι αγιοι μαλιστα δε οι εκ της καισαρος οικιας 23 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα παντων υμων αμην [προς ϕιλιππησιους εγραϕη απο ρωμης δι επαϕροδιτου] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Πηιλιππενσεσ
επιστολα προς Κολοσσαεις
επιστολα προς Κολοσσαεις caput 1
1 παυλος αποστολος ιησου χριστου δια ϑεληματος ϑεου και τιμοϑεος ο αδελϕος 2 τοις εν κολασσαις αγιοις και πιστοις αδελϕοις εν χριστω χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 3 ευχαριστουμεν τω ϑεω και πατρι του κυριου ημων ιησου χριστου παντοτε περι υμων προσευχομενοι 4 ακουσαντες την πιστιν υμων εν χριστω ιησου και την αγαπην την εις παντας τους αγιους 5 δια την ελπιδα την αποκειμενην υμιν εν τοις ουρανοις ην προηκουσατε εν τω λογω της αληϑειας του ευαγγελιου 6 του παροντος εις υμας καϑως και εν παντι τω κοσμω και εστιν καρποϕορουμενον καϑως και εν υμιν αϕ ης ημερας ηκουσατε και επεγνωτε την χαριν του ϑεου εν αληϑεια 7 καϑως και εμαϑετε απο επαϕρα του αγαπητου συνδουλου ημων ος εστιν πιστος υπερ υμων διακονος του χριστου 8 ο και δηλωσας ημιν την υμων αγαπην εν πνευματι 9 δια τουτο και ημεις αϕ ης ημερας ηκουσαμεν ου παυομεϑα υπερ υμων προσευχομενοι και αιτουμενοι ινα πληρωϑητε την επιγνωσιν του ϑεληματος αυτου εν παση σοϕια και συνεσει πνευματικη 10 περιπατησαι υμας αξιως του κυριου εις πασαν αρεσκειαν εν παντι εργω αγαϑω καρποϕορουντες και αυξανομενοι εις την επιγνωσιν του ϑεου 11 εν παση δυναμει δυναμουμενοι κατα το κρατος της δοξης αυτου εις πασαν υπομονην και μακροϑυμιαν μετα χαρας 12 ευχαριστουντες τω πατρι τω ικανωσαντι ημας εις την μεριδα του κληρου των αγιων εν τω ϕωτι 13 ος ερρυσατο ημας εκ της εξουσιας του σκοτους και μετεστησεν εις την βασιλειαν του υιου της αγαπης αυτου 14 εν ω εχομεν την απολυτρωσιν δια του αιματος αυτου την αϕεσιν των αμαρτιων 15 ος εστιν εικων του ϑεου του αορατου πρωτοτοκος πασης κτισεως 16 οτι εν αυτω εκτισϑη τα παντα τα εν τοις ουρανοις και τα επι της γης τα ορατα και τα αορατα ειτε ϑρονοι ειτε κυριοτητες ειτε αρχαι ειτε εξουσιαι τα παντα δι αυτου και εις αυτον εκτισται 17 και αυτος εστιν προ παντων και τα παντα εν αυτω συνεστηκεν 18 και αυτος εστιν η κεϕαλη του σωματος της εκκλησιας ος εστιν αρχη πρωτοτοκος εκ των νεκρων ινα γενηται εν πασιν αυτος πρωτευων 19 οτι εν αυτω ευδοκησεν παν το πληρωμα κατοικησαι 20 και δι αυτου αποκαταλλαξαι τα παντα εις αυτον ειρηνοποιησας δια του αιματος του σταυρου αυτου δι αυτου ειτε τα επι της γης ειτε τα εν τοις ουρανοις 21 και υμας ποτε οντας απηλλοτριωμενους και εχϑρους τη διανοια εν τοις εργοις τοις πονηροις νυνι δε αποκατηλλαξεν 22 εν τω σωματι της σαρκος αυτου δια του ϑανατου παραστησαι υμας αγιους και αμωμους και ανεγκλητους κατενωπιον αυτου 23 ειγε επιμενετε τη πιστει τεϑεμελιωμενοι και εδραιοι και μη μετακινουμενοι απο της ελπιδος του ευαγγελιου ου ηκουσατε του κηρυχϑεντος εν παση τη κτισει τη υπο τον ουρανον ου εγενομην εγω παυλος διακονος 24 νυν χαιρω εν τοις παϑημασιν μου υπερ υμων και ανταναπληρω τα υστερηματα των ϑλιψεων του χριστου εν τη σαρκι μου υπερ του σωματος αυτου ο εστιν η εκκλησια 25 ης εγενομην εγω διακονος κατα την οικονομιαν του ϑεου την δοϑεισαν μοι εις υμας πληρωσαι τον λογον του ϑεου 26 το μυστηριον το αποκεκρυμμενον απο των αιωνων και απο των γενεων νυνι δε εϕανερωϑη τοις αγιοις αυτου 27 οις ηϑελησεν ο ϑεος γνωρισαι τις ο πλουτος της δοξης του μυστηριου τουτου εν τοις εϑνεσιν ος εστιν χριστος εν υμιν η ελπις της δοξης 28 ον ημεις καταγγελλομεν νουϑετουντες παντα ανϑρωπον και διδασκοντες παντα ανϑρωπον εν παση σοϕια ινα παραστησωμεν παντα ανϑρωπον τελειον εν χριστω ιησου 29 εις ο και κοπιω αγωνιζομενος κατα την ενεργειαν αυτου την ενεργουμενην εν εμοι εν δυναμει
επιστολα προς Κολοσσαεις caput 2
1 ϑελω γαρ υμας ειδεναι ηλικον αγωνα εχω περι υμων και των εν λαοδικεια και οσοι ουχ εωρακασιν το προσωπον μου εν σαρκι 2 ινα παρακληϑωσιν αι καρδιαι αυτων συμβιβασϑεντων εν αγαπη και εις παντα πλουτον της πληροϕοριας της συνεσεως εις επιγνωσιν του μυστηριου του ϑεου και πατρος και του χριστου 3 εν ω εισιν παντες οι ϑησαυροι της σοϕιας και της γνωσεως αποκρυϕοι 4 τουτο δε λεγω ινα μη τις υμας παραλογιζηται εν πιϑανολογια 5 ει γαρ και τη σαρκι απειμι αλλα τω πνευματι συν υμιν ειμι χαιρων και βλεπων υμων την ταξιν και το στερεωμα της εις χριστον πιστεως υμων 6 ως ουν παρελαβετε τον χριστον ιησουν τον κυριον εν αυτω περιπατειτε 7 ερριζωμενοι και εποικοδομουμενοι εν αυτω και βεβαιουμενοι εν τη πιστει καϑως εδιδαχϑητε περισσευοντες εν αυτη εν ευχαριστια 8 βλεπετε μη τις υμας εσται ο συλαγωγων δια της ϕιλοσοϕιας και κενης απατης κατα την παραδοσιν των ανϑρωπων κατα τα στοιχεια του κοσμου και ου κατα χριστον 9 οτι εν αυτω κατοικει παν το πληρωμα της ϑεοτητος σωματικως 10 και εστε εν αυτω πεπληρωμενοι ος εστιν η κεϕαλη πασης αρχης και εξουσιας 11 εν ω και περιετμηϑητε περιτομη αχειροποιητω εν τη απεκδυσει του σωματος των αμαρτιων της σαρκος εν τη περιτομη του χριστου 12 συνταϕεντες αυτω εν τω βαπτισματι εν ω και συνηγερϑητε δια της πιστεως της ενεργειας του ϑεου του εγειραντος αυτον εκ των νεκρων 13 και υμας νεκρους οντας εν τοις παραπτωμασιν και τη ακροβυστια της σαρκος υμων συνεζωποιησεν συν αυτω χαρισαμενος ημιν παντα τα παραπτωματα 14 εξαλειψας το καϑ ημων χειρογραϕον τοις δογμασιν ο ην υπεναντιον ημιν και αυτο ηρκεν εκ του μεσου προσηλωσας αυτο τω σταυρω 15 απεκδυσαμενος τας αρχας και τας εξουσιας εδειγματισεν εν παρρησια ϑριαμβευσας αυτους εν αυτω 16 μη ουν τις υμας κρινετω εν βρωσει η εν ποσει η εν μερει εορτης η νουμηνιας η σαββατων 17 α εστιν σκια των μελλοντων το δε σωμα του χριστου 18 μηδεις υμας καταβραβευετω ϑελων εν ταπεινοϕροσυνη και ϑρησκεια των αγγελων α μη εωρακεν εμβατευων εικη ϕυσιουμενος υπο του νοος της σαρκος αυτου 19 και ου κρατων την κεϕαλην εξ ου παν το σωμα δια των αϕων και συνδεσμων επιχορηγουμενον και συμβιβαζομενον αυξει την αυξησιν του ϑεου 20 ει ουν απεϑανετε συν τω χριστω απο των στοιχειων του κοσμου τι ως ζωντες εν κοσμω δογματιζεσϑε 21 μη αψη μηδε γευση μηδε ϑιγης 22 α εστιν παντα εις ϕϑοραν τη αποχρησει κατα τα ενταλματα και διδασκαλιας των ανϑρωπων 23 ατινα εστιν λογον μεν εχοντα σοϕιας εν εϑελοϑρησκεια και ταπεινοϕροσυνη και αϕειδια σωματος ουκ εν τιμη τινι προς πλησμονην της σαρκος
επιστολα προς Κολοσσαεις caput 3
1 ει ουν συνηγερϑητε τω χριστω τα ανω ζητειτε ου ο χριστος εστιν εν δεξια του ϑεου καϑημενος 2 τα ανω ϕρονειτε μη τα επι της γης 3 απεϑανετε γαρ και η ζωη υμων κεκρυπται συν τω χριστω εν τω ϑεω 4 οταν ο χριστος ϕανερωϑη η ζωη ημων τοτε και υμεις συν αυτω ϕανερωϑησεσϑε εν δοξη 5 νεκρωσατε ουν τα μελη υμων τα επι της γης πορνειαν ακαϑαρσιαν παϑος επιϑυμιαν κακην και την πλεονεξιαν ητις εστιν ειδωλολατρεια 6 δι α ερχεται η οργη του ϑεου επι τους υιους της απειϑειας 7 εν οις και υμεις περιεπατησατε ποτε οτε εζητε εν αυτοις 8 νυνι δε αποϑεσϑε και υμεις τα παντα οργην ϑυμον κακιαν βλασϕημιαν αισχρολογιαν εκ του στοματος υμων 9 μη ψευδεσϑε εις αλληλους απεκδυσαμενοι τον παλαιον ανϑρωπον συν ταις πραξεσιν αυτου 10 και ενδυσαμενοι τον νεον τον ανακαινουμενον εις επιγνωσιν κατ εικονα του κτισαντος αυτον 11 οπου ουκ ενι ελλην και ιουδαιος περιτομη και ακροβυστια βαρβαρος σκυϑης δουλος ελευϑερος αλλα τα παντα και εν πασιν χριστος 12 ενδυσασϑε ουν ως εκλεκτοι του ϑεου αγιοι και ηγαπημενοι σπλαγχνα οικτιρμων χρηστοτητα ταπεινοϕροσυνην πραοτητα μακροϑυμιαν 13 ανεχομενοι αλληλων και χαριζομενοι εαυτοις εαν τις προς τινα εχη μομϕην καϑως και ο χριστος εχαρισατο υμιν ουτως και υμεις 14 επι πασιν δε τουτοις την αγαπην ητις εστιν συνδεσμος της τελειοτητος 15 και η ειρηνη του ϑεου βραβευετω εν ταις καρδιαις υμων εις ην και εκληϑητε εν ενι σωματι και ευχαριστοι γινεσϑε 16 ο λογος του χριστου ενοικειτω εν υμιν πλουσιως εν παση σοϕια διδασκοντες και νουϑετουντες εαυτους ψαλμοις και υμνοις και ωδαις πνευματικαις εν χαριτι αδοντες εν τη καρδια υμων τω κυριω 17 και παν ο τι αν ποιητε εν λογω η εν εργω παντα εν ονοματι κυριου ιησου ευχαριστουντες τω ϑεω και πατρι δι αυτου 18 αι γυναικες υποτασσεσϑε τοις ιδιοις ανδρασιν ως ανηκεν εν κυριω 19 οι ανδρες αγαπατε τας γυναικας και μη πικραινεσϑε προς αυτας 20 τα τεκνα υπακουετε τοις γονευσιν κατα παντα τουτο γαρ εστιν ευαρεστον τω κυριω 21 οι πατερες μη ερεϑιζετε τα τεκνα υμων ινα μη αϑυμωσιν 22 οι δουλοι υπακουετε κατα παντα τοις κατα σαρκα κυριοις μη εν οϕϑαλμοδουλειαις ως ανϑρωπαρεσκοι αλλ εν απλοτητι καρδιας ϕοβουμενοι τον ϑεον 23 και παν ο τι εαν ποιητε εκ ψυχης εργαζεσϑε ως τω κυριω και ουκ ανϑρωποις 24 ειδοτες οτι απο κυριου αποληψεσϑε την ανταποδοσιν της κληρονομιας τω γαρ κυριω χριστω δουλευετε 25 ο δε αδικων κομιειται ο ηδικησεν και ουκ εστιν προσωποληψια
επιστολα προς Κολοσσαεις caput 4
1 οι κυριοι το δικαιον και την ισοτητα τοις δουλοις παρεχεσϑε ειδοτες οτι και υμεις εχετε κυριον εν ουρανοις 2 τη προσευχη προσκαρτερειτε γρηγορουντες εν αυτη εν ευχαριστια 3 προσευχομενοι αμα και περι ημων ινα ο ϑεος ανοιξη ημιν ϑυραν του λογου λαλησαι το μυστηριον του χριστου δι ο και δεδεμαι 4 ινα ϕανερωσω αυτο ως δει με λαλησαι 5 εν σοϕια περιπατειτε προς τους εξω τον καιρον εξαγοραζομενοι 6 ο λογος υμων παντοτε εν χαριτι αλατι ηρτυμενος ειδεναι πως δει υμας ενι εκαστω αποκρινεσϑαι 7 τα κατ εμε παντα γνωρισει υμιν τυχικος ο αγαπητος αδελϕος και πιστος διακονος και συνδουλος εν κυριω 8 ον επεμψα προς υμας εις αυτο τουτο ινα γνω τα περι υμων και παρακαλεση τας καρδιας υμων 9 συν ονησιμω τω πιστω και αγαπητω αδελϕω ος εστιν εξ υμων παντα υμιν γνωριουσιν τα ωδε 10 ασπαζεται υμας αρισταρχος ο συναιχμαλωτος μου και μαρκος ο ανεψιος βαρναβα περι ου ελαβετε εντολας εαν ελϑη προς υμας δεξασϑε αυτον 11 και ιησους ο λεγομενος ιουστος οι οντες εκ περιτομης ουτοι μονοι συνεργοι εις την βασιλειαν του ϑεου οιτινες εγενηϑησαν μοι παρηγορια 12 ασπαζεται υμας επαϕρας ο εξ υμων δουλος χριστου παντοτε αγωνιζομενος υπερ υμων εν ταις προσευχαις ινα στητε τελειοι και πεπληρωμενοι εν παντι ϑεληματι του ϑεου 13 μαρτυρω γαρ αυτω οτι εχει ζηλον πολυν υπερ υμων και των εν λαοδικεια και των εν ιεραπολει 14 ασπαζεται υμας λουκας ο ιατρος ο αγαπητος και δημας 15 ασπασασϑε τους εν λαοδικεια αδελϕους και νυμϕαν και την κατ οικον αυτου εκκλησιαν 16 και οταν αναγνωσϑη παρ υμιν η επιστολη ποιησατε ινα και εν τη λαοδικεων εκκλησια αναγνωσϑη και την εκ λαοδικειας ινα και υμεις αναγνωτε 17 και ειπατε αρχιππω βλεπε την διακονιαν ην παρελαβες εν κυριω ινα αυτην πληροις 18 ο ασπασμος τη εμη χειρι παυλου μνημονευετε μου των δεσμων η χαρις μεϑ υμων αμην [προς κολασσαεις εγραϕη απο ρωμης δια τυχικου και ονησιμου] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Χολοσσενσεσ
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′ 1
1 παυλος και σιλουανος και τιμοϑεος τη εκκλησια ϑεσσαλονικεων εν ϑεω πατρι και κυριω ιησου χριστω χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 2 ευχαριστουμεν τω ϑεω παντοτε περι παντων υμων μνειαν υμων ποιουμενοι επι των προσευχων ημων 3 αδιαλειπτως μνημονευοντες υμων του εργου της πιστεως και του κοπου της αγαπης και της υπομονης της ελπιδος του κυριου ημων ιησου χριστου εμπροσϑεν του ϑεου και πατρος ημων 4 ειδοτες αδελϕοι ηγαπημενοι υπο ϑεου την εκλογην υμων 5 οτι το ευαγγελιον ημων ουκ εγενηϑη εις υμας εν λογω μονον αλλα και εν δυναμει και εν πνευματι αγιω και εν πληροϕορια πολλη καϑως οιδατε οιοι εγενηϑημεν εν υμιν δι υμας 6 και υμεις μιμηται ημων εγενηϑητε και του κυριου δεξαμενοι τον λογον εν ϑλιψει πολλη μετα χαρας πνευματος αγιου 7 ωστε γενεσϑαι υμας τυπους πασιν τοις πιστευουσιν εν τη μακεδονια και τη αχαια 8 αϕ υμων γαρ εξηχηται ο λογος του κυριου ου μονον εν τη μακεδονια και αχαια αλλα και εν παντι τοπω η πιστις υμων η προς τον ϑεον εξεληλυϑεν ωστε μη χρειαν ημας εχειν λαλειν τι 9 αυτοι γαρ περι ημων απαγγελλουσιν οποιαν εισοδον εχομεν προς υμας και πως επεστρεψατε προς τον ϑεον απο των ειδωλων δουλευειν ϑεω ζωντι και αληϑινω 10 και αναμενειν τον υιον αυτου εκ των ουρανων ον ηγειρεν εκ νεκρων ιησουν τον ρυομενον ημας απο της οργης της ερχομενης
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′ 2
1 αυτοι γαρ οιδατε αδελϕοι την εισοδον ημων την προς υμας οτι ου κενη γεγονεν 2 αλλα και προπαϑοντες και υβρισϑεντες καϑως οιδατε εν ϕιλιπποις επαρρησιασαμεϑα εν τω ϑεω ημων λαλησαι προς υμας το ευαγγελιον του ϑεου εν πολλω αγωνι 3 η γαρ παρακλησις ημων ουκ εκ πλανης ουδε εξ ακαϑαρσιας ουτε εν δολω 4 αλλα καϑως δεδοκιμασμεϑα υπο του ϑεου πιστευϑηναι το ευαγγελιον ουτως λαλουμεν ουχ ως ανϑρωποις αρεσκοντες αλλα τω ϑεω τω δοκιμαζοντι τας καρδιας ημων 5 ουτε γαρ ποτε εν λογω κολακειας εγενηϑημεν καϑως οιδατε ουτε εν προϕασει πλεονεξιας ϑεος μαρτυς 6 ουτε ζητουντες εξ ανϑρωπων δοξαν ουτε αϕ υμων ουτε απ αλλων δυναμενοι εν βαρει ειναι ως χριστου αποστολοι 7 αλλ εγενηϑημεν ηπιοι εν μεσω υμων ως αν τροϕος ϑαλπη τα εαυτης τεκνα 8 ουτως ιμειρομενοι υμων ευδοκουμεν μεταδουναι υμιν ου μονον το ευαγγελιον του ϑεου αλλα και τας εαυτων ψυχας διοτι αγαπητοι ημιν γεγενησϑε 9 μνημονευετε γαρ αδελϕοι τον κοπον ημων και τον μοχϑον νυκτος γαρ και ημερας εργαζομενοι προς το μη επιβαρησαι τινα υμων εκηρυξαμεν εις υμας το ευαγγελιον του ϑεου 10 υμεις μαρτυρες και ο ϑεος ως οσιως και δικαιως και αμεμπτως υμιν τοις πιστευουσιν εγενηϑημεν 11 καϑαπερ οιδατε ως ενα εκαστον υμων ως πατηρ τεκνα εαυτου παρακαλουντες υμας και παραμυϑουμενοι 12 και μαρτυρουμενοι εις το περιπατησαι υμας αξιως του ϑεου του καλουντος υμας εις την εαυτου βασιλειαν και δοξαν 13 δια τουτο και ημεις ευχαριστουμεν τω ϑεω αδιαλειπτως οτι παραλαβοντες λογον ακοης παρ ημων του ϑεου εδεξασϑε ου λογον ανϑρωπων αλλα καϑως εστιν αληϑως λογον ϑεου ος και ενεργειται εν υμιν τοις πιστευουσιν 14 υμεις γαρ μιμηται εγενηϑητε αδελϕοι των εκκλησιων του ϑεου των ουσων εν τη ιουδαια εν χριστω ιησου οτι ταυτα επαϑετε και υμεις υπο των ιδιων συμϕυλετων καϑως και αυτοι υπο των ιουδαιων 15 των και τον κυριον αποκτειναντων ιησουν και τους ιδιους προϕητας και υμας εκδιωξαντων και ϑεω μη αρεσκοντων και πασιν ανϑρωποις εναντιων 16 κωλυοντων ημας τοις εϑνεσιν λαλησαι ινα σωϑωσιν εις το αναπληρωσαι αυτων τας αμαρτιας παντοτε εϕϑασεν δε επ αυτους η οργη εις τελος 17 ημεις δε αδελϕοι απορϕανισϑεντες αϕ υμων προς καιρον ωρας προσωπω ου καρδια περισσοτερως εσπουδασαμεν το προσωπον υμων ιδειν εν πολλη επιϑυμια 18 διο ηϑελησαμεν ελϑειν προς υμας εγω μεν παυλος και απαξ και δις και ενεκοψεν ημας ο σατανας 19 τις γαρ ημων ελπις η χαρα η στεϕανος καυχησεως η ουχι και υμεις εμπροσϑεν του κυριου ημων ιησου χριστου εν τη αυτου παρουσια 20 υμεις γαρ εστε η δοξα ημων και η χαρα
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′ 3
1 διο μηκετι στεγοντες ευδοκησαμεν καταλειϕϑηναι εν αϑηναις μονοι 2 και επεμψαμεν τιμοϑεον τον αδελϕον ημων και διακονον του ϑεου και συνεργον ημων εν τω ευαγγελιω του χριστου εις το στηριξαι υμας και παρακαλεσαι υμας περι της πιστεως υμων 3 τω μηδενα σαινεσϑαι εν ταις ϑλιψεσιν ταυταις αυτοι γαρ οιδατε οτι εις τουτο κειμεϑα 4 και γαρ οτε προς υμας ημεν προελεγομεν υμιν οτι μελλομεν ϑλιβεσϑαι καϑως και εγενετο και οιδατε 5 δια τουτο καγω μηκετι στεγων επεμψα εις το γνωναι την πιστιν υμων μηπως επειρασεν υμας ο πειραζων και εις κενον γενηται ο κοπος ημων 6 αρτι δε ελϑοντος τιμοϑεου προς ημας αϕ υμων και ευαγγελισαμενου ημιν την πιστιν και την αγαπην υμων και οτι εχετε μνειαν ημων αγαϑην παντοτε επιποϑουντες ημας ιδειν καϑαπερ και ημεις υμας 7 δια τουτο παρεκληϑημεν αδελϕοι εϕ υμιν επι παση τη ϑλιψει και αναγκη ημων δια της υμων πιστεως 8 οτι νυν ζωμεν εαν υμεις στηκητε εν κυριω 9 τινα γαρ ευχαριστιαν δυναμεϑα τω ϑεω ανταποδουναι περι υμων επι παση τη χαρα η χαιρομεν δι υμας εμπροσϑεν του ϑεου ημων 10 νυκτος και ημερας υπερ εκπερισσου δεομενοι εις το ιδειν υμων το προσωπον και καταρτισαι τα υστερηματα της πιστεως υμων 11 αυτος δε ο ϑεος και πατηρ ημων και ο κυριος ημων ιησους χριστος κατευϑυναι την οδον ημων προς υμας 12 υμας δε ο κυριος πλεονασαι και περισσευσαι τη αγαπη εις αλληλους και εις παντας καϑαπερ και ημεις εις υμας 13 εις το στηριξαι υμων τας καρδιας αμεμπτους εν αγιωσυνη εμπροσϑεν του ϑεου και πατρος ημων εν τη παρουσια του κυριου ημων ιησου χριστου μετα παντων των αγιων αυτου
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′ 4
1 το λοιπον ουν αδελϕοι ερωτωμεν υμας και παρακαλουμεν εν κυριω ιησου καϑως παρελαβετε παρ ημων το πως δει υμας περιπατειν και αρεσκειν ϑεω ινα περισσευητε μαλλον 2 οιδατε γαρ τινας παραγγελιας εδωκαμεν υμιν δια του κυριου ιησου 3 τουτο γαρ εστιν ϑελημα του ϑεου ο αγιασμος υμων απεχεσϑαι υμας απο της πορνειας 4 ειδεναι εκαστον υμων το εαυτου σκευος κτασϑαι εν αγιασμω και τιμη 5 μη εν παϑει επιϑυμιας καϑαπερ και τα εϑνη τα μη ειδοτα τον ϑεον 6 το μη υπερβαινειν και πλεονεκτειν εν τω πραγματι τον αδελϕον αυτου διοτι εκδικος ο κυριος περι παντων τουτων καϑως και προειπαμεν υμιν και διεμαρτυραμεϑα 7 ου γαρ εκαλεσεν ημας ο ϑεος επι ακαϑαρσια αλλ εν αγιασμω 8 τοιγαρουν ο αϑετων ουκ ανϑρωπον αϑετει αλλα τον ϑεον τον και δοντα το πνευμα αυτου το αγιον εις ημας 9 περι δε της ϕιλαδελϕιας ου χρειαν εχετε γραϕειν υμιν αυτοι γαρ υμεις ϑεοδιδακτοι εστε εις το αγαπαν αλληλους 10 και γαρ ποιειτε αυτο εις παντας τους αδελϕους τους εν ολη τη μακεδονια παρακαλουμεν δε υμας αδελϕοι περισσευειν μαλλον 11 και ϕιλοτιμεισϑαι ησυχαζειν και πρασσειν τα ιδια και εργαζεσϑαι ταις ιδιαις χερσιν υμων καϑως υμιν παρηγγειλαμεν 12 ινα περιπατητε ευσχημονως προς τους εξω και μηδενος χρειαν εχητε 13 ου ϑελω δε υμας αγνοειν αδελϕοι περι των κεκοιμημενων ινα μη λυπησϑε καϑως και οι λοιποι οι μη εχοντες ελπιδα 14 ει γαρ πιστευομεν οτι ιησους απεϑανεν και ανεστη ουτως και ο ϑεος τους κοιμηϑεντας δια του ιησου αξει συν αυτω 15 τουτο γαρ υμιν λεγομεν εν λογω κυριου οτι ημεις οι ζωντες οι περιλειπομενοι εις την παρουσιαν του κυριου ου μη ϕϑασωμεν τους κοιμηϑεντας 16 οτι αυτος ο κυριος εν κελευσματι εν ϕωνη αρχαγγελου και εν σαλπιγγι ϑεου καταβησεται απ ουρανου και οι νεκροι εν χριστω αναστησονται πρωτον 17 επειτα ημεις οι ζωντες οι περιλειπομενοι αμα συν αυτοις αρπαγησομεϑα εν νεϕελαις εις απαντησιν του κυριου εις αερα και ουτως παντοτε συν κυριω εσομεϑα 18 ωστε παρακαλειτε αλληλους εν τοις λογοις τουτοις
επιστολα προς Θεσσαλονικεις α′ 5
1 περι δε των χρονων και των καιρων αδελϕοι ου χρειαν εχετε υμιν γραϕεσϑαι 2 αυτοι γαρ ακριβως οιδατε οτι η ημερα κυριου ως κλεπτης εν νυκτι ουτως ερχεται 3 οταν γαρ λεγωσιν ειρηνη και ασϕαλεια τοτε αιϕνιδιος αυτοις εϕισταται ολεϑρος ωσπερ η ωδιν τη εν γαστρι εχουση και ου μη εκϕυγωσιν 4 υμεις δε αδελϕοι ουκ εστε εν σκοτει ινα η ημερα υμας ως κλεπτης καταλαβη 5 παντες υμεις υιοι ϕωτος εστε και υιοι ημερας ουκ εσμεν νυκτος ουδε σκοτους 6 αρα ουν μη καϑευδωμεν ως και οι λοιποι αλλα γρηγορωμεν και νηϕωμεν 7 οι γαρ καϑευδοντες νυκτος καϑευδουσιν και οι μεϑυσκομενοι νυκτος μεϑυουσιν 8 ημεις δε ημερας οντες νηϕωμεν ενδυσαμενοι ϑωρακα πιστεως και αγαπης και περικεϕαλαιαν ελπιδα σωτηριας 9 οτι ουκ εϑετο ημας ο ϑεος εις οργην αλλ εις περιποιησιν σωτηριας δια του κυριου ημων ιησου χριστου 10 του αποϑανοντος υπερ ημων ινα ειτε γρηγορωμεν ειτε καϑευδωμεν αμα συν αυτω ζησωμεν 11 διο παρακαλειτε αλληλους και οικοδομειτε εις τον ενα καϑως και ποιειτε 12 ερωτωμεν δε υμας αδελϕοι ειδεναι τους κοπιωντας εν υμιν και προισταμενους υμων εν κυριω και νουϑετουντας υμας 13 και ηγεισϑαι αυτους υπερ εκπερισσου εν αγαπη δια το εργον αυτων ειρηνευετε εν εαυτοις 14 παρακαλουμεν δε υμας αδελϕοι νουϑετειτε τους ατακτους παραμυϑεισϑε τους ολιγοψυχους αντεχεσϑε των ασϑενων μακροϑυμειτε προς παντας 15 ορατε μη τις κακον αντι κακου τινι αποδω αλλα παντοτε το αγαϑον διωκετε και εις αλληλους και εις παντας 16 παντοτε χαιρετε 17 αδιαλειπτως προσευχεσϑε 18 εν παντι ευχαριστειτε τουτο γαρ ϑελημα ϑεου εν χριστω ιησου εις υμας 19 το πνευμα μη σβεννυτε 20 προϕητειας μη εξουϑενειτε 21 παντα δοκιμαζετε το καλον κατεχετε 22 απο παντος ειδους πονηρου απεχεσϑε 23 αυτος δε ο ϑεος της ειρηνης αγιασαι υμας ολοτελεις και ολοκληρον υμων το πνευμα και η ψυχη και το σωμα αμεμπτως εν τη παρουσια του κυριου ημων ιησου χριστου τηρηϑειη 24 πιστος ο καλων υμας ος και ποιησει 25 αδελϕοι προσευχεσϑε περι ημων 26 ασπασασϑε τους αδελϕους παντας εν ϕιληματι αγιω 27 ορκιζω υμας τον κυριον αναγνωσϑηναι την επιστολην πασιν τοις αγιοις αδελϕοις 28 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μεϑ υμων αμην [προς ϑεσσαλονικεις πρωτη εγραϕη απο αϑηνων] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Τηεσσαλονιχενσεσ πριμα
επιστολα προς Θεσσαλονικεις β′
επιστολα προς Θεσσαλονικεις β′ caput 1
1 παυλος και σιλουανος και τιμοϑεος τη εκκλησια ϑεσσαλονικεων εν ϑεω πατρι ημων και κυριω ιησου χριστω 2 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 3 ευχαριστειν οϕειλομεν τω ϑεω παντοτε περι υμων αδελϕοι καϑως αξιον εστιν οτι υπεραυξανει η πιστις υμων και πλεοναζει η αγαπη ενος εκαστου παντων υμων εις αλληλους 4 ωστε ημας αυτους εν υμιν καυχασϑαι εν ταις εκκλησιαις του ϑεου υπερ της υπομονης υμων και πιστεως εν πασιν τοις διωγμοις υμων και ταις ϑλιψεσιν αις ανεχεσϑε 5 ενδειγμα της δικαιας κρισεως του ϑεου εις το καταξιωϑηναι υμας της βασιλειας του ϑεου υπερ ης και πασχετε 6 ειπερ δικαιον παρα ϑεω ανταποδουναι τοις ϑλιβουσιν υμας ϑλιψιν 7 και υμιν τοις ϑλιβομενοις ανεσιν μεϑ ημων εν τη αποκαλυψει του κυριου ιησου απ ουρανου μετ αγγελων δυναμεως αυτου 8 εν πυρι ϕλογος διδοντος εκδικησιν τοις μη ειδοσιν ϑεον και τοις μη υπακουουσιν τω ευαγγελιω του κυριου ημων ιησου χριστου 9 οιτινες δικην τισουσιν ολεϑρον αιωνιον απο προσωπου του κυριου και απο της δοξης της ισχυος αυτου 10 οταν ελϑη ενδοξασϑηναι εν τοις αγιοις αυτου και ϑαυμασϑηναι εν πασιν τοις πιστευουσιν οτι επιστευϑη το μαρτυριον ημων εϕ υμας εν τη ημερα εκεινη 11 εις ο και προσευχομεϑα παντοτε περι υμων ινα υμας αξιωση της κλησεως ο ϑεος ημων και πληρωση πασαν ευδοκιαν αγαϑωσυνης και εργον πιστεως εν δυναμει 12 οπως ενδοξασϑη το ονομα του κυριου ημων ιησου χριστου εν υμιν και υμεις εν αυτω κατα την χαριν του ϑεου ημων και κυριου ιησου χριστου
επιστολα προς Θεσσαλονικεις β′ caput 2
1 ερωτωμεν δε υμας αδελϕοι υπερ της παρουσιας του κυριου ημων ιησου χριστου και ημων επισυναγωγης επ αυτον 2 εις το μη ταχεως σαλευϑηναι υμας απο του νοος μητε ϑροεισϑαι μητε δια πνευματος μητε δια λογου μητε δι επιστολης ως δι ημων ως οτι ενεστηκεν η ημερα του χριστου 3 μη τις υμας εξαπατηση κατα μηδενα τροπον οτι εαν μη ελϑη η αποστασια πρωτον και αποκαλυϕϑη ο ανϑρωπος της αμαρτιας ο υιος της απωλειας 4 ο αντικειμενος και υπεραιρομενος επι παντα λεγομενον ϑεον η σεβασμα ωστε αυτον εις τον ναον του ϑεου ως ϑεον καϑισαι αποδεικνυντα εαυτον οτι εστιν ϑεος 5 ου μνημονευετε οτι ετι ων προς υμας ταυτα ελεγον υμιν 6 και νυν το κατεχον οιδατε εις το αποκαλυϕϑηναι αυτον εν τω εαυτου καιρω 7 το γαρ μυστηριον ηδη ενεργειται της ανομιας μονον ο κατεχων αρτι εως εκ μεσου γενηται 8 και τοτε αποκαλυϕϑησεται ο ανομος ον ο κυριος αναλωσει τω πνευματι του στοματος αυτου και καταργησει τη επιϕανεια της παρουσιας αυτου 9 ου εστιν η παρουσια κατ ενεργειαν του σατανα εν παση δυναμει και σημειοις και τερασιν ψευδους 10 και εν παση απατη της αδικιας εν τοις απολλυμενοις ανϑ ων την αγαπην της αληϑειας ουκ εδεξαντο εις το σωϑηναι αυτους 11 και δια τουτο πεμψει αυτοις ο ϑεος ενεργειαν πλανης εις το πιστευσαι αυτους τω ψευδει 12 ινα κριϑωσιν παντες οι μη πιστευσαντες τη αληϑεια αλλ ευδοκησαντες εν τη αδικια 13 ημεις δε οϕειλομεν ευχαριστειν τω ϑεω παντοτε περι υμων αδελϕοι ηγαπημενοι υπο κυριου οτι ειλετο υμας ο ϑεος απ αρχης εις σωτηριαν εν αγιασμω πνευματος και πιστει αληϑειας 14 εις ο εκαλεσεν υμας δια του ευαγγελιου ημων εις περιποιησιν δοξης του κυριου ημων ιησου χριστου 15 αρα ουν αδελϕοι στηκετε και κρατειτε τας παραδοσεις ας εδιδαχϑητε ειτε δια λογου ειτε δι επιστολης ημων 16 αυτος δε ο κυριος ημων ιησους χριστος και ο ϑεος και πατηρ ημων ο αγαπησας ημας και δους παρακλησιν αιωνιαν και ελπιδα αγαϑην εν χαριτι 17 παρακαλεσαι υμων τας καρδιας και στηριξαι υμας εν παντι λογω και εργω αγαϑω
επιστολα προς Θεσσαλονικεις β′ caput 3
1 το λοιπον προσευχεσϑε αδελϕοι περι ημων ινα ο λογος του κυριου τρεχη και δοξαζηται καϑως και προς υμας 2 και ινα ρυσϑωμεν απο των ατοπων και πονηρων ανϑρωπων ου γαρ παντων η πιστις 3 πιστος δε εστιν ο κυριος ος στηριξει υμας και ϕυλαξει απο του πονηρου 4 πεποιϑαμεν δε εν κυριω εϕ υμας οτι α παραγγελλομεν υμιν και ποιειτε και ποιησετε 5 ο δε κυριος κατευϑυναι υμων τας καρδιας εις την αγαπην του ϑεου και εις υπομονην του χριστου 6 παραγγελλομεν δε υμιν αδελϕοι εν ονοματι του κυριου ημων ιησου χριστου στελλεσϑαι υμας απο παντος αδελϕου ατακτως περιπατουντος και μη κατα την παραδοσιν ην παρελαβεν παρ ημων 7 αυτοι γαρ οιδατε πως δει μιμεισϑαι ημας οτι ουκ ητακτησαμεν εν υμιν 8 ουδε δωρεαν αρτον εϕαγομεν παρα τινος αλλ εν κοπω και μοχϑω νυκτα και ημεραν εργαζομενοι προς το μη επιβαρησαι τινα υμων 9 ουχ οτι ουκ εχομεν εξουσιαν αλλ ινα εαυτους τυπον δωμεν υμιν εις το μιμεισϑαι ημας 10 και γαρ οτε ημεν προς υμας τουτο παρηγγελλομεν υμιν οτι ει τις ου ϑελει εργαζεσϑαι μηδε εσϑιετω 11 ακουομεν γαρ τινας περιπατουντας εν υμιν ατακτως μηδεν εργαζομενους αλλα περιεργαζομενους 12 τοις δε τοιουτοις παραγγελλομεν και παρακαλουμεν δια του κυριου ημων ιησου χριστου ινα μετα ησυχιας εργαζομενοι τον εαυτων αρτον εσϑιωσιν 13 υμεις δε αδελϕοι μη εκκακησητε καλοποιουντες 14 ει δε τις ουχ υπακουει τω λογω ημων δια της επιστολης τουτον σημειουσϑε και μη συναναμιγνυσϑε αυτω ινα εντραπη 15 και μη ως εχϑρον ηγεισϑε αλλα νουϑετειτε ως αδελϕον 16 αυτος δε ο κυριος της ειρηνης δωη υμιν την ειρηνην δια παντος εν παντι τροπω ο κυριος μετα παντων υμων 17 ο ασπασμος τη εμη χειρι παυλου ο εστιν σημειον εν παση επιστολη ουτως γραϕω 18 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα παντων υμων αμην [προς ϑεσσαλονικεις δευτερα εγραϕη απο αϑηνων] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Τηεσσαλονιχενσεσ σεχυνδα
επιστολα προς Τιμοϑεον α′
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 1
1 παυλος αποστολος ιησου χριστου κατ επιταγην ϑεου σωτηρος ημων και κυριου ιησου χριστου της ελπιδος ημων 2 τιμοϑεω γνησιω τεκνω εν πιστει χαρις ελεος ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και χριστου ιησου του κυριου ημων 3 καϑως παρεκαλεσα σε προσμειναι εν εϕεσω πορευομενος εις μακεδονιαν ινα παραγγειλης τισιν μη ετεροδιδασκαλειν 4 μηδε προσεχειν μυϑοις και γενεαλογιαις απεραντοις αιτινες ζητησεις παρεχουσιν μαλλον η οικονομιαν ϑεου την εν πιστει 5 το δε τελος της παραγγελιας εστιν αγαπη εκ καϑαρας καρδιας και συνειδησεως αγαϑης και πιστεως ανυποκριτου 6 ων τινες αστοχησαντες εξετραπησαν εις ματαιολογιαν 7 ϑελοντες ειναι νομοδιδασκαλοι μη νοουντες μητε α λεγουσιν μητε περι τινων διαβεβαιουνται 8 οιδαμεν δε οτι καλος ο νομος εαν τις αυτω νομιμως χρηται 9 ειδως τουτο οτι δικαιω νομος ου κειται ανομοις δε και ανυποτακτοις ασεβεσιν και αμαρτωλοις ανοσιοις και βεβηλοις πατραλωαις και μητραλωαις ανδροϕονοις 10 πορνοις αρσενοκοιταις ανδραποδισταις ψευσταις επιορκοις και ει τι ετερον τη υγιαινουση διδασκαλια αντικειται 11 κατα το ευαγγελιον της δοξης του μακαριου ϑεου ο επιστευϑην εγω 12 και χαριν εχω τω ενδυναμωσαντι με χριστω ιησου τω κυριω ημων οτι πιστον με ηγησατο ϑεμενος εις διακονιαν 13 τον προτερον οντα βλασϕημον και διωκτην και υβριστην αλλ ηλεηϑην οτι αγνοων εποιησα εν απιστια 14 υπερεπλεονασεν δε η χαρις του κυριου ημων μετα πιστεως και αγαπης της εν χριστω ιησου 15 πιστος ο λογος και πασης αποδοχης αξιος οτι χριστος ιησους ηλϑεν εις τον κοσμον αμαρτωλους σωσαι ων πρωτος ειμι εγω 16 αλλα δια τουτο ηλεηϑην ινα εν εμοι πρωτω ενδειξηται ιησους χριστος την πασαν μακροϑυμιαν προς υποτυπωσιν των μελλοντων πιστευειν επ αυτω εις ζωην αιωνιον 17 τω δε βασιλει των αιωνων αϕϑαρτω αορατω μονω σοϕω ϑεω τιμη και δοξα εις τους αιωνας των αιωνων αμην 18 ταυτην την παραγγελιαν παρατιϑεμαι σοι τεκνον τιμοϑεε κατα τας προαγουσας επι σε προϕητειας ινα στρατευη εν αυταις την καλην στρατειαν 19 εχων πιστιν και αγαϑην συνειδησιν ην τινες απωσαμενοι περι την πιστιν εναυαγησαν 20 ων εστιν υμεναιος και αλεξανδρος ους παρεδωκα τω σατανα ινα παιδευϑωσιν μη βλασϕημειν
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 2
1 παρακαλω ουν πρωτον παντων ποιεισϑαι δεησεις προσευχας εντευξεις ευχαριστιας υπερ παντων ανϑρωπων 2 υπερ βασιλεων και παντων των εν υπεροχη οντων ινα ηρεμον και ησυχιον βιον διαγωμεν εν παση ευσεβεια και σεμνοτητι 3 τουτο γαρ καλον και αποδεκτον ενωπιον του σωτηρος ημων ϑεου 4 ος παντας ανϑρωπους ϑελει σωϑηναι και εις επιγνωσιν αληϑειας ελϑειν 5 εις γαρ ϑεος εις και μεσιτης ϑεου και ανϑρωπων ανϑρωπος χριστος ιησους 6 ο δους εαυτον αντιλυτρον υπερ παντων το μαρτυριον καιροις ιδιοις 7 εις ο ετεϑην εγω κηρυξ και αποστολος αληϑειαν λεγω εν χριστω ου ψευδομαι διδασκαλος εϑνων εν πιστει και αληϑεια 8 βουλομαι ουν προσευχεσϑαι τους ανδρας εν παντι τοπω επαιροντας οσιους χειρας χωρις οργης και διαλογισμου 9 ωσαυτως και τας γυναικας εν καταστολη κοσμιω μετα αιδους και σωϕροσυνης κοσμειν εαυτας μη εν πλεγμασιν η χρυσω η μαργαριταις η ιματισμω πολυτελει 10 αλλ ο πρεπει γυναιξιν επαγγελλομεναις ϑεοσεβειαν δι εργων αγαϑων 11 γυνη εν ησυχια μανϑανετω εν παση υποταγη 12 γυναικι δε διδασκειν ουκ επιτρεπω ουδε αυϑεντειν ανδρος αλλ ειναι εν ησυχια 13 αδαμ γαρ πρωτος επλασϑη ειτα ευα 14 και αδαμ ουκ ηπατηϑη η δε γυνη απατηϑεισα εν παραβασει γεγονεν 15 σωϑησεται δε δια της τεκνογονιας εαν μεινωσιν εν πιστει και αγαπη και αγιασμω μετα σωϕροσυνης
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 3
1 πιστος ο λογος ει τις επισκοπης ορεγεται καλου εργου επιϑυμει 2 δει ουν τον επισκοπον ανεπιληπτον ειναι μιας γυναικος ανδρα νηϕαλεον σωϕρονα κοσμιον ϕιλοξενον διδακτικον 3 μη παροινον μη πληκτην μη αισχροκερδη αλλ επιεικη αμαχον αϕιλαργυρον 4 του ιδιου οικου καλως προισταμενον τεκνα εχοντα εν υποταγη μετα πασης σεμνοτητος 5 ει δε τις του ιδιου οικου προστηναι ουκ οιδεν πως εκκλησιας ϑεου επιμελησεται 6 μη νεοϕυτον ινα μη τυϕωϑεις εις κριμα εμπεση του διαβολου 7 δει δε αυτον και μαρτυριαν καλην εχειν απο των εξωϑεν ινα μη εις ονειδισμον εμπεση και παγιδα του διαβολου 8 διακονους ωσαυτως σεμνους μη διλογους μη οινω πολλω προσεχοντας μη αισχροκερδεις 9 εχοντας το μυστηριον της πιστεως εν καϑαρα συνειδησει 10 και ουτοι δε δοκιμαζεσϑωσαν πρωτον ειτα διακονειτωσαν ανεγκλητοι οντες 11 γυναικας ωσαυτως σεμνας μη διαβολους νηϕαλεους πιστας εν πασιν 12 διακονοι εστωσαν μιας γυναικος ανδρες τεκνων καλως προισταμενοι και των ιδιων οικων 13 οι γαρ καλως διακονησαντες βαϑμον εαυτοις καλον περιποιουνται και πολλην παρρησιαν εν πιστει τη εν χριστω ιησου 14 ταυτα σοι γραϕω ελπιζων ελϑειν προς σε ταχιον 15 εαν δε βραδυνω ινα ειδης πως δει εν οικω ϑεου αναστρεϕεσϑαι ητις εστιν εκκλησια ϑεου ζωντος στυλος και εδραιωμα της αληϑειας 16 και ομολογουμενως μεγα εστιν το της ευσεβειας μυστηριον ϑεος εϕανερωϑη εν σαρκι εδικαιωϑη εν πνευματι ωϕϑη αγγελοις εκηρυχϑη εν εϑνεσιν επιστευϑη εν κοσμω ανεληϕϑη εν δοξη
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 4
1 το δε πνευμα ρητως λεγει οτι εν υστεροις καιροις αποστησονται τινες της πιστεως προσεχοντες πνευμασιν πλανοις και διδασκαλιαις δαιμονιων 2 εν υποκρισει ψευδολογων κεκαυτηριασμενων την ιδιαν συνειδησιν 3 κωλυοντων γαμειν απεχεσϑαι βρωματων α ο ϑεος εκτισεν εις μεταληψιν μετα ευχαριστιας τοις πιστοις και επεγνωκοσιν την αληϑειαν 4 οτι παν κτισμα ϑεου καλον και ουδεν αποβλητον μετα ευχαριστιας λαμβανομενον 5 αγιαζεται γαρ δια λογου ϑεου και εντευξεως 6 ταυτα υποτιϑεμενος τοις αδελϕοις καλος εση διακονος ιησου χριστου εντρεϕομενος τοις λογοις της πιστεως και της καλης διδασκαλιας η παρηκολουϑηκας 7 τους δε βεβηλους και γραωδεις μυϑους παραιτου γυμναζε δε σεαυτον προς ευσεβειαν 8 η γαρ σωματικη γυμνασια προς ολιγον εστιν ωϕελιμος η δε ευσεβεια προς παντα ωϕελιμος εστιν επαγγελιαν εχουσα ζωης της νυν και της μελλουσης 9 πιστος ο λογος και πασης αποδοχης αξιος 10 εις τουτο γαρ και κοπιωμεν και ονειδιζομεϑα οτι ηλπικαμεν επι ϑεω ζωντι ος εστιν σωτηρ παντων ανϑρωπων μαλιστα πιστων 11 παραγγελλε ταυτα και διδασκε 12 μηδεις σου της νεοτητος καταϕρονειτω αλλα τυπος γινου των πιστων εν λογω εν αναστροϕη εν αγαπη εν πνευματι εν πιστει εν αγνεια 13 εως ερχομαι προσεχε τη αναγνωσει τη παρακλησει τη διδασκαλια 14 μη αμελει του εν σοι χαρισματος ο εδοϑη σοι δια προϕητειας μετα επιϑεσεως των χειρων του πρεσβυτεριου 15 ταυτα μελετα εν τουτοις ισϑι ινα σου η προκοπη ϕανερα η εν πασιν 16 επεχε σεαυτω και τη διδασκαλια επιμενε αυτοις τουτο γαρ ποιων και σεαυτον σωσεις και τους ακουοντας σου
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 5
1 πρεσβυτερω μη επιπληξης αλλα παρακαλει ως πατερα νεωτερους ως αδελϕους 2 πρεσβυτερας ως μητερας νεωτερας ως αδελϕας εν παση αγνεια 3 χηρας τιμα τας οντως χηρας 4 ει δε τις χηρα τεκνα η εκγονα εχει μανϑανετωσαν πρωτον τον ιδιον οικον ευσεβειν και αμοιβας αποδιδοναι τοις προγονοις τουτο γαρ εστιν καλον και αποδεκτον ενωπιον του ϑεου 5 η δε οντως χηρα και μεμονωμενη ηλπικεν επι τον ϑεον και προσμενει ταις δεησεσιν και ταις προσευχαις νυκτος και ημερας 6 η δε σπαταλωσα ζωσα τεϑνηκεν 7 και ταυτα παραγγελλε ινα ανεπιληπτοι ωσιν 8 ει δε τις των ιδιων και μαλιστα των οικειων ου προνοει την πιστιν ηρνηται και εστιν απιστου χειρων 9 χηρα καταλεγεσϑω μη ελαττον ετων εξηκοντα γεγονυια ενος ανδρος γυνη 10 εν εργοις καλοις μαρτυρουμενη ει ετεκνοτροϕησεν ει εξενοδοχησεν ει αγιων ποδας ενιψεν ει ϑλιβομενοις επηρκεσεν ει παντι εργω αγαϑω επηκολουϑησεν 11 νεωτερας δε χηρας παραιτου οταν γαρ καταστρηνιασωσιν του χριστου γαμειν ϑελουσιν 12 εχουσαι κριμα οτι την πρωτην πιστιν ηϑετησαν 13 αμα δε και αργαι μανϑανουσιν περιερχομεναι τας οικιας ου μονον δε αργαι αλλα και ϕλυαροι και περιεργοι λαλουσαι τα μη δεοντα 14 βουλομαι ουν νεωτερας γαμειν τεκνογονειν οικοδεσποτειν μηδεμιαν αϕορμην διδοναι τω αντικειμενω λοιδοριας χαριν 15 ηδη γαρ τινες εξετραπησαν οπισω του σατανα 16 ει τις πιστος η πιστη εχει χηρας επαρκειτω αυταις και μη βαρεισϑω η εκκλησια ινα ταις οντως χηραις επαρκεση 17 οι καλως προεστωτες πρεσβυτεροι διπλης τιμης αξιουσϑωσαν μαλιστα οι κοπιωντες εν λογω και διδασκαλια 18 λεγει γαρ η γραϕη βουν αλοωντα ου ϕιμωσεις και αξιος ο εργατης του μισϑου αυτου 19 κατα πρεσβυτερου κατηγοριαν μη παραδεχου εκτος ει μη επι δυο η τριων μαρτυρων 20 τους αμαρτανοντας ενωπιον παντων ελεγχε ινα και οι λοιποι ϕοβον εχωσιν 21 διαμαρτυρομαι ενωπιον του ϑεου και κυριου ιησου χριστου και των εκλεκτων αγγελων ινα ταυτα ϕυλαξης χωρις προκριματος μηδεν ποιων κατα προσκλισιν 22 χειρας ταχεως μηδενι επιτιϑει μηδε κοινωνει αμαρτιαις αλλοτριαις σεαυτον αγνον τηρει 23 μηκετι υδροποτει αλλ οινω ολιγω χρω δια τον στομαχον σου και τας πυκνας σου ασϑενειας 24 τινων ανϑρωπων αι αμαρτιαι προδηλοι εισιν προαγουσαι εις κρισιν τισιν δε και επακολουϑουσιν 25 ωσαυτως και τα καλα εργα προδηλα εστιν και τα αλλως εχοντα κρυβηναι ου δυναται
επιστολα προς Τιμοϑεον α′ caput 6
1 οσοι εισιν υπο ζυγον δουλοι τους ιδιους δεσποτας πασης τιμης αξιους ηγεισϑωσαν ινα μη το ονομα του ϑεου και η διδασκαλια βλασϕημηται 2 οι δε πιστους εχοντες δεσποτας μη καταϕρονειτωσαν οτι αδελϕοι εισιν αλλα μαλλον δουλευετωσαν οτι πιστοι εισιν και αγαπητοι οι της ευεργεσιας αντιλαμβανομενοι ταυτα διδασκε και παρακαλει 3 ει τις ετεροδιδασκαλει και μη προσερχεται υγιαινουσιν λογοις τοις του κυριου ημων ιησου χριστου και τη κατ ευσεβειαν διδασκαλια 4 τετυϕωται μηδεν επισταμενος αλλα νοσων περι ζητησεις και λογομαχιας εξ ων γινεται ϕϑονος ερις βλασϕημιαι υπονοιαι πονηραι 5 παραδιατριβαι διεϕϑαρμενων ανϑρωπων τον νουν και απεστερημενων της αληϑειας νομιζοντων πορισμον ειναι την ευσεβειαν αϕιστασο απο των τοιουτων 6 εστιν δε πορισμος μεγας η ευσεβεια μετα αυταρκειας 7 ουδεν γαρ εισηνεγκαμεν εις τον κοσμον δηλον οτι ουδε εξενεγκειν τι δυναμεϑα 8 εχοντες δε διατροϕας και σκεπασματα τουτοις αρκεσϑησομεϑα 9 οι δε βουλομενοι πλουτειν εμπιπτουσιν εις πειρασμον και παγιδα και επιϑυμιας πολλας ανοητους και βλαβερας αιτινες βυϑιζουσιν τους ανϑρωπους εις ολεϑρον και απωλειαν 10 ριζα γαρ παντων των κακων εστιν η ϕιλαργυρια ης τινες ορεγομενοι απεπλανηϑησαν απο της πιστεως και εαυτους περιεπειραν οδυναις πολλαις 11 συ δε ω ανϑρωπε του ϑεου ταυτα ϕευγε διωκε δε δικαιοσυνην ευσεβειαν πιστιν αγαπην υπομονην πραοτητα 12 αγωνιζου τον καλον αγωνα της πιστεως επιλαβου της αιωνιου ζωης εις ην και εκληϑης και ωμολογησας την καλην ομολογιαν ενωπιον πολλων μαρτυρων 13 παραγγελλω σοι ενωπιον του ϑεου του ζωοποιουντος τα παντα και χριστου ιησου του μαρτυρησαντος επι ποντιου πιλατου την καλην ομολογιαν 14 τηρησαι σε την εντολην ασπιλον ανεπιληπτον μεχρι της επιϕανειας του κυριου ημων ιησου χριστου 15 ην καιροις ιδιοις δειξει ο μακαριος και μονος δυναστης ο βασιλευς των βασιλευοντων και κυριος των κυριευοντων 16 ο μονος εχων αϑανασιαν ϕως οικων απροσιτον ον ειδεν ουδεις ανϑρωπων ουδε ιδειν δυναται ω τιμη και κρατος αιωνιον αμην 17 τοις πλουσιοις εν τω νυν αιωνι παραγγελλε μη υψηλοϕρονειν μηδε ηλπικεναι επι πλουτου αδηλοτητι αλλ εν τω ϑεω τω ζωντι τω παρεχοντι ημιν πλουσιως παντα εις απολαυσιν 18 αγαϑοεργειν πλουτειν εν εργοις καλοις ευμεταδοτους ειναι κοινωνικους 19 αποϑησαυριζοντας εαυτοις ϑεμελιον καλον εις το μελλον ινα επιλαβωνται της αιωνιου ζωης 20 ω τιμοϑεε την παρακαταϑηκην ϕυλαξον εκτρεπομενος τας βεβηλους κενοϕωνιας και αντιϑεσεις της ψευδωνυμου γνωσεως 21 ην τινες επαγγελλομενοι περι την πιστιν ηστοχησαν η χαρις μετα σου αμην [προς τιμοϑεον πρωτη εγραϕη απο λαοδικειας ητις εστιν μητροπολις ϕρυγιας της πακατιανης] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Τιμοτηευμ πριμα
επιστολα προς Τιμοϑεον β′
επιστολα προς Τιμοϑεον β′ caput 1
1 παυλος αποστολος ιησου χριστου δια ϑεληματος ϑεου κατ επαγγελιαν ζωης της εν χριστω ιησου 2 τιμοϑεω αγαπητω τεκνω χαρις ελεος ειρηνη απο ϑεου πατρος και χριστου ιησου του κυριου ημων 3 χαριν εχω τω ϑεω ω λατρευω απο προγονων εν καϑαρα συνειδησει ως αδιαλειπτον εχω την περι σου μνειαν εν ταις δεησεσιν μου νυκτος και ημερας 4 επιποϑων σε ιδειν μεμνημενος σου των δακρυων ινα χαρας πληρωϑω 5 υπομνησιν λαμβανων της εν σοι ανυποκριτου πιστεως ητις ενωκησεν πρωτον εν τη μαμμη σου λωιδι και τη μητρι σου ευνεικη πεπεισμαι δε οτι και εν σοι 6 δι ην αιτιαν αναμιμνησκω σε αναζωπυρειν το χαρισμα του ϑεου ο εστιν εν σοι δια της επιϑεσεως των χειρων μου 7 ου γαρ εδωκεν ημιν ο ϑεος πνευμα δειλιας αλλα δυναμεως και αγαπης και σωϕρονισμου 8 μη ουν επαισχυνϑης το μαρτυριον του κυριου ημων μηδε εμε τον δεσμιον αυτου αλλα συγκακοπαϑησον τω ευαγγελιω κατα δυναμιν ϑεου 9 του σωσαντος ημας και καλεσαντος κλησει αγια ου κατα τα εργα ημων αλλα κατ ιδιαν προϑεσιν και χαριν την δοϑεισαν ημιν εν χριστω ιησου προ χρονων αιωνιων 10 ϕανερωϑεισαν δε νυν δια της επιϕανειας του σωτηρος ημων ιησου χριστου καταργησαντος μεν τον ϑανατον ϕωτισαντος δε ζωην και αϕϑαρσιαν δια του ευαγγελιου 11 εις ο ετεϑην εγω κηρυξ και αποστολος και διδασκαλος εϑνων 12 δι ην αιτιαν και ταυτα πασχω αλλ ουκ επαισχυνομαι οιδα γαρ ω πεπιστευκα και πεπεισμαι οτι δυνατος εστιν την παραϑηκην μου ϕυλαξαι εις εκεινην την ημεραν 13 υποτυπωσιν εχε υγιαινοντων λογων ων παρ εμου ηκουσας εν πιστει και αγαπη τη εν χριστω ιησου 14 την καλην παρακαταϑηκην ϕυλαξον δια πνευματος αγιου του ενοικουντος εν ημιν 15 οιδας τουτο οτι απεστραϕησαν με παντες οι εν τη ασια ων εστιν ϕυγελλος και ερμογενης 16 δωη ελεος ο κυριος τω ονησιϕορου οικω οτι πολλακις με ανεψυξεν και την αλυσιν μου ουκ επησχυνϑη 17 αλλα γενομενος εν ρωμη σπουδαιοτερον εζητησεν με και ευρεν 18 δωη αυτω ο κυριος ευρειν ελεος παρα κυριου εν εκεινη τη ημερα και οσα εν εϕεσω διηκονησεν βελτιον συ γινωσκεις
επιστολα προς Τιμοϑεον β′ caput 2
1 συ ουν τεκνον μου ενδυναμου εν τη χαριτι τη εν χριστω ιησου 2 και α ηκουσας παρ εμου δια πολλων μαρτυρων ταυτα παραϑου πιστοις ανϑρωποις οιτινες ικανοι εσονται και ετερους διδαξαι 3 συ ουν κακοπαϑησον ως καλος στρατιωτης ιησου χριστου 4 ουδεις στρατευομενος εμπλεκεται ταις του βιου πραγματειαις ινα τω στρατολογησαντι αρεση 5 εαν δε και αϑλη τις ου στεϕανουται εαν μη νομιμως αϑληση 6 τον κοπιωντα γεωργον δει πρωτον των καρπων μεταλαμβανειν 7 νοει α λεγω δωη γαρ σοι ο κυριος συνεσιν εν πασιν 8 μνημονευε ιησουν χριστον εγηγερμενον εκ νεκρων εκ σπερματος δαβιδ κατα το ευαγγελιον μου 9 εν ω κακοπαϑω μεχρι δεσμων ως κακουργος αλλ ο λογος του ϑεου ου δεδεται 10 δια τουτο παντα υπομενω δια τους εκλεκτους ινα και αυτοι σωτηριας τυχωσιν της εν χριστω ιησου μετα δοξης αιωνιου 11 πιστος ο λογος ει γαρ συναπεϑανομεν και συζησομεν 12 ει υπομενομεν και συμβασιλευσομεν ει αρνουμεϑα κακεινος αρνησεται ημας 13 ει απιστουμεν εκεινος πιστος μενει αρνησασϑαι εαυτον ου δυναται 14 ταυτα υπομιμνησκε διαμαρτυρομενος ενωπιον του κυριου μη λογομαχειν εις ουδεν χρησιμον επι καταστροϕη των ακουοντων 15 σπουδασον σεαυτον δοκιμον παραστησαι τω ϑεω εργατην ανεπαισχυντον ορϑοτομουντα τον λογον της αληϑειας 16 τας δε βεβηλους κενοϕωνιας περιιστασο επι πλειον γαρ προκοψουσιν ασεβειας 17 και ο λογος αυτων ως γαγγραινα νομην εξει ων εστιν υμεναιος και ϕιλητος 18 οιτινες περι την αληϑειαν ηστοχησαν λεγοντες την αναστασιν ηδη γεγονεναι και ανατρεπουσιν την τινων πιστιν 19 ο μεντοι στερεος ϑεμελιος του ϑεου εστηκεν εχων την σϕραγιδα ταυτην εγνω κυριος τους οντας αυτου και αποστητω απο αδικιας πας ο ονομαζων το ονομα χριστου 20 εν μεγαλη δε οικια ουκ εστιν μονον σκευη χρυσα και αργυρα αλλα και ξυλινα και οστρακινα και α μεν εις τιμην α δε εις ατιμιαν 21 εαν ουν τις εκκαϑαρη εαυτον απο τουτων εσται σκευος εις τιμην ηγιασμενον και ευχρηστον τω δεσποτη εις παν εργον αγαϑον ητοιμασμενον 22 τας δε νεωτερικας επιϑυμιας ϕευγε διωκε δε δικαιοσυνην πιστιν αγαπην ειρηνην μετα των επικαλουμενων τον κυριον εκ καϑαρας καρδιας 23 τας δε μωρας και απαιδευτους ζητησεις παραιτου ειδως οτι γεννωσιν μαχας 24 δουλον δε κυριου ου δει μαχεσϑαι αλλ ηπιον ειναι προς παντας διδακτικον ανεξικακον 25 εν πραοτητι παιδευοντα τους αντιδιατιϑεμενους μηποτε δω αυτοις ο ϑεος μετανοιαν εις επιγνωσιν αληϑειας 26 και ανανηψωσιν εκ της του διαβολου παγιδος εζωγρημενοι υπ αυτου εις το εκεινου ϑελημα
επιστολα προς Τιμοϑεον β′ caput 3
1 τουτο δε γινωσκε οτι εν εσχαταις ημεραις ενστησονται καιροι χαλεποι 2 εσονται γαρ οι ανϑρωποι ϕιλαυτοι ϕιλαργυροι αλαζονες υπερηϕανοι βλασϕημοι γονευσιν απειϑεις αχαριστοι ανοσιοι 3 αστοργοι ασπονδοι διαβολοι ακρατεις ανημεροι αϕιλαγαϑοι 4 προδοται προπετεις τετυϕωμενοι ϕιληδονοι μαλλον η ϕιλοϑεοι 5 εχοντες μορϕωσιν ευσεβειας την δε δυναμιν αυτης ηρνημενοι και τουτους αποτρεπου 6 εκ τουτων γαρ εισιν οι ενδυνοντες εις τας οικιας και αιχμαλωτευοντες τα γυναικαρια σεσωρευμενα αμαρτιαις αγομενα επιϑυμιαις ποικιλαις 7 παντοτε μανϑανοντα και μηδεποτε εις επιγνωσιν αληϑειας ελϑειν δυναμενα 8 ον τροπον δε ιαννης και ιαμβρης αντεστησαν μωυσει ουτως και ουτοι ανϑιστανται τη αληϑεια ανϑρωποι κατεϕϑαρμενοι τον νουν αδοκιμοι περι την πιστιν 9 αλλ ου προκοψουσιν επι πλειον η γαρ ανοια αυτων εκδηλος εσται πασιν ως και η εκεινων εγενετο 10 συ δε παρηκολουϑηκας μου τη διδασκαλια τη αγωγη τη προϑεσει τη πιστει τη μακροϑυμια τη αγαπη τη υπομονη 11 τοις διωγμοις τοις παϑημασιν οια μοι εγενετο εν αντιοχεια εν ικονιω εν λυστροις οιους διωγμους υπηνεγκα και εκ παντων με ερρυσατο ο κυριος 12 και παντες δε οι ϑελοντες ευσεβως ζην εν χριστω ιησου διωχϑησονται 13 πονηροι δε ανϑρωποι και γοητες προκοψουσιν επι το χειρον πλανωντες και πλανωμενοι 14 συ δε μενε εν οις εμαϑες και επιστωϑης ειδως παρα τινος εμαϑες 15 και οτι απο βρεϕους τα ιερα γραμματα οιδας τα δυναμενα σε σοϕισαι εις σωτηριαν δια πιστεως της εν χριστω ιησου 16 πασα γραϕη ϑεοπνευστος και ωϕελιμος προς διδασκαλιαν προς ελεγχον προς επανορϑωσιν προς παιδειαν την εν δικαιοσυνη 17 ινα αρτιος η ο του ϑεου ανϑρωπος προς παν εργον αγαϑον εξηρτισμενος
επιστολα προς Τιμοϑεον β′ caput 4
1 διαμαρτυρομαι ουν εγω ενωπιον του ϑεου και του κυριου ιησου χριστου του μελλοντος κρινειν ζωντας και νεκρους κατα την επιϕανειαν αυτου και την βασιλειαν αυτου 2 κηρυξον τον λογον επιστηϑι ευκαιρως ακαιρως ελεγξον επιτιμησον παρακαλεσον εν παση μακροϑυμια και διδαχη 3 εσται γαρ καιρος οτε της υγιαινουσης διδασκαλιας ουκ ανεξονται αλλα κατα τας επιϑυμιας τας ιδιας εαυτοις επισωρευσουσιν διδασκαλους κνηϑομενοι την ακοην 4 και απο μεν της αληϑειας την ακοην αποστρεψουσιν επι δε τους μυϑους εκτραπησονται 5 συ δε νηϕε εν πασιν κακοπαϑησον εργον ποιησον ευαγγελιστου την διακονιαν σου πληροϕορησον 6 εγω γαρ ηδη σπενδομαι και ο καιρος της εμης αναλυσεως εϕεστηκεν 7 τον αγωνα τον καλον ηγωνισμαι τον δρομον τετελεκα την πιστιν τετηρηκα 8 λοιπον αποκειται μοι ο της δικαιοσυνης στεϕανος ον αποδωσει μοι ο κυριος εν εκεινη τη ημερα ο δικαιος κριτης ου μονον δε εμοι αλλα και πασιν τοις ηγαπηκοσιν την επιϕανειαν αυτου 9 σπουδασον ελϑειν προς με ταχεως 10 δημας γαρ με εγκατελιπεν αγαπησας τον νυν αιωνα και επορευϑη εις ϑεσσαλονικην κρησκης εις γαλατιαν τιτος εις δαλματιαν 11 λουκας εστιν μονος μετ εμου μαρκον αναλαβων αγε μετα σεαυτου εστιν γαρ μοι ευχρηστος εις διακονιαν 12 τυχικον δε απεστειλα εις εϕεσον 13 τον ϕαιλονην ον απελιπον εν τρωαδι παρα καρπω ερχομενος ϕερε και τα βιβλια μαλιστα τας μεμβρανας 14 αλεξανδρος ο χαλκευς πολλα μοι κακα ενεδειξατο αποδωη αυτω ο κυριος κατα τα εργα αυτου 15 ον και συ ϕυλασσου λιαν γαρ ανϑεστηκεν τοις ημετεροις λογοις 16 εν τη πρωτη μου απολογια ουδεις μοι συμπαρεγενετο αλλα παντες με εγκατελιπον μη αυτοις λογισϑειη 17 ο δε κυριος μοι παρεστη και ενεδυναμωσεν με ινα δι εμου το κηρυγμα πληροϕορηϑη και ακουση παντα τα εϑνη και ερρυσϑην εκ στοματος λεοντος 18 και ρυσεται με ο κυριος απο παντος εργου πονηρου και σωσει εις την βασιλειαν αυτου την επουρανιον ω η δοξα εις τους αιωνας των αιωνων αμην 19 ασπασαι πρισκαν και ακυλαν και τον ονησιϕορου οικον 20 εραστος εμεινεν εν κορινϑω τροϕιμον δε απελιπον εν μιλητω ασϑενουντα 21 σπουδασον προ χειμωνος ελϑειν ασπαζεται σε ευβουλος και πουδης και λινος και κλαυδια και οι αδελϕοι παντες 22 ο κυριος ιησους χριστος μετα του πνευματος σου η χαρις μεϑ υμων αμην [προς τιμοϑεον δευτερα της εϕεσιων εκκλησιας πρωτον επισκοπον χειροτονηϑεντα εγραϕη απο ρωμης οτε εκ δευτερου παρεστη παυλος τω καισαρι νερωνι] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Τιμοτηευμ σεχυνδα
επιστολα προς Προς Τιτον
επιστολα προς Προς Τιτον caput 1
1 παυλος δουλος ϑεου αποστολος δε ιησου χριστου κατα πιστιν εκλεκτων ϑεου και επιγνωσιν αληϑειας της κατ ευσεβειαν 2 επ ελπιδι ζωης αιωνιου ην επηγγειλατο ο αψευδης ϑεος προ χρονων αιωνιων 3 εϕανερωσεν δε καιροις ιδιοις τον λογον αυτου εν κηρυγματι ο επιστευϑην εγω κατ επιταγην του σωτηρος ημων ϑεου 4 τιτω γνησιω τεκνω κατα κοινην πιστιν χαρις ελεος ειρηνη απο ϑεου πατρος και κυριου ιησου χριστου του σωτηρος ημων 5 τουτου χαριν κατελιπον σε εν κρητη ινα τα λειποντα επιδιορϑωση και καταστησης κατα πολιν πρεσβυτερους ως εγω σοι διεταξαμην 6 ει τις εστιν ανεγκλητος μιας γυναικος ανηρ τεκνα εχων πιστα μη εν κατηγορια ασωτιας η ανυποτακτα 7 δει γαρ τον επισκοπον ανεγκλητον ειναι ως ϑεου οικονομον μη αυϑαδη μη οργιλον μη παροινον μη πληκτην μη αισχροκερδη 8 αλλα ϕιλοξενον ϕιλαγαϑον σωϕρονα δικαιον οσιον εγκρατη 9 αντεχομενον του κατα την διδαχην πιστου λογου ινα δυνατος η και παρακαλειν εν τη διδασκαλια τη υγιαινουση και τους αντιλεγοντας ελεγχειν 10 εισιν γαρ πολλοι και ανυποτακτοι ματαιολογοι και ϕρεναπαται μαλιστα οι εκ περιτομης 11 ους δει επιστομιζειν οιτινες ολους οικους ανατρεπουσιν διδασκοντες α μη δει αισχρου κερδους χαριν 12 ειπεν τις εξ αυτων ιδιος αυτων προϕητης κρητες αει ψευσται κακα ϑηρια γαστερες αργαι 13 η μαρτυρια αυτη εστιν αληϑης δι ην αιτιαν ελεγχε αυτους αποτομως ινα υγιαινωσιν εν τη πιστει 14 μη προσεχοντες ιουδαικοις μυϑοις και εντολαις ανϑρωπων αποστρεϕομενων την αληϑειαν 15 παντα μεν καϑαρα τοις καϑαροις τοις δε μεμιασμενοις και απιστοις ουδεν καϑαρον αλλα μεμιανται αυτων και ο νους και η συνειδησις 16 ϑεον ομολογουσιν ειδεναι τοις δε εργοις αρνουνται βδελυκτοι οντες και απειϑεις και προς παν εργον αγαϑον αδοκιμοι
επιστολα προς Προς Τιτον caput 2
1 συ δε λαλει α πρεπει τη υγιαινουση διδασκαλια 2 πρεσβυτας νηϕαλιους ειναι σεμνους σωϕρονας υγιαινοντας τη πιστει τη αγαπη τη υπομονη 3 πρεσβυτιδας ωσαυτως εν καταστηματι ιεροπρεπεις μη διαβολους μη οινω πολλω δεδουλωμενας καλοδιδασκαλους 4 ινα σωϕρονιζωσιν τας νεας ϕιλανδρους ειναι ϕιλοτεκνους 5 σωϕρονας αγνας οικουρους αγαϑας υποτασσομενας τοις ιδιοις ανδρασιν ινα μη ο λογος του ϑεου βλασϕημηται 6 τους νεωτερους ωσαυτως παρακαλει σωϕρονειν 7 περι παντα σεαυτον παρεχομενος τυπον καλων εργων εν τη διδασκαλια αδιαϕϑοριαν σεμνοτητα αϕϑαρσιαν 8 λογον υγιη ακαταγνωστον ινα ο εξ εναντιας εντραπη μηδεν εχων περι υμων λεγειν ϕαυλον 9 δουλους ιδιοις δεσποταις υποτασσεσϑαι εν πασιν ευαρεστους ειναι μη αντιλεγοντας 10 μη νοσϕιζομενους αλλα πιστιν πασαν ενδεικνυμενους αγαϑην ινα την διδασκαλιαν του σωτηρος υμων ϑεου κοσμωσιν εν πασιν 11 επεϕανη γαρ η χαρις του ϑεου η σωτηριος πασιν ανϑρωποις 12 παιδευουσα ημας ινα αρνησαμενοι την ασεβειαν και τας κοσμικας επιϑυμιας σωϕρονως και δικαιως και ευσεβως ζησωμεν εν τω νυν αιωνι 13 προσδεχομενοι την μακαριαν ελπιδα και επιϕανειαν της δοξης του μεγαλου ϑεου και σωτηρος ημων ιησου χριστου 14 ος εδωκεν εαυτον υπερ ημων ινα λυτρωσηται ημας απο πασης ανομιας και καϑαριση εαυτω λαον περιουσιον ζηλωτην καλων εργων 15 ταυτα λαλει και παρακαλει και ελεγχε μετα πασης επιταγης μηδεις σου περιϕρονειτω
επιστολα προς Προς Τιτον caput 3
1 υπομιμνησκε αυτους αρχαις και εξουσιαις υποτασσεσϑαι πειϑαρχειν προς παν εργον αγαϑον ετοιμους ειναι 2 μηδενα βλασϕημειν αμαχους ειναι επιεικεις πασαν ενδεικνυμενους πραοτητα προς παντας ανϑρωπους 3 ημεν γαρ ποτε και ημεις ανοητοι απειϑεις πλανωμενοι δουλευοντες επιϑυμιαις και ηδοναις ποικιλαις εν κακια και ϕϑονω διαγοντες στυγητοι μισουντες αλληλους 4 οτε δε η χρηστοτης και η ϕιλανϑρωπια επεϕανη του σωτηρος ημων ϑεου 5 ουκ εξ εργων των εν δικαιοσυνη ων εποιησαμεν ημεις αλλα κατα τον αυτου ελεον εσωσεν ημας δια λουτρου παλιγγενεσιας και ανακαινωσεως πνευματος αγιου 6 ου εξεχεεν εϕ ημας πλουσιως δια ιησου χριστου του σωτηρος ημων 7 ινα δικαιωϑεντες τη εκεινου χαριτι κληρονομοι γενωμεϑα κατ ελπιδα ζωης αιωνιου 8 πιστος ο λογος και περι τουτων βουλομαι σε διαβεβαιουσϑαι ινα ϕροντιζωσιν καλων εργων προιστασϑαι οι πεπιστευκοτες τω ϑεω ταυτα εστιν τα καλα και ωϕελιμα τοις ανϑρωποις 9 μωρας δε ζητησεις και γενεαλογιας και ερεις και μαχας νομικας περιιστασο εισιν γαρ ανωϕελεις και ματαιοι 10 αιρετικον ανϑρωπον μετα μιαν και δευτεραν νουϑεσιαν παραιτου 11 ειδως οτι εξεστραπται ο τοιουτος και αμαρτανει ων αυτοκατακριτος 12 οταν πεμψω αρτεμαν προς σε η τυχικον σπουδασον ελϑειν προς με εις νικοπολιν εκει γαρ κεκρικα παραχειμασαι 13 ζηναν τον νομικον και απολλω σπουδαιως προπεμψον ινα μηδεν αυτοις λειπη 14 μανϑανετωσαν δε και οι ημετεροι καλων εργων προιστασϑαι εις τας αναγκαιας χρειας ινα μη ωσιν ακαρποι 15 ασπαζονται σε οι μετ εμου παντες ασπασαι τους ϕιλουντας ημας εν πιστει η χαρις μετα παντων υμων αμην [προς τιτον της κρητων εκκλησιας πρωτον επισκοπον χειροτονηϑεντα εγραϕη απο νικοπολεως της μακεδονιας] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Τιτυμ
επιστολα προς Φιλημονα
1 παυλος δεσμιος χριστου ιησου και τιμοϑεος ο αδελϕος ϕιλημονι τω αγαπητω και συνεργω ημων 2 και απϕια τη αγαπητη και αρχιππω τω συστρατιωτη ημων και τη κατ οικον σου εκκλησια 3 χαρις υμιν και ειρηνη απο ϑεου πατρος ημων και κυριου ιησου χριστου 4 ευχαριστω τω ϑεω μου παντοτε μνειαν σου ποιουμενος επι των προσευχων μου 5 ακουων σου την αγαπην και την πιστιν ην εχεις προς τον κυριον ιησουν και εις παντας τους αγιους 6 οπως η κοινωνια της πιστεως σου ενεργης γενηται εν επιγνωσει παντος αγαϑου του εν υμιν εις χριστον ιησουν 7 χαριν γαρ εχομεν πολλην και παρακλησιν επι τη αγαπη σου οτι τα σπλαγχνα των αγιων αναπεπαυται δια σου αδελϕε 8 διο πολλην εν χριστω παρρησιαν εχων επιτασσειν σοι το ανηκον 9 δια την αγαπην μαλλον παρακαλω τοιουτος ων ως παυλος πρεσβυτης νυνι δε και δεσμιος ιησου χριστου 10 παρακαλω σε περι του εμου τεκνου ον εγεννησα εν τοις δεσμοις μου ονησιμον 11 τον ποτε σοι αχρηστον νυνι δε σοι και εμοι ευχρηστον ον ανεπεμψα 12 συ δε αυτον τουτεστιν τα εμα σπλαγχνα προσλαβου 13 ον εγω εβουλομην προς εμαυτον κατεχειν ινα υπερ σου διακονη μοι εν τοις δεσμοις του ευαγγελιου 14 χωρις δε της σης γνωμης ουδεν ηϑελησα ποιησαι ινα μη ως κατα αναγκην το αγαϑον σου η αλλα κατα εκουσιον 15 ταχα γαρ δια τουτο εχωρισϑη προς ωραν ινα αιωνιον αυτον απεχης 16 ουκετι ως δουλον αλλ υπερ δουλον αδελϕον αγαπητον μαλιστα εμοι ποσω δε μαλλον σοι και εν σαρκι και εν κυριω 17 ει ουν εμε εχεις κοινωνον προσλαβου αυτον ως εμε 18 ει δε τι ηδικησεν σε η οϕειλει τουτο εμοι ελλογει 19 εγω παυλος εγραψα τη εμη χειρι εγω αποτισω ινα μη λεγω σοι οτι και σεαυτον μοι προσοϕειλεις 20 ναι αδελϕε εγω σου οναιμην εν κυριω αναπαυσον μου τα σπλαγχνα εν κυριω 21 πεποιϑως τη υπακοη σου εγραψα σοι ειδως οτι και υπερ ο λεγω ποιησεις 22 αμα δε και ετοιμαζε μοι ξενιαν ελπιζω γαρ οτι δια των προσευχων υμων χαρισϑησομαι υμιν 23 ασπαζονται σε επαϕρας ο συναιχμαλωτος μου εν χριστω ιησου 24 μαρκος αρισταρχος δημας λουκας οι συνεργοι μου 25 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα του πνευματος υμων αμην [προς ϕιλημονα εγραϕη απο ρωμης δια ονησιμου οικετου] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Πηιλεμονεμ
επιστολα προς Εβραιους
επιστολα προς Εβραιους caput 1
1 πολυμερως και πολυτροπως παλαι ο ϑεος λαλησας τοις πατρασιν εν τοις προϕηταις επ εσχατων των ημερων τουτων ελαλησεν ημιν εν υιω 2 ον εϑηκεν κληρονομον παντων δι ου και τους αιωνας εποιησεν 3 ος ων απαυγασμα της δοξης και χαρακτηρ της υποστασεως αυτου ϕερων τε τα παντα τω ρηματι της δυναμεως αυτου δι εαυτου καϑαρισμον ποιησαμενος των αμαρτιων ημων εκαϑισεν εν δεξια της μεγαλωσυνης εν υψηλοις 4 τοσουτω κρειττων γενομενος των αγγελων οσω διαϕορωτερον παρ αυτους κεκληρονομηκεν ονομα 5 τινι γαρ ειπεν ποτε των αγγελων υιος μου ει συ εγω σημερον γεγεννηκα σε και παλιν εγω εσομαι αυτω εις πατερα και αυτος εσται μοι εις υιον 6 οταν δε παλιν εισαγαγη τον πρωτοτοκον εις την οικουμενην λεγει και προσκυνησατωσαν αυτω παντες αγγελοι ϑεου 7 και προς μεν τους αγγελους λεγει ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα και τους λειτουργους αυτου πυρος ϕλογα 8 προς δε τον υιον ο ϑρονος σου ο ϑεος εις τον αιωνα του αιωνος ραβδος ευϑυτητος η ραβδος της βασιλειας σου 9 ηγαπησας δικαιοσυνην και εμισησας ανομιαν δια τουτο εχρισεν σε ο ϑεος ο ϑεος σου ελαιον αγαλλιασεως παρα τους μετοχους σου 10 και συ κατ αρχας κυριε την γην εϑεμελιωσας και εργα των χειρων σου εισιν οι ουρανοι 11 αυτοι απολουνται συ δε διαμενεις και παντες ως ιματιον παλαιωϑησονται 12 και ωσει περιβολαιον ελιξεις αυτους και αλλαγησονται συ δε ο αυτος ει και τα ετη σου ουκ εκλειψουσιν 13 προς τινα δε των αγγελων ειρηκεν ποτε καϑου εκ δεξιων μου εως αν ϑω τους εχϑρους σου υποποδιον των ποδων σου 14 ουχι παντες εισιν λειτουργικα πνευματα εις διακονιαν αποστελλομενα δια τους μελλοντας κληρονομειν σωτηριαν
επιστολα προς Εβραιους caput 2
1 δια τουτο δει περισσοτερως ημας προσεχειν τοις ακουσϑεισιν μηποτε παραρρυωμεν 2 ει γαρ ο δι αγγελων λαληϑεις λογος εγενετο βεβαιος και πασα παραβασις και παρακοη ελαβεν ενδικον μισϑαποδοσιαν 3 πως ημεις εκϕευξομεϑα τηλικαυτης αμελησαντες σωτηριας ητις αρχην λαβουσα λαλεισϑαι δια του κυριου υπο των ακουσαντων εις ημας εβεβαιωϑη 4 συνεπιμαρτυρουντος του ϑεου σημειοις τε και τερασιν και ποικιλαις δυναμεσιν και πνευματος αγιου μερισμοις κατα την αυτου ϑελησιν 5 ου γαρ αγγελοις υπεταξεν την οικουμενην την μελλουσαν περι ης λαλουμεν 6 διεμαρτυρατο δε που τις λεγων τι εστιν ανϑρωπος οτι μιμνησκη αυτου η υιος ανϑρωπου οτι επισκεπτη αυτον 7 ηλαττωσας αυτον βραχυ τι παρ αγγελους δοξη και τιμη εστεϕανωσας αυτον και κατεστησας αυτον επι τα εργα των χειρων σου 8 παντα υπεταξας υποκατω των ποδων αυτου εν γαρ τω υποταξαι αυτω τα παντα ουδεν αϕηκεν αυτω ανυποτακτον νυν δε ουπω ορωμεν αυτω τα παντα υποτεταγμενα 9 τον δε βραχυ τι παρ αγγελους ηλαττωμενον βλεπομεν ιησουν δια το παϑημα του ϑανατου δοξη και τιμη εστεϕανωμενον οπως χαριτι ϑεου υπερ παντος γευσηται ϑανατου 10 επρεπεν γαρ αυτω δι ον τα παντα και δι ου τα παντα πολλους υιους εις δοξαν αγαγοντα τον αρχηγον της σωτηριας αυτων δια παϑηματων τελειωσαι 11 ο τε γαρ αγιαζων και οι αγιαζομενοι εξ ενος παντες δι ην αιτιαν ουκ επαισχυνεται αδελϕους αυτους καλειν 12 λεγων απαγγελω το ονομα σου τοις αδελϕοις μου εν μεσω εκκλησιας υμνησω σε 13 και παλιν εγω εσομαι πεποιϑως επ αυτω και παλιν ιδου εγω και τα παιδια α μοι εδωκεν ο ϑεος 14 επει ουν τα παιδια κεκοινωνηκεν σαρκος και αιματος και αυτος παραπλησιως μετεσχεν των αυτων ινα δια του ϑανατου καταργηση τον το κρατος εχοντα του ϑανατου τουτεστιν τον διαβολον 15 και απαλλαξη τουτους οσοι ϕοβω ϑανατου δια παντος του ζην ενοχοι ησαν δουλειας 16 ου γαρ δηπου αγγελων επιλαμβανεται αλλα σπερματος αβρααμ επιλαμβανεται 17 οϑεν ωϕειλεν κατα παντα τοις αδελϕοις ομοιωϑηναι ινα ελεημων γενηται και πιστος αρχιερευς τα προς τον ϑεον εις το ιλασκεσϑαι τας αμαρτιας του λαου 18 εν ω γαρ πεπονϑεν αυτος πειρασϑεις δυναται τοις πειραζομενοις βοηϑησαι
επιστολα προς Εβραιους caput 3
1 οϑεν αδελϕοι αγιοι κλησεως επουρανιου μετοχοι κατανοησατε τον αποστολον και αρχιερεα της ομολογιας ημων χριστον ιησουν 2 πιστον οντα τω ποιησαντι αυτον ως και μωσης εν ολω τω οικω αυτου 3 πλειονος γαρ δοξης ουτος παρα μωσην ηξιωται καϑ οσον πλειονα τιμην εχει του οικου ο κατασκευασας αυτον 4 πας γαρ οικος κατασκευαζεται υπο τινος ο δε τα παντα κατασκευασας ϑεος 5 και μωσης μεν πιστος εν ολω τω οικω αυτου ως ϑεραπων εις μαρτυριον των λαληϑησομενων 6 χριστος δε ως υιος επι τον οικον αυτου ου οικος εσμεν ημεις εανπερ την παρρησιαν και το καυχημα της ελπιδος μεχρι τελους βεβαιαν κατασχωμεν 7 διο καϑως λεγει το πνευμα το αγιον σημερον εαν της ϕωνης αυτου ακουσητε 8 μη σκληρυνητε τας καρδιας υμων ως εν τω παραπικρασμω κατα την ημεραν του πειρασμου εν τη ερημω 9 ου επειρασαν με οι πατερες υμων εδοκιμασαν με και ειδον τα εργα μου τεσσαρακοντα ετη 10 διο προσωχϑισα τη γενεα εκεινη και ειπον αει πλανωνται τη καρδια αυτοι δε ουκ εγνωσαν τας οδους μου 11 ως ωμοσα εν τη οργη μου ει εισελευσονται εις την καταπαυσιν μου 12 βλεπετε αδελϕοι μηποτε εσται εν τινι υμων καρδια πονηρα απιστιας εν τω αποστηναι απο ϑεου ζωντος 13 αλλα παρακαλειτε εαυτους καϑ εκαστην ημεραν αχρις ου το σημερον καλειται ινα μη σκληρυνϑη τις εξ υμων απατη της αμαρτιας 14 μετοχοι γαρ γεγοναμεν του χριστου εανπερ την αρχην της υποστασεως μεχρι τελους βεβαιαν κατασχωμεν 15 εν τω λεγεσϑαι σημερον εαν της ϕωνης αυτου ακουσητε μη σκληρυνητε τας καρδιας υμων ως εν τω παραπικρασμω 16 τινες γαρ ακουσαντες παρεπικραναν αλλ ου παντες οι εξελϑοντες εξ αιγυπτου δια μωσεως 17 τισιν δε προσωχϑισεν τεσσαρακοντα ετη ουχι τοις αμαρτησασιν ων τα κωλα επεσεν εν τη ερημω 18 τισιν δε ωμοσεν μη εισελευσεσϑαι εις την καταπαυσιν αυτου ει μη τοις απειϑησασιν 19 και βλεπομεν οτι ουκ ηδυνηϑησαν εισελϑειν δι απιστιαν
επιστολα προς Εβραιους caput 4
1 ϕοβηϑωμεν ουν μηποτε καταλειπομενης επαγγελιας εισελϑειν εις την καταπαυσιν αυτου δοκη τις εξ υμων υστερηκεναι 2 και γαρ εσμεν ευηγγελισμενοι καϑαπερ κακεινοι αλλ ουκ ωϕελησεν ο λογος της ακοης εκεινους μη συγκεκραμενος τη πιστει τοις ακουσασιν 3 εισερχομεϑα γαρ εις την καταπαυσιν οι πιστευσαντες καϑως ειρηκεν ως ωμοσα εν τη οργη μου ει εισελευσονται εις την καταπαυσιν μου καιτοι των εργων απο καταβολης κοσμου γενηϑεντων 4 ειρηκεν γαρ που περι της εβδομης ουτως και κατεπαυσεν ο ϑεος εν τη ημερα τη εβδομη απο παντων των εργων αυτου 5 και εν τουτω παλιν ει εισελευσονται εις την καταπαυσιν μου 6 επει ουν απολειπεται τινας εισελϑειν εις αυτην και οι προτερον ευαγγελισϑεντες ουκ εισηλϑον δι απειϑειαν 7 παλιν τινα οριζει ημεραν σημερον εν δαβιδ λεγων μετα τοσουτον χρονον καϑως ειρηται σημερον εαν της ϕωνης αυτου ακουσητε μη σκληρυνητε τας καρδιας υμων 8 ει γαρ αυτους ιησους κατεπαυσεν ουκ αν περι αλλης ελαλει μετα ταυτα ημερας 9 αρα απολειπεται σαββατισμος τω λαω του ϑεου 10 ο γαρ εισελϑων εις την καταπαυσιν αυτου και αυτος κατεπαυσεν απο των εργων αυτου ωσπερ απο των ιδιων ο ϑεος 11 σπουδασωμεν ουν εισελϑειν εις εκεινην την καταπαυσιν ινα μη εν τω αυτω τις υποδειγματι πεση της απειϑειας 12 ζων γαρ ο λογος του ϑεου και ενεργης και τομωτερος υπερ πασαν μαχαιραν διστομον και διικνουμενος αχρι μερισμου ψυχης τε και πνευματος αρμων τε και μυελων και κριτικος ενϑυμησεων και εννοιων καρδιας 13 και ουκ εστιν κτισις αϕανης ενωπιον αυτου παντα δε γυμνα και τετραχηλισμενα τοις οϕϑαλμοις αυτου προς ον ημιν ο λογος 14 εχοντες ουν αρχιερεα μεγαν διεληλυϑοτα τους ουρανους ιησουν τον υιον του ϑεου κρατωμεν της ομολογιας 15 ου γαρ εχομεν αρχιερεα μη δυναμενον συμπαϑησαι ταις ασϑενειαις ημων πεπειραμενον δε κατα παντα καϑ ομοιοτητα χωρις αμαρτιας 16 προσερχωμεϑα ουν μετα παρρησιας τω ϑρονω της χαριτος ινα λαβωμεν ελεον και χαριν ευρωμεν εις ευκαιρον βοηϑειαν
επιστολα προς Εβραιους caput 5
1 πας γαρ αρχιερευς εξ ανϑρωπων λαμβανομενος υπερ ανϑρωπων καϑισταται τα προς τον ϑεον ινα προσϕερη δωρα τε και ϑυσιας υπερ αμαρτιων 2 μετριοπαϑειν δυναμενος τοις αγνοουσιν και πλανωμενοις επει και αυτος περικειται ασϑενειαν 3 και δια ταυτην οϕειλει καϑως περι του λαου ουτως και περι εαυτου προσϕερειν υπερ αμαρτιων 4 και ουχ εαυτω τις λαμβανει την τιμην αλλα ο καλουμενος υπο του ϑεου καϑαπερ και ο ααρων 5 ουτως και ο χριστος ουχ εαυτον εδοξασεν γενηϑηναι αρχιερεα αλλ ο λαλησας προς αυτον υιος μου ει συ εγω σημερον γεγεννηκα σε 6 καϑως και εν ετερω λεγει συ ιερευς εις τον αιωνα κατα την ταξιν μελχισεδεκ 7 ος εν ταις ημεραις της σαρκος αυτου δεησεις τε και ικετηριας προς τον δυναμενον σωζειν αυτον εκ ϑανατου μετα κραυγης ισχυρας και δακρυων προσενεγκας και εισακουσϑεις απο της ευλαβειας 8 καιπερ ων υιος εμαϑεν αϕ ων επαϑεν την υπακοην 9 και τελειωϑεις εγενετο τοις υπακουουσιν αυτω πασιν αιτιος σωτηριας αιωνιου 10 προσαγορευϑεις υπο του ϑεου αρχιερευς κατα την ταξιν μελχισεδεκ 11 περι ου πολυς ημιν ο λογος και δυσερμηνευτος λεγειν επει νωϑροι γεγονατε ταις ακοαις 12 και γαρ οϕειλοντες ειναι διδασκαλοι δια τον χρονον παλιν χρειαν εχετε του διδασκειν υμας τινα τα στοιχεια της αρχης των λογιων του ϑεου και γεγονατε χρειαν εχοντες γαλακτος και ου στερεας τροϕης 13 πας γαρ ο μετεχων γαλακτος απειρος λογου δικαιοσυνης νηπιος γαρ εστιν 14 τελειων δε εστιν η στερεα τροϕη των δια την εξιν τα αισϑητηρια γεγυμνασμενα εχοντων προς διακρισιν καλου τε και κακου
επιστολα προς Εβραιους caput 6
1 διο αϕεντες τον της αρχης του χριστου λογον επι την τελειοτητα ϕερωμεϑα μη παλιν ϑεμελιον καταβαλλομενοι μετανοιας απο νεκρων εργων και πιστεως επι ϑεον 2 βαπτισμων διδαχης επιϑεσεως τε χειρων αναστασεως τε νεκρων και κριματος αιωνιου 3 και τουτο ποιησομεν εανπερ επιτρεπη ο ϑεος 4 αδυνατον γαρ τους απαξ ϕωτισϑεντας γευσαμενους τε της δωρεας της επουρανιου και μετοχους γενηϑεντας πνευματος αγιου 5 και καλον γευσαμενους ϑεου ρημα δυναμεις τε μελλοντος αιωνος 6 και παραπεσοντας παλιν ανακαινιζειν εις μετανοιαν ανασταυρουντας εαυτοις τον υιον του ϑεου και παραδειγματιζοντας 7 γη γαρ η πιουσα τον επ αυτης πολλακις ερχομενον υετον και τικτουσα βοτανην ευϑετον εκεινοις δι ους και γεωργειται μεταλαμβανει ευλογιας απο του ϑεου 8 εκϕερουσα δε ακανϑας και τριβολους αδοκιμος και καταρας εγγυς ης το τελος εις καυσιν 9 πεπεισμεϑα δε περι υμων αγαπητοι τα κρειττονα και εχομενα σωτηριας ει και ουτως λαλουμεν 10 ου γαρ αδικος ο ϑεος επιλαϑεσϑαι του εργου υμων και του κοπου της αγαπης ης ενεδειξασϑε εις το ονομα αυτου διακονησαντες τοις αγιοις και διακονουντες 11 επιϑυμουμεν δε εκαστον υμων την αυτην ενδεικνυσϑαι σπουδην προς την πληροϕοριαν της ελπιδος αχρι τελους 12 ινα μη νωϑροι γενησϑε μιμηται δε των δια πιστεως και μακροϑυμιας κληρονομουντων τας επαγγελιας 13 τω γαρ αβρααμ επαγγειλαμενος ο ϑεος επει κατ ουδενος ειχεν μειζονος ομοσαι ωμοσεν καϑ εαυτου 14 λεγων η μην ευλογων ευλογησω σε και πληϑυνων πληϑυνω σε 15 και ουτως μακροϑυμησας επετυχεν της επαγγελιας 16 ανϑρωποι μεν γαρ κατα του μειζονος ομνυουσιν και πασης αυτοις αντιλογιας περας εις βεβαιωσιν ο ορκος 17 εν ω περισσοτερον βουλομενος ο ϑεος επιδειξαι τοις κληρονομοις της επαγγελιας το αμεταϑετον της βουλης αυτου εμεσιτευσεν ορκω 18 ινα δια δυο πραγματων αμεταϑετων εν οις αδυνατον ψευσασϑαι ϑεον ισχυραν παρακλησιν εχωμεν οι καταϕυγοντες κρατησαι της προκειμενης ελπιδος 19 ην ως αγκυραν εχομεν της ψυχης ασϕαλη τε και βεβαιαν και εισερχομενην εις το εσωτερον του καταπετασματος 20 οπου προδρομος υπερ ημων εισηλϑεν ιησους κατα την ταξιν μελχισεδεκ αρχιερευς γενομενος εις τον αιωνα
επιστολα προς Εβραιους caput 7
1 ουτος γαρ ο μελχισεδεκ βασιλευς σαλημ ιερευς του ϑεου του υψιστου ο συναντησας αβρααμ υποστρεϕοντι απο της κοπης των βασιλεων και ευλογησας αυτον 2 ω και δεκατην απο παντων εμερισεν αβρααμ πρωτον μεν ερμηνευομενος βασιλευς δικαιοσυνης επειτα δε και βασιλευς σαλημ ο εστιν βασιλευς ειρηνης 3 απατωρ αμητωρ αγενεαλογητος μητε αρχην ημερων μητε ζωης τελος εχων αϕωμοιωμενος δε τω υιω του ϑεου μενει ιερευς εις το διηνεκες 4 ϑεωρειτε δε πηλικος ουτος ω και δεκατην αβρααμ εδωκεν εκ των ακροϑινιων ο πατριαρχης 5 και οι μεν εκ των υιων λευι την ιερατειαν λαμβανοντες εντολην εχουσιν αποδεκατουν τον λαον κατα τον νομον τουτεστιν τους αδελϕους αυτων καιπερ εξεληλυϑοτας εκ της οσϕυος αβρααμ 6 ο δε μη γενεαλογουμενος εξ αυτων δεδεκατωκεν τον αβρααμ και τον εχοντα τας επαγγελιας ευλογηκεν 7 χωρις δε πασης αντιλογιας το ελαττον υπο του κρειττονος ευλογειται 8 και ωδε μεν δεκατας αποϑνησκοντες ανϑρωποι λαμβανουσιν εκει δε μαρτυρουμενος οτι ζη 9 και ως επος ειπειν δια αβρααμ και λευι ο δεκατας λαμβανων δεδεκατωται 10 ετι γαρ εν τη οσϕυι του πατρος ην οτε συνηντησεν αυτω ο μελχισεδεκ 11 ει μεν ουν τελειωσις δια της λευιτικης ιερωσυνης ην ο λαος γαρ επ αυτη νενομοϑετητο τις ετι χρεια κατα την ταξιν μελχισεδεκ ετερον ανιστασϑαι ιερεα και ου κατα την ταξιν ααρων λεγεσϑαι 12 μετατιϑεμενης γαρ της ιερωσυνης εξ αναγκης και νομου μεταϑεσις γινεται 13 εϕ ον γαρ λεγεται ταυτα ϕυλης ετερας μετεσχηκεν αϕ ης ουδεις προσεσχηκεν τω ϑυσιαστηριω 14 προδηλον γαρ οτι εξ ιουδα ανατεταλκεν ο κυριος ημων εις ην ϕυλην ουδεν περι ιερωσυνης μωσης ελαλησεν 15 και περισσοτερον ετι καταδηλον εστιν ει κατα την ομοιοτητα μελχισεδεκ ανισταται ιερευς ετερος 16 ος ου κατα νομον εντολης σαρκικης γεγονεν αλλα κατα δυναμιν ζωης ακαταλυτου 17 μαρτυρει γαρ οτι συ ιερευς εις τον αιωνα κατα την ταξιν μελχισεδεκ 18 αϑετησις μεν γαρ γινεται προαγουσης εντολης δια το αυτης ασϑενες και ανωϕελες 19 ουδεν γαρ ετελειωσεν ο νομος επεισαγωγη δε κρειττονος ελπιδος δι ης εγγιζομεν τω ϑεω 20 και καϑ οσον ου χωρις ορκωμοσιας οι μεν γαρ χωρις ορκωμοσιας εισιν ιερεις γεγονοτες 21 ο δε μετα ορκωμοσιας δια του λεγοντος προς αυτον ωμοσεν κυριος και ου μεταμεληϑησεται συ ιερευς εις τον αιωνα κατα την ταξιν μελχισεδεκ 22 κατα τοσουτον κρειττονος διαϑηκης γεγονεν εγγυος ιησους 23 και οι μεν πλειονες εισιν γεγονοτες ιερεις δια το ϑανατω κωλυεσϑαι παραμενειν 24 ο δε δια το μενειν αυτον εις τον αιωνα απαραβατον εχει την ιερωσυνην 25 οϑεν και σωζειν εις το παντελες δυναται τους προσερχομενους δι αυτου τω ϑεω παντοτε ζων εις το εντυγχανειν υπερ αυτων 26 τοιουτος γαρ ημιν επρεπεν αρχιερευς οσιος ακακος αμιαντος κεχωρισμενος απο των αμαρτωλων και υψηλοτερος των ουρανων γενομενος 27 ος ουκ εχει καϑ ημεραν αναγκην ωσπερ οι αρχιερεις προτερον υπερ των ιδιων αμαρτιων ϑυσιας αναϕερειν επειτα των του λαου τουτο γαρ εποιησεν εϕαπαξ εαυτον ανενεγκας 28 ο νομος γαρ ανϑρωπους καϑιστησιν αρχιερεις εχοντας ασϑενειαν ο λογος δε της ορκωμοσιας της μετα τον νομον υιον εις τον αιωνα τετελειωμενον
επιστολα προς Εβραιους caput 8
1 κεϕαλαιον δε επι τοις λεγομενοις τοιουτον εχομεν αρχιερεα ος εκαϑισεν εν δεξια του ϑρονου της μεγαλωσυνης εν τοις ουρανοις 2 των αγιων λειτουργος και της σκηνης της αληϑινης ην επηξεν ο κυριος και ουκ ανϑρωπος 3 πας γαρ αρχιερευς εις το προσϕερειν δωρα τε και ϑυσιας καϑισταται οϑεν αναγκαιον εχειν τι και τουτον ο προσενεγκη 4 ει μεν γαρ ην επι γης ουδ αν ην ιερευς οντων των ιερεων των προσϕεροντων κατα τον νομον τα δωρα 5 οιτινες υποδειγματι και σκια λατρευουσιν των επουρανιων καϑως κεχρηματισται μωσης μελλων επιτελειν την σκηνην ορα γαρ ϕησιν ποιησης παντα κατα τον τυπον τον δειχϑεντα σοι εν τω ορει 6 νυνι δε διαϕορωτερας τετευχεν λειτουργιας οσω και κρειττονος εστιν διαϑηκης μεσιτης ητις επι κρειττοσιν επαγγελιαις νενομοϑετηται 7 ει γαρ η πρωτη εκεινη ην αμεμπτος ουκ αν δευτερας εζητειτο τοπος 8 μεμϕομενος γαρ αυτοις λεγει ιδου ημεραι ερχονται λεγει κυριος και συντελεσω επι τον οικον ισραηλ και επι τον οικον ιουδα διαϑηκην καινην 9 ου κατα την διαϑηκην ην εποιησα τοις πατρασιν αυτων εν ημερα επιλαβομενου μου της χειρος αυτων εξαγαγειν αυτους εκ γης αιγυπτου οτι αυτοι ουκ ενεμειναν εν τη διαϑηκη μου καγω ημελησα αυτων λεγει κυριος 10 οτι αυτη η διαϑηκη ην διαϑησομαι τω οικω ισραηλ μετα τας ημερας εκεινας λεγει κυριος διδους νομους μου εις την διανοιαν αυτων και επι καρδιας αυτων επιγραψω αυτους και εσομαι αυτοις εις ϑεον και αυτοι εσονται μοι εις λαον 11 και ου μη διδαξωσιν εκαστος τον πλησιον αυτου και εκαστος τον αδελϕον αυτου λεγων γνωϑι τον κυριον οτι παντες ειδησουσιν με απο μικρου αυτων εως μεγαλου αυτων 12 οτι ιλεως εσομαι ταις αδικιαις αυτων και των αμαρτιων αυτων και των ανομιων αυτων ου μη μνησϑω ετι 13 εν τω λεγειν καινην πεπαλαιωκεν την πρωτην το δε παλαιουμενον και γηρασκον εγγυς αϕανισμου
επιστολα προς Εβραιους caput 9
1 ειχεν μεν ουν και η πρωτη σκηνη δικαιωματα λατρειας το τε αγιον κοσμικον 2 σκηνη γαρ κατεσκευασϑη η πρωτη εν η η τε λυχνια και η τραπεζα και η προϑεσις των αρτων ητις λεγεται αγια 3 μετα δε το δευτερον καταπετασμα σκηνη η λεγομενη αγια αγιων 4 χρυσουν εχουσα ϑυμιατηριον και την κιβωτον της διαϑηκης περικεκαλυμμενην παντοϑεν χρυσιω εν η σταμνος χρυση εχουσα το μαννα και η ραβδος ααρων η βλαστησασα και αι πλακες της διαϑηκης 5 υπερανω δε αυτης χερουβιμ δοξης κατασκιαζοντα το ιλαστηριον περι ων ουκ εστιν νυν λεγειν κατα μερος 6 τουτων δε ουτως κατεσκευασμενων εις μεν την πρωτην σκηνην διαπαντος εισιασιν οι ιερεις τας λατρειας επιτελουντες 7 εις δε την δευτεραν απαξ του ενιαυτου μονος ο αρχιερευς ου χωρις αιματος ο προσϕερει υπερ εαυτου και των του λαου αγνοηματων 8 τουτο δηλουντος του πνευματος του αγιου μηπω πεϕανερωσϑαι την των αγιων οδον ετι της πρωτης σκηνης εχουσης στασιν 9 ητις παραβολη εις τον καιρον τον ενεστηκοτα καϑ ον δωρα τε και ϑυσιαι προσϕερονται μη δυναμεναι κατα συνειδησιν τελειωσαι τον λατρευοντα 10 μονον επι βρωμασιν και πομασιν και διαϕοροις βαπτισμοις και δικαιωμασιν σαρκος μεχρι καιρου διορϑωσεως επικειμενα 11 χριστος δε παραγενομενος αρχιερευς των μελλοντων αγαϑων δια της μειζονος και τελειοτερας σκηνης ου χειροποιητου τουτεστιν ου ταυτης της κτισεως 12 ουδε δι αιματος τραγων και μοσχων δια δε του ιδιου αιματος εισηλϑεν εϕαπαξ εις τα αγια αιωνιαν λυτρωσιν ευραμενος 13 ει γαρ το αιμα ταυρων και τραγων και σποδος δαμαλεως ραντιζουσα τους κεκοινωμενους αγιαζει προς την της σαρκος καϑαροτητα 14 ποσω μαλλον το αιμα του χριστου ος δια πνευματος αιωνιου εαυτον προσηνεγκεν αμωμον τω ϑεω καϑαριει την συνειδησιν υμων απο νεκρων εργων εις το λατρευειν ϑεω ζωντι 15 και δια τουτο διαϑηκης καινης μεσιτης εστιν οπως ϑανατου γενομενου εις απολυτρωσιν των επι τη πρωτη διαϑηκη παραβασεων την επαγγελιαν λαβωσιν οι κεκλημενοι της αιωνιου κληρονομιας 16 οπου γαρ διαϑηκη ϑανατον αναγκη ϕερεσϑαι του διαϑεμενου 17 διαϑηκη γαρ επι νεκροις βεβαια επει μηποτε ισχυει οτε ζη ο διαϑεμενος 18 οϑεν ουδ η πρωτη χωρις αιματος εγκεκαινισται 19 λαληϑεισης γαρ πασης εντολης κατα νομον υπο μωυσεως παντι τω λαω λαβων το αιμα των μοσχων και τραγων μετα υδατος και εριου κοκκινου και υσσωπου αυτο τε το βιβλιον και παντα τον λαον ερραντισεν 20 λεγων τουτο το αιμα της διαϑηκης ης ενετειλατο προς υμας ο ϑεος 21 και την σκηνην δε και παντα τα σκευη της λειτουργιας τω αιματι ομοιως ερραντισεν 22 και σχεδον εν αιματι παντα καϑαριζεται κατα τον νομον και χωρις αιματεκχυσιας ου γινεται αϕεσις 23 αναγκη ουν τα μεν υποδειγματα των εν τοις ουρανοις τουτοις καϑαριζεσϑαι αυτα δε τα επουρανια κρειττοσιν ϑυσιαις παρα ταυτας 24 ου γαρ εις χειροποιητα αγια εισηλϑεν ο χριστος αντιτυπα των αληϑινων αλλ εις αυτον τον ουρανον νυν εμϕανισϑηναι τω προσωπω του ϑεου υπερ ημων 25 ουδ ινα πολλακις προσϕερη εαυτον ωσπερ ο αρχιερευς εισερχεται εις τα αγια κατ ενιαυτον εν αιματι αλλοτριω 26 επει εδει αυτον πολλακις παϑειν απο καταβολης κοσμου νυν δε απαξ επι συντελεια των αιωνων εις αϑετησιν αμαρτιας δια της ϑυσιας αυτου πεϕανερωται 27 και καϑ οσον αποκειται τοις ανϑρωποις απαξ αποϑανειν μετα δε τουτο κρισις 28 ουτως ο χριστος απαξ προσενεχϑεις εις το πολλων ανενεγκειν αμαρτιας εκ δευτερου χωρις αμαρτιας οϕϑησεται τοις αυτον απεκδεχομενοις εις σωτηριαν
επιστολα προς Εβραιους caput 10
1 σκιαν γαρ εχων ο νομος των μελλοντων αγαϑων ουκ αυτην την εικονα των πραγματων κατ ενιαυτον ταις αυταις ϑυσιαις ας προσϕερουσιν εις το διηνεκες ουδεποτε δυναται τους προσερχομενους τελειωσαι 2 επει ουκ αν επαυσαντο προσϕερομεναι δια το μηδεμιαν εχειν ετι συνειδησιν αμαρτιων τους λατρευοντας απαξ κεκαϑαρμενους 3 αλλ εν αυταις αναμνησις αμαρτιων κατ ενιαυτον 4 αδυνατον γαρ αιμα ταυρων και τραγων αϕαιρειν αμαρτιας 5 διο εισερχομενος εις τον κοσμον λεγει ϑυσιαν και προσϕοραν ουκ ηϑελησας σωμα δε κατηρτισω μοι 6 ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ευδοκησας 7 τοτε ειπον ιδου ηκω εν κεϕαλιδι βιβλιου γεγραπται περι εμου του ποιησαι ο ϑεος το ϑελημα σου 8 ανωτερον λεγων οτι ϑυσιαν και προσϕοραν και ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ηϑελησας ουδε ευδοκησας αιτινες κατα τον νομον προσϕερονται 9 τοτε ειρηκεν ιδου ηκω του ποιησαι ο ϑεος το ϑελημα σου αναιρει το πρωτον ινα το δευτερον στηση 10 εν ω ϑεληματι ηγιασμενοι εσμεν οι δια της προσϕορας του σωματος του ιησου χριστου εϕαπαξ 11 και πας μεν ιερευς εστηκεν καϑ ημεραν λειτουργων και τας αυτας πολλακις προσϕερων ϑυσιας αιτινες ουδεποτε δυνανται περιελειν αμαρτιας 12 αυτος δε μιαν υπερ αμαρτιων προσενεγκας ϑυσιαν εις το διηνεκες εκαϑισεν εν δεξια του ϑεου 13 το λοιπον εκδεχομενος εως τεϑωσιν οι εχϑροι αυτου υποποδιον των ποδων αυτου 14 μια γαρ προσϕορα τετελειωκεν εις το διηνεκες τους αγιαζομενους 15 μαρτυρει δε ημιν και το πνευμα το αγιον μετα γαρ το προειρηκεναι 16 αυτη η διαϑηκη ην διαϑησομαι προς αυτους μετα τας ημερας εκεινας λεγει κυριος διδους νομους μου επι καρδιας αυτων και επι των διανοιων αυτων επιγραψω αυτους 17 και των αμαρτιων αυτων και των ανομιων αυτων ου μη μνησϑω ετι 18 οπου δε αϕεσις τουτων ουκετι προσϕορα περι αμαρτιας 19 εχοντες ουν αδελϕοι παρρησιαν εις την εισοδον των αγιων εν τω αιματι ιησου 20 ην ενεκαινισεν ημιν οδον προσϕατον και ζωσαν δια του καταπετασματος τουτεστιν της σαρκος αυτου 21 και ιερεα μεγαν επι τον οικον του ϑεου 22 προσερχωμεϑα μετα αληϑινης καρδιας εν πληροϕορια πιστεως ερραντισμενοι τας καρδιας απο συνειδησεως πονηρας και λελουμενοι το σωμα υδατι καϑαρω 23 κατεχωμεν την ομολογιαν της ελπιδος ακλινη πιστος γαρ ο επαγγειλαμενος 24 και κατανοωμεν αλληλους εις παροξυσμον αγαπης και καλων εργων 25 μη εγκαταλειποντες την επισυναγωγην εαυτων καϑως εϑος τισιν αλλα παρακαλουντες και τοσουτω μαλλον οσω βλεπετε εγγιζουσαν την ημεραν 26 εκουσιως γαρ αμαρτανοντων ημων μετα το λαβειν την επιγνωσιν της αληϑειας ουκετι περι αμαρτιων απολειπεται ϑυσια 27 ϕοβερα δε τις εκδοχη κρισεως και πυρος ζηλος εσϑιειν μελλοντος τους υπεναντιους 28 αϑετησας τις νομον μωσεως χωρις οικτιρμων επι δυσιν η τρισιν μαρτυσιν αποϑνησκει 29 ποσω δοκειτε χειρονος αξιωϑησεται τιμωριας ο τον υιον του ϑεου καταπατησας και το αιμα της διαϑηκης κοινον ηγησαμενος εν ω ηγιασϑη και το πνευμα της χαριτος ενυβρισας 30 οιδαμεν γαρ τον ειποντα εμοι εκδικησις εγω ανταποδωσω λεγει κυριος και παλιν κυριος κρινει τον λαον αυτου 31 ϕοβερον το εμπεσειν εις χειρας ϑεου ζωντος 32 αναμιμνησκεσϑε δε τας προτερον ημερας εν αις ϕωτισϑεντες πολλην αϑλησιν υπεμεινατε παϑηματων 33 τουτο μεν ονειδισμοις τε και ϑλιψεσιν ϑεατριζομενοι τουτο δε κοινωνοι των ουτως αναστρεϕομενων γενηϑεντες 34 και γαρ τοις δεσμοις μου συνεπαϑησατε και την αρπαγην των υπαρχοντων υμων μετα χαρας προσεδεξασϑε γινωσκοντες εχειν εν εαυτοις κρειττονα υπαρξιν εν ουρανοις και μενουσαν 35 μη αποβαλητε ουν την παρρησιαν υμων ητις εχει μισϑαποδοσιαν μεγαλην 36 υπομονης γαρ εχετε χρειαν ινα το ϑελημα του ϑεου ποιησαντες κομισησϑε την επαγγελιαν 37 ετι γαρ μικρον οσον οσον ο ερχομενος ηξει και ου χρονιει 38 ο δε δικαιος εκ πιστεως ζησεται και εαν υποστειληται ουκ ευδοκει η ψυχη μου εν αυτω 39 ημεις δε ουκ εσμεν υποστολης εις απωλειαν αλλα πιστεως εις περιποιησιν ψυχης
επιστολα προς Εβραιους caput 11
1 εστιν δε πιστις ελπιζομενων υποστασις πραγματων ελεγχος ου βλεπομενων 2 εν ταυτη γαρ εμαρτυρηϑησαν οι πρεσβυτεροι 3 πιστει νοουμεν κατηρτισϑαι τους αιωνας ρηματι ϑεου εις το μη εκ ϕαινομενων τα βλεπομενα γεγονεναι 4 πιστει πλειονα ϑυσιαν αβελ παρα καιν προσηνεγκεν τω ϑεω δι ης εμαρτυρηϑη ειναι δικαιος μαρτυρουντος επι τοις δωροις αυτου του ϑεου και δι αυτης αποϑανων ετι λαλειται 5 πιστει ενωχ μετετεϑη του μη ιδειν ϑανατον και ουχ ευρισκετο διοτι μετεϑηκεν αυτον ο ϑεος προ γαρ της μεταϑεσεως αυτου μεμαρτυρηται ευηρεστηκεναι τω ϑεω 6 χωρις δε πιστεως αδυνατον ευαρεστησαι πιστευσαι γαρ δει τον προσερχομενον τω ϑεω οτι εστιν και τοις εκζητουσιν αυτον μισϑαποδοτης γινεται 7 πιστει χρηματισϑεις νωε περι των μηδεπω βλεπομενων ευλαβηϑεις κατεσκευασεν κιβωτον εις σωτηριαν του οικου αυτου δι ης κατεκρινεν τον κοσμον και της κατα πιστιν δικαιοσυνης εγενετο κληρονομος 8 πιστει καλουμενος αβρααμ υπηκουσεν εξελϑειν εις τον τοπον ον ημελλεν λαμβανειν εις κληρονομιαν και εξηλϑεν μη επισταμενος που ερχεται 9 πιστει παρωκησεν εις την γην της επαγγελιας ως αλλοτριαν εν σκηναις κατοικησας μετα ισαακ και ιακωβ των συγκληρονομων της επαγγελιας της αυτης 10 εξεδεχετο γαρ την τους ϑεμελιους εχουσαν πολιν ης τεχνιτης και δημιουργος ο ϑεος 11 πιστει και αυτη σαρρα δυναμιν εις καταβολην σπερματος ελαβεν και παρα καιρον ηλικιας ετεκεν επει πιστον ηγησατο τον επαγγειλαμενον 12 διο και αϕ ενος εγεννηϑησαν και ταυτα νενεκρωμενου καϑως τα αστρα του ουρανου τω πληϑει και ωσει αμμος η παρα το χειλος της ϑαλασσης η αναριϑμητος 13 κατα πιστιν απεϑανον ουτοι παντες μη λαβοντες τας επαγγελιας αλλα πορρωϑεν αυτας ιδοντες και πεισϑεντες και ασπασαμενοι και ομολογησαντες οτι ξενοι και παρεπιδημοι εισιν επι της γης 14 οι γαρ τοιαυτα λεγοντες εμϕανιζουσιν οτι πατριδα επιζητουσιν 15 και ει μεν εκεινης εμνημονευον αϕ ης εξηλϑον ειχον αν καιρον ανακαμψαι 16 νυνι δε κρειττονος ορεγονται τουτεστιν επουρανιου διο ουκ επαισχυνεται αυτους ο ϑεος ϑεος επικαλεισϑαι αυτων ητοιμασεν γαρ αυτοις πολιν 17 πιστει προσενηνοχεν αβρααμ τον ισαακ πειραζομενος και τον μονογενη προσεϕερεν ο τας επαγγελιας αναδεξαμενος 18 προς ον ελαληϑη οτι εν ισαακ κληϑησεται σοι σπερμα 19 λογισαμενος οτι και εκ νεκρων εγειρειν δυνατος ο ϑεος οϑεν αυτον και εν παραβολη εκομισατο 20 πιστει περι μελλοντων ευλογησεν ισαακ τον ιακωβ και τον ησαυ 21 πιστει ιακωβ αποϑνησκων εκαστον των υιων ιωσηϕ ευλογησεν και προσεκυνησεν επι το ακρον της ραβδου αυτου 22 πιστει ιωσηϕ τελευτων περι της εξοδου των υιων ισραηλ εμνημονευσεν και περι των οστεων αυτου ενετειλατο 23 πιστει μωσης γεννηϑεις εκρυβη τριμηνον υπο των πατερων αυτου διοτι ειδον αστειον το παιδιον και ουκ εϕοβηϑησαν το διαταγμα του βασιλεως 24 πιστει μωσης μεγας γενομενος ηρνησατο λεγεσϑαι υιος ϑυγατρος ϕαραω 25 μαλλον ελομενος συγκακουχεισϑαι τω λαω του ϑεου η προσκαιρον εχειν αμαρτιας απολαυσιν 26 μειζονα πλουτον ηγησαμενος των εν αιγυπτω ϑησαυρων τον ονειδισμον του χριστου απεβλεπεν γαρ εις την μισϑαποδοσιαν 27 πιστει κατελιπεν αιγυπτον μη ϕοβηϑεις τον ϑυμον του βασιλεως τον γαρ αορατον ως ορων εκαρτερησεν 28 πιστει πεποιηκεν το πασχα και την προσχυσιν του αιματος ινα μη ο ολοϑρευων τα πρωτοτοκα ϑιγη αυτων 29 πιστει διεβησαν την ερυϑραν ϑαλασσαν ως δια ξηρας ης πειραν λαβοντες οι αιγυπτιοι κατεποϑησαν 30 πιστει τα τειχη ιεριχω επεσεν κυκλωϑεντα επι επτα ημερας 31 πιστει ρααβ η πορνη ου συναπωλετο τοις απειϑησασιν δεξαμενη τους κατασκοπους μετ ειρηνης 32 και τι ετι λεγω επιλειψει γαρ με διηγουμενον ο χρονος περι γεδεων βαρακ τε και σαμψων και ιεϕϑαε δαβιδ τε και σαμουηλ και των προϕητων 33 οι δια πιστεως κατηγωνισαντο βασιλειας ειργασαντο δικαιοσυνην επετυχον επαγγελιων εϕραξαν στοματα λεοντων 34 εσβεσαν δυναμιν πυρος εϕυγον στοματα μαχαιρας ενεδυναμωϑησαν απο ασϑενειας εγενηϑησαν ισχυροι εν πολεμω παρεμβολας εκλιναν αλλοτριων 35 ελαβον γυναικες εξ αναστασεως τους νεκρους αυτων αλλοι δε ετυμπανισϑησαν ου προσδεξαμενοι την απολυτρωσιν ινα κρειττονος αναστασεως τυχωσιν 36 ετεροι δε εμπαιγμων και μαστιγων πειραν ελαβον ετι δε δεσμων και ϕυλακης 37 ελιϑασϑησαν επρισϑησαν επειρασϑησαν εν ϕονω μαχαιρας απεϑανον περιηλϑον εν μηλωταις εν αιγειοις δερμασιν υστερουμενοι ϑλιβομενοι κακουχουμενοι 38 ων ουκ ην αξιος ο κοσμος εν ερημιαις πλανωμενοι και ορεσιν και σπηλαιοις και ταις οπαις της γης 39 και ουτοι παντες μαρτυρηϑεντες δια της πιστεως ουκ εκομισαντο την επαγγελιαν 40 του ϑεου περι ημων κρειττον τι προβλεψαμενου ινα μη χωρις ημων τελειωϑωσιν
επιστολα προς Εβραιους caput 12
1 τοιγαρουν και ημεις τοσουτον εχοντες περικειμενον ημιν νεϕος μαρτυρων ογκον αποϑεμενοι παντα και την ευπεριστατον αμαρτιαν δι υπομονης τρεχωμεν τον προκειμενον ημιν αγωνα 2 αϕορωντες εις τον της πιστεως αρχηγον και τελειωτην ιησουν ος αντι της προκειμενης αυτω χαρας υπεμεινεν σταυρον αισχυνης καταϕρονησας εν δεξια τε του ϑρονου του ϑεου εκαϑισεν 3 αναλογισασϑε γαρ τον τοιαυτην υπομεμενηκοτα υπο των αμαρτωλων εις αυτον αντιλογιαν ινα μη καμητε ταις ψυχαις υμων εκλυομενοι 4 ουπω μεχρις αιματος αντικατεστητε προς την αμαρτιαν ανταγωνιζομενοι 5 και εκλελησϑε της παρακλησεως ητις υμιν ως υιοις διαλεγεται υιε μου μη ολιγωρει παιδειας κυριου μηδε εκλυου υπ αυτου ελεγχομενος 6 ον γαρ αγαπα κυριος παιδευει μαστιγοι δε παντα υιον ον παραδεχεται 7 ει παιδειαν υπομενετε ως υιοις υμιν προσϕερεται ο ϑεος τις γαρ εστιν υιος ον ου παιδευει πατηρ 8 ει δε χωρις εστε παιδειας ης μετοχοι γεγονασιν παντες αρα νοϑοι εστε και ουχ υιοι 9 ειτα τους μεν της σαρκος ημων πατερας ειχομεν παιδευτας και ενετρεπομεϑα ου πολλω μαλλον υποταγησομεϑα τω πατρι των πνευματων και ζησομεν 10 οι μεν γαρ προς ολιγας ημερας κατα το δοκουν αυτοις επαιδευον ο δε επι το συμϕερον εις το μεταλαβειν της αγιοτητος αυτου 11 πασα δε παιδεια προς μεν το παρον ου δοκει χαρας ειναι αλλα λυπης υστερον δε καρπον ειρηνικον τοις δι αυτης γεγυμνασμενοις αποδιδωσιν δικαιοσυνης 12 διο τας παρειμενας χειρας και τα παραλελυμενα γονατα ανορϑωσατε 13 και τροχιας ορϑας ποιησατε τοις ποσιν υμων ινα μη το χωλον εκτραπη ιαϑη δε μαλλον 14 ειρηνην διωκετε μετα παντων και τον αγιασμον ου χωρις ουδεις οψεται τον κυριον 15 επισκοπουντες μη τις υστερων απο της χαριτος του ϑεου μη τις ριζα πικριας ανω ϕυουσα ενοχλη και δια ταυτης μιανϑωσιν πολλοι 16 μη τις πορνος η βεβηλος ως ησαυ ος αντι βρωσεως μιας απεδοτο τα πρωτοτοκια αυτου 17 ιστε γαρ οτι και μετεπειτα ϑελων κληρονομησαι την ευλογιαν απεδοκιμασϑη μετανοιας γαρ τοπον ουχ ευρεν καιπερ μετα δακρυων εκζητησας αυτην 18 ου γαρ προσεληλυϑατε ψηλαϕωμενω ορει και κεκαυμενω πυρι και γνοϕω και σκοτω και ϑυελλη 19 και σαλπιγγος ηχω και ϕωνη ρηματων ης οι ακουσαντες παρητησαντο μη προστεϑηναι αυτοις λογον 20 ουκ εϕερον γαρ το διαστελλομενον καν ϑηριον ϑιγη του ορους λιϑοβοληϑησεται η βολιδι κατατοξευϑησεται 21 και ουτως ϕοβερον ην το ϕανταζομενον μωσης ειπεν εκϕοβος ειμι και εντρομος 22 αλλα προσεληλυϑατε σιων ορει και πολει ϑεου ζωντος ιερουσαλημ επουρανιω και μυριασιν αγγελων 23 πανηγυρει και εκκλησια πρωτοτοκων εν ουρανοις απογεγραμμενων και κριτη ϑεω παντων και πνευμασιν δικαιων τετελειωμενων 24 και διαϑηκης νεας μεσιτη ιησου και αιματι ραντισμου κρειττονα λαλουντι παρα τον αβελ 25 βλεπετε μη παραιτησησϑε τον λαλουντα ει γαρ εκεινοι ουκ εϕυγον τον επι της γης παραιτησαμενοι χρηματιζοντα πολλω μαλλον ημεις οι τον απ ουρανων αποστρεϕομενοι 26 ου η ϕωνη την γην εσαλευσεν τοτε νυν δε επηγγελται λεγων ετι απαξ εγω σειω ου μονον την γην αλλα και τον ουρανον 27 το δε ετι απαξ δηλοι των σαλευομενων την μεταϑεσιν ως πεποιημενων ινα μεινη τα μη σαλευομενα 28 διο βασιλειαν ασαλευτον παραλαμβανοντες εχωμεν χαριν δι ης λατρευωμεν ευαρεστως τω ϑεω μετα αιδους και ευλαβειας 29 και γαρ ο ϑεος ημων πυρ καταναλισκον
επιστολα προς Εβραιους caput 13
1 η ϕιλαδελϕια μενετω 2 της ϕιλοξενιας μη επιλανϑανεσϑε δια ταυτης γαρ ελαϑον τινες ξενισαντες αγγελους 3 μιμνησκεσϑε των δεσμιων ως συνδεδεμενοι των κακουχουμενων ως και αυτοι οντες εν σωματι 4 τιμιος ο γαμος εν πασιν και η κοιτη αμιαντος πορνους δε και μοιχους κρινει ο ϑεος 5 αϕιλαργυρος ο τροπος αρκουμενοι τοις παρουσιν αυτος γαρ ειρηκεν ου μη σε ανω ουδ ου μη σε εγκαταλιπω 6 ωστε ϑαρρουντας ημας λεγειν κυριος εμοι βοηϑος και ου ϕοβηϑησομαι τι ποιησει μοι ανϑρωπος 7 μνημονευετε των ηγουμενων υμων οιτινες ελαλησαν υμιν τον λογον του ϑεου ων αναϑεωρουντες την εκβασιν της αναστροϕης μιμεισϑε την πιστιν 8 ιησους χριστος χϑες και σημερον ο αυτος και εις τους αιωνας 9 διδαχαις ποικιλαις και ξεναις μη περιϕερεσϑε καλον γαρ χαριτι βεβαιουσϑαι την καρδιαν ου βρωμασιν εν οις ουκ ωϕεληϑησαν οι περιπατησαντες 10 εχομεν ϑυσιαστηριον εξ ου ϕαγειν ουκ εχουσιν εξουσιαν οι τη σκηνη λατρευοντες 11 ων γαρ εισϕερεται ζωων το αιμα περι αμαρτιας εις τα αγια δια του αρχιερεως τουτων τα σωματα κατακαιεται εξω της παρεμβολης 12 διο και ιησους ινα αγιαση δια του ιδιου αιματος τον λαον εξω της πυλης επαϑεν 13 τοινυν εξερχωμεϑα προς αυτον εξω της παρεμβολης τον ονειδισμον αυτου ϕεροντες 14 ου γαρ εχομεν ωδε μενουσαν πολιν αλλα την μελλουσαν επιζητουμεν 15 δι αυτου ουν αναϕερωμεν ϑυσιαν αινεσεως διαπαντος τω ϑεω τουτεστιν καρπον χειλεων ομολογουντων τω ονοματι αυτου 16 της δε ευποιιας και κοινωνιας μη επιλανϑανεσϑε τοιαυταις γαρ ϑυσιαις ευαρεστειται ο ϑεος 17 πειϑεσϑε τοις ηγουμενοις υμων και υπεικετε αυτοι γαρ αγρυπνουσιν υπερ των ψυχων υμων ως λογον αποδωσοντες ινα μετα χαρας τουτο ποιωσιν και μη στεναζοντες αλυσιτελες γαρ υμιν τουτο 18 προσευχεσϑε περι ημων πεποιϑαμεν γαρ οτι καλην συνειδησιν εχομεν εν πασιν καλως ϑελοντες αναστρεϕεσϑαι 19 περισσοτερως δε παρακαλω τουτο ποιησαι ινα ταχιον αποκατασταϑω υμιν 20 ο δε ϑεος της ειρηνης ο αναγαγων εκ νεκρων τον ποιμενα των προβατων τον μεγαν εν αιματι διαϑηκης αιωνιου τον κυριον ημων ιησουν 21 καταρτισαι υμας εν παντι εργω αγαϑω εις το ποιησαι το ϑελημα αυτου ποιων εν υμιν το ευαρεστον ενωπιον αυτου δια ιησου χριστου ω η δοξα εις τους αιωνας των αιωνων αμην 22 παρακαλω δε υμας αδελϕοι ανεχεσϑε του λογου της παρακλησεως και γαρ δια βραχεων επεστειλα υμιν 23 γινωσκετε τον αδελϕον τιμοϑεον απολελυμενον μεϑ ου εαν ταχιον ερχηται οψομαι υμας 24 ασπασασϑε παντας τους ηγουμενους υμων και παντας τους αγιους ασπαζονται υμας οι απο της ιταλιας 25 η χαρις μετα παντων υμων αμην [προς εβραιους εγραϕη απο της ιταλιας δια τιμοϑεου] Εξπλιχιτ επιστολα βεατι Παυλι αποστολι αδ Ηεβρ⎛οσ
αποστολι Ιακωβου
αποστολι Ιακωβου caput 1
1 ιακωβος ϑεου και κυριου ιησου χριστου δουλος ταις δωδεκα ϕυλαις ταις εν τη διασπορα χαιρειν 2 πασαν χαραν ηγησασϑε αδελϕοι μου οταν πειρασμοις περιπεσητε ποικιλοις 3 γινωσκοντες οτι το δοκιμιον υμων της πιστεως κατεργαζεται υπομονην 4 η δε υπομονη εργον τελειον εχετω ινα ητε τελειοι και ολοκληροι εν μηδενι λειπομενοι 5 ει δε τις υμων λειπεται σοϕιας αιτειτω παρα του διδοντος ϑεου πασιν απλως και μη ονειδιζοντος και δοϑησεται αυτω 6 αιτειτω δε εν πιστει μηδεν διακρινομενος ο γαρ διακρινομενος εοικεν κλυδωνι ϑαλασσης ανεμιζομενω και ριπιζομενω 7 μη γαρ οιεσϑω ο ανϑρωπος εκεινος οτι ληψεται τι παρα του κυριου 8 ανηρ διψυχος ακαταστατος εν πασαις ταις οδοις αυτου 9 καυχασϑω δε ο αδελϕος ο ταπεινος εν τω υψει αυτου 10 ο δε πλουσιος εν τη ταπεινωσει αυτου οτι ως ανϑος χορτου παρελευσεται 11 ανετειλεν γαρ ο ηλιος συν τω καυσωνι και εξηρανεν τον χορτον και το ανϑος αυτου εξεπεσεν και η ευπρεπεια του προσωπου αυτου απωλετο ουτως και ο πλουσιος εν ταις πορειαις αυτου μαρανϑησεται 12 μακαριος ανηρ ος υπομενει πειρασμον οτι δοκιμος γενομενος ληψεται τον στεϕανον της ζωης ον επηγγειλατο ο κυριος τοις αγαπωσιν αυτον 13 μηδεις πειραζομενος λεγετω οτι απο του ϑεου πειραζομαι ο γαρ ϑεος απειραστος εστιν κακων πειραζει δε αυτος ουδενα 14 εκαστος δε πειραζεται υπο της ιδιας επιϑυμιας εξελκομενος και δελεαζομενος 15 ειτα η επιϑυμια συλλαβουσα τικτει αμαρτιαν η δε αμαρτια αποτελεσϑεισα αποκυει ϑανατον 16 μη πλανασϑε αδελϕοι μου αγαπητοι 17 πασα δοσις αγαϑη και παν δωρημα τελειον ανωϑεν εστιν καταβαινον απο του πατρος των ϕωτων παρ ω ουκ ενι παραλλαγη η τροπης αποσκιασμα 18 βουληϑεις απεκυησεν ημας λογω αληϑειας εις το ειναι ημας απαρχην τινα των αυτου κτισματων 19 ωστε αδελϕοι μου αγαπητοι εστω πας ανϑρωπος ταχυς εις το ακουσαι βραδυς εις το λαλησαι βραδυς εις οργην 20 οργη γαρ ανδρος δικαιοσυνην ϑεου ου κατεργαζεται 21 διο αποϑεμενοι πασαν ρυπαριαν και περισσειαν κακιας εν πραυτητι δεξασϑε τον εμϕυτον λογον τον δυναμενον σωσαι τας ψυχας υμων 22 γινεσϑε δε ποιηται λογου και μη μονον ακροαται παραλογιζομενοι εαυτους 23 οτι ει τις ακροατης λογου εστιν και ου ποιητης ουτος εοικεν ανδρι κατανοουντι το προσωπον της γενεσεως αυτου εν εσοπτρω 24 κατενοησεν γαρ εαυτον και απεληλυϑεν και ευϑεως επελαϑετο οποιος ην 25 ο δε παρακυψας εις νομον τελειον τον της ελευϑεριας και παραμεινας ουτος ουκ ακροατης επιλησμονης γενομενος αλλα ποιητης εργου ουτος μακαριος εν τη ποιησει αυτου εσται 26 ει τις δοκει ϑρησκος ειναι εν υμιν μη χαλιναγωγων γλωσσαν αυτου αλλ απατων καρδιαν αυτου τουτου ματαιος η ϑρησκεια 27 ϑρησκεια καϑαρα και αμιαντος παρα τω ϑεω και πατρι αυτη εστιν επισκεπτεσϑαι ορϕανους και χηρας εν τη ϑλιψει αυτων ασπιλον εαυτον τηρειν απο του κοσμου
αποστολι Ιακωβου caput 2
1 αδελϕοι μου μη εν προσωποληψιαις εχετε την πιστιν του κυριου ημων ιησου χριστου της δοξης 2 εαν γαρ εισελϑη εις την συναγωγην υμων ανηρ χρυσοδακτυλιος εν εσϑητι λαμπρα εισελϑη δε και πτωχος εν ρυπαρα εσϑητι 3 και επιβλεψητε επι τον ϕορουντα την εσϑητα την λαμπραν και ειπητε αυτω συ καϑου ωδε καλως και τω πτωχω ειπητε συ στηϑι εκει η καϑου ωδε υπο το υποποδιον μου 4 και ου διεκριϑητε εν εαυτοις και εγενεσϑε κριται διαλογισμων πονηρων 5 ακουσατε αδελϕοι μου αγαπητοι ουχ ο ϑεος εξελεξατο τους πτωχους του κοσμου τουτου πλουσιους εν πιστει και κληρονομους της βασιλειας ης επηγγειλατο τοις αγαπωσιν αυτον 6 υμεις δε ητιμασατε τον πτωχον ουχ οι πλουσιοι καταδυναστευουσιν υμων και αυτοι ελκουσιν υμας εις κριτηρια 7 ουκ αυτοι βλασϕημουσιν το καλον ονομα το επικληϑεν εϕ υμας 8 ει μεντοι νομον τελειτε βασιλικον κατα την γραϕην αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον καλως ποιειτε 9 ει δε προσωποληπτειτε αμαρτιαν εργαζεσϑε ελεγχομενοι υπο του νομου ως παραβαται 10 οστις γαρ ολον τον νομον τηρησει πταισει δε εν ενι γεγονεν παντων ενοχος 11 ο γαρ ειπων μη μοιχευσης ειπεν και μη ϕονευσης ει δε ου μοιχευσεις ϕονευσεις δε γεγονας παραβατης νομου 12 ουτως λαλειτε και ουτως ποιειτε ως δια νομου ελευϑεριας μελλοντες κρινεσϑαι 13 η γαρ κρισις ανιλεως τω μη ποιησαντι ελεος και κατακαυχαται ελεος κρισεως 14 τι το οϕελος αδελϕοι μου εαν πιστιν λεγη τις εχειν εργα δε μη εχη μη δυναται η πιστις σωσαι αυτον 15 εαν δε αδελϕος η αδελϕη γυμνοι υπαρχωσιν και λειπομενοι ωσιν της εϕημερου τροϕης 16 ειπη δε τις αυτοις εξ υμων υπαγετε εν ειρηνη ϑερμαινεσϑε και χορταζεσϑε μη δωτε δε αυτοις τα επιτηδεια του σωματος τι το οϕελος 17 ουτως και η πιστις εαν μη εργα εχη νεκρα εστιν καϑ εαυτην 18 αλλ ερει τις συ πιστιν εχεις καγω εργα εχω δειξον μοι την πιστιν σου εκ των εργων σου καγω δειξω σοι εκ των εργων μου την πιστιν μου 19 συ πιστευεις οτι ο ϑεος εις εστιν καλως ποιεις και τα δαιμονια πιστευουσιν και ϕρισσουσιν 20 ϑελεις δε γνωναι ω ανϑρωπε κενε οτι η πιστις χωρις των εργων νεκρα εστιν 21 αβρααμ ο πατηρ ημων ουκ εξ εργων εδικαιωϑη ανενεγκας ισαακ τον υιον αυτου επι το ϑυσιαστηριον 22 βλεπεις οτι η πιστις συνηργει τοις εργοις αυτου και εκ των εργων η πιστις ετελειωϑη 23 και επληρωϑη η γραϕη η λεγουσα επιστευσεν δε αβρααμ τω ϑεω και ελογισϑη αυτω εις δικαιοσυνην και ϕιλος ϑεου εκληϑη 24 ορατε τοινυν οτι εξ εργων δικαιουται ανϑρωπος και ουκ εκ πιστεως μονον 25 ομοιως δε και ρααβ η πορνη ουκ εξ εργων εδικαιωϑη υποδεξαμενη τους αγγελους και ετερα οδω εκβαλουσα 26 ωσπερ γαρ το σωμα χωρις πνευματος νεκρον εστιν ουτως και η πιστις χωρις των εργων νεκρα εστιν
αποστολι Ιακωβου caput 3
1 μη πολλοι διδασκαλοι γινεσϑε αδελϕοι μου ειδοτες οτι μειζον κριμα ληψομεϑα 2 πολλα γαρ πταιομεν απαντες ει τις εν λογω ου πταιει ουτος τελειος ανηρ δυνατος χαλιναγωγησαι και ολον το σωμα 3 ιδου των ιππων τους χαλινους εις τα στοματα βαλλομεν προς το πειϑεσϑαι αυτους ημιν και ολον το σωμα αυτων μεταγομεν 4 ιδου και τα πλοια τηλικαυτα οντα και υπο σκληρων ανεμων ελαυνομενα μεταγεται υπο ελαχιστου πηδαλιου οπου αν η ορμη του ευϑυνοντος βουληται 5 ουτως και η γλωσσα μικρον μελος εστιν και μεγαλαυχει ιδου ολιγον πυρ ηλικην υλην αναπτει 6 και η γλωσσα πυρ ο κοσμος της αδικιας ουτως η γλωσσα καϑισταται εν τοις μελεσιν ημων η σπιλουσα ολον το σωμα και ϕλογιζουσα τον τροχον της γενεσεως και ϕλογιζομενη υπο της γεεννης 7 πασα γαρ ϕυσις ϑηριων τε και πετεινων ερπετων τε και εναλιων δαμαζεται και δεδαμασται τη ϕυσει τη ανϑρωπινη 8 την δε γλωσσαν ουδεις δυναται ανϑρωπων δαμασαι ακατασχετον κακον μεστη ιου ϑανατηϕορου 9 εν αυτη ευλογουμεν τον ϑεον και πατερα και εν αυτη καταρωμεϑα τους ανϑρωπους τους καϑ ομοιωσιν ϑεου γεγονοτας 10 εκ του αυτου στοματος εξερχεται ευλογια και καταρα ου χρη αδελϕοι μου ταυτα ουτως γινεσϑαι 11 μητι η πηγη εκ της αυτης οπης βρυει το γλυκυ και το πικρον 12 μη δυναται αδελϕοι μου συκη ελαιας ποιησαι η αμπελος συκα ουτως ουδεμια πηγη αλυκον και γλυκυ ποιησαι υδωρ 13 τις σοϕος και επιστημων εν υμιν δειξατω εκ της καλης αναστροϕης τα εργα αυτου εν πραυτητι σοϕιας 14 ει δε ζηλον πικρον εχετε και εριϑειαν εν τη καρδια υμων μη κατακαυχασϑε και ψευδεσϑε κατα της αληϑειας 15 ουκ εστιν αυτη η σοϕια ανωϑεν κατερχομενη αλλ επιγειος ψυχικη δαιμονιωδης 16 οπου γαρ ζηλος και εριϑεια εκει ακαταστασια και παν ϕαυλον πραγμα 17 η δε ανωϑεν σοϕια πρωτον μεν αγνη εστιν επειτα ειρηνικη επιεικης ευπειϑης μεστη ελεους και καρπων αγαϑων αδιακριτος και ανυποκριτος 18 καρπος δε της δικαιοσυνης εν ειρηνη σπειρεται τοις ποιουσιν ειρηνην
αποστολι Ιακωβου caput 4
1 ποϑεν πολεμοι και μαχαι εν υμιν ουκ εντευϑεν εκ των ηδονων υμων των στρατευομενων εν τοις μελεσιν υμων 2 επιϑυμειτε και ουκ εχετε ϕονευετε και ζηλουτε και ου δυνασϑε επιτυχειν μαχεσϑε και πολεμειτε ουκ εχετε δε δια το μη αιτεισϑαι υμας 3 αιτειτε και ου λαμβανετε διοτι κακως αιτεισϑε ινα εν ταις ηδοναις υμων δαπανησητε 4 μοιχοι και μοιχαλιδες ουκ οιδατε οτι η ϕιλια του κοσμου εχϑρα του ϑεου εστιν ος αν ουν βουληϑη ϕιλος ειναι του κοσμου εχϑρος του ϑεου καϑισταται 5 η δοκειτε οτι κενως η γραϕη λεγει προς ϕϑονον επιποϑει το πνευμα ο κατωκησεν εν ημιν 6 μειζονα δε διδωσιν χαριν διο λεγει ο ϑεος υπερηϕανοις αντιτασσεται ταπεινοις δε διδωσιν χαριν 7 υποταγητε ουν τω ϑεω αντιστητε τω διαβολω και ϕευξεται αϕ υμων 8 εγγισατε τω ϑεω και εγγιει υμιν καϑαρισατε χειρας αμαρτωλοι και αγνισατε καρδιας διψυχοι 9 ταλαιπωρησατε και πενϑησατε και κλαυσατε ο γελως υμων εις πενϑος μεταστραϕητω και η χαρα εις κατηϕειαν 10 ταπεινωϑητε ενωπιον του κυριου και υψωσει υμας 11 μη καταλαλειτε αλληλων αδελϕοι ο καταλαλων αδελϕου και κρινων τον αδελϕον αυτου καταλαλει νομου και κρινει νομον ει δε νομον κρινεις ουκ ει ποιητης νομου αλλα κριτης 12 εις εστιν ο νομοϑετης ο δυναμενος σωσαι και απολεσαι συ τις ει ος κρινεις τον ετερον 13 αγε νυν οι λεγοντες σημερον και αυριον πορευσωμεϑα εις τηνδε την πολιν και ποιησωμεν εκει ενιαυτον ενα και εμπορευσωμεϑα και κερδησωμεν 14 οιτινες ουκ επιστασϑε το της αυριον ποια γαρ η ζωη υμων ατμις γαρ εστιν η προς ολιγον ϕαινομενη επειτα δε αϕανιζομενη 15 αντι του λεγειν υμας εαν ο κυριος ϑεληση και ζησωμεν και ποιησωμεν τουτο η εκεινο 16 νυν δε καυχασϑε εν ταις αλαζονειαις υμων πασα καυχησις τοιαυτη πονηρα εστιν 17 ειδοτι ουν καλον ποιειν και μη ποιουντι αμαρτια αυτω εστιν
αποστολι Ιακωβου caput 5
1 αγε νυν οι πλουσιοι κλαυσατε ολολυζοντες επι ταις ταλαιπωριαις υμων ταις επερχομεναις 2 ο πλουτος υμων σεσηπεν και τα ιματια υμων σητοβρωτα γεγονεν 3 ο χρυσος υμων και ο αργυρος κατιωται και ο ιος αυτων εις μαρτυριον υμιν εσται και ϕαγεται τας σαρκας υμων ως πυρ εϑησαυρισατε εν εσχαταις ημεραις 4 ιδου ο μισϑος των εργατων των αμησαντων τας χωρας υμων ο απεστερημενος αϕ υμων κραζει και αι βοαι των ϑερισαντων εις τα ωτα κυριου σαβαωϑ εισεληλυϑασιν 5 ετρυϕησατε επι της γης και εσπαταλησατε εϑρεψατε τας καρδιας υμων ως εν ημερα σϕαγης 6 κατεδικασατε εϕονευσατε τον δικαιον ουκ αντιτασσεται υμιν 7 μακροϑυμησατε ουν αδελϕοι εως της παρουσιας του κυριου ιδου ο γεωργος εκδεχεται τον τιμιον καρπον της γης μακροϑυμων επ αυτω εως αν λαβη υετον πρωιμον και οψιμον 8 μακροϑυμησατε και υμεις στηριξατε τας καρδιας υμων οτι η παρουσια του κυριου ηγγικεν 9 μη στεναζετε κατ αλληλων αδελϕοι ινα μη κατακριϑητε ιδου κριτης προ των ϑυρων εστηκεν 10 υποδειγμα λαβετε της κακοπαϑειας αδελϕοι μου και της μακροϑυμιας τους προϕητας οι ελαλησαν τω ονοματι κυριου 11 ιδου μακαριζομεν τους υπομενοντας την υπομονην ιωβ ηκουσατε και το τελος κυριου ειδετε οτι πολυσπλαγχνος εστιν ο κυριος και οικτιρμων 12 προ παντων δε αδελϕοι μου μη ομνυετε μητε τον ουρανον μητε την γην μητε αλλον τινα ορκον ητω δε υμων το ναι ναι και το ου ου ινα μη εις υποκρισιν πεσητε 13 κακοπαϑει τις εν υμιν προσευχεσϑω ευϑυμει τις ψαλλετω 14 ασϑενει τις εν υμιν προσκαλεσασϑω τους πρεσβυτερους της εκκλησιας και προσευξασϑωσαν επ αυτον αλειψαντες αυτον ελαιω εν τω ονοματι του κυριου 15 και η ευχη της πιστεως σωσει τον καμνοντα και εγερει αυτον ο κυριος καν αμαρτιας η πεποιηκως αϕεϑησεται αυτω 16 εξομολογεισϑε αλληλοις τα παραπτωματα και ευχεσϑε υπερ αλληλων οπως ιαϑητε πολυ ισχυει δεησις δικαιου ενεργουμενη 17 ηλιας ανϑρωπος ην ομοιοπαϑης ημιν και προσευχη προσηυξατο του μη βρεξαι και ουκ εβρεξεν επι της γης ενιαυτους τρεις και μηνας εξ 18 και παλιν προσηυξατο και ο ουρανος υετον εδωκεν και η γη εβλαστησεν τον καρπον αυτης 19 αδελϕοι εαν τις εν υμιν πλανηϑη απο της αληϑειας και επιστρεψη τις αυτον 20 γινωσκετω οτι ο επιστρεψας αμαρτωλον εκ πλανης οδου αυτου σωσει ψυχην εκ ϑανατου και καλυψει πληϑος αμαρτιων Εξπλιχιτ επιστολα χατηολιχα βεατι ϑαχοβι αποστολι
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα caput 1
1 πετρος αποστολος ιησου χριστου εκλεκτοις παρεπιδημοις διασπορας ποντου γαλατιας καππαδοκιας ασιας και βιϑυνιας 2 κατα προγνωσιν ϑεου πατρος εν αγιασμω πνευματος εις υπακοην και ραντισμον αιματος ιησου χριστου χαρις υμιν και ειρηνη πληϑυνϑειη 3 ευλογητος ο ϑεος και πατηρ του κυριου ημων ιησου χριστου ο κατα το πολυ αυτου ελεος αναγεννησας ημας εις ελπιδα ζωσαν δι αναστασεως ιησου χριστου εκ νεκρων 4 εις κληρονομιαν αϕϑαρτον και αμιαντον και αμαραντον τετηρημενην εν ουρανοις εις ημας 5 τους εν δυναμει ϑεου ϕρουρουμενους δια πιστεως εις σωτηριαν ετοιμην αποκαλυϕϑηναι εν καιρω εσχατω 6 εν ω αγαλλιασϑε ολιγον αρτι ει δεον εστιν λυπηϑεντες εν ποικιλοις πειρασμοις 7 ινα το δοκιμιον υμων της πιστεως πολυ τιμιωτερον χρυσιου του απολλυμενου δια πυρος δε δοκιμαζομενου ευρεϑη εις επαινον και τιμην και δοξαν εν αποκαλυψει ιησου χριστου 8 ον ουκ ειδοτες αγαπατε εις ον αρτι μη ορωντες πιστευοντες δε αγαλλιασϑε χαρα ανεκλαλητω και δεδοξασμενη 9 κομιζομενοι το τελος της πιστεως υμων σωτηριαν ψυχων 10 περι ης σωτηριας εξεζητησαν και εξηρευνησαν προϕηται οι περι της εις υμας χαριτος προϕητευσαντες 11 ερευνωντες εις τινα η ποιον καιρον εδηλου το εν αυτοις πνευμα χριστου προμαρτυρομενον τα εις χριστον παϑηματα και τας μετα ταυτα δοξας 12 οις απεκαλυϕϑη οτι ουχ εαυτοις ημιν δε διηκονουν αυτα α νυν ανηγγελη υμιν δια των ευαγγελισαμενων υμας εν πνευματι αγιω αποσταλεντι απ ουρανου εις α επιϑυμουσιν αγγελοι παρακυψαι 13 διο αναζωσαμενοι τας οσϕυας της διανοιας υμων νηϕοντες τελειως ελπισατε επι την ϕερομενην υμιν χαριν εν αποκαλυψει ιησου χριστου 14 ως τεκνα υπακοης μη συσχηματιζομενοι ταις προτερον εν τη αγνοια υμων επιϑυμιαις 15 αλλα κατα τον καλεσαντα υμας αγιον και αυτοι αγιοι εν παση αναστροϕη γενηϑητε 16 διοτι γεγραπται αγιοι γενεσϑε οτι εγω αγιος ειμι 17 και ει πατερα επικαλεισϑε τον απροσωποληπτως κρινοντα κατα το εκαστου εργον εν ϕοβω τον της παροικιας υμων χρονον αναστραϕητε 18 ειδοτες οτι ου ϕϑαρτοις αργυριω η χρυσιω ελυτρωϑητε εκ της ματαιας υμων αναστροϕης πατροπαραδοτου 19 αλλα τιμιω αιματι ως αμνου αμωμου και ασπιλου χριστου 20 προεγνωσμενου μεν προ καταβολης κοσμου ϕανερωϑεντος δε επ εσχατων των χρονων δι υμας 21 τους δι αυτου πιστευοντας εις ϑεον τον εγειραντα αυτον εκ νεκρων και δοξαν αυτω δοντα ωστε την πιστιν υμων και ελπιδα ειναι εις ϑεον 22 τας ψυχας υμων ηγνικοτες εν τη υπακοη της αληϑειας δια πνευματος εις ϕιλαδελϕιαν ανυποκριτον εκ καϑαρας καρδιας αλληλους αγαπησατε εκτενως 23 αναγεγεννημενοι ουκ εκ σπορας ϕϑαρτης αλλα αϕϑαρτου δια λογου ζωντος ϑεου και μενοντος εις τον αιωνα 24 διοτι πασα σαρξ ως χορτος και πασα δοξα ανϑρωπου ως ανϑος χορτου εξηρανϑη ο χορτος και το ανϑος αυτου εξεπεσεν 25 το δε ρημα κυριου μενει εις τον αιωνα τουτο δε εστιν το ρημα το ευαγγελισϑεν εις υμας
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα caput 2
1 αποϑεμενοι ουν πασαν κακιαν και παντα δολον και υποκρισεις και ϕϑονους και πασας καταλαλιας 2 ως αρτιγεννητα βρεϕη το λογικον αδολον γαλα επιποϑησατε ινα εν αυτω αυξηϑητε 3 ειπερ εγευσασϑε οτι χρηστος ο κυριος 4 προς ον προσερχομενοι λιϑον ζωντα υπο ανϑρωπων μεν αποδεδοκιμασμενον παρα δε ϑεω εκλεκτον εντιμον 5 και αυτοι ως λιϑοι ζωντες οικοδομεισϑε οικος πνευματικος ιερατευμα αγιον ανενεγκαι πνευματικας ϑυσιας ευπροσδεκτους τω ϑεω δια ιησου χριστου 6 διο και περιεχει εν τη γραϕη ιδου τιϑημι εν σιων λιϑον ακρογωνιαιον εκλεκτον εντιμον και ο πιστευων επ αυτω ου μη καταισχυνϑη 7 υμιν ουν η τιμη τοις πιστευουσιν απειϑουσιν δε λιϑον ον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες ουτος εγενηϑη εις κεϕαλην γωνιας 8 και λιϑος προσκομματος και πετρα σκανδαλου οι προσκοπτουσιν τω λογω απειϑουντες εις ο και ετεϑησαν 9 υμεις δε γενος εκλεκτον βασιλειον ιερατευμα εϑνος αγιον λαος εις περιποιησιν οπως τας αρετας εξαγγειλητε του εκ σκοτους υμας καλεσαντος εις το ϑαυμαστον αυτου ϕως 10 οι ποτε ου λαος νυν δε λαος ϑεου οι ουκ ηλεημενοι νυν δε ελεηϑεντες 11 αγαπητοι παρακαλω ως παροικους και παρεπιδημους απεχεσϑαι των σαρκικων επιϑυμιων αιτινες στρατευονται κατα της ψυχης 12 την αναστροϕην υμων εν τοις εϑνεσιν εχοντες καλην ινα εν ω καταλαλουσιν υμων ως κακοποιων εκ των καλων εργων εποπτευσαντες δοξασωσιν τον ϑεον εν ημερα επισκοπης 13 υποταγητε ουν παση ανϑρωπινη κτισει δια τον κυριον ειτε βασιλει ως υπερεχοντι 14 ειτε ηγεμοσιν ως δι αυτου πεμπομενοις εις εκδικησιν μεν κακοποιων επαινον δε αγαϑοποιων 15 οτι ουτως εστιν το ϑελημα του ϑεου αγαϑοποιουντας ϕιμουν την των αϕρονων ανϑρωπων αγνωσιαν 16 ως ελευϑεροι και μη ως επικαλυμμα εχοντες της κακιας την ελευϑεριαν αλλ ως δουλοι ϑεου 17 παντας τιμησατε την αδελϕοτητα αγαπατε τον ϑεον ϕοβεισϑε τον βασιλεα τιματε 18 οι οικεται υποτασσομενοι εν παντι ϕοβω τοις δεσποταις ου μονον τοις αγαϑοις και επιεικεσιν αλλα και τοις σκολιοις 19 τουτο γαρ χαρις ει δια συνειδησιν ϑεου υποϕερει τις λυπας πασχων αδικως 20 ποιον γαρ κλεος ει αμαρτανοντες και κολαϕιζομενοι υπομενειτε αλλ ει αγαϑοποιουντες και πασχοντες υπομενειτε τουτο χαρις παρα ϑεω 21 εις τουτο γαρ εκληϑητε οτι και χριστος επαϑεν υπερ ημων ημιν υπολιμπανων υπογραμμον ινα επακολουϑησητε τοις ιχνεσιν αυτου 22 ος αμαρτιαν ουκ εποιησεν ουδε ευρεϑη δολος εν τω στοματι αυτου 23 ος λοιδορουμενος ουκ αντελοιδορει πασχων ουκ ηπειλει παρεδιδου δε τω κρινοντι δικαιως 24 ος τας αμαρτιας ημων αυτος ανηνεγκεν εν τω σωματι αυτου επι το ξυλον ινα ταις αμαρτιαις απογενομενοι τη δικαιοσυνη ζησωμεν ου τω μωλωπι αυτου ιαϑητε 25 ητε γαρ ως προβατα πλανωμενα αλλ επεστραϕητε νυν επι τον ποιμενα και επισκοπον των ψυχων υμων
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα caput 3
1 ομοιως αι γυναικες υποτασσομεναι τοις ιδιοις ανδρασιν ινα και ει τινες απειϑουσιν τω λογω δια της των γυναικων αναστροϕης ανευ λογου κερδηϑησωνται 2 εποπτευσαντες την εν ϕοβω αγνην αναστροϕην υμων 3 ων εστω ουχ ο εξωϑεν εμπλοκης τριχων και περιϑεσεως χρυσιων η ενδυσεως ιματιων κοσμος 4 αλλ ο κρυπτος της καρδιας ανϑρωπος εν τω αϕϑαρτω του πραεος και ησυχιου πνευματος ο εστιν ενωπιον του ϑεου πολυτελες 5 ουτως γαρ ποτε και αι αγιαι γυναικες αι ελπιζουσαι επι τον ϑεον εκοσμουν εαυτας υποτασσομεναι τοις ιδιοις ανδρασιν 6 ως σαρρα υπηκουσεν τω αβρααμ κυριον αυτον καλουσα ης εγενηϑητε τεκνα αγαϑοποιουσαι και μη ϕοβουμεναι μηδεμιαν πτοησιν 7 οι ανδρες ομοιως συνοικουντες κατα γνωσιν ως ασϑενεστερω σκευει τω γυναικειω απονεμοντες τιμην ως και συγκληρονομοι χαριτος ζωης εις το μη εκκοπτεσϑαι τας προσευχας υμων 8 το δε τελος παντες ομοϕρονες συμπαϑεις ϕιλαδελϕοι ευσπλαγχνοι ϕιλοϕρονες 9 μη αποδιδοντες κακον αντι κακου η λοιδοριαν αντι λοιδοριας τουναντιον δε ευλογουντες ειδοτες οτι εις τουτο εκληϑητε ινα ευλογιαν κληρονομησητε 10 ο γαρ ϑελων ζωην αγαπαν και ιδειν ημερας αγαϑας παυσατω την γλωσσαν αυτου απο κακου και χειλη αυτου του μη λαλησαι δολον 11 εκκλινατω απο κακου και ποιησατω αγαϑον ζητησατω ειρηνην και διωξατω αυτην 12 οτι οι οϕϑαλμοι κυριου επι δικαιους και ωτα αυτου εις δεησιν αυτων προσωπον δε κυριου επι ποιουντας κακα 13 και τις ο κακωσων υμας εαν του αγαϑου μιμηται γενησϑε 14 αλλ ει και πασχοιτε δια δικαιοσυνην μακαριοι τον δε ϕοβον αυτων μη ϕοβηϑητε μηδε ταραχϑητε 15 κυριον δε τον ϑεον αγιασατε εν ταις καρδιαις υμων ετοιμοι δε αει προς απολογιαν παντι τω αιτουντι υμας λογον περι της εν υμιν ελπιδος μετα πραυτητος και ϕοβου 16 συνειδησιν εχοντες αγαϑην ινα εν ω καταλαλωσιν υμων ως κακοποιων καταισχυνϑωσιν οι επηρεαζοντες υμων την αγαϑην εν χριστω αναστροϕην 17 κρειττον γαρ αγαϑοποιουντας ει ϑελει το ϑελημα του ϑεου πασχειν η κακοποιουντας 18 οτι και χριστος απαξ περι αμαρτιων επαϑεν δικαιος υπερ αδικων ινα ημας προσαγαγη τω ϑεω ϑανατωϑεις μεν σαρκι ζωοποιηϑεις δε τω πνευματι 19 εν ω και τοις εν ϕυλακη πνευμασιν πορευϑεις εκηρυξεν 20 απειϑησασιν ποτε οτε απαξ εξεδεχετο η του ϑεου μακροϑυμια εν ημεραις νωε κατασκευαζομενης κιβωτου εις ην ολιγαι τουτεστιν οκτω ψυχαι διεσωϑησαν δι υδατος 21 ο και ημας αντιτυπον νυν σωζει βαπτισμα ου σαρκος αποϑεσις ρυπου αλλα συνειδησεως αγαϑης επερωτημα εις ϑεον δι αναστασεως ιησου χριστου 22 ος εστιν εν δεξια του ϑεου πορευϑεις εις ουρανον υποταγεντων αυτω αγγελων και εξουσιων και δυναμεων
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα caput 4
1 χριστου ουν παϑοντος υπερ ημων σαρκι και υμεις την αυτην εννοιαν οπλισασϑε οτι ο παϑων εν σαρκι πεπαυται αμαρτιας 2 εις το μηκετι ανϑρωπων επιϑυμιαις αλλα ϑεληματι ϑεου τον επιλοιπον εν σαρκι βιωσαι χρονον 3 αρκετος γαρ ημιν ο παρεληλυϑως χρονος του βιου το ϑελημα των εϑνων κατεργασασϑαι πεπορευμενους εν ασελγειαις επιϑυμιαις οινοϕλυγιαις κωμοις ποτοις και αϑεμιτοις ειδωλολατρειαις 4 εν ω ξενιζονται μη συντρεχοντων υμων εις την αυτην της ασωτιας αναχυσιν βλασϕημουντες 5 οι αποδωσουσιν λογον τω ετοιμως εχοντι κριναι ζωντας και νεκρους 6 εις τουτο γαρ και νεκροις ευηγγελισϑη ινα κριϑωσιν μεν κατα ανϑρωπους σαρκι ζωσιν δε κατα ϑεον πνευματι 7 παντων δε το τελος ηγγικεν σωϕρονησατε ουν και νηψατε εις τας προσευχας 8 προ παντων δε την εις εαυτους αγαπην εκτενη εχοντες οτι αγαπη καλυψει πληϑος αμαρτιων 9 ϕιλοξενοι εις αλληλους ανευ γογγυσμων 10 εκαστος καϑως ελαβεν χαρισμα εις εαυτους αυτο διακονουντες ως καλοι οικονομοι ποικιλης χαριτος ϑεου 11 ει τις λαλει ως λογια ϑεου ει τις διακονει ως εξ ισχυος ης χορηγει ο ϑεος ινα εν πασιν δοξαζηται ο ϑεος δια ιησου χριστου ω εστιν η δοξα και το κρατος εις τους αιωνας των αιωνων αμην 12 αγαπητοι μη ξενιζεσϑε τη εν υμιν πυρωσει προς πειρασμον υμιν γινομενη ως ξενου υμιν συμβαινοντος 13 αλλα καϑο κοινωνειτε τοις του χριστου παϑημασιν χαιρετε ινα και εν τη αποκαλυψει της δοξης αυτου χαρητε αγαλλιωμενοι 14 ει ονειδιζεσϑε εν ονοματι χριστου μακαριοι οτι το της δοξης και το του ϑεου πνευμα εϕ υμας αναπαυεται κατα μεν αυτους βλασϕημειται κατα δε υμας δοξαζεται 15 μη γαρ τις υμων πασχετω ως ϕονευς η κλεπτης η κακοποιος η ως αλλοτριοεπισκοπος 16 ει δε ως χριστιανος μη αισχυνεσϑω δοξαζετω δε τον ϑεον εν τω μερει τουτω 17 οτι ο καιρος του αρξασϑαι το κριμα απο του οικου του ϑεου ει δε πρωτον αϕ ημων τι το τελος των απειϑουντων τω του ϑεου ευαγγελιω 18 και ει ο δικαιος μολις σωζεται ο ασεβης και αμαρτωλος που ϕανειται 19 ωστε και οι πασχοντες κατα το ϑελημα του ϑεου ως πιστω κτιστη παρατιϑεσϑωσαν τας ψυχας εαυτων εν αγαϑοποιια
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα caput 5
1 πρεσβυτερους τους εν υμιν παρακαλω ο συμπρεσβυτερος και μαρτυς των του χριστου παϑηματων ο και της μελλουσης αποκαλυπτεσϑαι δοξης κοινωνος 2 ποιμανατε το εν υμιν ποιμνιον του ϑεου επισκοπουντες μη αναγκαστως αλλ εκουσιως μηδε αισχροκερδως αλλα προϑυμως 3 μηδ ως κατακυριευοντες των κληρων αλλα τυποι γινομενοι του ποιμνιου 4 και ϕανερωϑεντος του αρχιποιμενος κομιεισϑε τον αμαραντινον της δοξης στεϕανον 5 ομοιως νεωτεροι υποταγητε πρεσβυτεροις παντες δε αλληλοις υποτασσομενοι την ταπεινοϕροσυνην εγκομβωσασϑε οτι ο ϑεος υπερηϕανοις αντιτασσεται ταπεινοις δε διδωσιν χαριν 6 ταπεινωϑητε ουν υπο την κραταιαν χειρα του ϑεου ινα υμας υψωση εν καιρω 7 πασαν την μεριμναν υμων επιρριψαντες επ αυτον οτι αυτω μελει περι υμων 8 νηψατε γρηγορησατε οτι ο αντιδικος υμων διαβολος ως λεων ωρυομενος περιπατει ζητων τινα καταπιη 9 ω αντιστητε στερεοι τη πιστει ειδοτες τα αυτα των παϑηματων τη εν κοσμω υμων αδελϕοτητι επιτελεισϑαι 10 ο δε ϑεος πασης χαριτος ο καλεσας ημας εις την αιωνιον αυτου δοξαν εν χριστω ιησου ολιγον παϑοντας αυτος καταρτισαι υμας στηριξαι σϑενωσαι ϑεμελιωσαι 11 αυτω η δοξα και το κρατος εις τους αιωνας των αιωνων αμην 12 δια σιλουανου υμιν του πιστου αδελϕου ως λογιζομαι δι ολιγων εγραψα παρακαλων και επιμαρτυρων ταυτην ειναι αληϑη χαριν του ϑεου εις ην εστηκατε 13 ασπαζεται υμας η εν βαβυλωνι συνεκλεκτη και μαρκος ο υιος μου 14 ασπασασϑε αλληλους εν ϕιληματι αγαπης ειρηνη υμιν πασιν τοις εν χριστω ιησου αμην Εξπλιχιτ επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι πριμα
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα caput 1
1 συμεων πετρος δουλος και αποστολος ιησου χριστου τοις ισοτιμον ημιν λαχουσιν πιστιν εν δικαιοσυνη του ϑεου ημων και σωτηρος ιησου χριστου 2 χαρις υμιν και ειρηνη πληϑυνϑειη εν επιγνωσει του ϑεου και ιησου του κυριου ημων 3 ως παντα ημιν της ϑειας δυναμεως αυτου τα προς ζωην και ευσεβειαν δεδωρημενης δια της επιγνωσεως του καλεσαντος ημας δια δοξης και αρετης 4 δι ων τα μεγιστα ημιν και τιμια επαγγελματα δεδωρηται ινα δια τουτων γενησϑε ϑειας κοινωνοι ϕυσεως αποϕυγοντες της εν κοσμω εν επιϑυμια ϕϑορας 5 και αυτο τουτο δε σπουδην πασαν παρεισενεγκαντες επιχορηγησατε εν τη πιστει υμων την αρετην εν δε τη αρετη την γνωσιν 6 εν δε τη γνωσει την εγκρατειαν εν δε τη εγκρατεια την υπομονην εν δε τη υπομονη την ευσεβειαν 7 εν δε τη ευσεβεια την ϕιλαδελϕιαν εν δε τη ϕιλαδελϕια την αγαπην 8 ταυτα γαρ υμιν υπαρχοντα και πλεοναζοντα ουκ αργους ουδε ακαρπους καϑιστησιν εις την του κυριου ημων ιησου χριστου επιγνωσιν 9 ω γαρ μη παρεστιν ταυτα τυϕλος εστιν μυωπαζων ληϑην λαβων του καϑαρισμου των παλαι αυτου αμαρτιων 10 διο μαλλον αδελϕοι σπουδασατε βεβαιαν υμων την κλησιν και εκλογην ποιεισϑαι ταυτα γαρ ποιουντες ου μη πταισητε ποτε 11 ουτως γαρ πλουσιως επιχορηγηϑησεται υμιν η εισοδος εις την αιωνιον βασιλειαν του κυριου ημων και σωτηρος ιησου χριστου 12 διο ουκ αμελησω υμας αει υπομιμνησκειν περι τουτων καιπερ ειδοτας και εστηριγμενους εν τη παρουση αληϑεια 13 δικαιον δε ηγουμαι εϕ οσον ειμι εν τουτω τω σκηνωματι διεγειρειν υμας εν υπομνησει 14 ειδως οτι ταχινη εστιν η αποϑεσις του σκηνωματος μου καϑως και ο κυριος ημων ιησους χριστος εδηλωσεν μοι 15 σπουδασω δε και εκαστοτε εχειν υμας μετα την εμην εξοδον την τουτων μνημην ποιεισϑαι 16 ου γαρ σεσοϕισμενοις μυϑοις εξακολουϑησαντες εγνωρισαμεν υμιν την του κυριου ημων ιησου χριστου δυναμιν και παρουσιαν αλλ εποπται γενηϑεντες της εκεινου μεγαλειοτητος 17 λαβων γαρ παρα ϑεου πατρος τιμην και δοξαν ϕωνης ενεχϑεισης αυτω τοιασδε υπο της μεγαλοπρεπους δοξης ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος εις ον εγω ευδοκησα 18 και ταυτην την ϕωνην ημεις ηκουσαμεν εξ ουρανου ενεχϑεισαν συν αυτω οντες εν τω ορει τω αγιω 19 και εχομεν βεβαιοτερον τον προϕητικον λογον ω καλως ποιειτε προσεχοντες ως λυχνω ϕαινοντι εν αυχμηρω τοπω εως ου ημερα διαυγαση και ϕωσϕορος ανατειλη εν ταις καρδιαις υμων 20 τουτο πρωτον γινωσκοντες οτι πασα προϕητεια γραϕης ιδιας επιλυσεως ου γινεται 21 ου γαρ ϑεληματι ανϑρωπου ηνεχϑη ποτε προϕητεια αλλ υπο πνευματος αγιου ϕερομενοι ελαλησαν οι αγιοι ϑεου ανϑρωποι
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα caput 2
1 εγενοντο δε και ψευδοπροϕηται εν τω λαω ως και εν υμιν εσονται ψευδοδιδασκαλοι οιτινες παρεισαξουσιν αιρεσεις απωλειας και τον αγορασαντα αυτους δεσποτην αρνουμενοι επαγοντες εαυτοις ταχινην απωλειαν 2 και πολλοι εξακολουϑησουσιν αυτων ταις απωλειαις δι ους η οδος της αληϑειας βλασϕημηϑησεται 3 και εν πλεονεξια πλαστοις λογοις υμας εμπορευσονται οις το κριμα εκπαλαι ουκ αργει και η απωλεια αυτων ου νυσταζει 4 ει γαρ ο ϑεος αγγελων αμαρτησαντων ουκ εϕεισατο αλλα σειραις ζοϕου ταρταρωσας παρεδωκεν εις κρισιν τετηρημενους 5 και αρχαιου κοσμου ουκ εϕεισατο αλλ ογδοον νωε δικαιοσυνης κηρυκα εϕυλαξεν κατακλυσμον κοσμω ασεβων επαξας 6 και πολεις σοδομων και γομορρας τεϕρωσας καταστροϕη κατεκρινεν υποδειγμα μελλοντων ασεβειν τεϑεικως 7 και δικαιον λωτ καταπονουμενον υπο της των αϑεσμων εν ασελγεια αναστροϕης ερρυσατο 8 βλεμματι γαρ και ακοη ο δικαιος εγκατοικων εν αυτοις ημεραν εξ ημερας ψυχην δικαιαν ανομοις εργοις εβασανιζεν 9 οιδεν κυριος ευσεβεις εκ πειρασμου ρυεσϑαι αδικους δε εις ημεραν κρισεως κολαζομενους τηρειν 10 μαλιστα δε τους οπισω σαρκος εν επιϑυμια μιασμου πορευομενους και κυριοτητος καταϕρονουντας τολμηται αυϑαδεις δοξας ου τρεμουσιν βλασϕημουντες 11 οπου αγγελοι ισχυι και δυναμει μειζονες οντες ου ϕερουσιν κατ αυτων παρα κυριω βλασϕημον κρισιν 12 ουτοι δε ως αλογα ζωα ϕυσικα γεγενημενα εις αλωσιν και ϕϑοραν εν οις αγνοουσιν βλασϕημουντες εν τη ϕϑορα αυτων καταϕϑαρησονται 13 κομιουμενοι μισϑον αδικιας ηδονην ηγουμενοι την εν ημερα τρυϕην σπιλοι και μωμοι εντρυϕωντες εν ταις απαταις αυτων συνευωχουμενοι υμιν 14 οϕϑαλμους εχοντες μεστους μοιχαλιδος και ακαταπαυστους αμαρτιας δελεαζοντες ψυχας αστηρικτους καρδιαν γεγυμνασμενην πλεονεξιαις εχοντες καταρας τεκνα 15 καταλιποντες την ευϑειαν οδον επλανηϑησαν εξακολουϑησαντες τη οδω του βαλααμ του βοσορ ος μισϑον αδικιας ηγαπησεν 16 ελεγξιν δε εσχεν ιδιας παρανομιας υποζυγιον αϕωνον εν ανϑρωπου ϕωνη ϕϑεγξαμενον εκωλυσεν την του προϕητου παραϕρονιαν 17 ουτοι εισιν πηγαι ανυδροι νεϕελαι υπο λαιλαπος ελαυνομεναι οις ο ζοϕος του σκοτους εις αιωνα τετηρηται 18 υπερογκα γαρ ματαιοτητος ϕϑεγγομενοι δελεαζουσιν εν επιϑυμιαις σαρκος ασελγειαις τους οντως αποϕυγοντας τους εν πλανη αναστρεϕομενους 19 ελευϑεριαν αυτοις επαγγελλομενοι αυτοι δουλοι υπαρχοντες της ϕϑορας ω γαρ τις ηττηται τουτω και δεδουλωται 20 ει γαρ αποϕυγοντες τα μιασματα του κοσμου εν επιγνωσει του κυριου και σωτηρος ιησου χριστου τουτοις δε παλιν εμπλακεντες ηττωνται γεγονεν αυτοις τα εσχατα χειρονα των πρωτων 21 κρειττον γαρ ην αυτοις μη επεγνωκεναι την οδον της δικαιοσυνης η επιγνουσιν επιστρεψαι εκ της παραδοϑεισης αυτοις αγιας εντολης 22 συμβεβηκεν δε αυτοις το της αληϑους παροιμιας κυων επιστρεψας επι το ιδιον εξεραμα και υς λουσαμενη εις κυλισμα βορβορου
επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα caput 3
1 ταυτην ηδη αγαπητοι δευτεραν υμιν γραϕω επιστολην εν αις διεγειρω υμων εν υπομνησει την ειλικρινη διανοιαν 2 μνησϑηναι των προειρημενων ρηματων υπο των αγιων προϕητων και της των αποστολων ημων εντολης του κυριου και σωτηρος 3 τουτο πρωτον γινωσκοντες οτι ελευσονται επ εσχατου των ημερων εμπαικται κατα τας ιδιας αυτων επιϑυμιας πορευομενοι 4 και λεγοντες που εστιν η επαγγελια της παρουσιας αυτου αϕ ης γαρ οι πατερες εκοιμηϑησαν παντα ουτως διαμενει απ αρχης κτισεως 5 λανϑανει γαρ αυτους τουτο ϑελοντας οτι ουρανοι ησαν εκπαλαι και γη εξ υδατος και δι υδατος συνεστωσα τω του ϑεου λογω 6 δι ων ο τοτε κοσμος υδατι κατακλυσϑεις απωλετο 7 οι δε νυν ουρανοι και η γη αυτου λογω τεϑησαυρισμενοι εισιν πυρι τηρουμενοι εις ημεραν κρισεως και απωλειας των ασεβων ανϑρωπων 8 εν δε τουτο μη λανϑανετω υμας αγαπητοι οτι μια ημερα παρα κυριω ως χιλια ετη και χιλια ετη ως ημερα μια 9 ου βραδυνει ο κυριος της επαγγελιας ως τινες βραδυτητα ηγουνται αλλα μακροϑυμει εις ημας μη βουλομενος τινας απολεσϑαι αλλα παντας εις μετανοιαν χωρησαι 10 ηξει δε η ημερα κυριου ως κλεπτης εν νυκτι εν η οι ουρανοι ροιζηδον παρελευσονται στοιχεια δε καυσουμενα λυϑησονται και γη και τα εν αυτη εργα κατακαησεται 11 τουτων ουν παντων λυομενων ποταπους δει υπαρχειν υμας εν αγιαις αναστροϕαις και ευσεβειαις 12 προσδοκωντας και σπευδοντας την παρουσιαν της του ϑεου ημερας δι ην ουρανοι πυρουμενοι λυϑησονται και στοιχεια καυσουμενα τηκεται 13 καινους δε ουρανους και γην καινην κατα το επαγγελμα αυτου προσδοκωμεν εν οις δικαιοσυνη κατοικει 14 διο αγαπητοι ταυτα προσδοκωντες σπουδασατε ασπιλοι και αμωμητοι αυτω ευρεϑηναι εν ειρηνη 15 και την του κυριου ημων μακροϑυμιαν σωτηριαν ηγεισϑε καϑως και ο αγαπητος ημων αδελϕος παυλος κατα την αυτω δοϑεισαν σοϕιαν εγραψεν υμιν 16 ως και εν πασαις ταις επιστολαις λαλων εν αυταις περι τουτων εν οις εστιν δυσνοητα τινα α οι αμαϑεις και αστηρικτοι στρεβλουσιν ως και τας λοιπας γραϕας προς την ιδιαν αυτων απωλειαν 17 υμεις ουν αγαπητοι προγινωσκοντες ϕυλασσεσϑε ινα μη τη των αϑεσμων πλανη συναπαχϑεντες εκπεσητε του ιδιου στηριγμου 18 αυξανετε δε εν χαριτι και γνωσει του κυριου ημων και σωτηρος ιησου χριστου αυτω η δοξα και νυν και εις ημεραν αιωνος αμην Εξπλιχιτ επιστολα χατηολιχα βεατι Πετρι αποστολι σεχυνδα
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 1
1 ο ην απ αρχης ο ακηκοαμεν ο εωρακαμεν τοις οϕϑαλμοις ημων ο εϑεασαμεϑα και αι χειρες ημων εψηλαϕησαν περι του λογου της ζωης 2 και η ζωη εϕανερωϑη και εωρακαμεν και μαρτυρουμεν και απαγγελλομεν υμιν την ζωην την αιωνιον ητις ην προς τον πατερα και εϕανερωϑη ημιν 3 ο εωρακαμεν και ακηκοαμεν απαγγελλομεν υμιν ινα και υμεις κοινωνιαν εχητε μεϑ ημων και η κοινωνια δε η ημετερα μετα του πατρος και μετα του υιου αυτου ιησου χριστου 4 και ταυτα γραϕομεν υμιν ινα η χαρα ημων η πεπληρωμενη 5 και αυτη εστιν η επαγγελια ην ακηκοαμεν απ αυτου και αναγγελλομεν υμιν οτι ο ϑεος ϕως εστιν και σκοτια εν αυτω ουκ εστιν ουδεμια 6 εαν ειπωμεν οτι κοινωνιαν εχομεν μετ αυτου και εν τω σκοτει περιπατωμεν ψευδομεϑα και ου ποιουμεν την αληϑειαν 7 εαν δε εν τω ϕωτι περιπατωμεν ως αυτος εστιν εν τω ϕωτι κοινωνιαν εχομεν μετ αλληλων και το αιμα ιησου χριστου του υιου αυτου καϑαριζει ημας απο πασης αμαρτιας 8 εαν ειπωμεν οτι αμαρτιαν ουκ εχομεν εαυτους πλανωμεν και η αληϑεια ουκ εστιν εν ημιν 9 εαν ομολογωμεν τας αμαρτιας ημων πιστος εστιν και δικαιος ινα αϕη ημιν τας αμαρτιας και καϑαριση ημας απο πασης αδικιας 10 εαν ειπωμεν οτι ουχ ημαρτηκαμεν ψευστην ποιουμεν αυτον και ο λογος αυτου ουκ εστιν εν ημιν
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 2
1 τεκνια μου ταυτα γραϕω υμιν ινα μη αμαρτητε και εαν τις αμαρτη παρακλητον εχομεν προς τον πατερα ιησουν χριστον δικαιον 2 και αυτος ιλασμος εστιν περι των αμαρτιων ημων ου περι των ημετερων δε μονον αλλα και περι ολου του κοσμου 3 και εν τουτω γινωσκομεν οτι εγνωκαμεν αυτον εαν τας εντολας αυτου τηρωμεν 4 ο λεγων εγνωκα αυτον και τας εντολας αυτου μη τηρων ψευστης εστιν και εν τουτω η αληϑεια ουκ εστιν 5 ος δ αν τηρη αυτου τον λογον αληϑως εν τουτω η αγαπη του ϑεου τετελειωται εν τουτω γινωσκομεν οτι εν αυτω εσμεν 6 ο λεγων εν αυτω μενειν οϕειλει καϑως εκεινος περιεπατησεν και αυτος ουτως περιπατειν 7 αδελϕοι ουκ εντολην καινην γραϕω υμιν αλλ εντολην παλαιαν ην ειχετε απ αρχης η εντολη η παλαια εστιν ο λογος ον ηκουσατε απ αρχης 8 παλιν εντολην καινην γραϕω υμιν ο εστιν αληϑες εν αυτω και εν υμιν οτι η σκοτια παραγεται και το ϕως το αληϑινον ηδη ϕαινει 9 ο λεγων εν τω ϕωτι ειναι και τον αδελϕον αυτου μισων εν τη σκοτια εστιν εως αρτι 10 ο αγαπων τον αδελϕον αυτου εν τω ϕωτι μενει και σκανδαλον εν αυτω ουκ εστιν 11 ο δε μισων τον αδελϕον αυτου εν τη σκοτια εστιν και εν τη σκοτια περιπατει και ουκ οιδεν που υπαγει οτι η σκοτια ετυϕλωσεν τους οϕϑαλμους αυτου 12 γραϕω υμιν τεκνια οτι αϕεωνται υμιν αι αμαρτιαι δια το ονομα αυτου 13 γραϕω υμιν πατερες οτι εγνωκατε τον απ αρχης γραϕω υμιν νεανισκοι οτι νενικηκατε τον πονηρον γραϕω υμιν παιδια οτι εγνωκατε τον πατερα 14 εγραψα υμιν πατερες οτι εγνωκατε τον απ αρχης εγραψα υμιν νεανισκοι οτι ισχυροι εστε και ο λογος του ϑεου εν υμιν μενει και νενικηκατε τον πονηρον 15 μη αγαπατε τον κοσμον μηδε τα εν τω κοσμω εαν τις αγαπα τον κοσμον ουκ εστιν η αγαπη του πατρος εν αυτω 16 οτι παν το εν τω κοσμω η επιϑυμια της σαρκος και η επιϑυμια των οϕϑαλμων και η αλαζονεια του βιου ουκ εστιν εκ του πατρος αλλ εκ του κοσμου εστιν 17 και ο κοσμος παραγεται και η επιϑυμια αυτου ο δε ποιων το ϑελημα του ϑεου μενει εις τον αιωνα 18 παιδια εσχατη ωρα εστιν και καϑως ηκουσατε οτι ο αντιχριστος ερχεται και νυν αντιχριστοι πολλοι γεγονασιν οϑεν γινωσκομεν οτι εσχατη ωρα εστιν 19 εξ ημων εξηλϑον αλλ ουκ ησαν εξ ημων ει γαρ ησαν εξ ημων μεμενηκεισαν αν μεϑ ημων αλλ ινα ϕανερωϑωσιν οτι ουκ εισιν παντες εξ ημων 20 και υμεις χρισμα εχετε απο του αγιου και οιδατε παντα 21 ουκ εγραψα υμιν οτι ουκ οιδατε την αληϑειαν αλλ οτι οιδατε αυτην και οτι παν ψευδος εκ της αληϑειας ουκ εστιν 22 τις εστιν ο ψευστης ει μη ο αρνουμενος οτι ιησους ουκ εστιν ο χριστος ουτος εστιν ο αντιχριστος ο αρνουμενος τον πατερα και τον υιον 23 πας ο αρνουμενος τον υιον ουδε τον πατερα εχει 24 υμεις ουν ο ηκουσατε απ αρχης εν υμιν μενετω εαν εν υμιν μεινη ο απ αρχης ηκουσατε και υμεις εν τω υιω και εν τω πατρι μενειτε 25 και αυτη εστιν η επαγγελια ην αυτος επηγγειλατο ημιν την ζωην την αιωνιον 26 ταυτα εγραψα υμιν περι των πλανωντων υμας 27 και υμεις το χρισμα ο ελαβετε απ αυτου εν υμιν μενει και ου χρειαν εχετε ινα τις διδασκη υμας αλλ ως το αυτο χρισμα διδασκει υμας περι παντων και αληϑες εστιν και ουκ εστιν ψευδος και καϑως εδιδαξεν υμας μενειτε εν αυτω 28 και νυν τεκνια μενετε εν αυτω ινα οταν ϕανερωϑη εχωμεν παρρησιαν και μη αισχυνϑωμεν απ αυτου εν τη παρουσια αυτου 29 εαν ειδητε οτι δικαιος εστιν γινωσκετε οτι πας ο ποιων την δικαιοσυνην εξ αυτου γεγεννηται
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 3
1 ιδετε ποταπην αγαπην δεδωκεν ημιν ο πατηρ ινα τεκνα ϑεου κληϑωμεν δια τουτο ο κοσμος ου γινωσκει ημας οτι ουκ εγνω αυτον 2 αγαπητοι νυν τεκνα ϑεου εσμεν και ουπω εϕανερωϑη τι εσομεϑα οιδαμεν δε οτι εαν ϕανερωϑη ομοιοι αυτω εσομεϑα οτι οψομεϑα αυτον καϑως εστιν 3 και πας ο εχων την ελπιδα ταυτην επ αυτω αγνιζει εαυτον καϑως εκεινος αγνος εστιν 4 πας ο ποιων την αμαρτιαν και την ανομιαν ποιει και η αμαρτια εστιν η ανομια 5 και οιδατε οτι εκεινος εϕανερωϑη ινα τας αμαρτιας ημων αρη και αμαρτια εν αυτω ουκ εστιν 6 πας ο εν αυτω μενων ουχ αμαρτανει πας ο αμαρτανων ουχ εωρακεν αυτον ουδε εγνωκεν αυτον 7 τεκνια μηδεις πλανατω υμας ο ποιων την δικαιοσυνην δικαιος εστιν καϑως εκεινος δικαιος εστιν 8 ο ποιων την αμαρτιαν εκ του διαβολου εστιν οτι απ αρχης ο διαβολος αμαρτανει εις τουτο εϕανερωϑη ο υιος του ϑεου ινα λυση τα εργα του διαβολου 9 πας ο γεγεννημενος εκ του ϑεου αμαρτιαν ου ποιει οτι σπερμα αυτου εν αυτω μενει και ου δυναται αμαρτανειν οτι εκ του ϑεου γεγεννηται 10 εν τουτω ϕανερα εστιν τα τεκνα του ϑεου και τα τεκνα του διαβολου πας ο μη ποιων δικαιοσυνην ουκ εστιν εκ του ϑεου και ο μη αγαπων τον αδελϕον αυτου 11 οτι αυτη εστιν η αγγελια ην ηκουσατε απ αρχης ινα αγαπωμεν αλληλους 12 ου καϑως καιν εκ του πονηρου ην και εσϕαξεν τον αδελϕον αυτου και χαριν τινος εσϕαξεν αυτον οτι τα εργα αυτου πονηρα ην τα δε του αδελϕου αυτου δικαια 13 μη ϑαυμαζετε αδελϕοι μου ει μισει υμας ο κοσμος 14 ημεις οιδαμεν οτι μεταβεβηκαμεν εκ του ϑανατου εις την ζωην οτι αγαπωμεν τους αδελϕους ο μη αγαπων τον αδελϕον μενει εν τω ϑανατω 15 πας ο μισων τον αδελϕον αυτου ανϑρωποκτονος εστιν και οιδατε οτι πας ανϑρωποκτονος ουκ εχει ζωην αιωνιον εν αυτω μενουσαν 16 εν τουτω εγνωκαμεν την αγαπην οτι εκεινος υπερ ημων την ψυχην αυτου εϑηκεν και ημεις οϕειλομεν υπερ των αδελϕων τας ψυχας τιϑεναι 17 ος δ αν εχη τον βιον του κοσμου και ϑεωρη τον αδελϕον αυτου χρειαν εχοντα και κλειση τα σπλαγχνα αυτου απ αυτου πως η αγαπη του ϑεου μενει εν αυτω 18 τεκνια μου μη αγαπωμεν λογω μηδε γλωσση αλλ εργω και αληϑεια 19 και εν τουτω γινωσκομεν οτι εκ της αληϑειας εσμεν και εμπροσϑεν αυτου πεισομεν τας καρδιας ημων 20 οτι εαν καταγινωσκη ημων η καρδια οτι μειζων εστιν ο ϑεος της καρδιας ημων και γινωσκει παντα 21 αγαπητοι εαν η καρδια ημων μη καταγινωσκη ημων παρρησιαν εχομεν προς τον ϑεον 22 και ο εαν αιτωμεν λαμβανομεν παρ αυτου οτι τας εντολας αυτου τηρουμεν και τα αρεστα ενωπιον αυτου ποιουμεν 23 και αυτη εστιν η εντολη αυτου ινα πιστευσωμεν τω ονοματι του υιου αυτου ιησου χριστου και αγαπωμεν αλληλους καϑως εδωκεν εντολην ημιν 24 και ο τηρων τας εντολας αυτου εν αυτω μενει και αυτος εν αυτω και εν τουτω γινωσκομεν οτι μενει εν ημιν εκ του πνευματος ου ημιν εδωκεν
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 4
1 αγαπητοι μη παντι πνευματι πιστευετε αλλα δοκιμαζετε τα πνευματα ει εκ του ϑεου εστιν οτι πολλοι ψευδοπροϕηται εξεληλυϑασιν εις τον κοσμον 2 εν τουτω γινωσκετε το πνευμα του ϑεου παν πνευμα ο ομολογει ιησουν χριστον εν σαρκι εληλυϑοτα εκ του ϑεου εστιν 3 και παν πνευμα ο μη ομολογει τον ιησουν χριστον εν σαρκι εληλυϑοτα εκ του ϑεου ουκ εστιν και τουτο εστιν το του αντιχριστου ο ακηκοατε οτι ερχεται και νυν εν τω κοσμω εστιν ηδη 4 υμεις εκ του ϑεου εστε τεκνια και νενικηκατε αυτους οτι μειζων εστιν ο εν υμιν η ο εν τω κοσμω 5 αυτοι εκ του κοσμου εισιν δια τουτο εκ του κοσμου λαλουσιν και ο κοσμος αυτων ακουει 6 ημεις εκ του ϑεου εσμεν ο γινωσκων τον ϑεον ακουει ημων ος ουκ εστιν εκ του ϑεου ουκ ακουει ημων εκ τουτου γινωσκομεν το πνευμα της αληϑειας και το πνευμα της πλανης 7 αγαπητοι αγαπωμεν αλληλους οτι η αγαπη εκ του ϑεου εστιν και πας ο αγαπων εκ του ϑεου γεγεννηται και γινωσκει τον ϑεον 8 ο μη αγαπων ουκ εγνω τον ϑεον οτι ο ϑεος αγαπη εστιν 9 εν τουτω εϕανερωϑη η αγαπη του ϑεου εν ημιν οτι τον υιον αυτου τον μονογενη απεσταλκεν ο ϑεος εις τον κοσμον ινα ζησωμεν δι αυτου 10 εν τουτω εστιν η αγαπη ουχ οτι ημεις ηγαπησαμεν τον ϑεον αλλ οτι αυτος ηγαπησεν ημας και απεστειλεν τον υιον αυτου ιλασμον περι των αμαρτιων ημων 11 αγαπητοι ει ουτως ο ϑεος ηγαπησεν ημας και ημεις οϕειλομεν αλληλους αγαπαν 12 ϑεον ουδεις πωποτε τεϑεαται εαν αγαπωμεν αλληλους ο ϑεος εν ημιν μενει και η αγαπη αυτου τετελειωμενη εστιν εν ημιν 13 εν τουτω γινωσκομεν οτι εν αυτω μενομεν και αυτος εν ημιν οτι εκ του πνευματος αυτου δεδωκεν ημιν 14 και ημεις τεϑεαμεϑα και μαρτυρουμεν οτι ο πατηρ απεσταλκεν τον υιον σωτηρα του κοσμου 15 ος αν ομολογηση οτι ιησους εστιν ο υιος του ϑεου ο ϑεος εν αυτω μενει και αυτος εν τω ϑεω 16 και ημεις εγνωκαμεν και πεπιστευκαμεν την αγαπην ην εχει ο ϑεος εν ημιν ο ϑεος αγαπη εστιν και ο μενων εν τη αγαπη εν τω ϑεω μενει και ο ϑεος εν αυτω 17 εν τουτω τετελειωται η αγαπη μεϑ ημων ινα παρρησιαν εχωμεν εν τη ημερα της κρισεως οτι καϑως εκεινος εστιν και ημεις εσμεν εν τω κοσμω τουτω 18 ϕοβος ουκ εστιν εν τη αγαπη αλλ η τελεια αγαπη εξω βαλλει τον ϕοβον οτι ο ϕοβος κολασιν εχει ο δε ϕοβουμενος ου τετελειωται εν τη αγαπη 19 ημεις αγαπωμεν αυτον οτι αυτος πρωτος ηγαπησεν ημας 20 εαν τις ειπη οτι αγαπω τον ϑεον και τον αδελϕον αυτου μιση ψευστης εστιν ο γαρ μη αγαπων τον αδελϕον αυτου ον εωρακεν τον ϑεον ον ουχ εωρακεν πως δυναται αγαπαν 21 και ταυτην την εντολην εχομεν απ αυτου ινα ο αγαπων τον ϑεον αγαπα και τον αδελϕον αυτου
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα caput 5
1 πας ο πιστευων οτι ιησους εστιν ο χριστος εκ του ϑεου γεγεννηται και πας ο αγαπων τον γεννησαντα αγαπα και τον γεγεννημενον εξ αυτου 2 εν τουτω γινωσκομεν οτι αγαπωμεν τα τεκνα του ϑεου οταν τον ϑεον αγαπωμεν και τας εντολας αυτου τηρωμεν 3 αυτη γαρ εστιν η αγαπη του ϑεου ινα τας εντολας αυτου τηρωμεν και αι εντολαι αυτου βαρειαι ουκ εισιν 4 οτι παν το γεγεννημενον εκ του ϑεου νικα τον κοσμον και αυτη εστιν η νικη η νικησασα τον κοσμον η πιστις ημων 5 τις εστιν ο νικων τον κοσμον ει μη ο πιστευων οτι ιησους εστιν ο υιος του ϑεου 6 ουτος εστιν ο ελϑων δι υδατος και αιματος ιησους ο χριστος ουκ εν τω υδατι μονον αλλ εν τω υδατι και τω αιματι και το πνευμα εστιν το μαρτυρουν οτι το πνευμα εστιν η αληϑεια 7 οτι τρεις εισιν οι μαρτυρουντες εν τω ουρανω ο πατηρ ο λογος και το αγιον πνευμα και ουτοι οι τρεις εν εισιν 8 και τρεις εισιν οι μαρτυρουντες εν τη γη το πνευμα και το υδωρ και το αιμα και οι τρεις εις το εν εισιν 9 ει την μαρτυριαν των ανϑρωπων λαμβανομεν η μαρτυρια του ϑεου μειζων εστιν οτι αυτη εστιν η μαρτυρια του ϑεου ην μεμαρτυρηκεν περι του υιου αυτου 10 ο πιστευων εις τον υιον του ϑεου εχει την μαρτυριαν εν εαυτω ο μη πιστευων τω ϑεω ψευστην πεποιηκεν αυτον οτι ου πεπιστευκεν εις την μαρτυριαν ην μεμαρτυρηκεν ο ϑεος περι του υιου αυτου 11 και αυτη εστιν η μαρτυρια οτι ζωην αιωνιον εδωκεν ημιν ο ϑεος και αυτη η ζωη εν τω υιω αυτου εστιν 12 ο εχων τον υιον εχει την ζωην ο μη εχων τον υιον του ϑεου την ζωην ουκ εχει 13 ταυτα εγραψα υμιν τοις πιστευουσιν εις το ονομα του υιου του ϑεου ινα ειδητε οτι ζωην εχετε αιωνιον και ινα πιστευητε εις το ονομα του υιου του ϑεου 14 και αυτη εστιν η παρρησια ην εχομεν προς αυτον οτι εαν τι αιτωμεϑα κατα το ϑελημα αυτου ακουει ημων 15 και εαν οιδαμεν οτι ακουει ημων ο αν αιτωμεϑα οιδαμεν οτι εχομεν τα αιτηματα α ητηκαμεν παρ αυτου 16 εαν τις ιδη τον αδελϕον αυτου αμαρτανοντα αμαρτιαν μη προς ϑανατον αιτησει και δωσει αυτω ζωην τοις αμαρτανουσιν μη προς ϑανατον εστιν αμαρτια προς ϑανατον ου περι εκεινης λεγω ινα ερωτηση 17 πασα αδικια αμαρτια εστιν και εστιν αμαρτια ου προς ϑανατον 18 οιδαμεν οτι πας ο γεγεννημενος εκ του ϑεου ουχ αμαρτανει αλλ ο γεννηϑεις εκ του ϑεου τηρει εαυτον και ο πονηρος ουχ απτεται αυτου 19 οιδαμεν οτι εκ του ϑεου εσμεν και ο κοσμος ολος εν τω πονηρω κειται 20 οιδαμεν δε οτι ο υιος του ϑεου ηκει και δεδωκεν ημιν διανοιαν ινα γινωσκωμεν τον αληϑινον και εσμεν εν τω αληϑινω εν τω υιω αυτου ιησου χριστω ουτος εστιν ο αληϑινος ϑεος και η ζωη αιωνιος 21 τεκνια ϕυλαξατε εαυτους απο των ειδωλων αμην Εξπλιχιτ χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι πριμα
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι σεχυνδα
1 ο πρεσβυτερος εκλεκτη κυρια και τοις τεκνοις αυτης ους εγω αγαπω εν αληϑεια και ουκ εγω μονος αλλα και παντες οι εγνωκοτες την αληϑειαν 2 δια την αληϑειαν την μενουσαν εν ημιν και μεϑ ημων εσται εις τον αιωνα 3 εσται μεϑ ημων χαρις ελεος ειρηνη παρα ϑεου πατρος και παρα κυριου ιησου χριστου του υιου του πατρος εν αληϑεια και αγαπη 4 εχαρην λιαν οτι ευρηκα εκ των τεκνων σου περιπατουντας εν αληϑεια καϑως εντολην ελαβομεν παρα του πατρος 5 και νυν ερωτω σε κυρια ουχ ως εντολην γραϕω σοι καινην αλλα ην ειχομεν απ αρχης ινα αγαπωμεν αλληλους 6 και αυτη εστιν η αγαπη ινα περιπατωμεν κατα τας εντολας αυτου αυτη εστιν η εντολη καϑως ηκουσατε απ αρχης ινα εν αυτη περιπατητε 7 οτι πολλοι πλανοι εισηλϑον εις τον κοσμον οι μη ομολογουντες ιησουν χριστον ερχομενον εν σαρκι ουτος εστιν ο πλανος και ο αντιχριστος 8 βλεπετε εαυτους ινα μη απολεσωμεν α ειργασαμεϑα αλλα μισϑον πληρη απολαβωμεν 9 πας ο παραβαινων και μη μενων εν τη διδαχη του χριστου ϑεον ουκ εχει ο μενων εν τη διδαχη του χριστου ουτος και τον πατερα και τον υιον εχει 10 ει τις ερχεται προς υμας και ταυτην την διδαχην ου ϕερει μη λαμβανετε αυτον εις οικιαν και χαιρειν αυτω μη λεγετε 11 ο γαρ λεγων αυτω χαιρειν κοινωνει τοις εργοις αυτου τοις πονηροις 12 πολλα εχων υμιν γραϕειν ουκ ηβουληϑην δια χαρτου και μελανος αλλα ελπιζω ελϑειν προς υμας και στομα προς στομα λαλησαι ινα η χαρα ημων η πεπληρωμενη 13 ασπαζεται σε τα τεκνα της αδελϕης σου της εκλεκτης αμην Εξπλιχιτ χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι σεχυνδα
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι τερτια
1 ο πρεσβυτερος γαιω τω αγαπητω ον εγω αγαπω εν αληϑεια 2 αγαπητε περι παντων ευχομαι σε ευοδουσϑαι και υγιαινειν καϑως ευοδουται σου η ψυχη 3 εχαρην γαρ λιαν ερχομενων αδελϕων και μαρτυρουντων σου τη αληϑεια καϑως συ εν αληϑεια περιπατεις 4 μειζοτεραν τουτων ουκ εχω χαραν ινα ακουω τα εμα τεκνα εν αληϑεια περιπατουντα 5 αγαπητε πιστον ποιεις ο εαν εργαση εις τους αδελϕους και εις τους ξενους 6 οι εμαρτυρησαν σου τη αγαπη ενωπιον εκκλησιας ους καλως ποιησεις προπεμψας αξιως του ϑεου 7 υπερ γαρ του ονοματος εξηλϑον μηδεν λαμβανοντες απο των εϑνων 8 ημεις ουν οϕειλομεν απολαμβανειν τους τοιουτους ινα συνεργοι γινωμεϑα τη αληϑεια 9 εγραψα τη εκκλησια αλλ ο ϕιλοπρωτευων αυτων διοτρεϕης ουκ επιδεχεται ημας 10 δια τουτο εαν ελϑω υπομνησω αυτου τα εργα α ποιει λογοις πονηροις ϕλυαρων ημας και μη αρκουμενος επι τουτοις ουτε αυτος επιδεχεται τους αδελϕους και τους βουλομενους κωλυει και εκ της εκκλησιας εκβαλλει 11 αγαπητε μη μιμου το κακον αλλα το αγαϑον ο αγαϑοποιων εκ του ϑεου εστιν ο δε κακοποιων ουχ εωρακεν τον ϑεον 12 δημητριω μεμαρτυρηται υπο παντων και υπ αυτης της αληϑειας και ημεις δε μαρτυρουμεν και οιδατε οτι η μαρτυρια ημων αληϑης εστιν 13 πολλα ειχον γραϕειν αλλ ου ϑελω δια μελανος και καλαμου σοι γραψαι 14 ελπιζω δε ευϑεως ιδειν σε και στομα προς στομα λαλησομεν ειρηνη σοι ασπαζονται σε οι ϕιλοι ασπαζου τους ϕιλους κατ ονομα Εξπλιχιτ επιστολα χατηολιχα βεατι ϑοηαννισ αποστολι τερτια
επιστολα χατηολιχα βεατι ϑυδ
1 ιουδας ιησου χριστου δουλος αδελϕος δε ιακωβου τοις εν ϑεω πατρι ηγιασμενοις και ιησου χριστω τετηρημενοις κλητοις 2 ελεος υμιν και ειρηνη και αγαπη πληϑυνϑειη 3 αγαπητοι πασαν σπουδην ποιουμενος γραϕειν υμιν περι της κοινης σωτηριας αναγκην εσχον γραψαι υμιν παρακαλων επαγωνιζεσϑαι τη απαξ παραδοϑειση τοις αγιοις πιστει 4 παρεισεδυσαν γαρ τινες ανϑρωποι οι παλαι προγεγραμμενοι εις τουτο το κριμα ασεβεις την του ϑεου ημων χαριν μετατιϑεντες εις ασελγειαν και τον μονον δεσποτην ϑεον και κυριον ημων ιησουν χριστον αρνουμενοι 5 υπομνησαι δε υμας βουλομαι ειδοτας υμας απαξ τουτο οτι ο κυριος λαον εκ γης αιγυπτου σωσας το δευτερον τους μη πιστευσαντας απωλεσεν 6 αγγελους τε τους μη τηρησαντας την εαυτων αρχην αλλα απολιποντας το ιδιον οικητηριον εις κρισιν μεγαλης ημερας δεσμοις αιδιοις υπο ζοϕον τετηρηκεν 7 ως σοδομα και γομορρα και αι περι αυτας πολεις τον ομοιον τουτοις τροπον εκπορνευσασαι και απελϑουσαι οπισω σαρκος ετερας προκεινται δειγμα πυρος αιωνιου δικην υπεχουσαι 8 ομοιως μεντοι και ουτοι ενυπνιαζομενοι σαρκα μεν μιαινουσιν κυριοτητα δε αϑετουσιν δοξας δε βλασϕημουσιν 9 ο δε μιχαηλ ο αρχαγγελος οτε τω διαβολω διακρινομενος διελεγετο περι του μωσεως σωματος ουκ ετολμησεν κρισιν επενεγκειν βλασϕημιας αλλ ειπεν επιτιμησαι σοι κυριος 10 ουτοι δε οσα μεν ουκ οιδασιν βλασϕημουσιν οσα δε ϕυσικως ως τα αλογα ζωα επιστανται εν τουτοις ϕϑειρονται 11 ουαι αυτοις οτι τη οδω του καιν επορευϑησαν και τη πλανη του βαλααμ μισϑου εξεχυϑησαν και τη αντιλογια του κορε απωλοντο 12 ουτοι εισιν εν ταις αγαπαις υμων σπιλαδες συνευωχουμενοι αϕοβως εαυτους ποιμαινοντες νεϕελαι ανυδροι υπο ανεμων περιϕερομεναι δενδρα ϕϑινοπωρινα ακαρπα δις αποϑανοντα εκριζωϑεντα 13 κυματα αγρια ϑαλασσης επαϕριζοντα τας εαυτων αισχυνας αστερες πλανηται οις ο ζοϕος του σκοτους εις τον αιωνα τετηρηται 14 προεϕητευσεν δε και τουτοις εβδομος απο αδαμ ενωχ λεγων ιδου ηλϑεν κυριος εν μυριασιν αγιαις αυτου 15 ποιησαι κρισιν κατα παντων και εξελεγξαι παντας τους ασεβεις αυτων περι παντων των εργων ασεβειας αυτων ων ησεβησαν και περι παντων των σκληρων ων ελαλησαν κατ αυτου αμαρτωλοι ασεβεις 16 ουτοι εισιν γογγυσται μεμψιμοιροι κατα τας επιϑυμιας αυτων πορευομενοι και το στομα αυτων λαλει υπερογκα ϑαυμαζοντες προσωπα ωϕελειας χαριν 17 υμεις δε αγαπητοι μνησϑητε των ρηματων των προειρημενων υπο των αποστολων του κυριου ημων ιησου χριστου 18 οτι ελεγον υμιν οτι εν εσχατω χρονω εσονται εμπαικται κατα τας εαυτων επιϑυμιας πορευομενοι των ασεβειων 19 ουτοι εισιν οι αποδιοριζοντες ψυχικοι πνευμα μη εχοντες 20 υμεις δε αγαπητοι τη αγιωτατη υμων πιστει εποικοδομουντες εαυτους εν πνευματι αγιω προσευχομενοι 21 εαυτους εν αγαπη ϑεου τηρησατε προσδεχομενοι το ελεος του κυριου ημων ιησου χριστου εις ζωην αιωνιον 22 και ους μεν ελεειτε διακρινομενοι 23 ους δε εν ϕοβω σωζετε εκ του πυρος αρπαζοντες μισουντες και τον απο της σαρκος εσπιλωμενον χιτωνα 24 τω δε δυναμενω ϕυλαξαι αυτους απταιστους και στησαι κατενωπιον της δοξης αυτου αμωμους εν αγαλλιασει 25 μονω σοϕω ϑεω σωτηρι ημων δοξα και μεγαλωσυνη κρατος και εξουσια και νυν και εις παντας τους αιωνας αμην Εξπλιχιτ επιστολα χατηολιχα βεατι ϑυδ⎛ αποστολι
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 1
1 αποκαλυψις ιησου χριστου ην εδωκεν αυτω ο ϑεος δειξαι τοις δουλοις αυτου α δει γενεσϑαι εν ταχει και εσημανεν αποστειλας δια του αγγελου αυτου τω δουλω αυτου ιωαννη 2 ος εμαρτυρησεν τον λογον του ϑεου και την μαρτυριαν ιησου χριστου οσα τε ειδεν 3 μακαριος ο αναγινωσκων και οι ακουοντες τους λογους της προϕητειας και τηρουντες τα εν αυτη γεγραμμενα ο γαρ καιρος εγγυς 4 ιωαννης ταις επτα εκκλησιαις ταις εν τη ασια χαρις υμιν και ειρηνη απο του ο ων και ο ην και ο ερχομενος και απο των επτα πνευματων α εστιν ενωπιον του ϑρονου αυτου 5 και απο ιησου χριστου ο μαρτυς ο πιστος ο πρωτοτοκος εκ των νεκρων και ο αρχων των βασιλεων της γης τω αγαπησαντι ημας και λουσαντι ημας απο των αμαρτιων ημων εν τω αιματι αυτου 6 και εποιησεν ημας βασιλεις και ιερεις τω ϑεω και πατρι αυτου αυτω η δοξα και το κρατος εις τους αιωνας των αιωνων αμην 7 ιδου ερχεται μετα των νεϕελων και οψεται αυτον πας οϕϑαλμος και οιτινες αυτον εξεκεντησαν και κοψονται επ αυτον πασαι αι ϕυλαι της γης ναι αμην 8 εγω ειμι το α και το ω αρχη και τελος λεγει ο κυριος ο ων και ο ην και ο ερχομενος ο παντοκρατωρ 9 εγω ιωαννης ο και αδελϕος υμων και συγκοινωνος εν τη ϑλιψει και εν τη βασιλεια και υπομονη ιησου χριστου εγενομην εν τη νησω τη καλουμενη πατμω δια τον λογον του ϑεου και δια την μαρτυριαν ιησου χριστου 10 εγενομην εν πνευματι εν τη κυριακη ημερα και ηκουσα οπισω μου ϕωνην μεγαλην ως σαλπιγγος 11 λεγουσης εγω ειμι το α και το ω ο πρωτος και ο εσχατος και ο βλεπεις γραψον εις βιβλιον και πεμψον ταις εκκλησιαις ταις εν ασια εις εϕεσον και εις σμυρναν και εις περγαμον και εις ϑυατειρα και εις σαρδεις και εις ϕιλαδελϕειαν και εις λαοδικειαν 12 και επεστρεψα βλεπειν την ϕωνην ητις ελαλησεν μετ εμου και επιστρεψας ειδον επτα λυχνιας χρυσας 13 και εν μεσω των επτα λυχνιων ομοιον υιω ανϑρωπου ενδεδυμενον ποδηρη και περιεζωσμενον προς τοις μαστοις ζωνην χρυσην 14 η δε κεϕαλη αυτου και αι τριχες λευκαι ωσει εριον λευκον ως χιων και οι οϕϑαλμοι αυτου ως ϕλοξ πυρος 15 και οι ποδες αυτου ομοιοι χαλκολιβανω ως εν καμινω πεπυρωμενοι και η ϕωνη αυτου ως ϕωνη υδατων πολλων 16 και εχων εν τη δεξια αυτου χειρι αστερας επτα και εκ του στοματος αυτου ρομϕαια διστομος οξεια εκπορευομενη και η οψις αυτου ως ο ηλιος ϕαινει εν τη δυναμει αυτου 17 και οτε ειδον αυτον επεσα προς τους ποδας αυτου ως νεκρος και επεϑηκεν την δεξιαν αυτου χειρα επ εμε λεγων μοι μη ϕοβου εγω ειμι ο πρωτος και ο εσχατος 18 και ο ζων και εγενομην νεκρος και ιδου ζων ειμι εις τους αιωνας των αιωνων αμην και εχω τας κλεις του αδου και του ϑανατου 19 γραψον α ειδες και α εισιν και α μελλει γινεσϑαι μετα ταυτα 20 το μυστηριον των επτα αστερων ων ειδες επι της δεξιας μου και τας επτα λυχνιας τας χρυσας οι επτα αστερες αγγελοι των επτα εκκλησιων εισιν και αι επτα λυχνιαι ας ειδες επτα εκκλησιαι εισιν
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 2
1 τω αγγελω της εϕεσινης εκκλησιας γραψον ταδε λεγει ο κρατων τους επτα αστερας εν τη δεξια αυτου ο περιπατων εν μεσω των επτα λυχνιων των χρυσων 2 οιδα τα εργα σου και τον κοπον σου και την υπομονην σου και οτι ου δυνη βαστασαι κακους και επειρασω τους ϕασκοντας ειναι αποστολους και ουκ εισιν και ευρες αυτους ψευδεις 3 και εβαστασας και υπομονην εχεις και δια το ονομα μου κεκοπιακας και ου κεκμηκας 4 αλλ εχω κατα σου οτι την αγαπην σου την πρωτην αϕηκας 5 μνημονευε ουν ποϑεν εκπεπτωκας και μετανοησον και τα πρωτα εργα ποιησον ει δε μη ερχομαι σοι ταχει και κινησω την λυχνιαν σου εκ του τοπου αυτης εαν μη μετανοησης 6 αλλα τουτο εχεις οτι μισεις τα εργα των νικολαιτων α καγω μισω 7 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις τω νικωντι δωσω αυτω ϕαγειν εκ του ξυλου της ζωης ο εστιν εν μεσω του παραδεισου του ϑεου 8 και τω αγγελω της εκκλησιας σμυρναιων γραψον ταδε λεγει ο πρωτος και ο εσχατος ος εγενετο νεκρος και εζησεν 9 οιδα σου τα εργα και την ϑλιψιν και την πτωχειαν πλουσιος δε ει και την βλασϕημιαν των λεγοντων ιουδαιους ειναι εαυτους και ουκ εισιν αλλα συναγωγη του σατανα 10 μηδεν ϕοβου α μελλεις πασχειν ιδου μελλει βαλειν εξ υμων ο διαβολος εις ϕυλακην ινα πειρασϑητε και εξετε ϑλιψιν ημερων δεκα γινου πιστος αχρι ϑανατου και δωσω σοι τον στεϕανον της ζωης 11 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις ο νικων ου μη αδικηϑη εκ του ϑανατου του δευτερου 12 και τω αγγελω της εν περγαμω εκκλησιας γραψον ταδε λεγει ο εχων την ρομϕαιαν την διστομον την οξειαν 13 οιδα τα εργα σου και που κατοικεις οπου ο ϑρονος του σατανα και κρατεις το ονομα μου και ουκ ηρνησω την πιστιν μου και εν ταις ημεραις εν αις αντιπας ο μαρτυς μου ο πιστος ος απεκτανϑη παρ υμιν οπου κατοικει ο σατανας 14 αλλ εχω κατα σου ολιγα οτι εχεις εκει κρατουντας την διδαχην βαλααμ ος εδιδασκεν εν τω βαλακ βαλειν σκανδαλον ενωπιον των υιων ισραηλ ϕαγειν ειδωλοϑυτα και πορνευσαι 15 ουτως εχεις και συ κρατουντας την διδαχην των νικολαιτων ο μισω 16 μετανοησον ει δε μη ερχομαι σοι ταχυ και πολεμησω μετ αυτων εν τη ρομϕαια του στοματος μου 17 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις τω νικωντι δωσω αυτω ϕαγειν απο του μαννα του κεκρυμμενου και δωσω αυτω ψηϕον λευκην και επι την ψηϕον ονομα καινον γεγραμμενον ο ουδεις εγνω ει μη ο λαμβανων 18 και τω αγγελω της εν ϑυατειροις εκκλησιας γραψον ταδε λεγει ο υιος του ϑεου ο εχων τους οϕϑαλμους αυτου ως ϕλογα πυρος και οι ποδες αυτου ομοιοι χαλκολιβανω 19 οιδα σου τα εργα και την αγαπην και την διακονιαν και την πιστιν και την υπομονην σου και τα εργα σου και τα εσχατα πλειονα των πρωτων 20 αλλ εχω κατα σου ολιγα οτι εας την γυναικα ιεζαβηλ την λεγουσαν εαυτην προϕητιν διδασκειν και πλανασϑαι εμους δουλους πορνευσαι και ειδωλοϑυτα ϕαγειν 21 και εδωκα αυτη χρονον ινα μετανοηση εκ της πορνειας αυτης και ου μετενοησεν 22 ιδου εγω βαλλω αυτην εις κλινην και τους μοιχευοντας μετ αυτης εις ϑλιψιν μεγαλην εαν μη μετανοησωσιν εκ των εργων αυτων 23 και τα τεκνα αυτης αποκτενω εν ϑανατω και γνωσονται πασαι αι εκκλησιαι οτι εγω ειμι ο ερευνων νεϕρους και καρδιας και δωσω υμιν εκαστω κατα τα εργα υμων 24 υμιν δε λεγω και λοιποις τοις εν ϑυατειροις οσοι ουκ εχουσιν την διδαχην ταυτην και οιτινες ουκ εγνωσαν τα βαϑη του σατανα ως λεγουσιν ου βαλω εϕ υμας αλλο βαρος 25 πλην ο εχετε κρατησατε αχρις ου αν ηξω 26 και ο νικων και ο τηρων αχρι τελους τα εργα μου δωσω αυτω εξουσιαν επι των εϑνων 27 και ποιμανει αυτους εν ραβδω σιδηρα ως τα σκευη τα κεραμικα συντριβεται ως καγω ειληϕα παρα του πατρος μου 28 και δωσω αυτω τον αστερα τον πρωινον 29 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 3
1 και τω αγγελω της εν σαρδεσιν εκκλησιας γραψον ταδε λεγει ο εχων τα πνευματα του ϑεου και τους επτα αστερας οιδα σου τα εργα οτι το ονομα εχεις οτι ζης και νεκρος ει 2 γινου γρηγορων και στηριξον τα λοιπα α μελλει αποϑανειν ου γαρ ευρηκα σου τα εργα πεπληρωμενα ενωπιον του ϑεου 3 μνημονευε ουν πως ειληϕας και ηκουσας και τηρει και μετανοησον εαν ουν μη γρηγορησης ηξω επι σε ως κλεπτης και ου μη γνως ποιαν ωραν ηξω επι σε 4 εχεις ολιγα ονοματα και εν σαρδεσιν α ουκ εμολυναν τα ιματια αυτων και περιπατησουσιν μετ εμου εν λευκοις οτι αξιοι εισιν 5 ο νικων ουτος περιβαλειται εν ιματιοις λευκοις και ου μη εξαλειψω το ονομα αυτου εκ της βιβλου της ζωης και εξομολογησομαι το ονομα αυτου ενωπιον του πατρος μου και ενωπιον των αγγελων αυτου 6 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις 7 και τω αγγελω της εν ϕιλαδελϕεια εκκλησιας γραψον ταδε λεγει ο αγιος ο αληϑινος ο εχων την κλειδα του δαβιδ ο ανοιγων και ουδεις κλειει και κλειει και ουδεις ανοιγει 8 οιδα σου τα εργα ιδου δεδωκα ενωπιον σου ϑυραν ανεωγμενην και ουδεις δυναται κλεισαι αυτην οτι μικραν εχεις δυναμιν και ετηρησας μου τον λογον και ουκ ηρνησω το ονομα μου 9 ιδου διδωμι εκ της συναγωγης του σατανα των λεγοντων εαυτους ιουδαιους ειναι και ουκ εισιν αλλα ψευδονται ιδου ποιησω αυτους ινα ηξωσιν και προσκυνησωσιν ενωπιον των ποδων σου και γνωσιν οτι εγω ηγαπησα σε 10 οτι ετηρησας τον λογον της υπομονης μου καγω σε τηρησω εκ της ωρας του πειρασμου της μελλουσης ερχεσϑαι επι της οικουμενης ολης πειρασαι τους κατοικουντας επι της γης 11 ιδου ερχομαι ταχυ κρατει ο εχεις ινα μηδεις λαβη τον στεϕανον σου 12 ο νικων ποιησω αυτον στυλον εν τω ναω του ϑεου μου και εξω ου μη εξελϑη ετι και γραψω επ αυτον το ονομα του ϑεου μου και το ονομα της πολεως του ϑεου μου της καινης ιερουσαλημ η καταβαινουσα εκ του ουρανου απο του ϑεου μου και το ονομα μου το καινον 13 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις 14 και τω αγγελω της εκκλησιας λαοδικεων γραψον ταδε λεγει ο αμην ο μαρτυς ο πιστος και αληϑινος η αρχη της κτισεως του ϑεου 15 οιδα σου τα εργα οτι ουτε ψυχρος ει ουτε ζεστος οϕελον ψυχρος ειης η ζεστος 16 ουτως οτι χλιαρος ει και ουτε ψυχρος ουτε ζεστος μελλω σε εμεσαι εκ του στοματος μου 17 οτι λεγεις οτι πλουσιος ειμι και πεπλουτηκα και ουδενος χρειαν εχω και ουκ οιδας οτι συ ει ο ταλαιπωρος και ελεεινος και πτωχος και τυϕλος και γυμνος 18 συμβουλευω σοι αγορασαι παρ εμου χρυσιον πεπυρωμενον εκ πυρος ινα πλουτησης και ιματια λευκα ινα περιβαλη και μη ϕανερωϑη η αισχυνη της γυμνοτητος σου και κολλουριον εγχρισον τους οϕϑαλμους σου ινα βλεπης 19 εγω οσους εαν ϕιλω ελεγχω και παιδευω ζηλωσον ουν και μετανοησον 20 ιδου εστηκα επι την ϑυραν και κρουω εαν τις ακουση της ϕωνης μου και ανοιξη την ϑυραν εισελευσομαι προς αυτον και δειπνησω μετ αυτου και αυτος μετ εμου 21 ο νικων δωσω αυτω καϑισαι μετ εμου εν τω ϑρονω μου ως καγω ενικησα και εκαϑισα μετα του πατρος μου εν τω ϑρονω αυτου 22 ο εχων ους ακουσατω τι το πνευμα λεγει ταις εκκλησιαις
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 4
1 μετα ταυτα ειδον και ιδου ϑυρα ηνεωγμενη εν τω ουρανω και η ϕωνη η πρωτη ην ηκουσα ως σαλπιγγος λαλουσης μετ εμου λεγουσα αναβα ωδε και δειξω σοι α δει γενεσϑαι μετα ταυτα 2 και ευϑεως εγενομην εν πνευματι και ιδου ϑρονος εκειτο εν τω ουρανω και επι του ϑρονου καϑημενος 3 και ο καϑημενος ην ομοιος ορασει λιϑω ιασπιδι και σαρδινω και ιρις κυκλοϑεν του ϑρονου ομοιος ορασει σμαραγδινω 4 και κυκλοϑεν του ϑρονου ϑρονοι εικοσι και τεσσαρες και επι τους ϑρονους ειδον τους εικοσι και τεσσαρας πρεσβυτερους καϑημενους περιβεβλημενους εν ιματιοις λευκοις και εσχον επι τας κεϕαλας αυτων στεϕανους χρυσους 5 και εκ του ϑρονου εκπορευονται αστραπαι και βρονται και ϕωναι και επτα λαμπαδες πυρος καιομεναι ενωπιον του ϑρονου αι εισιν τα επτα πνευματα του ϑεου 6 και ενωπιον του ϑρονου ϑαλασσα υαλινη ομοια κρυσταλλω και εν μεσω του ϑρονου και κυκλω του ϑρονου τεσσαρα ζωα γεμοντα οϕϑαλμων εμπροσϑεν και οπισϑεν 7 και το ζωον το πρωτον ομοιον λεοντι και το δευτερον ζωον ομοιον μοσχω και το τριτον ζωον εχον το προσωπον ως ανϑρωπος και το τεταρτον ζωον ομοιον αετω πετωμενω 8 και τεσσαρα ζωα εν καϑ εαυτο ειχον ανα πτερυγας εξ κυκλοϑεν και εσωϑεν γεμοντα οϕϑαλμων και αναπαυσιν ουκ εχουσιν ημερας και νυκτος λεγοντα αγιος αγιος αγιος κυριος ο ϑεος ο παντοκρατωρ ο ην και ο ων και ο ερχομενος 9 και οταν δωσουσιν τα ζωα δοξαν και τιμην και ευχαριστιαν τω καϑημενω επι του ϑρονου τω ζωντι εις τους αιωνας των αιωνων 10 πεσουνται οι εικοσι και τεσσαρες πρεσβυτεροι ενωπιον του καϑημενου επι του ϑρονου και προσκυνουσιν τω ζωντι εις τους αιωνας των αιωνων και βαλλουσιν τους στεϕανους αυτων ενωπιον του ϑρονου λεγοντες 11 αξιος ει κυριε λαβειν την δοξαν και την τιμην και την δυναμιν οτι συ εκτισας τα παντα και δια το ϑελημα σου εισιν και εκτισϑησαν
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 5
1 και ειδον επι την δεξιαν του καϑημενου επι του ϑρονου βιβλιον γεγραμμενον εσωϑεν και οπισϑεν κατεσϕραγισμενον σϕραγισιν επτα 2 και ειδον αγγελον ισχυρον κηρυσσοντα ϕωνη μεγαλη τις εστιν αξιος ανοιξαι το βιβλιον και λυσαι τας σϕραγιδας αυτου 3 και ουδεις ηδυνατο εν τω ουρανω ουδε επι της γης ουδε υποκατω της γης ανοιξαι το βιβλιον ουδε βλεπειν αυτο 4 και εγω εκλαιον πολλα οτι ουδεις αξιος ευρεϑη ανοιξαι και αναγνωναι το βιβλιον ουτε βλεπειν αυτο 5 και εις εκ των πρεσβυτερων λεγει μοι μη κλαιε ιδου ενικησεν ο λεων ο ων εκ της ϕυλης ιουδα η ριζα δαβιδ ανοιξαι το βιβλιον και λυσαι τας επτα σϕραγιδας αυτου 6 και ειδον και ιδου εν μεσω του ϑρονου και των τεσσαρων ζωων και εν μεσω των πρεσβυτερων αρνιον εστηκος ως εσϕαγμενον εχον κερατα επτα και οϕϑαλμους επτα οι εισιν τα επτα του ϑεου πνευματα τα απεσταλμενα εις πασαν την γην 7 και ηλϑεν και ειληϕεν το βιβλιον εκ της δεξιας του καϑημενου επι του ϑρονου 8 και οτε ελαβεν το βιβλιον τα τεσσαρα ζωα και οι εικοσιτεσσαρες πρεσβυτεροι επεσον ενωπιον του αρνιου εχοντες εκαστος κιϑαρας και ϕιαλας χρυσας γεμουσας ϑυμιαματων αι εισιν αι προσευχαι των αγιων 9 και αδουσιν ωδην καινην λεγοντες αξιος ει λαβειν το βιβλιον και ανοιξαι τας σϕραγιδας αυτου οτι εσϕαγης και ηγορασας τω ϑεω ημας εν τω αιματι σου εκ πασης ϕυλης και γλωσσης και λαου και εϑνους 10 και εποιησας ημας τω ϑεω ημων βασιλεις και ιερεις και βασιλευσομεν επι της γης 11 και ειδον και ηκουσα ϕωνην αγγελων πολλων κυκλοϑεν του ϑρονου και των ζωων και των πρεσβυτερων και χιλιαδες χιλιαδων 12 λεγοντες ϕωνη μεγαλη αξιον εστιν το αρνιον το εσϕαγμενον λαβειν την δυναμιν και πλουτον και σοϕιαν και ισχυν και τιμην και δοξαν και ευλογιαν 13 και παν κτισμα ο εστιν εν τω ουρανω και εν τη γη και υποκατω της γης και επι της ϑαλασσης α εστιν και τα εν αυτοις παντα ηκουσα λεγοντας τω καϑημενω επι του ϑρονου και τω αρνιω η ευλογια και η τιμη και η δοξα και το κρατος εις τους αιωνας των αιωνων 14 και τα τεσσαρα ζωα ελεγον αμην και οι εικοσιτεσσαρες πρεσβυτεροι επεσαν και προσεκυνησαν ζωντι εις τους αιωνας των αιωνων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 6
1 και ειδον οτε ηνοιξεν το αρνιον μιαν εκ των σϕραγιδων και ηκουσα ενος εκ των τεσσαρων ζωων λεγοντος ως ϕωνης βροντης ερχου και βλεπε 2 και ειδον και ιδου ιππος λευκος και ο καϑημενος επ αυτω εχων τοξον και εδοϑη αυτω στεϕανος και εξηλϑεν νικων και ινα νικηση 3 και οτε ηνοιξεν την δευτεραν σϕραγιδα ηκουσα του δευτερου ζωου λεγοντος ερχου και βλεπε 4 και εξηλϑεν αλλος ιππος πυρρος και τω καϑημενω επ αυτω εδοϑη αυτω λαβειν την ειρηνην απο της γης και ινα αλληλους σϕαξωσιν και εδοϑη αυτω μαχαιρα μεγαλη 5 και οτε ηνοιξεν την τριτην σϕραγιδα ηκουσα του τριτου ζωου λεγοντος ερχου και βλεπε και ειδον και ιδου ιππος μελας και ο καϑημενος επ αυτω εχων ζυγον εν τη χειρι αυτου 6 και ηκουσα ϕωνην εν μεσω των τεσσαρων ζωων λεγουσαν χοινιξ σιτου δηναριου και τρεις χοινικες κριϑης δηναριου και το ελαιον και τον οινον μη αδικησης 7 και οτε ηνοιξεν την σϕραγιδα την τεταρτην ηκουσα ϕωνην του τεταρτου ζωου λεγουσαν ερχου και βλεπε 8 και ειδον και ιδου ιππος χλωρος και ο καϑημενος επανω αυτου ονομα αυτω ο ϑανατος και ο αδης ακολουϑει μετ αυτου και εδοϑη αυτοις εξουσια αποκτειναι επι το τεταρτον της γης εν ρομϕαια και εν λιμω και εν ϑανατω και υπο των ϑηριων της γης 9 και οτε ηνοιξεν την πεμπτην σϕραγιδα ειδον υποκατω του ϑυσιαστηριου τας ψυχας των εσϕαγμενων δια τον λογον του ϑεου και δια την μαρτυριαν ην ειχον 10 και εκραζον ϕωνη μεγαλη λεγοντες εως ποτε ο δεσποτης ο αγιος και ο αληϑινος ου κρινεις και εκδικεις το αιμα ημων απο των κατοικουντων επι της γης 11 και εδοϑησαν εκαστοις στολαι λευκαι και ερρεϑη αυτοις ινα αναπαυσωνται ετι χρονον μικρον εως ου πληρωσονται και οι συνδουλοι αυτων και οι αδελϕοι αυτων οι μελλοντες αποκτεινεσϑαι ως και αυτοι 12 και ειδον οτε ηνοιξεν την σϕραγιδα την εκτην και ιδου σεισμος μεγας εγενετο και ο ηλιος εγενετο μελας ως σακκος τριχινος και η σεληνη εγενετο ως αιμα 13 και οι αστερες του ουρανου επεσαν εις την γην ως συκη βαλλει τους ολυνϑους αυτης υπο μεγαλου ανεμου σειομενη 14 και ουρανος απεχωρισϑη ως βιβλιον ειλισσομενον και παν ορος και νησος εκ των τοπων αυτων εκινηϑησαν 15 και οι βασιλεις της γης και οι μεγιστανες και οι πλουσιοι και οι χιλιαρχοι και οι δυνατοι και πας δουλος και πας ελευϑερος εκρυψαν εαυτους εις τα σπηλαια και εις τας πετρας των ορεων 16 και λεγουσιν τοις ορεσιν και ταις πετραις πεσετε εϕ ημας και κρυψατε ημας απο προσωπου του καϑημενου επι του ϑρονου και απο της οργης του αρνιου 17 οτι ηλϑεν η ημερα η μεγαλη της οργης αυτου και τις δυναται σταϑηναι
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 7
1 και μετα ταυτα ειδον τεσσαρας αγγελους εστωτας επι τας τεσσαρας γωνιας της γης κρατουντας τους τεσσαρας ανεμους της γης ινα μη πνεη ανεμος επι της γης μητε επι της ϑαλασσης μητε επι παν δενδρον 2 και ειδον αλλον αγγελον αναβαντα απο ανατολης ηλιου εχοντα σϕραγιδα ϑεου ζωντος και εκραξεν ϕωνη μεγαλη τοις τεσσαρσιν αγγελοις οις εδοϑη αυτοις αδικησαι την γην και την ϑαλασσαν 3 λεγων μη αδικησητε την γην μητε την ϑαλασσαν μητε τα δενδρα αχρις ου σϕραγιζωμεν τους δουλους του ϑεου ημων επι των μετωπων αυτων 4 και ηκουσα τον αριϑμον των εσϕραγισμενων ρμδ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ πασης ϕυλης υιων ισραηλ 5 εκ ϕυλης ιουδα ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης ρουβην ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης γαδ ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι 6 εκ ϕυλης ασηρ ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης νεϕϑαλειμ ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης μανασση ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι 7 εκ ϕυλης συμεων ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης λευι ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης ισαχαρ ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι 8 εκ ϕυλης ζαβουλων ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης ιωσηϕ ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι εκ ϕυλης βενιαμιν ιβ χιλιαδες εσϕραγισμενοι 9 μετα ταυτα ειδον και ιδου οχλος πολυς ον αριϑμησαι αυτον ουδεις ηδυνατο εκ παντος εϑνους και ϕυλων και λαων και γλωσσων εστωτες ενωπιον του ϑρονου και ενωπιον του αρνιου περιβεβλημενοι στολας λευκας και ϕοινικες εν ταις χερσιν αυτων 10 και κραζοντες ϕωνη μεγαλη λεγοντες η σωτηρια τω καϑημενω επι του ϑρονου του ϑεου ημων και τω αρνιω 11 και παντες οι αγγελοι εστηκεσαν κυκλω του ϑρονου και των πρεσβυτερων και των τεσσαρων ζωων και επεσον ενωπιον του ϑρονου επι προσωπον αυτων και προσεκυνησαν τω ϑεω 12 λεγοντες αμην η ευλογια και η δοξα και η σοϕια και η ευχαριστια και η τιμη και η δυναμις και η ισχυς τω ϑεω ημων εις τους αιωνας των αιωνων αμην 13 και απεκριϑη εις εκ των πρεσβυτερων λεγων μοι ουτοι οι περιβεβλημενοι τας στολας τας λευκας τινες εισιν και ποϑεν ηλϑον 14 και ειρηκα αυτω κυριε συ οιδας και ειπεν μοι ουτοι εισιν οι ερχομενοι εκ της ϑλιψεως της μεγαλης και επλυναν τας στολας αυτων και ελευκαναν στολας αυτων εν τω αιματι του αρνιου 15 δια τουτο εισιν ενωπιον του ϑρονου του ϑεου και λατρευουσιν αυτω ημερας και νυκτος εν τω ναω αυτου και ο καϑημενος επι του ϑρονου σκηνωσει επ αυτους 16 ου πεινασουσιν ετι ουδε διψησουσιν ετι ουδε μη πεση επ αυτους ο ηλιος ουδε παν καυμα 17 οτι το αρνιον το αναμεσον του ϑρονου ποιμανει αυτους και οδηγησει αυτους επι ζωσας πηγας υδατων και εξαλειψει ο ϑεος παν δακρυον απο των οϕϑαλμων αυτων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 8
1 και οτε ηνοιξεν την σϕραγιδα την εβδομην εγενετο σιγη εν τω ουρανω ως ημιωριον 2 και ειδον τους επτα αγγελους οι ενωπιον του ϑεου εστηκασιν και εδοϑησαν αυτοις επτα σαλπιγγες 3 και αλλος αγγελος ηλϑεν και εσταϑη επι το ϑυσιαστηριον εχων λιβανωτον χρυσουν και εδοϑη αυτω ϑυμιαματα πολλα ινα δωση ταις προσευχαις των αγιων παντων επι το ϑυσιαστηριον το χρυσουν το ενωπιον του ϑρονου 4 και ανεβη ο καπνος των ϑυμιαματων ταις προσευχαις των αγιων εκ χειρος του αγγελου ενωπιον του ϑεου 5 και ειληϕεν ο αγγελος το λιβανωτον και εγεμισεν αυτο εκ του πυρος του ϑυσιαστηριου και εβαλεν εις την γην και εγενοντο ϕωναι και βρονται και αστραπαι και σεισμος 6 και οι επτα αγγελοι εχοντες τας επτα σαλπιγγας ητοιμασαν εαυτους ινα σαλπισωσιν 7 και ο πρωτος αγγελος εσαλπισεν και εγενετο χαλαζα και πυρ μεμιγμενα αιματι και εβληϑη εις την γην και το τριτον των δενδρων κατεκαη και πας χορτος χλωρος κατεκαη 8 και ο δευτερος αγγελος εσαλπισεν και ως ορος μεγα πυρι καιομενον εβληϑη εις την ϑαλασσαν και εγενετο το τριτον της ϑαλασσης αιμα 9 και απεϑανεν το τριτον των κτισματων των εν τη ϑαλασση τα εχοντα ψυχας και το τριτον των πλοιων διεϕϑαρη 10 και ο τριτος αγγελος εσαλπισεν και επεσεν εκ του ουρανου αστηρ μεγας καιομενος ως λαμπας και επεσεν επι το τριτον των ποταμων και επι τας πηγας υδατων 11 και το ονομα του αστερος λεγεται αψινϑος και γινεται το τριτον εις αψινϑον και πολλοι ανϑρωπων απεϑανον εκ των υδατων οτι επικρανϑησαν 12 και ο τεταρτος αγγελος εσαλπισεν και επληγη το τριτον του ηλιου και το τριτον της σεληνης και το τριτον των αστερων ινα σκοτισϑη το τριτον αυτων και η ημερα μη ϕαινη το τριτον αυτης και η νυξ ομοιως 13 και ειδον και ηκουσα ενος αγγελου πετωμενου εν μεσουρανηματι λεγοντος ϕωνη μεγαλη ουαι ουαι ουαι τοις κατοικουσιν επι της γης εκ των λοιπων ϕωνων της σαλπιγγος των τριων αγγελων των μελλοντων σαλπιζειν
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 9
1 και ο πεμπτος αγγελος εσαλπισεν και ειδον αστερα εκ του ουρανου πεπτωκοτα εις την γην και εδοϑη αυτω η κλεις του ϕρεατος της αβυσσου 2 και ηνοιξεν το ϕρεαρ της αβυσσου και ανεβη καπνος εκ του ϕρεατος ως καπνος καμινου μεγαλης και εσκοτισϑη ο ηλιος και ο αηρ εκ του καπνου του ϕρεατος 3 και εκ του καπνου εξηλϑον ακριδες εις την γην και εδοϑη αυταις εξουσια ως εχουσιν εξουσιαν οι σκορπιοι της γης 4 και ερρεϑη αυταις ινα μη αδικησωσιν τον χορτον της γης ουδε παν χλωρον ουδε παν δενδρον ει μη τους ανϑρωπους μονους οιτινες ουκ εχουσιν την σϕραγιδα του ϑεου επι των μετωπων αυτων 5 και εδοϑη αυταις ινα μη αποκτεινωσιν αυτους αλλ ινα βασανισϑωσιν μηνας πεντε και ο βασανισμος αυτων ως βασανισμος σκορπιου οταν παιση ανϑρωπον 6 και εν ταις ημεραις εκειναις ζητησουσιν οι ανϑρωποι τον ϑανατον και ουχ ευρησουσιν αυτον και επιϑυμησουσιν αποϑανειν και ϕευξεται ο ϑανατος απ αυτων 7 και τα ομοιωματα των ακριδων ομοια ιπποις ητοιμασμενοις εις πολεμον και επι τας κεϕαλας αυτων ως στεϕανοι ομοιοι χρυσω και τα προσωπα αυτων ως προσωπα ανϑρωπων 8 και ειχον τριχας ως τριχας γυναικων και οι οδοντες αυτων ως λεοντων ησαν 9 και ειχον ϑωρακας ως ϑωρακας σιδηρους και η ϕωνη των πτερυγων αυτων ως ϕωνη αρματων ιππων πολλων τρεχοντων εις πολεμον 10 και εχουσιν ουρας ομοιας σκορπιοις και κεντρα ην εν ταις ουραις αυτων και η εξουσια αυτων αδικησαι τους ανϑρωπους μηνας πεντε 11 και εχουσιν εϕ αυτων βασιλεα τον αγγελον της αβυσσου ονομα αυτω εβραιστι αβαδδων και εν τη ελληνικη ονομα εχει απολλυων 12 η ουαι η μια απηλϑεν ιδου ερχονται ετι δυο ουαι μετα ταυτα 13 και ο εκτος αγγελος εσαλπισεν και ηκουσα ϕωνην μιαν εκ των τεσσαρων κερατων του ϑυσιαστηριου του χρυσου του ενωπιον του ϑεου 14 λεγουσαν τω εκτω αγγελω ος ειχε την σαλπιγγα λυσον τους τεσσαρας αγγελους τους δεδεμενους επι τω ποταμω τω μεγαλω ευϕρατη 15 και ελυϑησαν οι τεσσαρες αγγελοι οι ητοιμασμενοι εις την ωραν και ημεραν και μηνα και ενιαυτον ινα αποκτεινωσιν το τριτον των ανϑρωπων 16 και ο αριϑμος στρατευματων του ιππικου δυο μυριαδες μυριαδων και ηκουσα τον αριϑμον αυτων 17 και ουτως ειδον τους ιππους εν τη ορασει και τους καϑημενους επ αυτων εχοντας ϑωρακας πυρινους και υακινϑινους και ϑειωδεις και αι κεϕαλαι των ιππων ως κεϕαλαι λεοντων και εκ των στοματων αυτων εκπορευεται πυρ και καπνος και ϑειον 18 υπο των τριων τουτων απεκτανϑησαν το τριτον των ανϑρωπων εκ του πυρος και εκ του καπνου και εκ του ϑειου του εκπορευομενου εκ των στοματων αυτων 19 αι γαρ εξουσιαι αυτων εν τω στοματι αυτων εισιν αι γαρ ουραι αυτων ομοιαι οϕεσιν εχουσαι κεϕαλας και εν αυταις αδικουσιν 20 και οι λοιποι των ανϑρωπων οι ουκ απεκτανϑησαν εν ταις πληγαις ταυταις ουτε μετενοησαν εκ των εργων των χειρων αυτων ινα μη προσκυνησωσιν τα δαιμονια και ειδωλα τα χρυσα και τα αργυρα και τα χαλκα και τα λιϑινα και τα ξυλινα α ουτε βλεπειν δυναται ουτε ακουειν ουτε περιπατειν 21 και ου μετενοησαν εκ των ϕονων αυτων ουτε εκ των ϕαρμακειων αυτων ουτε εκ της πορνειας αυτων ουτε εκ των κλεμματων αυτων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 10
1 και ειδον αλλον αγγελον ισχυρον καταβαινοντα εκ του ουρανου περιβεβλημενον νεϕελην και ιρις επι της κεϕαλης και το προσωπον αυτου ως ο ηλιος και οι ποδες αυτου ως στυλοι πυρος 2 και ειχεν εν τη χειρι αυτου βιβλαριδιον ανεωγμενον και εϑηκεν τον ποδα αυτου τον δεξιον επι την ϑαλασσαν τον δε ευωνυμον επι την γην 3 και εκραξεν ϕωνη μεγαλη ωσπερ λεων μυκαται και οτε εκραξεν ελαλησαν αι επτα βρονται τας εαυτων ϕωνας 4 και οτε ελαλησαν αι επτα βρονται τας ϕωνας εαυτων εμελλον γραϕειν και ηκουσα ϕωνην εκ του ουρανου λεγουσαν μοι σϕραγισον α ελαλησαν αι επτα βρονται και μη ταυτα γραψης 5 και ο αγγελος ον ειδον εστωτα επι της ϑαλασσης και επι της γης ηρεν την χειρα αυτου εις τον ουρανον 6 και ωμοσεν εν τω ζωντι εις τους αιωνας των αιωνων ος εκτισεν τον ουρανον και τα εν αυτω και την γην και τα εν αυτη και την ϑαλασσαν και τα εν αυτη οτι χρονος ουκ εσται ετι 7 αλλα εν ταις ημεραις της ϕωνης του εβδομου αγγελου οταν μελλη σαλπιζειν και τελεσϑη το μυστηριον του ϑεου ως ευηγγελισεν τοις εαυτου δουλοις τοις προϕηταις 8 και η ϕωνη ην ηκουσα εκ του ουρανου παλιν λαλουσα μετ εμου και λεγουσα υπαγε λαβε το βιβλαριδιον το ηνεωγμενον εν τη χειρι αγγελου του εστωτος επι της ϑαλασσης και επι της γης 9 και απηλϑον προς τον αγγελον λεγων αυτω δος μοι το βιβλαριδιον και λεγει μοι λαβε και καταϕαγε αυτο και πικρανει σου την κοιλιαν αλλ εν τω στοματι σου εσται γλυκυ ως μελι 10 και ελαβον το βιβλαριδιον εκ της χειρος του αγγελου και κατεϕαγον αυτο και ην εν τω στοματι μου ως μελι γλυκυ και οτε εϕαγον αυτο επικρανϑη η κοιλια μου 11 και λεγει μοι δει σε παλιν προϕητευσαι επι λαοις και εϑνεσιν και γλωσσαις και βασιλευσιν πολλοις
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 11
1 και εδοϑη μοι καλαμος ομοιος ραβδω λεγων εγειραι και μετρησον τον ναον του ϑεου και το ϑυσιαστηριον και τους προσκυνουντας εν αυτω 2 και την αυλην την εσωϑεν του ναου εκβαλε εξω και μη αυτην μετρησης οτι εδοϑη τοις εϑνεσιν και την πολιν την αγιαν πατησουσιν μηνας τεσσαρακοντα δυο 3 και δωσω τοις δυσιν μαρτυσιν μου και προϕητευσουσιν ημερας χιλιας διακοσιας εξηκοντα περιβεβλημενοι σακκους 4 ουτοι εισιν αι δυο ελαιαι και δυο λυχνιαι αι ενωπιον του ϑεου της γης εστωσαι 5 και ει τις αυτους ϑελη αδικησαι πυρ εκπορευεται εκ του στοματος αυτων και κατεσϑιει τους εχϑρους αυτων και ει τις αυτους ϑελη αδικησαι ουτως δει αυτον αποκτανϑηναι 6 ουτοι εχουσιν εξουσιαν κλεισαι τον ουρανον ινα μη βρεχη υετος εν ημεραις αυτων της προϕητειας και εξουσιαν εχουσιν επι των υδατων στρεϕειν αυτα εις αιμα και παταξαι την γην παση πληγη οσακις εαν ϑελησωσιν 7 και οταν τελεσωσιν την μαρτυριαν αυτων το ϑηριον το αναβαινον εκ της αβυσσου ποιησει πολεμον μετ αυτων και νικησει αυτους και αποκτενει αυτους 8 και τα πτωματα αυτων επι της πλατειας πολεως της μεγαλης ητις καλειται πνευματικως σοδομα και αιγυπτος οπου και ο κυριος ημων εσταυρωϑη 9 και βλεψουσιν εκ των λαων και ϕυλων και γλωσσων και εϑνων τα πτωματα αυτων ημερας τρεις και ημισυ και τα πτωματα αυτων ουκ αϕησουσιν τεϑηναι εις μνηματα 10 και οι κατοικουντες επι της γης χαρουσιν επ αυτοις και ευϕρανϑησονται και δωρα πεμψουσιν αλληλοις οτι ουτοι οι δυο προϕηται εβασανισαν τους κατοικουντας επι της γης 11 και μετα τας τρεις ημερας και ημισυ πνευμα ζωης εκ του ϑεου εισηλϑεν επ αυτους και εστησαν επι τους ποδας αυτων και ϕοβος μεγας επεσεν επι τους ϑεωρουντας αυτους 12 και ηκουσαν ϕωνην μεγαλην εκ του ουρανου λεγουσαν αυτοις αναβητε ωδε και ανεβησαν εις τον ουρανον εν τη νεϕελη και εϑεωρησαν αυτους οι εχϑροι αυτων 13 και εν εκεινη τη ωρα εγενετο σεισμος μεγας και το δεκατον της πολεως επεσεν και απεκτανϑησαν εν τω σεισμω ονοματα ανϑρωπων χιλιαδες επτα και οι λοιποι εμϕοβοι εγενοντο και εδωκαν δοξαν τω ϑεω του ουρανου 14 η ουαι η δευτερα απηλϑεν ιδου η ουαι η τριτη ερχεται ταχυ 15 και ο εβδομος αγγελος εσαλπισεν και εγενοντο ϕωναι μεγαλαι εν τω ουρανω λεγουσαι εγενοντο αι βασιλειαι του κοσμου του κυριου ημων και του χριστου αυτου και βασιλευσει εις τους αιωνας των αιωνων 16 και οι εικοσι και τεσσαρες πρεσβυτεροι οι ενωπιον του ϑεου καϑημενοι επι τους ϑρονους αυτων επεσαν επι τα προσωπα αυτων και προσεκυνησαν τω ϑεω 17 λεγοντες ευχαριστουμεν σοι κυριε ο ϑεος ο παντοκρατωρ ο ων και ο ην και ο ερχομενος οτι ειληϕας την δυναμιν σου την μεγαλην και εβασιλευσας 18 και τα εϑνη ωργισϑησαν και ηλϑεν η οργη σου και ο καιρος των νεκρων κριϑηναι και δουναι τον μισϑον τοις δουλοις σου τοις προϕηταις και τοις αγιοις και τοις ϕοβουμενοις το ονομα σου τοις μικροις και τοις μεγαλοις και διαϕϑειραι τους διαϕϑειροντας την γην 19 και ηνοιγη ο ναος του ϑεου εν τω ουρανω και ωϕϑη η κιβωτος της διαϑηκης αυτου εν τω ναω αυτου και εγενοντο αστραπαι και ϕωναι και βρονται και σεισμος και χαλαζα μεγαλη
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 12
1 και σημειον μεγα ωϕϑη εν τω ουρανω γυνη περιβεβλημενη τον ηλιον και η σεληνη υποκατω των ποδων αυτης και επι της κεϕαλης αυτης στεϕανος αστερων δωδεκα 2 και εν γαστρι εχουσα κραζει ωδινουσα και βασανιζομενη τεκειν 3 και ωϕϑη αλλο σημειον εν τω ουρανω και ιδου δρακων μεγας πυρρος εχων κεϕαλας επτα και κερατα δεκα και επι τας κεϕαλας αυτου διαδηματα επτα 4 και η ουρα αυτου συρει το τριτον των αστερων του ουρανου και εβαλεν αυτους εις την γην και ο δρακων εστηκεν ενωπιον της γυναικος της μελλουσης τεκειν ινα οταν τεκη το τεκνον αυτης καταϕαγη 5 και ετεκεν υιον αρρενα ος μελλει ποιμαινειν παντα τα εϑνη εν ραβδω σιδηρα και ηρπασϑη το τεκνον αυτης προς τον ϑεον και τον ϑρονον αυτου 6 και η γυνη εϕυγεν εις την ερημον οπου εχει τοπον ητοιμασμενον απο του ϑεου ινα εκει τρεϕωσιν αυτην ημερας χιλιας διακοσιας εξηκοντα 7 και εγενετο πολεμος εν τω ουρανω ο μιχαηλ και οι αγγελοι αυτου επολεμησαν κατα του δρακοντος και ο δρακων επολεμησεν και οι αγγελοι αυτου 8 και ουκ ισχυσαν ουτε τοπος ευρεϑη αυτων ετι εν τω ουρανω 9 και εβληϑη ο δρακων ο μεγας ο οϕις ο αρχαιος ο καλουμενος διαβολος και ο σατανας ο πλανων την οικουμενην ολην εβληϑη εις την γην και οι αγγελοι αυτου μετ αυτου εβληϑησαν 10 και ηκουσα ϕωνην μεγαλην λεγουσαν εν τω ουρανω αρτι εγενετο η σωτηρια και η δυναμις και η βασιλεια του ϑεου ημων και η εξουσια του χριστου αυτου οτι κατεβληϑη ο κατηγορος των αδελϕων ημων ο κατηγορων αυτων ενωπιον του ϑεου ημων ημερας και νυκτος 11 και αυτοι ενικησαν αυτον δια το αιμα του αρνιου και δια τον λογον της μαρτυριας αυτων και ουκ ηγαπησαν την ψυχην αυτων αχρι ϑανατου 12 δια τουτο ευϕραινεσϑε οι ουρανοι και οι εν αυτοις σκηνουντες ουαι τοις κατοικουσιν την γην και την ϑαλασσαν οτι κατεβη ο διαβολος προς υμας εχων ϑυμον μεγαν ειδως οτι ολιγον καιρον εχει 13 και οτε ειδεν ο δρακων οτι εβληϑη εις την γην εδιωξεν την γυναικα ητις ετεκεν τον αρρενα 14 και εδοϑησαν τη γυναικι δυο πτερυγες του αετου του μεγαλου ινα πετηται εις την ερημον εις τον τοπον αυτης οπου τρεϕεται εκει καιρον και καιρους και ημισυ καιρου απο προσωπου του οϕεως 15 και εβαλεν ο οϕις οπισω της γυναικος εκ του στοματος αυτου υδωρ ως ποταμον ινα ταυτην ποταμοϕορητον ποιηση 16 και εβοηϑησεν η γη τη γυναικι και ηνοιξεν η γη το στομα αυτης και κατεπιεν τον ποταμον ον εβαλεν ο δρακων εκ του στοματος αυτου 17 και ωργισϑη ο δρακων επι τη γυναικι και απηλϑεν ποιησαι πολεμον μετα των λοιπων του σπερματος αυτης των τηρουντων τας εντολας του ϑεου και εχοντων την μαρτυριαν του ιησου χριστου
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 13
1 και εσταϑην επι την αμμον της ϑαλασσης και ειδον εκ της ϑαλασσης ϑηριον αναβαινον εχον κεϕαλας επτα και κερατα δεκα και επι των κερατων αυτου δεκα διαδηματα και επι τας κεϕαλας αυτου ονομα βλασϕημιας 2 και το ϑηριον ο ειδον ην ομοιον παρδαλει και οι ποδες αυτου ως αρκτου και το στομα αυτου ως στομα λεοντος και εδωκεν αυτω ο δρακων την δυναμιν αυτου και τον ϑρονον αυτου και εξουσιαν μεγαλην 3 και ειδον μιαν των κεϕαλων αυτου ως εσϕαγμενην εις ϑανατον και η πληγη του ϑανατου αυτου εϑεραπευϑη και εϑαυμασϑη εν ολη τη γη οπισω του ϑηριου 4 και προσεκυνησαν τον δρακοντα ος εδωκεν εξουσιαν τω ϑηριω και προσεκυνησαν το ϑηριον λεγοντες τις ομοιος τω ϑηριω τις δυναται πολεμησαι μετ αυτου 5 και εδοϑη αυτω στομα λαλουν μεγαλα και βλασϕημιας και εδοϑη αυτω εξουσια ποιησαι μηνας τεσσαρακοντα δυο 6 και ηνοιξεν το στομα αυτου εις βλασϕημιαν προς τον ϑεον βλασϕημησαι το ονομα αυτου και την σκηνην αυτου και τους εν τω ουρανω σκηνουντας 7 και εδοϑη αυτω πολεμον ποιησαι μετα των αγιων και νικησαι αυτους και εδοϑη αυτω εξουσια επι πασαν ϕυλην και γλωσσαν και εϑνος 8 και προσκυνησουσιν αυτω παντες οι κατοικουντες επι της γης ων ου γεγραπται τα ονοματα εν τη βιβλω της ζωης του αρνιου εσϕαγμενου απο καταβολης κοσμου 9 ει τις εχει ους ακουσατω 10 ει τις αιχμαλωσιαν συναγει εις αιχμαλωσιαν υπαγει ει τις εν μαχαιρα αποκτενει δει αυτον εν μαχαιρα αποκτανϑηναι ωδε εστιν η υπομονη και η πιστις των αγιων 11 και ειδον αλλο ϑηριον αναβαινον εκ της γης και ειχεν κερατα δυο ομοια αρνιω και ελαλει ως δρακων 12 και την εξουσιαν του πρωτου ϑηριου πασαν ποιει ενωπιον αυτου και ποιει την γην και τους κατοικουντας εν αυτη ινα προσκυνησωσιν το ϑηριον το πρωτον ου εϑεραπευϑη η πληγη του ϑανατου αυτου 13 και ποιει σημεια μεγαλα ινα και πυρ ποιη καταβαινειν εκ του ουρανου εις την γην ενωπιον των ανϑρωπων 14 και πλανα τους κατοικουντας επι της γης δια τα σημεια α εδοϑη αυτω ποιησαι ενωπιον του ϑηριου λεγων τοις κατοικουσιν επι της γης ποιησαι εικονα τω ϑηριω ο εχει την πληγην της μαχαιρας και εζησεν 15 και εδοϑη αυτω δουναι πνευμα τη εικονι του ϑηριου ινα και λαληση η εικων του ϑηριου και ποιηση οσοι αν μη προσκυνησωσιν την εικονα του ϑηριου ινα αποκτανϑωσιν 16 και ποιει παντας τους μικρους και τους μεγαλους και τους πλουσιους και τους πτωχους και τους ελευϑερους και τους δουλους ινα δωση αυτοις χαραγμα επι της χειρος αυτων της δεξιας η επι των μετωπων αυτων 17 και ινα μη τις δυνηται αγορασαι η πωλησαι ει μη ο εχων το χαραγμα η το ονομα του ϑηριου η τον αριϑμον του ονοματος αυτου 18 ωδε η σοϕια εστιν ο εχων τον νουν ψηϕισατω τον αριϑμον του ϑηριου αριϑμος γαρ ανϑρωπου εστιν και ο αριϑμος αυτου χξς
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 14
1 και ειδον και ιδου αρνιον εστηκος επι το ορος σιων και μετ αυτου εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρες χιλιαδες εχουσαι το ονομα του πατρος αυτου γεγραμμενον επι των μετωπων αυτων 2 και ηκουσα ϕωνην εκ του ουρανου ως ϕωνην υδατων πολλων και ως ϕωνην βροντης μεγαλης και ϕωνην ηκουσα κιϑαρωδων κιϑαριζοντων εν ταις κιϑαραις αυτων 3 και αδουσιν ως ωδην καινην ενωπιον του ϑρονου και ενωπιον των τεσσαρων ζωων και των πρεσβυτερων και ουδεις ηδυνατο μαϑειν την ωδην ει μη αι εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρες χιλιαδες οι ηγορασμενοι απο της γης 4 ουτοι εισιν οι μετα γυναικων ουκ εμολυνϑησαν παρϑενοι γαρ εισιν ουτοι εισιν οι ακολουϑουντες τω αρνιω οπου αν υπαγη ουτοι ηγορασϑησαν απο των ανϑρωπων απαρχη τω ϑεω και τω αρνιω 5 και εν τω στοματι αυτων ουχ ευρεϑη δολος αμωμοι γαρ εισιν ενωπιον του ϑρονου του ϑεου 6 και ειδον αλλον αγγελον πετωμενον εν μεσουρανηματι εχοντα ευαγγελιον αιωνιον ευαγγελισαι τους κατοικουντας επι της γης και παν εϑνος και ϕυλην και γλωσσαν και λαον 7 λεγοντα εν ϕωνη μεγαλη ϕοβηϑητε τον ϑεον και δοτε αυτω δοξαν οτι ηλϑεν η ωρα της κρισεως αυτου και προσκυνησατε τω ποιησαντι τον ουρανον και την γην και ϑαλασσαν και πηγας υδατων 8 και αλλος αγγελος ηκολουϑησεν λεγων επεσεν επεσεν βαβυλων η πολις η μεγαλη οτι εκ του οινου του ϑυμου της πορνειας αυτης πεποτικεν παντα εϑνη 9 και τριτος αγγελος ηκολουϑησεν αυτοις λεγων εν ϕωνη μεγαλη ει τις το ϑηριον προσκυνει και την εικονα αυτου και λαμβανει χαραγμα επι του μετωπου αυτου η επι την χειρα αυτου 10 και αυτος πιεται εκ του οινου του ϑυμου του ϑεου του κεκερασμενου ακρατου εν τω ποτηριω της οργης αυτου και βασανισϑησεται εν πυρι και ϑειω ενωπιον των αγιων αγγελων και ενωπιον του αρνιου 11 και ο καπνος του βασανισμου αυτων αναβαινει εις αιωνας αιωνων και ουκ εχουσιν αναπαυσιν ημερας και νυκτος οι προσκυνουντες το ϑηριον και την εικονα αυτου και ει τις λαμβανει το χαραγμα του ονοματος αυτου 12 ωδε υπομονη των αγιων εστιν ωδε οι τηρουντες τας εντολας του ϑεου και την πιστιν ιησου 13 και ηκουσα ϕωνης εκ του ουρανου λεγουσης μοι γραψον μακαριοι οι νεκροι οι εν κυριω αποϑνησκοντες απαρτι ναι λεγει το πνευμα ινα αναπαυσωνται εκ των κοπων αυτων τα δε εργα αυτων ακολουϑει μετ αυτων 14 και ειδον και ιδου νεϕελη λευκη και επι την νεϕελην καϑημενος ομοιος υιω ανϑρωπου εχων επι της κεϕαλης αυτου στεϕανον χρυσουν και εν τη χειρι αυτου δρεπανον οξυ 15 και αλλος αγγελος εξηλϑεν εκ του ναου κραζων εν μεγαλη ϕωνη τω καϑημενω επι της νεϕελης πεμψον το δρεπανον σου και ϑερισον οτι ηλϑεν σοι η ωρα του ϑερισαι οτι εξηρανϑη ο ϑερισμος της γης 16 και εβαλεν ο καϑημενος επι την νεϕελην το δρεπανον αυτου επι την γην και εϑερισϑη η γη 17 και αλλος αγγελος εξηλϑεν εκ του ναου του εν τω ουρανω εχων και αυτος δρεπανον οξυ 18 και αλλος αγγελος εξηλϑεν εκ του ϑυσιαστηριου εχων εξουσιαν επι του πυρος και εϕωνησεν κραυγη μεγαλη τω εχοντι το δρεπανον το οξυ λεγων πεμψον σου το δρεπανον το οξυ και τρυγησον τους βοτρυας της γης οτι ηκμασαν αι σταϕυλαι αυτης 19 και εβαλεν ο αγγελος το δρεπανον αυτου εις την γην και ετρυγησεν την αμπελον της γης και εβαλεν εις την ληνον του ϑυμου του ϑεου την μεγαλην 20 και επατηϑη η ληνος εξω της πολεως και εξηλϑεν αιμα εκ της ληνου αχρι των χαλινων των ιππων απο σταδιων χιλιων εξακοσιων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 15
1 και ειδον αλλο σημειον εν τω ουρανω μεγα και ϑαυμαστον αγγελους επτα εχοντας πληγας επτα τας εσχατας οτι εν αυταις ετελεσϑη ο ϑυμος του ϑεου 2 και ειδον ως ϑαλασσαν υαλινην μεμιγμενην πυρι και τους νικωντας εκ του ϑηριου και εκ της εικονος αυτου και εκ του χαραγματος αυτου εκ του αριϑμου του ονοματος αυτου εστωτας επι την ϑαλασσαν την υαλινην εχοντας κιϑαρας του ϑεου 3 και αδουσιν την ωδην μωσεως δουλου του ϑεου και την ωδην του αρνιου λεγοντες μεγαλα και ϑαυμαστα τα εργα σου κυριε ο ϑεος ο παντοκρατωρ δικαιαι και αληϑιναι αι οδοι σου ο βασιλευς των αγιων 4 τις ου μη ϕοβηϑη σε κυριε και δοξαση το ονομα σου οτι μονος οσιος οτι παντα τα εϑνη ηξουσιν και προσκυνησουσιν ενωπιον σου οτι τα δικαιωματα σου εϕανερωϑησαν 5 και μετα ταυτα ειδον και ιδου ηνοιγη ο ναος της σκηνης του μαρτυριου εν τω ουρανω 6 και εξηλϑον οι επτα αγγελοι εχοντες τας επτα πληγας εκ του ναου ενδεδυμενοι λινον καϑαρον και λαμπρον και περιεζωσμενοι περι τα στηϑη ζωνας χρυσας 7 και εν εκ των τεσσαρων ζωων εδωκεν τοις επτα αγγελοις επτα ϕιαλας χρυσας γεμουσας του ϑυμου του ϑεου του ζωντος εις τους αιωνας των αιωνων 8 και εγεμισϑη ο ναος καπνου εκ της δοξης του ϑεου και εκ της δυναμεως αυτου και ουδεις ηδυνατο εισελϑειν εις τον ναον αχρι τελεσϑωσιν αι επτα πληγαι των επτα αγγελων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 16
1 και ηκουσα ϕωνης μεγαλης εκ του ναου λεγουσης τοις επτα αγγελοις υπαγετε και εκχεατε τας ϕιαλας του ϑυμου του ϑεου εις την γην 2 και απηλϑεν ο πρωτος και εξεχεεν την ϕιαλην αυτου επι την γην και εγενετο ελκος κακον και πονηρον εις τους ανϑρωπους τους εχοντας το χαραγμα του ϑηριου και τους τη εικονι αυτου προσκυνουντας 3 και ο δευτερος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου εις την ϑαλασσαν και εγενετο αιμα ως νεκρου και πασα ψυχη ζωσα απεϑανεν εν τη ϑαλασση 4 και ο τριτος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου εις τους ποταμους και εις τας πηγας των υδατων και εγενετο αιμα 5 και ηκουσα του αγγελου των υδατων λεγοντος δικαιος κυριε ει ο ων και ο ην και ο οσιος οτι ταυτα εκρινας 6 οτι αιμα αγιων και προϕητων εξεχεαν και αιμα αυτοις εδωκας πιειν αξιοι γαρ εισιν 7 και ηκουσα αλλου εκ του ϑυσιαστηριου λεγοντος ναι κυριε ο ϑεος ο παντοκρατωρ αληϑιναι και δικαιαι αι κρισεις σου 8 και ο τεταρτος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου επι τον ηλιον και εδοϑη αυτω καυματισαι τους ανϑρωπους εν πυρι 9 και εκαυματισϑησαν οι ανϑρωποι καυμα μεγα και εβλασϕημησαν το ονομα του ϑεου του εχοντος εξουσιαν επι τας πληγας ταυτας και ου μετενοησαν δουναι αυτω δοξαν 10 και ο πεμπτος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου επι τον ϑρονον του ϑηριου και εγενετο η βασιλεια αυτου εσκοτωμενη και εμασσωντο τας γλωσσας αυτων εκ του πονου 11 και εβλασϕημησαν τον ϑεον του ουρανου εκ των πονων αυτων και εκ των ελκων αυτων και ου μετενοησαν εκ των εργων αυτων 12 και ο εκτος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου επι τον ποταμον τον μεγαν τον ευϕρατην και εξηρανϑη το υδωρ αυτου ινα ετοιμασϑη η οδος των βασιλεων των απο ανατολων ηλιου 13 και ειδον εκ του στοματος του δρακοντος και εκ του στοματος του ϑηριου και εκ του στοματος του ψευδοπροϕητου πνευματα τρια ακαϑαρτα ομοια βατραχοις 14 εισιν γαρ πνευματα δαιμονων ποιουντα σημεια εκπορευεσϑαι επι τους βασιλεις της γης και της οικουμενης ολης συναγαγειν αυτους εις πολεμον της ημερας εκεινης της μεγαλης του ϑεου του παντοκρατορος 15 ιδου ερχομαι ως κλεπτης μακαριος ο γρηγορων και τηρων τα ιματια αυτου ινα μη γυμνος περιπατη και βλεπωσιν την ασχημοσυνην αυτου 16 και συνηγαγεν αυτους εις τον τοπον τον καλουμενον εβραιστι αρμαγεδδων 17 και ο εβδομος αγγελος εξεχεεν την ϕιαλην αυτου εις τον αερα και εξηλϑεν ϕωνη μεγαλη απο του ναου του ουρανου απο του ϑρονου λεγουσα γεγονεν 18 και εγενοντο ϕωναι και βρονται και αστραπαι και σεισμος εγενετο μεγας οιος ουκ εγενετο αϕ ου οι ανϑρωποι εγενοντο επι της γης τηλικουτος σεισμος ουτως μεγας 19 και εγενετο η πολις η μεγαλη εις τρια μερη και αι πολεις των εϑνων επεσον και βαβυλων η μεγαλη εμνησϑη ενωπιον του ϑεου δουναι αυτη το ποτηριον του οινου του ϑυμου της οργης αυτου 20 και πασα νησος εϕυγεν και ορη ουχ ευρεϑησαν 21 και χαλαζα μεγαλη ως ταλαντιαια καταβαινει εκ του ουρανου επι τους ανϑρωπους και εβλασϕημησαν οι ανϑρωποι τον ϑεον εκ της πληγης της χαλαζης οτι μεγαλη εστιν η πληγη αυτης σϕοδρα
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 17
1 και ηλϑεν εις εκ των επτα αγγελων των εχοντων τας επτα ϕιαλας και ελαλησεν μετ εμου λεγων μοι δευρο δειξω σοι το κριμα της πορνης της μεγαλης της καϑημενης επι των υδατων των πολλων 2 μεϑ ης επορνευσαν οι βασιλεις της γης και εμεϑυσϑησαν εκ του οινου της πορνειας αυτης οι κατοικουντες την γην 3 και απηνεγκεν με εις ερημον εν πνευματι και ειδον γυναικα καϑημενην επι ϑηριον κοκκινον γεμον ονοματων βλασϕημιας εχον κεϕαλας επτα και κερατα δεκα 4 και η γυνη η περιβεβλημενη πορϕυρα και κοκκινω και κεχρυσωμενη χρυσω και λιϑω τιμιω και μαργαριταις εχουσα χρυσουν ποτηριον εν τη χειρι αυτης γεμον βδελυγματων και ακαϑαρτητος πορνειας αυτης 5 και επι το μετωπον αυτης ονομα γεγραμμενον μυστηριον βαβυλων η μεγαλη η μητηρ των πορνων και των βδελυγματων της γης 6 και ειδον την γυναικα μεϑυουσαν εκ του αιματος των αγιων και εκ του αιματος των μαρτυρων ιησου και εϑαυμασα ιδων αυτην ϑαυμα μεγα 7 και ειπεν μοι ο αγγελος διατι εϑαυμασας εγω σοι ερω το μυστηριον της γυναικος και του ϑηριου του βασταζοντος αυτην του εχοντος τας επτα κεϕαλας και τα δεκα κερατα 8 ϑηριον ο ειδες ην και ουκ εστιν και μελλει αναβαινειν εκ της αβυσσου και εις απωλειαν υπαγειν και ϑαυμασονται οι κατοικουντες επι της γης ων ου γεγραπται τα ονοματα επι το βιβλιον της ζωης απο καταβολης κοσμου βλεποντες το ϑηριον ο τι ην και ουκ εστιν καιπερ εστιν 9 ωδε ο νους ο εχων σοϕιαν αι επτα κεϕαλαι ορη εισιν επτα οπου η γυνη καϑηται επ αυτων 10 και βασιλεις επτα εισιν οι πεντε επεσαν και ο εις εστιν ο αλλος ουπω ηλϑεν και οταν ελϑη ολιγον αυτον δει μειναι 11 και το ϑηριον ο ην και ουκ εστιν και αυτος ογδοος εστιν και εκ των επτα εστιν και εις απωλειαν υπαγει 12 και τα δεκα κερατα α ειδες δεκα βασιλεις εισιν οιτινες βασιλειαν ουπω ελαβον αλλ εξουσιαν ως βασιλεις μιαν ωραν λαμβανουσιν μετα του ϑηριου 13 ουτοι μιαν γνωμην εχουσιν και την δυναμιν και την εξουσιαν εαυτων τω ϑηριω διαδιδωσουσιν 14 ουτοι μετα του αρνιου πολεμησουσιν και το αρνιον νικησει αυτους οτι κυριος κυριων εστιν και βασιλευς βασιλεων και οι μετ αυτου κλητοι και εκλεκτοι και πιστοι 15 και λεγει μοι τα υδατα α ειδες ου η πορνη καϑηται λαοι και οχλοι εισιν και εϑνη και γλωσσαι 16 και τα δεκα κερατα α ειδες επι το ϑηριον ουτοι μισησουσιν την πορνην και ηρημωμενην ποιησουσιν αυτην και γυμνην και τας σαρκας αυτης ϕαγονται και αυτην κατακαυσουσιν εν πυρι 17 ο γαρ ϑεος εδωκεν εις τας καρδιας αυτων ποιησαι την γνωμην αυτου και ποιησαι μιαν γνωμην και δουναι την βασιλειαν αυτων τω ϑηριω αχρι τελεσϑη τα ρηματα του ϑεου 18 και η γυνη ην ειδες εστιν η πολις η μεγαλη η εχουσα βασιλειαν επι των βασιλεων της γης
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 18
1 και μετα ταυτα ειδον αγγελον καταβαινοντα εκ του ουρανου εχοντα εξουσιαν μεγαλην και η γη εϕωτισϑη εκ της δοξης αυτου 2 και εκραξεν εν ισχυι ϕωνη μεγαλη λεγων επεσεν επεσεν βαβυλων η μεγαλη και εγενετο κατοικητηριον δαιμονων και ϕυλακη παντος πνευματος ακαϑαρτου και ϕυλακη παντος ορνεου ακαϑαρτου και μεμισημενου 3 οτι εκ του οινου του ϑυμου της πορνειας αυτης πεπωκεν παντα τα εϑνη και οι βασιλεις της γης μετ αυτης επορνευσαν και οι εμποροι της γης εκ της δυναμεως του στρηνους αυτης επλουτησαν 4 και ηκουσα αλλην ϕωνην εκ του ουρανου λεγουσαν εξελϑετε εξ αυτης ο λαος μου ινα μη συγκοινωνησητε ταις αμαρτιαις αυτης και ινα μη λαβητε εκ των πληγων αυτης 5 οτι ηκολουϑησαν αυτης αι αμαρτιαι αχρι του ουρανου και εμνημονευσεν ο ϑεος τα αδικηματα αυτης 6 αποδοτε αυτη ως και αυτη απεδωκεν υμιν και διπλωσατε αυτη διπλα κατα τα εργα αυτης εν τω ποτηριω ω εκερασεν κερασατε αυτη διπλουν 7 οσα εδοξασεν εαυτην και εστρηνιασεν τοσουτον δοτε αυτη βασανισμον και πενϑος οτι εν τη καρδια αυτης λεγει καϑημαι βασιλισσα και χηρα ουκ ειμι και πενϑος ου μη ιδω 8 δια τουτο εν μια ημερα ηξουσιν αι πληγαι αυτης ϑανατος και πενϑος και λιμος και εν πυρι κατακαυϑησεται οτι ισχυρος κυριος ο ϑεος ο κρινων αυτην 9 και κλαυσονται αυτην και κοψονται επ αυτη οι βασιλεις της γης οι μετ αυτης πορνευσαντες και στρηνιασαντες οταν βλεπωσιν τον καπνον της πυρωσεως αυτης 10 απο μακροϑεν εστηκοτες δια τον ϕοβον του βασανισμου αυτης λεγοντες ουαι ουαι η πολις η μεγαλη βαβυλων η πολις η ισχυρα οτι εν μια ωρα ηλϑεν η κρισις σου 11 και οι εμποροι της γης κλαιουσιν και πενϑουσιν επ αυτη οτι τον γομον αυτων ουδεις αγοραζει ουκετι 12 γομον χρυσου και αργυρου και λιϑου τιμιου και μαργαριτου και βυσσου και πορϕυρας και σηρικου και κοκκινου και παν ξυλον ϑυινον και παν σκευος ελεϕαντινον και παν σκευος εκ ξυλου τιμιωτατου και χαλκου και σιδηρου και μαρμαρου 13 και κιναμωμον και ϑυμιαματα και μυρον και λιβανον και οινον και ελαιον και σεμιδαλιν και σιτον και κτηνη και προβατα και ιππων και ρεδων και σωματων και ψυχας ανϑρωπων 14 και η οπωρα της επιϑυμιας της ψυχης σου απηλϑεν απο σου και παντα τα λιπαρα και τα λαμπρα απηλϑεν απο σου και ουκετι ου μη ευρησης αυτα 15 οι εμποροι τουτων οι πλουτησαντες απ αυτης απο μακροϑεν στησονται δια τον ϕοβον του βασανισμου αυτης κλαιοντες και πενϑουντες 16 και λεγοντες ουαι ουαι η πολις η μεγαλη η περιβεβλημενη βυσσινον και πορϕυρουν και κοκκινον και κεχρυσωμενη εν χρυσω και λιϑω τιμιω και μαργαριταις 17 οτι μια ωρα ηρημωϑη ο τοσουτος πλουτος και πας κυβερνητης και πας επι των πλοιων ο ομιλος και ναυται και οσοι την ϑαλασσαν εργαζονται απο μακροϑεν εστησαν 18 και εκραζον ορωντες τον καπνον της πυρωσεως αυτης λεγοντες τις ομοια τη πολει τη μεγαλη 19 και εβαλον χουν επι τας κεϕαλας αυτων και εκραζον κλαιοντες και πενϑουντες λεγοντες ουαι ουαι η πολις η μεγαλη εν η επλουτησαν παντες οι εχοντες πλοια εν τη ϑαλασση εκ της τιμιοτητος αυτης οτι μια ωρα ηρημωϑη 20 ευϕραινου επ αυτην ουρανε και οι αγιοι αποστολοι και οι προϕηται οτι εκρινεν ο ϑεος το κριμα υμων εξ αυτης 21 και ηρεν εις αγγελος ισχυρος λιϑον ως μυλον μεγαν και εβαλεν εις την ϑαλασσαν λεγων ουτως ορμηματι βληϑησεται βαβυλων η μεγαλη πολις και ου μη ευρεϑη ετι 22 και ϕωνη κιϑαρωδων και μουσικων και αυλητων και σαλπιστων ου μη ακουσϑη εν σοι ετι και πας τεχνιτης πασης τεχνης ου μη ευρεϑη εν σοι ετι και ϕωνη μυλου ου μη ακουσϑη εν σοι ετι 23 και ϕως λυχνου ου μη ϕανη εν σοι ετι και ϕωνη νυμϕιου και νυμϕης ου μη ακουσϑη εν σοι ετι οτι οι εμποροι σου ησαν οι μεγιστανες της γης οτι εν τη ϕαρμακεια σου επλανηϑησαν παντα τα εϑνη 24 και εν αυτη αιμα προϕητων και αγιων ευρεϑη και παντων των εσϕαγμενων επι της γης
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 19
1 και μετα ταυτα ηκουσα ϕωνην οχλου πολλου μεγαλην εν τω ουρανω λεγοντος αλληλουια η σωτηρια και η δοξα και η τιμη και η δυναμις κυριω τω ϑεω ημων 2 οτι αληϑιναι και δικαιαι αι κρισεις αυτου οτι εκρινεν την πορνην την μεγαλην ητις εϕϑειρεν την γην εν τη πορνεια αυτης και εξεδικησεν το αιμα των δουλων αυτου εκ της χειρος αυτης 3 και δευτερον ειρηκαν αλληλουια και ο καπνος αυτης αναβαινει εις τους αιωνας των αιωνων 4 και επεσαν οι πρεσβυτεροι οι εικοσι και τεσσαρες και τα τεσσαρα ζωα και προσεκυνησαν τω ϑεω τω καϑημενω επι του ϑρονου λεγοντες αμην αλληλουια 5 και ϕωνη εκ του ϑρονου εξηλϑεν λεγουσα αινειτε τον ϑεον ημων παντες οι δουλοι αυτου και οι ϕοβουμενοι αυτον και οι μικροι και οι μεγαλοι 6 και ηκουσα ως ϕωνην οχλου πολλου και ως ϕωνην υδατων πολλων και ως ϕωνην βροντων ισχυρων λεγοντας αλληλουια οτι εβασιλευσεν κυριος ο ϑεος ο παντοκρατωρ 7 χαιρωμεν και αγαλλιωμεϑα και δωμεν την δοξαν αυτω οτι ηλϑεν ο γαμος του αρνιου και η γυνη αυτου ητοιμασεν εαυτην 8 και εδοϑη αυτη ινα περιβαληται βυσσινον καϑαρον και λαμπρον το γαρ βυσσινον τα δικαιωματα εστιν των αγιων 9 και λεγει μοι γραψον μακαριοι οι εις το δειπνον του γαμου του αρνιου κεκλημενοι και λεγει μοι ουτοι οι λογοι αληϑινοι εισιν του ϑεου 10 και επεσον εμπροσϑεν των ποδων αυτου προσκυνησαι αυτω και λεγει μοι ορα μη συνδουλος σου ειμι και των αδελϕων σου των εχοντων την μαρτυριαν του ιησου τω ϑεω προσκυνησον η γαρ μαρτυρια του ιησου εστιν το πνευμα της προϕητειας 11 και ειδον τον ουρανον ανεωγμενον και ιδου ιππος λευκος και ο καϑημενος επ αυτον καλουμενος πιστος και αληϑινος και εν δικαιοσυνη κρινει και πολεμει 12 οι δε οϕϑαλμοι αυτου ως ϕλοξ πυρος και επι την κεϕαλην αυτου διαδηματα πολλα εχων ονομα γεγραμμενον ο ουδεις οιδεν ει μη αυτος 13 και περιβεβλημενος ιματιον βεβαμμενον αιματι και καλειται το ονομα αυτου ο λογος του ϑεου 14 και τα στρατευματα εν τω ουρανω ηκολουϑει αυτω εϕ ιπποις λευκοις ενδεδυμενοι βυσσινον λευκον και καϑαρον 15 και εκ του στοματος αυτου εκπορευεται ρομϕαια οξεια ινα εν αυτη πατασση τα εϑνη και αυτος ποιμανει αυτους εν ραβδω σιδηρα και αυτος πατει την ληνον του οινου του ϑυμου και της οργης του ϑεου του παντοκρατορος 16 και εχει επι το ιματιον και επι τον μηρον αυτου το ονομα γεγραμμενον βασιλευς βασιλεων και κυριος κυριων 17 και ειδον ενα αγγελον εστωτα εν τω ηλιω και εκραξεν ϕωνη μεγαλη λεγων πασιν τοις ορνεοις τοις πετωμενοις εν μεσουρανηματι δευτε και συναγεσϑε εις το δειπνον του μεγαλου ϑεου 18 ινα ϕαγητε σαρκας βασιλεων και σαρκας χιλιαρχων και σαρκας ισχυρων και σαρκας ιππων και των καϑημενων επ αυτων και σαρκας παντων ελευϑερων και δουλων και μικρων και μεγαλων 19 και ειδον το ϑηριον και τους βασιλεις της γης και τα στρατευματα αυτων συνηγμενα ποιησαι πολεμον μετα του καϑημενου επι του ιππου και μετα του στρατευματος αυτου 20 και επιασϑη το ϑηριον και μετα τουτου ο ψευδοπροϕητης ο ποιησας τα σημεια ενωπιον αυτου εν οις επλανησεν τους λαβοντας το χαραγμα του ϑηριου και τους προσκυνουντας τη εικονι αυτου ζωντες εβληϑησαν οι δυο εις την λιμνην του πυρος την καιομενην εν τω ϑειω 21 και οι λοιποι απεκτανϑησαν εν τη ρομϕαια του καϑημενου επι του ιππου τη εκπορευομενη εκ του στοματος αυτου και παντα τα ορνεα εχορτασϑησαν εκ των σαρκων αυτων
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 20
1 και ειδον αγγελον καταβαινοντα εκ του ουρανου εχοντα την κλειδα της αβυσσου και αλυσιν μεγαλην επι την χειρα αυτου 2 και εκρατησεν τον δρακοντα τον οϕιν τον αρχαιον ος εστιν διαβολος και σατανας και εδησεν αυτον χιλια ετη 3 και εβαλεν αυτον εις την αβυσσον και εκλεισεν αυτον και εσϕραγισεν επανω αυτου ινα μη πλανηση τα εϑνη ετι αχρι τελεσϑη τα χιλια ετη και μετα ταυτα δει αυτον λυϑηναι μικρον χρονον 4 και ειδον ϑρονους και εκαϑισαν επ αυτους και κριμα εδοϑη αυτοις και τας ψυχας των πεπελεκισμενων δια την μαρτυριαν ιησου και δια τον λογον του ϑεου και οιτινες ου προσεκυνησαν τω ϑηριω ουτε την εικονα αυτου και ουκ ελαβον το χαραγμα επι το μετωπον αυτων και επι την χειρα αυτων και εζησαν και εβασιλευσαν μετα χριστου τα χιλια ετη 5 οι δε λοιποι των νεκρων ουκ ανεζησαν εως τελεσϑη τα χιλια ετη αυτη η αναστασις η πρωτη 6 μακαριος και αγιος ο εχων μερος εν τη αναστασει τη πρωτη επι τουτων ο ϑανατος ο δευτερος ουκ εχει εξουσιαν αλλ εσονται ιερεις του ϑεου και του χριστου και βασιλευσουσιν μετ αυτου χιλια ετη 7 και οταν τελεσϑη τα χιλια ετη λυϑησεται ο σατανας εκ της ϕυλακης αυτου 8 και εξελευσεται πλανησαι τα εϑνη τα εν ταις τεσσαρσιν γωνιαις της γης τον γωγ και τον μαγωγ συναγαγειν αυτους εις πολεμον ων ο αριϑμος ως η αμμος της ϑαλασσης 9 και ανεβησαν επι το πλατος της γης και εκυκλωσαν την παρεμβολην των αγιων και την πολιν την ηγαπημενην και κατεβη πυρ απο του ϑεου εκ του ουρανου και κατεϕαγεν αυτους 10 και ο διαβολος ο πλανων αυτους εβληϑη εις την λιμνην του πυρος και ϑειου οπου το ϑηριον και ο ψευδοπροϕητης και βασανισϑησονται ημερας και νυκτος εις τους αιωνας των αιωνων 11 και ειδον ϑρονον λευκον μεγαν και τον καϑημενον επ αυτου ου απο προσωπου εϕυγεν η γη και ο ουρανος και τοπος ουχ ευρεϑη αυτοις 12 και ειδον τους νεκρους μικρους και μεγαλους εστωτας ενωπιον του ϑεου και βιβλια ηνεωχϑησαν και βιβλιον αλλο ηνεωχϑη ο εστιν της ζωης και εκριϑησαν οι νεκροι εκ των γεγραμμενων εν τοις βιβλιοις κατα τα εργα αυτων 13 και εδωκεν η ϑαλασσα τους εν αυτη νεκρους και ο ϑανατος και ο αδης εδωκαν τους εν αυτοις νεκρους και εκριϑησαν εκαστος κατα τα εργα αυτων 14 και ο ϑανατος και ο αδης εβληϑησαν εις την λιμνην του πυρος ουτος εστιν ο δευτερος ϑανατος 15 και ει τις ουχ ευρεϑη εν τη βιβλω της ζωης γεγραμμενος εβληϑη εις την λιμνην του πυρος
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 21
1 και ειδον ουρανον καινον και γην καινην ο γαρ πρωτος ουρανος και η πρωτη γη παρηλϑεν και η ϑαλασσα ουκ εστιν ετι 2 και εγω ιωαννης ειδον την πολιν την αγιαν ιερουσαλημ καινην καταβαινουσαν απο του ϑεου εκ του ουρανου ητοιμασμενην ως νυμϕην κεκοσμημενην τω ανδρι αυτης 3 και ηκουσα ϕωνης μεγαλης εκ του ουρανου λεγουσης ιδου η σκηνη του ϑεου μετα των ανϑρωπων και σκηνωσει μετ αυτων και αυτοι λαοι αυτου εσονται και αυτος ο ϑεος εσται μετ αυτων ϑεος αυτων 4 και εξαλειψει ο ϑεος παν δακρυον απο των οϕϑαλμων αυτων και ο ϑανατος ουκ εσται ετι ουτε πενϑος ουτε κραυγη ουτε πονος ουκ εσται ετι οτι τα πρωτα απηλϑον 5 και ειπεν ο καϑημενος επι του ϑρονου ιδου καινα παντα ποιω και λεγει μοι γραψον οτι ουτοι οι λογοι αληϑινοι και πιστοι εισιν 6 και ειπεν μοι γεγονεν εγω ειμι το α και το ω η αρχη και το τελος εγω τω διψωντι δωσω εκ της πηγης του υδατος της ζωης δωρεαν 7 ο νικων κληρονομησει παντα και εσομαι αυτω ϑεος και αυτος εσται μοι ο υιος 8 δειλοις δε και απιστοις και εβδελυγμενοις και ϕονευσιν και πορνοις και ϕαρμακευσιν και ειδωλολατραις και πασιν τοις ψευδεσιν το μερος αυτων εν τη λιμνη τη καιομενη πυρι και ϑειω ο εστιν δευτερος ϑανατος 9 και ηλϑεν προς με εις των επτα αγγελων των εχοντων τας επτα ϕιαλας τας γεμουσας των επτα πληγων των εσχατων και ελαλησεν μετ εμου λεγων δευρο δειξω σοι την νυμϕην του αρνιου την γυναικα 10 και απηνεγκεν με εν πνευματι επ ορος μεγα και υψηλον και εδειξεν μοι την πολιν την μεγαλην την αγιαν ιερουσαλημ καταβαινουσαν εκ του ουρανου απο του ϑεου 11 εχουσαν την δοξαν του ϑεου και ο ϕωστηρ αυτης ομοιος λιϑω τιμιωτατω ως λιϑω ιασπιδι κρυσταλλιζοντι 12 εχουσαν τε τειχος μεγα και υψηλον εχουσαν πυλωνας δωδεκα και επι τοις πυλωσιν αγγελους δωδεκα και ονοματα επιγεγραμμενα α εστιν των δωδεκα ϕυλων των υιων ισραηλ 13 απ ανατολης πυλωνες τρεις απο βορρα πυλωνες τρεις απο νοτου πυλωνες τρεις απο δυσμων πυλωνες τρεις 14 και το τειχος της πολεως εχον ϑεμελιους δωδεκα και εν αυτοις ονοματα των δωδεκα αποστολων του αρνιου 15 και ο λαλων μετ εμου ειχεν καλαμον χρυσουν ινα μετρηση την πολιν και τους πυλωνας αυτης και το τειχος αυτης 16 και η πολις τετραγωνος κειται και το μηκος αυτης τοσουτον εστιν οσον και το πλατος και εμετρησεν την πολιν τω καλαμω επι σταδιων δωδεκα χιλιαδων το μηκος και το πλατος και το υψος αυτης ισα εστιν 17 και εμετρησεν το τειχος αυτης εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρων πηχων μετρον ανϑρωπου ο εστιν αγγελου 18 και ην η ενδομησις του τειχους αυτης ιασπις και η πολις χρυσιον καϑαρον ομοια υαλω καϑαρω 19 και οι ϑεμελιοι του τειχους της πολεως παντι λιϑω τιμιω κεκοσμημενοι ο ϑεμελιος ο πρωτος ιασπις ο δευτερος σαπϕειρος ο τριτος χαλκηδων ο τεταρτος σμαραγδος 20 ο πεμπτος σαρδονυξ ο εκτος σαρδιος ο εβδομος χρυσολιϑος ο ογδοος βηρυλλος ο ενατος τοπαζιον ο δεκατος χρυσοπρασος ο ενδεκατος υακινϑος ο δωδεκατος αμεϑυστος 21 και οι δωδεκα πυλωνες δωδεκα μαργαριται ανα εις εκαστος των πυλωνων ην εξ ενος μαργαριτου και η πλατεια της πολεως χρυσιον καϑαρον ως υαλος διαϕανης 22 και ναον ουκ ειδον εν αυτη ο γαρ κυριος ο ϑεος ο παντοκρατωρ ναος αυτης εστιν και το αρνιον 23 και η πολις ου χρειαν εχει του ηλιου ουδε της σεληνης ινα ϕαινωσιν εν αυτη η γαρ δοξα του ϑεου εϕωτισεν αυτην και ο λυχνος αυτης το αρνιον 24 και τα εϑνη των σωζομενων εν τω ϕωτι αυτης περιπατησουσιν και οι βασιλεις της γης ϕερουσιν την δοξαν και την τιμην αυτων εις αυτην 25 και οι πυλωνες αυτης ου μη κλεισϑωσιν ημερας νυξ γαρ ουκ εσται εκει 26 και οισουσιν την δοξαν και την τιμην των εϑνων εις αυτην 27 και ου μη εισελϑη εις αυτην παν κοινουν και ποιουν βδελυγμα και ψευδος ει μη οι γεγραμμενοι εν τω βιβλιω της ζωης του αρνιου
Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι caput 22
1 και εδειξεν μοι καϑαρον ποταμον υδατος ζωης λαμπρον ως κρυσταλλον εκπορευομενον εκ του ϑρονου του ϑεου και του αρνιου 2 εν μεσω της πλατειας αυτης και του ποταμου εντευϑεν και εντευϑεν ξυλον ζωης ποιουν καρπους δωδεκα κατα μηνα ενα εκαστον αποδιδουν τον καρπον αυτου και τα ϕυλλα του ξυλου εις ϑεραπειαν των εϑνων 3 και παν καταναϑεμα ουκ εσται ετι και ο ϑρονος του ϑεου και του αρνιου εν αυτη εσται και οι δουλοι αυτου λατρευσουσιν αυτω 4 και οψονται το προσωπον αυτου και το ονομα αυτου επι των μετωπων αυτων 5 και νυξ ουκ εσται εκει και χρειαν ουκ εχουσιν λυχνου και ϕωτος ηλιου οτι κυριος ο ϑεος ϕωτιζει αυτους και βασιλευσουσιν εις τους αιωνας των αιωνων 6 και ειπεν μοι ουτοι οι λογοι πιστοι και αληϑινοι και κυριος ο ϑεος των αγιων προϕητων απεστειλεν τον αγγελον αυτου δειξαι τοις δουλοις αυτου α δει γενεσϑαι εν ταχει 7 ιδου ερχομαι ταχυ μακαριος ο τηρων τους λογους της προϕητειας του βιβλιου τουτου 8 και εγω ιωαννης ο βλεπων ταυτα και ακουων και οτε ηκουσα και εβλεψα επεσα προσκυνησαι εμπροσϑεν των ποδων του αγγελου του δεικνυοντος μοι ταυτα 9 και λεγει μοι ορα μη συνδουλος σου γαρ ειμι και των αδελϕων σου των προϕητων και των τηρουντων τους λογους του βιβλιου τουτου τω ϑεω προσκυνησον 10 και λεγει μοι μη σϕραγισης τους λογους της προϕητειας του βιβλιου τουτου οτι ο καιρος εγγυς εστιν 11 ο αδικων αδικησατω ετι και ο ρυπων ρυπωσατω ετι και ο δικαιος δικαιωϑητω ετι και ο αγιος αγιασϑητω ετι 12 και ιδου ερχομαι ταχυ και ο μισϑος μου μετ εμου αποδουναι εκαστω ως το εργον αυτου εσται 13 εγω ειμι το α και το ω αρχη και τελος ο πρωτος και ο εσχατος 14 μακαριοι οι ποιουντες τας εντολας αυτου ινα εσται η εξουσια αυτων επι το ξυλον της ζωης και τοις πυλωσιν εισελϑωσιν εις την πολιν 15 εξω δε οι κυνες και οι ϕαρμακοι και οι πορνοι και οι ϕονεις και οι ειδωλολατραι και πας ο ϕιλων και ποιων ψευδος 16 εγω ιησους επεμψα τον αγγελον μου μαρτυρησαι υμιν ταυτα επι ταις εκκλησιαις εγω ειμι η ριζα και το γενος του δαβιδ ο αστηρ ο λαμπρος και ορϑρινος 17 και το πνευμα και η νυμϕη λεγουσιν ελϑε και ο ακουων ειπατω ελϑε και ο διψων ελϑετω και ο ϑελων λαμβανετω το υδωρ ζωης δωρεαν 18 συμμαρτυρουμαι γαρ παντι ακουοντι τους λογους της προϕητειας του βιβλιου τουτου εαν τις επιτιϑη προς ταυτα επιϑησει ο ϑεος επ αυτον τας πληγας τας γεγραμμενας εν βιβλιω τουτω 19 και εαν τις αϕαιρη απο των λογων βιβλου της προϕητειας ταυτης αϕαιρησει ο ϑεος το μερος αυτου απο βιβλου της ζωης και εκ της πολεως της αγιας και των γεγραμμενων εν βιβλιω τουτω 20 λεγει ο μαρτυρων ταυτα ναι ερχομαι ταχυ αμην ναι ερχου κυριε ιησου 21 η χαρις του κυριου ημων ιησου χριστου μετα παντων υμων αμην Εξπλιχιτ Αποχαλψπσισ βεατι ϑοηαννισ αποστολι
Τεξτυσ ρεχεπτυσ Ροβερτι Στεπηανι εδιτορισ
Weblinks
- Quelle: domus-ecclesiae.de (kopiert mit freundlicher Genehmigung vom 20. April 2020)